19 Μαΐου 2024

Βιβλίο: “Είμαι γυναίκα, γι’ αυτό με σκοτώνεις”, της Τζένης Κριθαρά, εκδόσεις ΚΨΜ


Η γυναίκα δεν είναι αδύναμη γιατί το θέλει η Φύση ή ο Θεός. Αποτελεί το αδύναμο θύμα μίας σχέσης εξουσίας στο πλαίσιο μιας κοινωνίας που δεν έχει ισότιμους ανθρώπους. Ακριβώς όπως συμβαίνει στον καπιταλισμό με την εκμετάλλευση του εργαζομένου από τον κεφαλαιοκράτη. Ο εργαζόμενος δεν είναι αδύναμος. Είναι ένας πολύ δυνατός άνθρωπος που παράγει πλούτο. Υπό αυτή και μόνο την έννοια, η γυναίκα είναι το αδύναμο μέρος της σχέσης, στο πλαίσιο μίας κοινωνίας που στον αδύναμο δίνει χαμηλότερο μισθό, του ζητάει περισσότερα, του μεταφέρει όλα τα βάρη, δεν τον λογαριάζει. Αυτό δεν το λένε μόνο τα στατιστικά, αλλά και η εμπειρία της ζωής.

    Η αξία της ίδιας της ζωής του ανθρώπου, ο σεβασμός στην προσωπικότητά του, η σημασία που αποδίδεται στις ανάγκες και στα δικαιώματά του, οι ελευθερίες του, βρίσκονται σε απόλυτη συνάρτηση με την φύση της κοινωνίας μέσα στην οποία ζει και την θέση του ίδιου μέσα σε αυτήν.

    Σε μια καπιταλιστική κοινωνία, οικοδομημένη πάνω σε εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής, δηλαδή σε μια εξ ορισμού κοινωνία ανισοτιμίας, είναι ακριβώς το «δίκαιο» της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο που καθορίζει τα παράγωγα της κοινωνικής συμβίωσης και ταυτόχρονα τροφοδοτείται από αυτά: Ανελέητος ανταγωνισμός, ατομισμός, αποξένωση, εγωιστικός τρόπος ζωής και σκέψης, αλαζονεία, απαξίωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, υποτίμηση του αδύναμου συνανθρώπου και τελικά υποτίμηση της ίδιας της ανθρώπινης υπόστασής του.

    Πάνω στο έδαφος του κοινωνικού κανιβαλισμού όπου η ανισοτιμία φαντάζει και αναπαράγεται σαν «κανονικότητα» – με την πατριαρχία ως κομμάτι της σάπιας αστικής ηθικής και ιδεολογίας να αποτελεί ιδεολογικό εποικοδόμημα που διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις -, οι επιθετικές και εχθρικές συμπεριφορές, ακόμα και μεταξύ ανθρώπων που ανεξαρτήτως φύλου έχουν τις ίδιες ανάγκες, τα ίδια προβλήματα, τα ίδια συμφέροντα, αναπτύσσονται σαν «φυσιολογικές».

    Οι δολοφονίες, οι βιασμοί, η κακοποίηση των γυναικών δεν είναι «μεμονωμένα» συμβάντα. Και ως κοινωνικό φαινόμενο δεν αντιμετωπίζεται με φλυαρίες γύρω από την προβληματική προσωπικότητα του κάθε δράστη. Η ρίζα του εγκλήματος του «στραγγαλισμού» της γυναίκας είναι τόσο βαθιά όσο και η ανισότιμη θέση της στη σημερινή εκμεταλλευτική κοινωνία. «Καρπός» αυτής της κοινωνικής ανισοτιμίας που ολοένα βαθαίνει είναι οι διάφορες εκδοχές του άντρα – κακοποιητή που ασκεί απέναντι στη γυναίκα – θύμα μια εξουσία που την κατέχει διότι του το επιτρέπει η ύπουλα καμουφλαρισμένη ανισότητα, η ψευδεπίγραφη «ισότητα».

    Παρακλάδι αυτής της ρίζας αποτελούν τόσο τα «παραδοσιακά» καταπιεστικά πρότυπα στις διαπροσωπικές σχέσεις που – πάνω στο έδαφος της κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας – διαμορφώνονται στο πλαίσιο της οικονομικής και κοινωνικής εξάρτησης ενός ανθρώπου από έναν άλλον και εκδηλώνονται με την λεοντή της πατριαρχίας στις παθογόνες οικογενειακές και διαπροσωπικές σχέσεις, όσο και στα «προοδευτικά» εμέσματα του χυδαίου «δικαιωματισμού» που φτάνει να αναγορεύει την πορνεία, την πιο απεχθή μορφή εμπορευματοποίησης και εκμετάλλευσης του γυναικείου σώματος και της σεξουαλικότητας του ανθρώπου, ως «αυτοδιάθεση του σώματος»…  

    Η αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών δεν μπορεί να υπάρξει και να επιτευχθεί χωρίς ο αγώνας για την εξάλειψή της να συνδέεται με την ικανοποίηση και κατάκτηση όλων των οικονομικών και κοινωνικών προϋποθέσεων που θα εξασφαλίσουν στις γυναίκες τη δυνατότητα να ικανοποιούν τις σύγχρονες ανάγκες τους σε όλους τους τομείς της ζωής τους. Να στέκονται στα πόδια τους. Να είναι χειραφετημένες οικονομικά, ψυχικά, συναισθηματικά.  Με ολόπλευρη κοινωνική προστασία και με εκείνη την νομική στήριξη που, εκτός των άλλων, θα αποτρέπει τους επίδοξους δράστες.

    Οι γυναίκες δεν θα πάψουν να είναι θύματα αν δεν αποκαλυφθούν και καταπολεμηθούν οι οικονομικοί και κοινωνικοί παράγοντες που «γεννούν» τον «βιασμό» τους, που «οπλίζουν» την διαστροφή και το αίσθημα ατιμωρησίας του «αφέντη».

    Πρόκειται για τους ίδιους παράγοντες που – όπως σημειώνει η ΟΓΕ – ευθύνονται και για τη δραματική έλλειψη στοιχειωδών κρατικών υπηρεσιών για την πρόληψη και αντιμετώπιση της βίας και της κακοποίησης, για την αστυνομική και κρατική αδιαφορία, την υποστελέχωση των ιατροδικαστικών υπηρεσιών, την έλλειψη κρατικών δομών για κακοποιημένες γυναίκες και παιδιά, την εργασιακή αβεβαιότητα, τις μακροχρόνιες νομικές διαδικασίες. Και όλα αυτά στο πλαίσιο της εξοργιστικής υποκρισίας των κυβερνήσεων και των κομμάτων του δήθεν «φεμινισμού» της ΕΕ που με τη δική τους πολιτική δημιουργούν τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες πάνω στις οποίες ανθίζουν αυτά τα αποτρόπαια φαινόμενα.

    Πρόκειται για τον αστικό φεμινισμό που υπηρετείται από το πολιτικό σύστημα της καταπίεσης, τον «φεμινισμό» που λανσάρει ένα κίβδηλο προσωπείο επίκλησης «ατομικών δικαιωμάτων» προσπαθώντας έτσι να εμφανίζει ότι τα συμφέροντα όλων των γυναικών, ανεξαρτήτως τάξης και με μοναδικό κριτήριο το φύλο, τάχα ταυτίζονται. Φυσικά οι γυναίκες της εργατικής τάξης νιώθουν με εντελώς διαφορετικό τρόπο από τις γυναίκες της αστικής τάξης τι σημαίνει εργασιακή ανισότητα και εκμετάλλευση, τι σημαίνει διαζύγιο στο πλαίσιο μιας σχέσης οικονομικής εξάρτησης, τι σημαίνει κούραση και στη δουλειά και στο σπίτι, τι σημαίνει απουσία κοινωνικών παροχών και δημόσιων και δωρεάν δομών για την φύλαξη των παιδιών, τι σημαίνει εγκυμοσύνη είτε πρόκειται για τον δημόσιο και δωρεάν προγεννητικό έλεγχο είτε για την εργασιακή ανασφάλεια που την συνοδεύει κτλ.

    Σε συνθήκες και περιόδους βαθιάς κρίσης του συστήματος τα παθογόνα φαινόμενα πολλαπλασιάζονται και παίρνουν την μορφή τεράτων. Ενδοοικογενειακή βία, σεξουαλική κακοποίηση, δολοφονίες γυναικών επειδή είναι γυναίκες.

Είτε οι δολοφονίες γυναικών χαρακτηριστούν γυναικοκτονίες είτε όχι, η ουσία του προβλήματος δεν αλλάζει και δεν θα αλλάξει ούτε όταν οι πολέμιοι του όρου τον αποδεκτούν ή ακόμα και τον νομοθετήσουν.

    Εν προκειμένω, ωστόσο, μιλάμε για εκείνο το έγκλημα – αποκορύφωμα της έμφυλης βίας – που όπως προείπαμε συνδέεται άμεσα με τις επικρατούσες συνθήκες κοινωνικής ανισότητας.

    Γιατί, λοιπόν, «γυναικοκτονία»; Μα επειδή ο όρος είναι σαφής. Και είναι σαφής τόσο όσο και το αίτιο που τον έχει δημιουργήσει. Η «γυναικοκτονία» ως όρος υπάρχει επειδή υπάρχει το πρόβλημα. Και αποτελεί εργαλείο για την ανάδειξη ενός προβλήματος, ενός εγκλήματος, που κάποιοι θα ήθελαν να περνά σαν κάτι ανύπαρκτο μπροστά από τα μάτια και κυρίως από την συνείδηση των ανθρώπων.

    Δεν είναι λίγοι, δε, εκείνοι που απορρίπτουν τον όρο γυναικοκτονία από την σκοπιά της υπεράσπισης, υποτίθεται, της ανθρώπινης ιδιότητας των γυναικών. Λες και αμφισβήτησε κανείς την ανθρώπινη ιδιότητα των γυναικών χρησιμοποιώντας τον όρο γυναικοκτονία. Εάν αυτή η λέξη δημιουργεί στο μυαλό τους αυτή την αντίδραση υπό το πρόσχημα ότι αμφισβητείται η ανθρώπινη ιδιότητα του θύματος, τότε όταν λέμε «πατροκτονία», αμφισβητούμε την ανθρώπινη ιδιότητα του πατέρα που έπεσε θύμα; Όταν λέμε «μητροκτονία», αμφισβητούμε την ανθρώπινη ιδιότητα της μητέρας που έπεσε θύμα; Όταν λέμε «παιδοκτονία» αμφισβητούμε την ανθρώπινη ιδιότητα του παιδιού που έπεσε θύμα;  Ή μήπως όταν τα λέμε αυτά, το κάνουμε για να δείξουμε και να αναδείξουμε ακριβώς το μέγεθος της απαξίας αυτού του είδους των εγκλημάτων;

    Σε κάθε περίπτωση το ζητούμενο δεν είναι μόνο η – παραδειγματική και αμείλικτη – τιμωρία των δραστών γυκαικοκτονίας από τη Δικαιοσύνη που θα αποτελεί και αποτρεπτικό παράγοντα τέλεσης τέτοιων εγκλημάτων. Είναι, μέσα από τον αγώνα σε όλα τα επίπεδα για μια αξιοπρεπή ζωή, χωρίς εκμεταλλευτές και καταπιεσμένους, με αδιαμφισβήτητα τα δικαιώματα και τις ελευθερίες, η οικοδόμηση των ισότιμων σχέσεων συντροφικότητας για όλες και όλους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου