22 Μαΐου 2024

Από τα πανεπιστήμια στην Παλαιστίνη: Αποεπένδυση και Απαρτχάιντ. Αποεπένδυση από το Columbia στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο — μια ιστορία (ΕΙΚΟΝΕΣ)

Φοιτητική διαμαρτυρία για την αποεπένδυση του πανεπιστημίου Χάρβαρντ από το νοτιοαφρικανικό Απαρτχάιντ, το 1978.
Φοιτητική διαμαρτυρία για την αποεπένδυση του πανεπιστημίου Χάρβαρντ από το νοτιοαφρικανικό Απαρτχάιντ, το 1978. Το Χάρβαρντ δεν αποδεσμεύτηκε ποτέ πλήρως από αυτές του τις επενδύσεις. Σε άλλα αμερικανικά πανεπιστήμια όμως, οι φοιτητές πέτυχαν. (Πηγή φωτο: MSG)
 
 

Η απαίτηση φοιτητών και αλληλέγγυων για αποεπένδυση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων από εταιρείες που συνδέονται έμμεσα ή άμεσα με την ισραηλινή πολεμική βιομηχανία, τη συνεχιζόμενη γενοκτονία στη Γάζα, τους παράνομους εποικιστικούς οικισμούς στις κατεχόμενες παλαιστινιακές περιοχές και την εφαρμογή καθεστώτος απαρτχάιντ στο Ισραήλ, είναι που κλονίζει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τις ηγεσίες αυτών των ιδρυμάτων. Είναι μια απαίτηση με παράδοση επιτυχίας, πετυχαίνει κάποιες νίκες στο σήμερα, και αφορά πανεπιστήμια σε ολόκληρο τον κόσμο — ναι, και το ελληνικό ΕΜΠ.

Μέρος Α’: Αποεπένδυση και Απαρτχάιντ

Οι φοιτήτριες και οι φοιτητές που καταλαμβάνουν τις τελευταίες εβδομάδες χώρους των πανεπιστημίων τους στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες, εκδιώκονται δια της βίας από αυτούς με την αγαστή συνεργασία πρυτανικών αρχών, αστυνομίας και λοιπών αρχών, και παρ’όλα αυτά συνεχίζουν να διαμαρτύρονται ενάντια στη γενοκτονία που διαπράττει το Ισραήλ στη Γάζα, έχουν και μία κοινή απαίτηση από τα ιδρύματα στα οποία φοιτούν. Να αποεπενδύσουν πλήρως από εταιρείες που συνδέονται έμμεσα ή άμεσα με αυτή τη γενοκτονία.

Τι σημαίνει αυτό; Για πανεπιστήμια με επενδυτικούς βραχίονες, όπως το ιδιωτικό Columbia και το δημόσιο UCLA στις ΗΠΑ, που διαχειρίζονται μέσω των κληροδοτημάτων τους περιουσίες της τάξης των 13 δισ. και 8 δισ. δολαρίων αντίστοιχα, σημαίνει πρώτα και κύρια την πώληση μετοχών ισραηλινών εταιρειών που συμμετέχουν ή στηρίζουν τις πολιτικές γενοκτονίας και απαρτχάιντ· και εταιρειών αμερικανικής ή τρίτης ιδιοκτησίας που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνδέονται με αυτές τις πολιτικές: μπορεί να πωλούν όπλα και άλλα εφόδια στον ισραηλινό στρατό ή να πωλούν τα προϊόντα τους στους παράνομους κατά το διεθνές δίκαιο εποικιστικούς οικισμούς.

Σημαίνει, επίσης, τη διακοπή οποιασδήποτε συνεργασίας με τέτοιες εταιρείες, συνεργασία που μπορεί για παράδειγμα να αφορά ερευνητική εργασία του πανεπιστημίου στην οποία μπορεί να έχουν πρόσβαση ή προωθητικές ενέργειες που μπορεί να έχουν την άδεια να κάνουν εντός του πανεπιστημιακού χώρου.

Η απαίτηση δεν είναι καινούρια — ούτε σε ό,τι αφορά την αποεπένδυση από το ισραηλινό κράτος-απαρτχάιντ, καθώς είναι πάγιο αίτημα των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών που συνασπίζονται στο παλαιστινιακό κάλεσμα του BDS για Μποϊκοτάζ, Αποεπένδυση και Κυρώσεις. Ούτε σε ό,τι αφορά άλλα ζητήματα, καθώς τα προηγούμενα χρόνια έχουμε δει φοιτητικά κινήματα να απαιτούν και σε ορισμένες περιπτώσεις να πετυχαίνουν την αποεπένδυσή των πανεπιστημίων τους από εταιρείες για ζητήματα όπως τα ορυκτά καύσιμα, τα όπλα και την κερδοσκοπία από εμπόριο ανθρώπων.

Η τακτική όμως συνδέεται άρρηκτα συγκεκριμένα με το ζήτημα του απαρτχάιντ — του απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής.

Φοιτητές, μια τράπεζα και ένας νέος όρος

Στις 19 Μαρτίου 1965, φοιτητές και φοιτήτριες πραγματοποίησαν καθιστική διαμαρτυρία στο κεντρικό κατάστημα της τράπεζας Chase Manhattan στο κέντρο της Νέας Υόρκης. Εκπροσωπούσαν τρεις οργανώσεις: τη Φοιτητική Μη Βίαιη Συντονιστική Επιτροπή [Student Nonviolent Coordinating Committee – SNCC, οργάνωση που δημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας από μέλη της φοιτητικής κοινότητας των μαύρων ως αντίδραση αρχικά στον φυλετικό διαχωρισμό στην εκπαίδευση], τους Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία [Students for a Democratic Society – SDS, φοιτητική οργάνωση της αμερικανικής Νέας Αριστεράς που δραστηριοποιήθηκε τη δεκαετία του ’60] και το Κογκρέσο Φυλετικής Ισότητας [Congress of Racial Equality – CORE, μια από τις παλαιότερες διαφυλετικές οργανώσεις πολιτικών δικαιωμάτων, που ιδρύθηκε το 1942 και είναι ακόμα ενεργή, αν και με αισθητά μειωμένη επίδραση].

Απόσπασμα από βίντεο της αστυνομίας της Νέας Υόρκης. Φοιτητές και φοιτήτριες πραγματοποιούν καθιστική διαμαρτυρία κατά των επενδύσεων στο νοτιοαφρικανικό Απαρτχάιντ στην είσοδο του κεντρικού καταστήματος της τράπεζας Chase Manhattan στο κέντρο της Νέας Υόρκης, στις 19 Μαρτίου 1965 (Πηγή: Δήμος Νέας Υόρκης - Τμήμα Αρχείου και Υπηρεσίων Πληροφορίας, NYC Department of Records and Information Services)
Απόσπασμα από βίντεο της αστυνομίας της Νέας Υόρκης. Φοιτητές και φοιτήτριες πραγματοποιούν καθιστική διαμαρτυρία κατά των επενδύσεων στο νοτιοαφρικανικό Απαρτχάιντ στην είσοδο του κεντρικού καταστήματος της τράπεζας Chase Manhattan στο κέντρο της Νέας Υόρκης, στις 19 Μαρτίου 1965. Ήταν μία πρώιμη μορφή αυτού που θα γινόταν το αίτημα για «αποεπένδυση». (Πηγή: Δήμος Νέας Υόρκης – Τμήμα Αρχείου και Υπηρεσίων Πληροφορίας, NYC Department of Records and Information Services).

Αιτία ήταν οι επενδύσεις της τράπεζας, και άλλων εταιρειών του ίδιου τομέα, στη Νότια Αφρική, που τότε ήδη εφάρμοζε το σύστημα του απαρτχάιντ για σχεδόν δύο δεκαετίες. Η διαμαρτυρία ήταν εμπνευσμένη από τον αγώνα και τα αιτήματα των μαύρων Νοτιοαφρικανών και στόχευε να κάνει γνωστό στο ευρύ κοινό πως το ρατσιστικό καθεστώς στηριζόταν από αμερικανικές τράπεζες.

Προέτρεπε «την τράπεζα να διακόψει την υποστήριξή της προς τη νοτιοαφρικανική κυβέρνηση» και «τους καταθέτες να ακυρώσουν τους λογαριασμούς τους έως ότου η τράπεζα λάβει αυτή την απόφαση». Παράλληλα, οι φοιτητές επιθυμούσαν να επεκτείνουν τον αγώνα τους, προτρέποντας σε ταυτόχρονη εθνική δράση σε «μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες που επενδύουν στη Νότια Αφρική».

Έναν χρόνο αργότερα, ο Αμερικανός Μεθοδιστής ιερέας και ακτιβιστής για τα πολιτικά δικαιώματα Τζορτζ Χάουζερ, έγραψε μία πολιτική πρόταση με ευθεία αναφορά σε εκείνη τη φοιτητική διαμαρτυρία. Πρότεινε την πολιτική δράση που θα στοχεύει σε αυτό που αποκάλεσε «απεμπλοκή» — την απόσυρση υπαρχόντων επενδύσεων στο νοτιοαφρικανικό καθεστώς και την αποτροπή νέων. «Το μοντέλο του Χάουζερ», σημείωνε το 2022 ο ιστορικός του κινήματος κατά του απαρτχάιντ Ζεμπ Λάρσον, ήταν ακριβώς η στρατηγική που τα επόμενα χρόνια θα αποκρυσταλλωνόταν ως «αποεπένδυση και, με πολλούς τρόπους, συνεχίζει να οδηγεί το κίνημα σήμερα».

Χρόνος κι επιμονή

Είναι αλήθεια πως αυτού του είδους η πίεση πήρε αρκετό χρόνο για να δώσει τους πρώτους της καρπούς. Επόμενος μεγάλος σταθμός του κινήματος αποεπένδυσης μπορεί να θεωρηθούν τα γεγονότα του Μαρτίου 1969 στο πανεπιστήμιο Princeton. Μια φοιτητική οργάνωση, ο πολυφυλετικός συνασπισμός του Ενωμένου Μετώπου Νότιας Αφρικής [United Front of South Africa], είχε πραγματοποιήσει στις 26 Φεβρουαρίου διαμαρτυρία, στην οποία καλούσε τον πρόεδρο του ιδρύματος να αποεπενδύσει από 39 εταιρείες που συνδέονταν με το νοτιοαφρικανικό καθεστώς.

Η διαμαρτυρία ακολουθήθηκε από μισόλογα του προέδρου και ρατσιστικά επεισόδια κατά μαύρων φοιτητών στο Princeton, που μαζί προκάλεσαν μια 11ωρη καθιστική διαμαρτυρία και κατάληψη που πραγματοποίησαν στις 11 Μαρτίου 1969 περισσότεροι από 100 φοιτητές και φοιτήτριες σε χώρους του campus, ενάντια στις επενδύσεις του πανεπιστημίου στη Νότια Αφρική.

Το αποτέλεσμα ήταν μικρό — το πανεπιστήμιο δημιούργησε μια επιτροπή που θα εξέταζε τις επενδύσεις του. Όμως τέθηκαν ξανά βάσεις — την 1η Φεβρουαρίου 1978, το Princeton είδε και πάλι φοιτητικές διαμαρτυρίες για το απαρτχάιντ. Το όργανο εκπροσώπησης ονομάστηκε Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Νότιας Αφρικής [People’s Front for the Liberation of South Africa] και για έναν μήνα ήταν δυο χούφτες άνθρωποι. Όμως επέμειναν και, κατά τη διάρκεια μιας χιονοθύελλας στις αρχές Μαρτίου, προσέλκυσαν περισσότερους από 100 συμπαραστάτες.

Το κίνημα μεγάλωνε και στις 14 Απριλίου 1978, κατελήφθη το εμβληματικό Nassau Hall, το παλαιότερο κτίριο του πανεπιστημίου — για ένα σύντομο διάστημα το 1783 λειτούργησε ως Καπιτώλιο των Ηνωμένων Πολιτειών, που κέρδιζαν την ανεξαρτησία από τους Βρετανούς. Η κατάληψη δημιούργησε αλληλεγγύη από μεγάλο κομμάτι της φοιτητικής κοινότητας και διήρκεσε 27 ώρες — η Επιτροπή Διαχείρισης των οικονομικών του πανεπιστήμιου έκανε ξανά ένα μικρό μόνο βήμα πίσω, δεχόμενη να υιοθετήσει πολιτική «επιλεκτικής αποεπένδυσης», ανοίγοντας ένα παραθυράκι για το μέλλον.

Έναν χρόνο αργότερα, αν και η συμμετοχή στην επετειακής φύσης διαμαρτυρία ήταν μικρή, έρευνα του φοιτητικού περιοδικού του πανεπιστημίου έδειξε πως η πολιτική της «αποεπένδυσης» είχε τη στήριξη της οριακής πλειοψηφίας του σώματος (51%).

Πίεση και έκρηξη

Μικρού μεγέθους διαμαρτυρίες κατά του νοτιοαφρικανικού απαρτχάιντ γίνονταν από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ανά τακτά διαστήματα στα αμερικανικά πανεπιστήμια και η πολιτική ζύμωση που παρήγαγαν όλα αυτά τα χρόνια διαχεόταν σταδιακά και στην κοινωνία.

To 1972 υπήρξε η πρώτη (προφανώς, αποτυχημένη) κατάθεση πρότασης νόμου για την «αποεπένδυση» από τη Νότια Αφρική, ενώ το 1977 δημιουργήθηκε η Επιτροπή για την Εναντίωση στα Τραπεζικά Δάνεια στη Νότια Αφρική [Committee to Oppose Bank Loans to South Africa – COBLA], μια συμμαχία αμερικανικών πολιτικών οργανώσεων που στόχευε συγκεκριμένα στις τράπεζες και τις δοσοληψίες τους με το καθεστώς και νοτιοαφρικανικές εταιρείες, χρησιμοποιώντας ως «όπλο» την ευαισθητοποίηση των εργατικών και μειονοτικών κοινωνικών στρωμάτων.

Το πανεπιστήμιο της Μινεσότα ψήφισε μια μορφή επιλεκτικής αποεπένδυσης το 1979 και η κυβέρνηση της πολιτείας έκανε το ίδιο το 1982. Εκατοντάδες ψηφίσματα υπέρ μιας μορφής αποεπένδυσης από τη Νότια Αφρική κατατίθενταν και υπερψηφίζονταν ανά αυτά τα χρόνια σε δημοτικά συμβούλια, πολιτειακά κοινοβούλια και άλλους μικρότερους τοπικούς ή υπερτοπικούς θεσμούς. Συχνά ήταν χωρίς ουσιαστικό αντίκρυσμα, πέρα από τη χρήση ως πάτημα για περαιτέρω πίεση.

Το κίνημα ήταν ευρύτατο, εξαιρετικά αποκεντρωμένο και, σημαντικά, με μεγάλη συμμετοχή βάσης [αυτό που οι Αμερικανοί ονομάζουν «grassroots» — βλ. για την ψεύτικη εκδοχή του, το «astroturfing», στο βιβλίο «Προπαγάνδα και Παραπληροφόρηση» του Άρη Χατζηστεφάνου]. Σημαντικόντερός του κόμβος, όμως παρέμεναν τα πανεπιστήμια.

Το 1985 δημιουργείται στο δημόσιο Πανεπιστήμιο Βόρειας Καρολίνας στο Τσάπελ Χιλ [UNC-Chapel Hill] η Ομάδα Στήριξης Αντι-Απαρτχάιντ [Anti-Apartheid Support Group], που απαιτεί αποεπένδυση του πανεπιστημίου από τη Νότια Αφρική. Μεταξύ άλλων στήνει μια παραγκούπολη κοντά στο Νότιο Κτίριο του πανεπιστημίου και καταλαμβάνει το γραφείο του Καγκελάριου, θέση αντίστοιχη με την πρυτανική.

Παρόμοια δράση αναλαμβάνουν λίγο αργότερα φοιτητές του Columbia — πετυχαίνουν την πλήρη αποεπένδυση του πανεπιστήμιου τους από τη Νότια Αφρική τον Οκτώβρη του ίδιου έτους. Το UNC-Chapel Hill θα υποκύψει το 1987 στις απαιτήσεις των φοιτητών του. Άλλα πανεπιστήμια θα δουν καταλήψεις, διαδηλώσεις και θα πάρουν παρόμοιες ή ίδιες αποφάσεις στο ενδιάμεσο: Princeton, Cornell, Berkeley, Johns Hopkins κ.α. Συνολικά, περισσότεροι από 110 φοιτητικοί σύλλογοι έπεισαν τις διοικήσεις των πανεπιστημίων τους να εφαρμόσουν κάποια μορφή αποεπένδυσης από το Απαρτχάιντ.

Φοιτητές του πανεπιστημίου Berkeley στην πολιτεία της Καλιφόρνια καταλαμβάνουν το πανεπιστήμιό τους το 1986, με κύριο αίτημα την αποεπένδυση από το νοτιοαφρικανικό καθεστώς του Απαρτχάιντ. (Πηγή: Catharine Krueger / Associated Press)

Ακόμα και η τράπεζα Barcleys, δεν άντεξε σε χρόνια πιέσεων, μεταξύ των οποίων φοιτητικές καθιστικές καταλήψεις καταστημάτων της και αποεπένδυσε πλήρως και επίσημα από τη Νότια Αφρική το 1987.

Το αμερικανικό (κυρίως φοιτητικό) κίνημα για αποεπένδυση δεν «έριξε» το καθεστώς του Απαρτχάιντ. Υπήρξε όμως ένας από τους σημαντικότερους μοχλούς της πτώσης του, προσθέτοντας το απτό αποτέλεσμα της οικονομικής απόσυρσης συνολικά εκατοντάδων εκατομμυρίων από το καθεστώς, στο κοινωνικό αποτέλεσμα της διεύρευνσης της γνώσης και της ευαισθητοποίησης για τον αγώνα των μαύρων νοτιοαφρικανών στην αμερικανική κοινή γνώμη.

Στο Β’ Μέρος θα δούμε ότι η σύνδεση του αγώνα για αποεπένδυση από τη Νότια Αφρική του Απαρτχάιντ με τον αγώνα για αποεπένδυση από το Ισραήλ της Γενοκτονίας στη Γάζα είναι άρρηκτη και αφορά ξανά τα πανεπιστήμια και τους φοιτητές — και τα ελληνικά πανεπιστήμια.

Η απαίτηση φοιτητών και αλληλέγγυων για αποεπένδυση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων από εταιρείες που συνδέονται έμμεσα ή άμεσα με την ισραηλινή πολεμική βιομηχανία, τη συνεχιζόμενη γενοκτονία στη Γάζα, τους παράνομους εποικιστικούς οικισμούς στις κατεχόμενες παλαιστινιακές περιοχές και την εφαρμογή καθεστώτος απαρτχάιντ στο Ισραήλ, είναι που κλονίζει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τις ηγεσίες αυτών των ιδρυμάτων. Είναι μια απαίτηση με παράδοση επιτυχίας, πετυχαίνει κάποιες νίκες στο σήμερα, και αφορά πανεπιστήμια σε ολόκληρο τον κόσμο — ναι, και το ελληνικό ΕΜΠ.

Μέρος Β’: Αποεπένδυση από το Columbia στο ΕΜΠ

Στο πρώτο μέρος είδαμε σχετικά συνοπτικά την ιστορία του φοιτητικού κινήματος αποεπένδυσης, που ξεκινά από την απαίτηση αποεπένδυσης των ιδρυμάτων τους από το νοτιοαφρικανικό Απαρτχάιντ.

Ουσιαστικά όλα τα υπόλοιπα φοιτητικά κινήματα αποεπένδυσης, όπως αυτό που απαιτεί την αποεπένδυση από εταιρείες που συνδέονται με την εξόρυξη ορυκτών καυσίμων ή εκείνο που απαιτεί την αποεπένδυση από εταιρείες που σχετίζονται με τη βιομηχανία όπλων, έχουν τις ρίζες τους εκεί. Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς για το κίνημα αποεπένδυσης από ισραηλινές εταιρείες και εταιρείες που σχετίζονται με τη γενοκτονία που διαπράττει στη Γάζα.

Άλλωστε ο αγώνας κατά του Απαρτχάιντ υπήρξε συνολική έμπνευση για τον αγώνα των Παλαιστινίων για απελευθέρωση, και τα δύο κινήματα αλληλοστηρίζονταν ήδη από τη δεκαετία του 1950. Η στήριξη αυτή εδραζόταν στη βάση κοινών ηθικών αξιών και πόθου για ισότητα και απελευθέρωση, όχι στη βάση κάποιου κοινού μίσους.

Εβραίοι και Ισραήλ: σε διαφορετική πλευρά

Ανάμεσα στους ακτιβιστές κατά του νοτιοαφρικανικού Απαρτχάιντ και όσους δημόσια το καταδίκασαν ήταν, άλλωστε, αρκετοί λευκοί και ανάμεσά τους πολυάριθμοι άνθρωποι εβραϊκής καταγωγής (πολλοί επιζώντες του Ολοκαυτώματος και άλλων αντισημιτικών διώξεων ή απόγονοι επιζώντων), με πρώτο ανάμεσά του τον Ντένις Γκόλντμπεργκ, «κατηγορούμενο #3» πλάι στον Νέλσον Μαντέλα και τον Γουόλτερ Σισούλου στη δίκη της Ριβόνια, όπου και καταδικάστηκε μαζί τους. Ο Γκόλντμπεργκ, όπως και πολλοί άλλοι από τους συναγωνιστές του, είχε συγκρίνει τα δεινά των Παλαιστινίων υπό την ισραηλινή κατοχή με εκείνα του νοτιοαφρικανικού Απαρτχάιντ.

Στον αντίποδα, το κράτος του Ισραήλ, ενώ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 εξέφραζε κριτική στο νοτιοαφρικανικό καθεστώς, ιδιαίτερα έπειτα από το 1967 έγινε ένας από τους καλύτερους συμμάχους του. Στήριζε διπλωματικά και οικονομικά το ρατσιστικό καθεστώς της Νότιας Αφρικής, που αποτελούνταν (αν αυτό σας θυμίζει κάτι) από μπόλικους αντισημίτες, συνεργάτες των Ναζί και εν γένει πατενταρισμένους φασίστες.

Σημαντικά, σύναψε μαζί του στρατιωτική συμμαχία που, όπως αποκάλυψε το 2010 ο Αμερικανός ερευνητής Σάσα Πολακόβ-Σουράνσκι, αφορούσε και συμφωνία παροχής κεφαλών από το Ισραήλ για το πυρηνικό πρόγραμμα της Νότιας Αφρικής το 1975. Εκείνη η συμφωνία δεν φαίνεται να τελεσφόρησε, αλλά το καθεστώς κατάφερε εν τέλει να αποκτήσει πυρηνικά το 1979, πιθανά με ισραηλινή και γαλλική βοήθεια. Τα έγγραφα που αποκάλυψε, όμως, ο Πολακόβ-Σουράνσκι, παιδί Εβραίων ακτιβιστών κατά του Απαρτχάιντ, αποτέλεσαν τη δεύτερη, μετά τον Μορντεχάι Βανούνου, απόδειξη ότι το Ισραήλ διαθέτει πυρηνικά όπλα.

Παρόμοια έπραξαν και φορείς που προσποιούνταν ότι εκφράζουν την εβραϊκή κοινότητα στη Νότια Αφρική ενώ στην πραγματικότητα λειτουργούσαν ως διαχειριστές της για λογαριασμό του Ισραήλ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Εβραϊκό Συμβούλιο της Νότιας Αφρικής, που συνεργάστηκε με το καθεστώς και μετρούσε ανάμεσα στα μετέπειτα μέλη του τον εισαγγελέα στη δίκη της Ριβόνια, Πέρσι Γιούταρ.

Σχολιάζοντας τον Γιούταρ στα απομνημονεύματά του, ο Εβραίος δικηγόρος του Μαντέλα και άλλων κατηγορούμενων στη δίκη, Τζόελ Τζόφι, έγραψε ότι ο επίσης Εβραίος εισαγγελέας φαινόταν να έχει ένα ιδιαίτερο μένος για τους Εβραίους κατηγορούμενους. «(… Φ)αινόταν να θεωρεί καθήκον του να αποδείξει στην κυβέρνηση ότι υπήρχαν “καλοί Εβραίοι”, μέσω της δικής του ενθουσιώδους δίωξης αυτών των ανατρεπτικών Εβραίων όπως ο Γκόλντμπεργκ», έγραψε ο Τζόφι φέρνοντας στον νου αντίστοιχα σημερινά αφηγήματα.

Η σημερινή Νότια Αφρική με τα διδάγματα της μάχης κατά του Απαρτχάιντ, συνεχίζει να είναι στην πρώτη γραμμή της μάχης για τα δικαιώματα της Παλαιστίνης. Το Ισραήλ παρέμεινε η τελευταία χώρα που στήριζε το καθεστώς του Απαρτχάιντ έως το 1987, όταν χάρη και στο αμερικανικό φοιτητικό κίνημα αποεπένδυσης απειλήθηκαν τα (τότε) 1,8 δισ. δολάρια στρατιωτικής βοήθειας από τις ΗΠΑ που επρόκειτο να λάβει.

Χάρη όμως σε παραθυράκια, πολλές από τις εμπορικές και στρατιωτικές συμφωνίες του Ισραήλ με τη Νότια Αφρική δεν επηρεάστηκαν από τις κυρώσεις που εκείνο ανακοίνωσε το 1987. Το 1990, δηλαδή το έτος που ξεκίνησαν οι συνομιλίες για το τέλος του Απαρτχάιντ αλλά πριν αρθεί οποιαδήποτε κύρωση, οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών είχαν ύψος πάνω από 300 εκ. δολάρια.

Παρεμπιπτόντως, την ίδια χρονιά η Νότια Αφρική ξεκίνησε να αποσυναρμολογεί* τις έξι (συν μία ημιτελή) πυρηνικές κεφαλές που είχε κατασκευάσει, διαδικασία που ολοκληρώθηκε το 1991 — έγινε η πρώτη χώρα που καταστρέφει όλα της τα πυρηνικά πυρομαχικά [*ΣτΣ: όχι προτού στελέχη του προηγούμενου καθεστώτος προλάβουν να διοχετεύσουν πυρηνικό υλικό στη μαύρη αγορά, υπόθεση με την οποία εμπλέκεται και η Αθήνα, αλλά την οποία πρέπει να αφήσουμε για άλλη ιστορία].

Το Ισραήλ ακόμα δεν παραδέχεται ότι διαθέτει πυρηνικά όπλα και πόσα είναι αυτά.

Αποεπένδυση και πανεπιστήμια: η συνέχεια

Μπορεί πολλοί να άκουσαν για πρώτη φορά στις πρόσφατες φοιτητικές κινητοποιήσεις στις ΗΠΑ και αλλού το αίτημα για αποεπένδυση από το Ισραήλ — αν το άκουσαν, μέσα στον ορυμαγδό του συνεχούς βαπτίσματος των φοιτητών και των αλληλέγγυων, πολλοί/-ές εκ των οποίων εβραϊκής πίστης ή/και καταγωγής, ως «ακραίους, βίαιους, αντισημίτες τρομοκράτες». Όμως, περίπου όπως και ο στρατηγικός του πρόγονος, βράζει εδώ και αρκετά χρόνια.

Φωτογραφία από τον καταυλισμό αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη, στο πανεπιστήμιο Columbia. «Το Columbia Χρηματοδοτεί τη ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ. Αποκάλυψε, Αποεπένδυσε!», γράφει το πλακάτ.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ξεκίνησε επίσης από τα πανεπιστήμια, ακριβώς την εποχή που ο πολυετής αγώνας κατά του νοτιοαφρικανικού Απαρτχάιντ απέδιδε καρπούς. Δεν είναι γνωστό ποια είναι ακριβώς η πρώτη εμφάνιση της στρατηγικής της αποεπένδυσης στο πλαίσιο του παλαιστινιακού αγώνα. Είναι όμως πολύ πιθανό να πρόκειται για μια ολιγόωρη κατάληψη που πραγματοποιήθηκε στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν τον Μάρτιο του 1989.

Το πανεπιστήμιο είχε κι αυτό δει πολυπληθείς και δυναμικές διαμαρτυρίες για το Απαρτχάιντ, αρχής γενομένης από το 1977 και μέχρι την τριετία του «κυκεώνα» αυτού του φοιτητικού κινήματος τα έτη ’85-’87. Από το 1983 οι φοιτητές είχαν πείσει το πρυτανικό συμβούλιο του ιδρύματος να αποεπενδύσει κατά 90% από τη Νότια Αφρική, πετυχαίνοντας την πλήρη αποεπένδυση το 1988.

Την επιτυχία αυτή είδε μια μικρή ομάδα Μουσουλμάνων φοιτητών του Μίσιγκαν και αποφάσισε να προτάξει την «αποεπένδυση από το Ισραήλ» στήνοντας μια παραγκούπολη [shantytown] στο Diag, τον μεγάλο ανοικτό χώρο που ενώνει τα διάφορα κτίρια του πανεπιστημίου — αντιγράφοντας έτσι μια από τις πιο προσφιλείς τακτικές του φοιτητικού κινήματος κατά του Απαρτχάιντ και που στο σήμερα έχει μεταλλαχθεί σε «καταυλισμό» [encapment] στην ορολογία του κινήματος. Η παραγκούπολη διαλύθηκε σύντομα από τις αρχές του πανεπιστημίου και το μόνο που κατεγράφη για να τη θυμίζει είναι ένα γράμμα προς τη φοιτητική εφημερίδα που διαμαρτυρόταν για τη διάλυσή της.

Όπως, όπως είδαμε και για την αποπένδυση από τη Νότια Αφρική, πρόκειται για ένα εργαλείο που δεν έχει ορατά άμεσα αποτελέσματα. Το παλαιστινιακό ζήτημα διακυβευόταν σχεδόν όσα χρόνια και το ζήτημα του νοτιοαφρικανικού απαρτχάιντ.Οι σφαγές της Σάμπρα και της Σατίλα είχαν συμβεί μόλις λίγα χρόνια πριν, το 1982. Όμως ο αγώνας κατά του Απαρτχάιντ ήταν πιο εύκολο να συνδεθεί με τον αγώνα των μαύρων στις ΗΠΑ για πολιτικά δικαιώματα και με την πλούσια ακτιβιστική του παρουσία.

Δεν ίσχυε το ίδιο για τους Παλαιστίνιους και τους υποστηρικτές τους, που πάντοτε έπρεπε να αντιπαλεύουν ανάμεσα σε όλα τα άλλα και συνεχείς κατηγορίες για αντισημιτισμό. Το Ισραήλ έχει άλλωστε, όπως πολλά εθνικά κράτη, συνδέσει έναν μύθο από την αρχαία ιστορία της εθνο-θρησκευτικής ομάδας που ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί, με μία σύγχρονη καταστροφή της, για να δικαιολογήσει τον σύγχρονο μύθο της δημιουργίας του. Η επίσημη Ημέρα Μνήμης των Θυμάτων του Ολοκαυτώματος έχει επιλεχθεί από την αρχή της ισραηλινής κρατικής ύπαρξης να τοποθετηθεί αμέσως μετά το εβραϊκό Πάσχα, σε ημερομηνία άσχετη με τα γεγονότα του Ολοκαυτώματος. Και τις αμέσως επόμενες ημέρες, γιορτάζει τον «πόλεμο της ανεξαρτησίας» του 1948, που οι Παλαιστίνιοι σηματοδοτούν με τον όρο «Νάκμπα», Καταστροφή — την εθνοκάθαρση μεγάλου τμήματος της Παλαιστίνης, τον βίαιο εκτοπισμό περισσότερων από 750.000 Παλαιστίνιων και τη δολοφονία περισσότερων από 15.000 από σιωνιστικές παραστρατιωτικές ομάδες που έπειτα έγιναν ο στρατός του νεοϊδρυθέντος ισραηλινού κράτους.

Ο νέος αιώνας και το BDS

Η μικρή παραγκούπολη του 1989 στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν δεν κατάφερε πολλά — όμως έβαλε έναν σπόρο και τα επόμενα χρόνια, όπως και σε άλλα πανεπιστήμια, το ζήτημα του παλαιστινιακού αγώνα άναβε τακτικά τις εντάσεις.

Μέχρι που τον Μάιο του 2002, μια πρωτοβουλία φοιτητών, καθηγητών και αποφοίτων των πανεπιστημίων Harvard και ΜΙΤ εκδίδουν ένα κάλεσμα για την «αποεπένδυση από το Ισραήλ» που συγκεντρώνει γρήγορα περισσότερες από 400 υπογραφές. Τα αίματα ανάβουν: βρισκόμαστε εν μέσω της δεύτερης Ιντιφάντα, το Ισραήλ έχει μόλις καταλάβει όλες τις μεγάλες παλαιστινιακές πόλεις και χωριά, και Παλαιστίνιοι ακαδημαϊκοί έχουν απευθύνει κάλεσμα για διακοπή οικονομικών σχέσεων με το Ισραήλ.

Τα πανεπιστημιακά campus γίνονται τόπος διανοητικών, αλλά και κυριολεκτικών συγκρούσεων. Γράφονται αναρίθμητες επιστολές και άρθρα υπέρ και κατά της καμπάνιας αποεπένδυσης, ένα αντίπαλο κάλεσμα συγκεντρώνει περισσότερες υπογραφές, πρυτάνεις παρεμβαίνουν με οργισμένους λόγους κατά του «αντισημιτισμού». Η καμπάνια κάνει το ίδιο και στον χώρο της αριστερής πολιτικής διανόησης — ο Ντέσμοντ Τούτου τη στηρίζει, όμως ο Νόαμ Τσόμσκι την υπογράφει εκφράζοντας αντιρρήσεις για την «αποεπένδυση», δηλαδή την βασική τακτική που αυτή προτείνει.

Λίγους μήνες αργότερα, ο φοιτητής του πανεπιστημίου Μίσιγκαν Φαντί Κιμπλάουι γράφει άρθρο στη φοιτητική εφημερίδα που κάνει άμεση τη σύνδεση μεταξύ των δύο κινημάτων για αποεπένδυση. «Ο [Ρόνι] Κάσριλς [ΣτΜ: Εβραίος αγωνιστής κατά του Απαρτχάιντ] και ο Τούτου, καθώς και ο Νέλσον Μαντέλα και αμέτρητοι άλλοι Νοτιοαφρικανοί, έχουν όλοι επισημάνει την ανατριχιαστική ομοιότητα της κατοχής της Παλαιστίνης από το Ισραήλ με το Απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής», γράφει ο Κιμπλάουι και θυμίζει ότι το πανεπιστήμιο εν τέλει υπέκυψε στην απαίτηση των φοιτητών του για αποεπένδυση από το Απαρτχάιντ. «Εναπόκειται σε εσάς να συνεχίσετε τις παραδόσεις του Πανεπιστημίου», κλείνει με έκκληση προς τους συμφοιτητές του, «επιβάλλοντας τις θεμελιώδεις αξίες της ελευθερίας και της ισότητας στο οικονομικό μας χαρτοφυλάκιο και προτρέποντας τις πρυτανικές αρχές μας να αποεπενδύσουν από το ισραηλινό απαρτχάιντ». [υπογράμμιση δική μας]

Τον Απρίλιο του 2004, απαντώντας στα πρώτα καλέσματα για δράση στον ακαδημαϊκό και στον πολιτιστικό χώρο, ιδρύεται η Παλαιστινιακή Καμπάνια για το Ακαδημαϊκό και Πολιτιστικό Μποϊκοτάζ του Ισραήλ [Palestinian Campaign for Academic and Cultural Boycott of Israel – PACBI] και στις 9 Ιουλίου του 2005 (την πρώτη επέτειο από τη συμβουλευτική απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου που έκρινε παράνομο υπό το διεθνές δίκαιο το διαχωριστικό τείχος του Ισραήλ στη Δυτική Όχθη) ιδρύεται το κίνημα για Μποϊκοτάζ, Αποεπένδυση και Κυρώσεις [Boycott, Divestment, Sanctions – BDS], που δηλώνει ρητά πως λαμβάνει την έμπνευσή του από τον αγώνα κατά του νοτιοαφρικανικού Απαρτχάιντ.

Επέκταση

Με την πλαισίωση του παλαιστινιακού αγώνα σε αντιστοιχία με τον νοτιοαφρικανικό οι παλαιστινιακές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, που σχηματίζουν την Παλαιστινιακή Εθνική Επιτροπή του BDS και συντονίζουν το κίνημα, πλαισιώνουν ξεκάθαρα το Ισραήλ πλάι στη Νότια Αφρική του Απαρτχάιντ. Το Ισραήλ παραβιάζει αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών κατέχοντας τη Δυτική Όχθη, την Ανατολική Ιερουσαλήμ και τα υψίπεδα του Γκολάν, πολιορκώντας τη Γάζα, στερώντας πλήρη δικαιώματα από τον αραβο-ισραηλινό πληθυσμό τού και στερώντας πλήρως τα δικαιώματα του παλαιστινιακού πληθυσμού.

Οι πολιτικές του έχουν γιγαντιαία ομοιότητα με αυτές του νοτιοαφρικανικού Απαρτχάιντ (πράγμα, όπως είδαμε παραπάνω, όχι τυχαίο) και θα έπρεπε να είναι ένα κράτος-παρίας στη διεθνή σκηνή έως ότου εφαρμόσει το διεθνές δίκαιο, όπως ακριβώς ήταν και η Νότια Αφρική.

Οι τακτικές που δανείζεται το BDS από τον αγώνα κατά του Απαρτχάιντ, έχουν αυτόν τον στόχο: τη διάδοση, διεθνοποίηση και αποκέντρωση του ζητήματος, την ειρηνική διατάραξη της κανονικότητας, τη σταδιακή αύξηση της πίεσης.

Το BDS ενθαρρύνει την ίδρυση εθνικών επιτροπών του σε κάθε χώρα, αλλά ενθαρρύνει και σχετικά ανεξάρτητες από αυτό κινήσεις, αρκεί να συμφωνούν με τις αρχές του ως ένα «μη βίαιο, χωρίς αποκλεισμούς, αντιρατσιστικό κίνημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αντιτίθεται κατ’ αρχήν σε όλες τις μορφές διακρίσεων, συμπεριλαμβανομένου του αντισημιτισμού και της ισλαμοφοβίας».

Προσφέρει έτσι, ίσως, την απάντηση σε μια από τις κύριες κριτικές που είχαν ασκηθεί στο κίνημα κατά του νοτιοφρικανικού Απαρτχάιντ. Η κριτική αυτή έλεγε πως ο λόγος που συγκεκριμένα το αμερικανικό φοιτητικό κίνημα κατά του Απαρτχάιντ γιγαντώθηκε τόσο, ήταν πως ήταν πολύ πιο αποκεντρωμένο, πολύ πιο μη συνδεδεμένο με τις υπάρχουσες κεντρικές οργανωτικές αρχές του συνολικού κινήματος.

Γνωρίζοντας, ίσως, και αυτά, το BDS προέταξε νωρίς τη σχετική αποκέντρωση του αγώνα του. Προέτρεψε σε μποϊκοτάζ εταιρειών και προϊόντων, ακαδημαϊκών και πολιτιστικών θεσμών που συνεργάζονται με το Ισραήλ, και προέταξε την απαίτηση για αποεπένδυση σε κάθε ευκαιρία. Τραπεζικές και επενδυτικές εταιρείες, φαρμακευτικές και εταιρείες καλλυντικών ή παγωτών, μικρές, μεγάλες ή πολυεθνικές, δήμοι, νομαρχίες και συνταξιοδοτικά ταμεία, όλοι μπορούσαν και έπρεπε να δεχτούν πίεση για να αποεπενδύσουν από το Ισραήλ, από όλους. Μα πάνω και πρώτα απ’όλα, όμως, από τους φοιτητές, στα πανεπιστήμια.

Πίσω στην αρχή

Τον Φεβρουάριο του 2009, το μικρό κολλέγιο του Χάμπσαϊρ [Hampshire College] στη Μασαχουσέτη των ΗΠΑ — που ήταν το πρώτο που αποεπένδυσε μερικώς από τη Νότια Αφρική το 1977 — γίνεται το πρώτο αμερικανικό πανεπιστημιακό ίδρυμα που αποεπενδύει από εταιρείες που εμπλέκονται στην ισραηλινή κατοχή. Οι έξι εταιρείες, όλες εκ των οποίων παρείχαν υλικοτεχνική στήριξη στον ισραηλινό στρατό στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη και τη Γάζα, ήταν από την αρχή στόχος του BDS: Caterpillar, United Technologies, General Electric, ITT Corporation, Motorola, και Terex.

Φοιτήτριες και φοιτητές του πανεπιστημίου Νότιας Καλιφόρνια απέχουν από τα μαθήματά τους σε αλληλεγγύη με τη Γάζα, τον περασμένο Φεβρουάριο. «Αποεπένδυσε» γράφει πάνω από την παλαιστινιακή σημαία.

Σε άλλα πανεπιστήμια διεξάγονται συνεχείς «μάχες» για την αποεπένδυση. Στο Μίσιγκαν, οι βάσεις που τέθηκαν από το 1989 και το 2002 οδηγούν στη δημιουργία της Φοιτητικής Συμμαχίας για Ελευθερία και Ισότητα [Students Allied for Freedom and Equality – SAFE], που σταδιακά γίνεται ένας από τους σημαντικότερους κόμβους ολόκληρου του φοιτητικού κινήματος αποεπένδυσης. Η SAFE φέρνει το ζήτημα τακτικά στον φοιτητικό σύλλογο του πανεπιστήμιου και την 11η φορά, το 2017, ο σύλλογος αποφασίζει να στηρίξει την αποεπένδυση.

Το 2024, εν μέσω της συνεχιζόμενης γενοκτονίας στη Γάζα και με απόφαση συλλόγου και πάλι στα χέρια τους, οι πρυτανικές αρχές του πανεπιστημίου του Μίσιγκαν αρνήθηκαν να αποεπενδύσουν από το Ισραήλ, επικαλούμενοι την ανάγκη «να προστατευτεί το κληροδότημα από πολιτικές πιέσεις». Το πανεπιστήμιο είχε προηγουμένως αποεπενδύσει από τη ρατσιστική Νότια Αφρική, από εταιρείες καπνού το 2000, είχε αποφασίσει το 2020 να ξεκινήσει αποεπένδυση από εταιρείες ορυκτών καυσίμων έπειτα από φοιτητικές πιέσεις που ξεκίνησαν το 2013, και το 2022 ξεκίνησε να αποεπενδύει από τη Ρωσία.

Στο πανεπιστήμιο Columbia, που το 2024 είδε τις πρυτανικές αρχές να διατάζουν την αστυνομία να επιτεθεί στους φοιτητές και τις φοιτήτριές του, η προώθηση της αποεπένδυσης ξεκίνησε επίσης το 2002, με τον φοιτητικό σύλλογο να την υιοθετεί το 2020. Το Columbia ιστορικά, πέρα από τη Νότια Αφρική, αποεπένδυσε από το Σουδάν το 2006, από εταιρείες καπνού το 2008, από εταιρείες ιδιωτικών φυλακών το 2015 και, έπειτα από απεργίες πείνας φοιτητών, ξεκίνησε το 2017 να αποεπενδύει από εταιρείες ορυκτών καυσίμων.

Το 2019, ο φοιτητικός σύλλογος του πανεπιστημίου Brown υπερψήφισε συντριπτικά το κάλεσμα για αποεπένδυση του πανεπιστημίου από το Ισραήλ, ο πρώτος από τους συλλόγους των οκτώ κορυφαίων πανεπιστημίων της λεγόμενης «Ivy League». Το Brown αρνήθηκε να εφαρμόσει την πρόταση, παρά τη θετική γνωμοδότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Εταιρικής Ευθύνης του πανεπιστημίου. Εν μέσω, όμως, των φετινών κινητοποιήσεων το πανεπιστήμιο υποσχέθηκε «να εξετάσει» το ζήτημα και να ψηφίσει εκ νέου για αυτό τον Οκτώβρη.

Μεταξύ πολλών άλλων, φοιτητικοί σύλλογοι πανεπιστημίων όπως τα Berkeley, Loyola, San Diego, Davis, είχαν λάβει αποφάσεις υπέρ της αποεπένδυσης πριν αρχίσει η παρούσα γενοκτονική επίθεση του Ισραήλ στη Γάζα. Μετά από αυτήν, οι σύλλογοι είναι δεκάδες, και κινητοποιήσεις έχουν οργανωθεί σε πανεπιστημιακούς χώρους σε 45 από τις 50 πολιτείες των ΗΠΑ.

Πέρα από το Brown, μόνο το μικρό πολιτειακό κολλέγιο Evergreen στην πολιτεία της Ουάσιγκτον και το πανεπιστήμιο Northwestern στο Ιλλινόι έχουν δεχτεί έστω να κουβεντιάσουν το θέμα με τους φοιτητές τους, μιλώντας για «πιθανή αποεπένδυση» το πρώτο και χωρίς δέσμευση το δεύτερο.

Ζήτημα επείγοντος

Κι ενώ, όπως είδαμε στο πρώτο μέρος, το ίδιο το εργαλείο της αποεπένδυσης κινείται εξ ορισμού αργά, η επείγουσα συνθήκη της εκτυλισσόμενης γενοκτονίας στη Γάζα κάνει τα παραπάνω μέχρι στιγμής αποτελέσματα μικρά.

Η κατάσταση είναι λίγο καλύτερη στην Ευρώπη. Όχι στο πλαίσιο των ιδρυμάτων που είδαν κινητοποιήσεις όπου υστερεί των ΗΠΑ, ούτε σε εκείνο της καταστολής των φοιτητικών κινητοποιήσεων, όπου οι δυο πλευρές του Ατλαντικού δεν έχουν πολλά να ζηλέψουν η μία από την άλλη — αλλά στην επιτυχία του κινήματος για την αποεπένδυση των πανεπιστημίων από το Ισραήλ. Το κολλέγιο Trinity στο Δουβλίνο ήταν το πρώτο (και το μεγαλύτερου προφίλ) πανεπιστήμιο που συμφώνησε να αποεπενδύσει από εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις κατεχόμενες από το Ισραήλ περιοχές και ακολούθησε το πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης που δεσμεύτηκε να διακόψει κάθε θεσμικό και ακαδημαϊκό δεσμό με το Ισραήλ. Ορισμένα βρετανικά πανεπιστήμια επίσης υποσχέθηκαν «συζητήσεις» στους φοιτητές τους. Αλλά μπροστά στην εισβολή του ισραηλινού στρατού στη Ράφα φαίνονται όλα πολύ λίγα, πολύ αργά.

Εικόνα από τις διαδηλώσεις στο κολλέγιο Trinity του Δουβλίνου, το οποίο έγινε το πρώτο στην Ευρώπη που υποκύπτει στην πίεση του φοιτητικού σώματος και αποφασίζει να αποεπενδύσει από εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις κατεχόμενες από το Ισραήλ περιοχές.

Τα διδάγματα του παρελθόντος λένε πως το καθεστώς του Απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική δεν έπεσε παρά μόνο όταν του στερήθηκαν οι απαραίτητοι για να υπάρξει πόροι — αλλά και πως δεν υπάρχει τώρα ο απαραίτητος χρόνος για να ακολουθήσει το ζήτημα της αποεπένδυσης από το Ισραήλ τη ρότα της πολύχρονης φυσικής ζύμωσης. Δεν είναι πως η στρατηγική δεν δουλεύει — εάν δεν δούλευε δεν θα υπήρχαν δεκάδες προσπάθειες φίμωσης της δράσης του κινήματος BDS, συχνά με φωτογραφικούς για εκείνο νόμους — και κάποιους που επικαλούνται τη μάχη κατά του αντισημιτισμού. Μόνο που, όπως το Ισραήλ αποδεικνύει ξανά σε αυτή τη γενοκτονία, προτιμά να συμμαχεί με τους πραγματικούς αντισημίτες.

Απαιτείται, λοιπόν, αυτή η ζύμωση να επιταχυνθεί. Απαιτείται οι πανεπιστημιακές διαμαρτυρίες να μην κοπάσουν ούτε υπό την απειλή των δυνάμεων ασφαλείας και των διαγραφών, να μην ανασταλούν από γενικόλογες υποσχέσεις για «συζήτηση» των πρυτανικών αρχών, να διαχυθεί το ζήτημα της αποεπένδυσης όσο το δυνατόν περισσότερο και όσο το δυνατόν πιο μακριά. Κάθε δολάριο που αφαιρείται από τη διάθεση της μηχανής φασισμού που αποτελεί το κράτος του Ισραήλ, φέρνει το τέλος της γενοκτονίας πιο κοντά.

Κι η Ελλάδα, κύριε;

Στην Ελλάδα, που είθισται να υπερηφανευόμαστε για το φοιτητικό κίνημά μας, το ζήτημα της γενοκτονίας δεν έχει κινητοποιήσει σε κανένα επίπεδο τις δυνάμεις που απαιτούνται. Τα πανεπιστήμια, ίσως και στον απόηχο της ψήφισης του νομοσχεδίου που νομιμοποίησε την κερδοσκοπία στα πανεπιστήμια, δεν κινητοποιήθηκαν. Ίσως να πιστεύουν οι Έλληνες φοιτητές ότι δεν τους αφορά το αίτημα της αποεπένδυσης των πανεπιστημίων από το Ισραήλ; «Τι να επενδύσουν, δηλαδή, τα ελληνικά πανεπιστήμια, εδώ δεν έχουμε υλικά για τα εργαστήρια», σαν να ακούω κάποιους να λένε.

Έλα όμως που και τα πτωχά ελληνικά πανεπιστήμια έχουν «κεφάλαιο» να επενδύσουν — το κεφάλαιο δεν είναι άλλο από τη γνώση, που παράγουν οι καθηγητές και οι φοιτητές του.

«Στις 30 Οκτωβρίου, δύο μόλις ημέρες μετά την έναρξη τη χερσαίας εισβολής του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας», μας ενημερώνει το αυτο-οργανωμένο σχήμα ερευνητών/διδακτορικών ΕΜΠ Research Critique, «το ΕΜΠ ανακοινώνει Μνημόνιο Συνεργασίας (ΜοU) με την Ιntracom Telecom» με τη συνεργασία να επικεντρώνεται σε ανταλλαγή γνώσης πρακτική άσκηση των φοιτητών του ΕΜΠ στην Intracom Telecom, έρευνα στις τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνίας, και την ερευνητική συνέργεια του πανεπιστημίου και της εταιρείας.

Αν αναρωτιέστε πού είναι το πρόβλημα, απαντά το Research Critique: «Η Intracom Telecom αποτελεί μέρος του ομίλου Intracom (… που) τον Μάιο του 2023 ολοκλήρωσε την πώληση της θυγατρικής της, Intracom Defense (που εξειδικεύεται στην πολεμική βιομηχανία και είναι συγχρόνως η μεγαλύτερη ελληνική ιδιωτική εταιρεία στο συγκεκριμένο κλάδο) στον κρατικό ισραηλινό κολοσσό Israel Aerospace Industries (ΙΑΙ), ο οποίος καμαρώνει ότι κατασκευάζει προηγμένα λειτουργικά και επιχειρησιακά δοκιμασμένα (αλήθεια, δοκιμασμένα πάνω σε ποιους;) συστήματα σε θάλασσα, αέρα και διάστημα». [υπογράμμιση δική μας]

Όπως εξηγεί το Research Critique, το ζήτημα δεν είναι απλά και μόνο μια εξαγορά θυγατρικής, αλλά το γεγονός ότι ο όμιλος στον οποίο ανήκει η συνεργαζόμενη με το ΕΜΠ Intracom Telecom, θα συνεχίσει να συνεργάζεται με την ισραηλινή πολεμική βιομηχανία και μέσω άλλων βραχιόνων του. Όπως η σχετικά νεοϊδρυθείσα Intracom Aviation στην οποία η μητρική Intracom και η πωληθείσα στους Ισραηλινούς Intracom Defense έχουν σχεδόν ίσο μερίδιο.

Το Research Critique θυμίζει παράλληλα τα 1,28 δισ. ευρώ που έχουν λάβει ισραηλινές εταιρείες και ιδρύματα από κονδύλια έρευνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 2014, αλλά και τα μιλιταριστικά μνημόνια συνεργασίας του ΕΜΠ με το πολεμικό ναυτικό, τον ελληνικό στρατό και στρατούς άλλων χωρών.

Πόσα άλλα ελληνικά πανεπιστήμια, με την ευρύτατη αδιαφάνεια που διέπει τα πεπραγμένα τους, έχουν τέτοια μνημόνια συνεργασίας με ισραηλινές εταιρείες και πανεπιστήμια, ή με εταιρείες που παρέχουν τεχνογνωσία στην ισραηλινή πολεμική μηχανή; Πόσοι ερευνητές ελληνικών πανεπιστημίων έχουν προσφέρει τον καρπό του κόπου τους σε μια γενοκτονία; Και πόσο ακόμα θα κοιμούνται οι φοιτητές στην Ελλάδα όσο σφάζονται παιδιά;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου