31 Μαΐου 2024

Μικρές κυψέλες γνώσης (αντί ευχών) - Με αφορμή την έναρξη και των φετινών πανελλαδικών εξετάσεων

 

Της Εύης Μπίρμπα

 
Ενόψει των πανελλαδικών εξετάσεων, ο αναπόφευκτος απολογισμός της σχολικής χρονιάς είναι ο ίδιος για όσα χρόνια – 60 – υπάρχει αυτός ο θεσμός: κατακερματισμός και εργαλειοποίηση της γνώσης, πλήρης απαξίωση του δημόσιου σχολείου. Και εάν τα συμπεράσματα παραμένουν πανομοιότυπα, το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για την κατάσταση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Το μόνο που αλλάζει είναι τα συναισθήματα όσων εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία: γίνονται όλο και πιο αρνητικά για αυτήν.

Σ’ όλες τις χώρες, η φοίτηση στην τελευταία τάξη του λυκείου θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική γιατί σηματοδοτεί το πέρασμα σε μια πιο ενήλική φάση της ζωής των μαθητών· μία περίοδος με τα δικά της τελετουργικά όπως χοροί, τελετές αποφοίτησης (βλέπε Ηνωμένες Πολιτείες) ή πενθήμερες εκδρομές (στη χώρα μας), που αποτυπώνουν και τη χαρά και τον ενθουσιασμό για αυτά που έρχονται. Όχι ότι δεν λείπει η αγωνία για το μέλλον, με όλα τα άγχη και τις ανασφάλειες, ιδιαίτερα για την επαγγελματική αποκατάσταση, που μπορεί να επιφυλάσσει.

Βέβαια, με την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση να έχει αναχθεί στο αποκλειστικό μέλημα των μαθητών στη χώρα μας, και όχι αδικαιολόγητα, αφού τυχόν αποτυχία σημαίνει και αποκλεισμό από θέσεις εργασίας με ευκαιρίες για εξέλιξη και προοπτική, η παρακολούθηση μαθημάτων την τελευταία αυτή χρονιά της λυκειακής τάξης είναι το λιγότερο διεκπεραιωτική, το περισσότερο, καταναγκαστικά έργα. Αποκλειστικοί ένοχοι δεν υπάρχουν. Αυτά που υπάρχουν όμως είναι πολλά κακώς κείμενα που συνεχίζουμε να παραβλέπουμε, παρόλο που μας ενοχλούν.

Όσο και εάν το εισιτήριο για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια περνάει από εξετάσεις που έχουν χαρακτηριστεί αδιάβλητες και δίκαιες, η αλήθεια είναι ότι η υπερβολική έμφαση σ’ αυτές έχει αλλοιώσει τον ρόλο του δημόσιου σχολείου και έχει δημιουργήσει ερωτηματικά, τόσο για τους στόχους του, όσο και τον σκοπό της ίδιας της γνώσης. Παρόλο που οι μαθητές εξετάζονται στην ίδια ύλη και στα ίδια θέματα, με το ίδιο πρόγραμμα και την ίδια χρονική διάρκεια εξέτασης, δεν ξεκινούν όλοι από την ίδια αφετηρία, ούτε έχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν το ίδιο τις εξεταστικές συνθήκες. Η οικονομική δυνατότητα από τη μία κάποιων μαθητών να κάνουν εντατικά φροντιστήρια στα μαθήματα των εξετάσεων χρόνια πριν και η συναισθηματική ευαλωτότητα από την άλλη κάποιων που λυγίζουν τη στιγμή των εξετάσεων κάτω από το βάρος των προσδοκιών, ενισχύει την ήδη προνομιακή θέση των πρώτων και αυξάνει τις ανισότητες εις βάρος των οικονομικά και συναισθηματικά ασθενέστερων.

Όχι μόνο αναιρείται έτσι το κριτήριο της ισότητας που προκρίνεται ως το πιο θετικό σημείο αυτών των τυποποιημένων εξετάσεων, αλλά δυσχεραίνεται το έργο του σχολείου που, εστιάζοντας στον στόχο των εξετάσεων, αμελεί να βοηθήσει αυτούς που έχουν πραγματικά ανάγκη· αυτούς που δεν θα δώσουν ή δεν θα περάσουν στις εξετάσεις· αυτούς που ανέμεναν από αυτό μια ενίσχυση του ασθενούς πολιτισμικού τους κεφαλαίου. Γιατί εάν η μετάδοση γνώσης είναι ένας από τους στόχους του σύγχρονου σχολείου, η ενίσχυση των προσωπικών δεξιοτήτων των μαθητών θα έπρεπε να αποτελεί ένα εξίσου σημαντικό σημείο εστίασής του.

Όλα ανάγονται στην εξής ερώτηση: τι είδους εκπαίδευση επιδιώκουμε; Το δίπολο «διαφωτισμός ή κατήχηση», ανάμεσα στο οποίο, όπως είπε χρόνια πριν ο Noam Chomsky, αγωνίζεται η εκπαίδευση, επανέρχεται στις μέρες μας ως αποτέλεσμα των επιλογών που κάναμε (ως κράτος, εκπαιδευτικοί, γονείς, μαθητές) και πλέον μας στοιχειώνουν. Η πρακτική εξάλλου του «διδάσκουμε για να εξετάσουμε» (“teach to test”) μπορεί να υπηρετεί τα αιτήματα για εξειδίκευση και ένταξη στην αγορά εργασίας, έχει ως τίμημα όμως τον παραγκωνισμό της κριτικής ικανότητας, της δημιουργικότητας και της χαράς (πόσο μάλλον δίψας) για μάθηση.

Μία μέρα στο σχολείο ισοδυναμεί με χάσιμο χρόνου, έλλειψη ευκαιρίας για διάβασμα για… το φροντιστήριο. Τι και εάν υπάρχει διάθεση από καθηγητές με γνώση, δεξιότητες και το σημαντικότερο, όρεξη; Οι περισσότεροι υποκύπτουν στις πιέσεις του συστήματος που θέλει όλα να υποχωρούν μπροστά στο θηρίο των εξετάσεων. Όσο κάποιες παράμετροι κατεβαίνουν, τόσο άλλες ανεβαίνουν. Όσο το μέτρο υποχωρεί, τόσο η διάθεση για συμμετοχή και παρουσία, για παράδειγμα, είναι αναντίστοιχες των βαθμών και του σεβασμού για τα όρια. Η αποδοχή από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς του διεκπεραιωτικού τους έργου και η ελαστικότητα τους απέναντι στους μαθητές της τρίτης λυκείου ακυρώνει τον εκπαιδευτικό τους ρόλο, αφού δεν μπορεί να αναρωτιέται κάποιος τι και για ποιον λόγο αξιολογούνται πλέον οι μαθητές; Μάλλον η αξιολόγηση έχει νόημα για τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς αφού αυτή είναι και η «θεραπεία» που προτείνεται ως πολιτική.

Στα σήματα κινδύνου που εκπέμπουν ψυχολόγοι, γονείς, εκπαιδευτικοί – σε πολλές περιπτώσεις οι ίδιοι οι μαθητές αδυνατούν να επικοινωνήσουν τι τους απασχολεί, τι θέλουν – η απάντηση είναι: περισσότερη πειθαρχία, περισσότερη επιμόρφωση, περισσότερη αξιολόγηση. Η επικοινωνία όμως δεν ενισχύεται με τιμωρητικά μέτρα, αλλά με καλή διάθεση, διάλογο, ευελιξία και συνεργασία. Δεν καλλιεργείται με καταπίεση, αλλά με ελευθερία έκφρασης και ενίσχυση του ερευνητικού πνεύματος. Οι λεγόμενες «ήπιες δεξιότητες» (“soft skills”) ενισχύονται δηλαδή μέσα σε μια αίσθηση κοινότητας. Εάν παραλληλίσουμε έτσι την ελληνική εκπαίδευση με τον αστικό ιστό, τότε μικρές πολυπολιτισμικές οάσεις όπως η συνοικία της Κυψέλης για παράδειγμα, είναι αυτό που χρειάζεται για να τονωθεί η αμεσότητά της, η αποτελεσματικότητά της στο σύγχρονο κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο πλέον όλοι ζούμε.

Η σχέση καθηγητή/τριας – μαθητή/τριας δεν είναι μονοσήμαντη, ούτε διεκπεραιωτική. Όσο διακρίνεται από όρια που βάζουν οι πρώτοι για να γίνουν οι δεύτεροι μια καλύτερη και πιο υπεύθυνη εκδοχή τους, στις δύσκολες μέρες που βιώνουμε, άλλο τόσο συναίσθημα διαθέτει. Οι επερχόμενες εξετάσεις μπορεί να είναι σημαντικές, δεν είναι όμως ό,τι πιο σπουδαίο θα αντιμετωπίσουν στη ζωή τους. Αυτό που είναι ουσιαστικό είναι η αποδοχή και εν τέλει η πίστη: «όλα καλά θα πάνε».

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου