21 Μαΐου 2024

Ενάντια στην κακοφωνία: H ενδοοικογενειακή βία ως ζήτημα δημόσιας υγείας - Της Ζωής Μαυρουδή

 
Ποιος θα αναλάβει την πρόληψη μιας νέας τραγωδίας; Και τελικά, τι ακριβώς είναι πρόληψη; Ο δημόσιος διάλογος την εντοπίζει στα ΑΤ και στο ποινικό σύστημα.

Είναι η ενδοοικογενειακή βία ένα ζήτημα δημόσιας υγείας; Μια νέα μελέτη από το Πανεπιστήμιο Κρήτης και το Νοσοκομείο Αγίου Νικολάου Κρήτης καταγράφει αυτήν τη διαπίστωση. Μιλώντας στην εκπομπή Αντιθέσεις του ΚΡΗΤΗ TV με τον Γιώργο Σαχίνη, ο επικεφαλής της μελέτης ψυχίατρος Εμμανουήλ Πασπαράκης ανέφερε πως η βία βασίζεται σε προβλήματα υγείας. Η πλειοψηφία (68,42%) των ανδρών που εξετάστηκε στη μελέτη, επειδή άσκησε ενδοοικογενειακή βία, έπασχε από ψυχική ή ψυχιατρική νόσο. Συγκεκριμένα, δεκατρείς από τους σύνολο δεκαεννιά άνδρες είχαν μείζονα ψυχοπαθολογία, με οκτώ να βρίσκονται στο φάσμα της διπολικής διαταραχής, τρεις σχιζοφρενείς, ένας με οριακή νοημοσύνη και ένας με αυτισμό. Τρεις είχαν ποσοστό αναπηρίας στα 67% πριν την έκφραση της βίαιης συμπεριφοράς (ποσοστό που αιτιολογεί επίδομα αναπηρίας), ενώ το ποσοστό αναπηρίας έφτανε το 84% για τέσσερις άνδρες μετά την καταγγελία εναντίον τους. Τέλος, έντεκα από αυτούς βρίσκονταν υπό την επήρεια αλκοόλ ή κάποιας ψυχοτρόπου ουσίας, ενώ στις περιπτώσεις που η βία που άσκησαν ήταν θανατηφόρα, βρίσκονταν σε κατάσταση μέθης (εδώ και το εκτενές ρεπορτάζ για τη μελέτη από τον Λευτέρη Συμβουλάκη στην «Νέα Κρήτη»).

Ξέρω, δεν είναι ώρα να διακόπτουμε με επιστημονικά δεδομένα το θέαμα που ξεδιπλώνεται ακόμα μια φορά στα κίτρινα ρεπορτάζ για τη δολοφονία της Danaj Enkelejda στο Μενίδι. Πόσο μάλλον όταν αυτή τη φορά διαβάζουμε πως ΕΛ.ΑΣ. και δικαστικές αρχές τσακώνονται για το ποιος απέτυχε λιγότερο στο να την προλάβει. Εφαρμόστηκε άραγε σωστά ο νέος Ποινικός Κώδικας από τους δικαστές που ανέβαλλαν την προηγούμενη δίκη του δράστη για περίπου δυο εβδομάδες; Στάλθηκε εγκαίρως η ιατροδικαστική έκθεση από την ΕΛ.ΑΣ. στην εισαγγελία, ώστε η νέα δίκη να διεξαχθεί κανονικά; Φαίνεται πως ούτε το αυστηρότερο νομικό πλαίσιο, ούτε οι ανακατατάξεις που υποσχέθηκε ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης μετά τη δολοφονία της Κυριακής Γρίβα στην Αργυρούπολη διασφάλισαν την κράτηση του δράστη, ούτε καν τη φιλοξενία του θύματος σε δομή (ρεπορτάζ αναφέρουν πως παρά την έγκαιρη ενημέρωσή της από την αστυνομία, η Enkelejda αποφάσισε να μείνει σπίτι της, ενώ δεν εμφανίστηκε στην πρώτη δίκη να καταθέσει).

Ποιος θα αναλάβει λοιπόν την πρόληψη μιας νέας τραγωδίας; Και τελικά, τι ακριβώς είναι πρόληψη; Ο δημόσιος διάλογος την εντοπίζει στα αστυνομικά τμήματα και στο ποινικό σύστημα. Σε αυτό συμβάλλουν και οι φεμινιστικές φωνές και οργανώσεις που για άλλη μια φορά έσπευσαν να καταδικάσουν την ολιγωρία των αρχών και να επισημάνουν το νομοθετικό κενό, την μη αναγνώριση δηλαδή του όρου «γυναικοκτονία» ως ιδιώνυμο έγκλημα. Κάθε φορά που μια γυναίκα δολοφονείται από σύζυγο ή σύντροφο, οι φεμινίστριες αρέσκονται όμως και στο να επισημαίνουν πως η ενδοοικογενειακή βία είναι πολυπαραγοντικό φαινόμενο. Αποφεύγουν όμως να ονομάσουν τους παράγοντες, γιατί κάτι τέτοιο αναπόφευκτα θα τις ανάγκαζε να εξανθρωπίσουν τους θύτες.

Οι θύτες παρουσιάζονται πάντα ταριχευμένοι στην ταυτότητα του γυναικοκτόνου, μια αμιγώς εγκληματολογική κατηγορία. Τους γυναικοκτόνους, ακούμε επίσης πως απλώς τους οπλίζει η πατριαρχία, όρος που επαναλαμβάνεται απογυμνωμένος και αυτός από τους πολλαπλούς παράγοντες που εντείνουν την έμφυλη βία στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό -όπως η διαλυμένη δημόσια υγεία. Την ίδια στιγμή που η έμφυλη βία ιδεολογικοποιείται, η κοινωνιολογική και ψυχολογική ερμηνεία της συμπεριφοράς του θύτη παρουσιάζεται ως «ξέπλυμα» της έμφυλης βίας και «ψυχιατρικοποίηση».

Σε αυτό το πλαίσιο, οι δηλώσεις του Πασπαράκη στις «Αντιθέσεις», πως κάθε περιστατικό βίας έχει δύο πάσχοντες, αυτήν που έχει υποστεί βία και αυτόν που την έχει ασκήσει σε υποτροπή εδάφους κλινικού νοσήματος χωρίς απαραίτητα να αναγνωρίζει ότι πάσχει, συνιστούν μια ευπρόσδεκτη παραφωνία. Το ίδιο ισχύει και για την δήλωση του καθηγητή Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Γιώργου Νικολακάκη στην ίδια εκπομπή: «Η Ιατρική πρέπει να κάνει ελεύθερα τη γνωμάτευσή της. Αντίθετα, δημιουργούμε ένα πλαίσιο που αυστηροποιεί ποινές και τροποποιεί νόμους, πιστεύοντας ότι η μηδενική ανοχή αποτελεί μια λογική της κοινωνίας. Έχουμε τις πιο αυστηρές ποινές στην Ευρώπη και δεν έχουμε ψυχιατρικές δομές».

Η συζήτηση όμως για την αποτελεσματική πρόληψη της έμφυλης βίας παρακάμπτει αυτές τις εύλογες διαπιστώσεις και περιορίζει της λύσεις σε μονομερείς πρωτοβουλίες που αφορούν μόνο στα θύματα, τις γυναίκες δηλαδή και τα παιδιά -μεταξύ αυτών φυσικά και οι γιοί που μόλις ενηλικιωθούν δεν θα μπορούν να αντιμετωπίζονται ως πρώην θύματα ενδοοικογενειακής βίας, αλλά ως ενσαρκωτές πλέον της πατριαρχίας, που ανήκουν φυσικά στην φυλακή. Αυτά, την ίδια στιγμή που οι εκκλήσεις για ενίσχυση και εκπαίδευση της αστυνομίας συναντούν τις εκκλήσεις για περισσότερες δομές φιλοξενίας των θυμάτων, λες και το δεύτερο θα μπορούσε να συμβεί επαρκώς σε μια χώρα που δεν υπάρχουν επαρκείς δομές ψυχιατρικής στήριξης γενικά- κάτι που δεν αφορά τους θύτες, γιατί ας μην ξεχνάμε πως είναι απλώς εγκληματίες-γυναικοκτόνοι. Με κάθε νέα τραγωδία τα κυκλικά επιχειρήματα χαράζουν έναν ακόμα κύκλο.

Η ενδοοικογενειακή βία όμως είναι ένα ζήτημα δημόσιας υγείας και ίσως δεν χρειαζόταν μια νέα επιστημονική μελέτη για να το διαπιστώσουμε. Ποιοι και πόσοι όμως (επιστήμονες, νομικοί, πολιτικοί, φεμινίστριες, μέλη της κοινωνίας των πολιτών) θα τολμήσουν να τη συζητήσουν ανοιχτά ως τέτοια μέσα στην κακοφωνία της επικαιρότητας;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου