του Ανδρέα Κοσιάρη
Τη
σχεδόν κυριολεκτική εξαέρωση του κόμματος Μακρόν και τη φαιά κυριαρχία
του Εθνικού Συναγερμού της Μαρίν Λε Πεν επιβεβαίωσε ο πρώτος γύρος των
έκτακτων βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία. Μόνη θετική χροιά τα υψηλά
ποσοστά του Νέου Λαϊκού Μετώπου της ενωμένης γαλλικής Αριστεράς, που
όμως δεν τολμά να προτείνει ριζοσπαστικές πολιτικές.
Τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των γαλλικών βουλευτικών εκλογών, που εκτάκτως και τυχοδιωκτικά συγκάλεσε ο Εμμανουέλ Μακρόν έπειτα από την ήττα του κόμματός του στις Ευρωεκλογές, επιβεβαίωσε τα αναμενόμενα.
Αυτά αφενός ήταν η «εξαέρωση» του μέχρι πρότινος κυβερνώντος (έστω σε κυβέρνηση μειοψηφίας) κεντρώου κομματικού συνασπισμού του Εμμανουέλ Μακρόν (ENSEMBLE, Ens), που με ποσοστό 20,8% μπορεί να φτάσει να έχει μέχρι και μόλις 70 έδρες στο νέο κοινοβούλιο, από τις 245 του προηγούμενου.
Αφετέρου, η εκλογική πρωτιά του ακροδεξιού Εθνικού Συναγερμού (Rassemblement National, RN, πρώην Εθνικό Μέτωπο) της Μαρίν Λε Πεν, που κινήθηκε σε ελαφρά αυξημένα ποσοστά σε σχέση με τις ευρωεκλογές προ ενός μήνα (33,1% έναντι 31,7%). Αναλόγως και των αποτελεσμάτων του δεύτερου γύρου, που όπως θα δούμε παρακάτω θα κρίνουν πολλές έδρες, η γαλλική ακροδεξιά θα έχει σχεδόν σίγουρα τη σχετική, αλλά μάλλον δεν πρόκειται να έχει την απόλυτη πλειοψηφία — θα φτάσει το πολύ, λένε τα στατιστικά, σε απόσταση μερικών εδρών από τον έλεγχο του κοινοβουλίου.
Η πρωτιά αυτή «έρχεται» εδώ και καιρό. Ήδη από τις προεδρικές εκλογές του 2022, το ένα τρίτο όσων ψήφισαν είχαν επιλέξει στον πρώτο γύρο να δώσουν την ψήφο σε κάποιο από τα ακροδεξιά σχήματα. Αυτή τη φορά, η δυναμική του RN από τις ευρωεκλογές απορρόφησε ψήφους από τα υπόλοιπα κόμματα της ακροδεξιάς — εξαφανίζοντας, για παράδειγμα, το Reconquête του Ερίκ Ζεμούρ, που έπεσε στο 0,75% (ο Ζεμούρ είχε λάβει 7% στις προεδρικές του ’22 και 4,2% στις ταυτόχρονες βουλευτικές. Μόλις έναν μήνα πριν στις Ευρωεκλογές, έλαβε σχεδόν 5,5% και εξέλεξε πέντε ευρωβουλευτές).
Μένουν, έτσι, ως μοναδική είδηση με θετική χροιά, τα υψηλά εκλογικά ποσοστά του Νέου Λαϊκού Μετώπου (Nouveau Front populaire, NFP), της προσωρινής εκλογικής συστοίχισης μεγάλου τμήματος της γαλλικής κεντροαριστεράς, αριστεράς και οικολογίας, που ανέβηκε στο ποσοστό του 28%. Δεδομένης και της εντυπωσιακά αυξημένης συμμετοχής των ψηφοφόρων (στο 66,7% την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές), το νέο εκλογικό όχημα της γαλλικής Αριστεράς βρήκε απήχηση, μεγαλώνοντας ποσοστιαία και αριθμητικά. Παρά τη σχετικά μικρή ποσοστιαία απόσταση από την ακροδεξιά, όμως, κρίνεται εξαιρετικά απίθανο να μπορέσει να την «εκθρονίσει» από την πρώτη θέση, για δύο λόγους — ένας εκ των οποίων είναι δική της ευθύνη.
Το «Ακραίο Κέντρο» θα δείξει τι επιθυμεί
Ας ξεκινήσουμε όμως από αυτόν που δεν είναι. Όπως ίσως γνωρίζετε, το γαλλικό εκλογικό σύστημα απαιτεί, για εκλογή βουλευτή/-τριας από τον πρώτο γύρο, εκείνος/-η να έχει λάβει τουλάχιστον το 50%+1 των ψήφων και μόνο αν αυτές αποτελούν τουλάχιστον το 25% των εγγεγραμμένων της βουλευτικής περιφέρειας. Λιγότερες από 80 έδρες κρίθηκαν με αυτόν τον τρόπο στις εκλογές του 2024, αν και ο αριθμός αποτελεί αύξηση με προηγούμενες αναμετρήσεις, λόγω της υψηλής συμμετοχής.
Εάν τα παραπάνω δεν επιτευχθούν, στον δεύτερο γύρο περνούν οι δύο υποψήφιοι/-ες που προπορεύονται, αλλά και οποιοιδήποτε άλλοι κατάφεραν να ξεπεράσουν το όριο του 12,5% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Η υψηλή συμμετοχή σημαίνει πως στον δεύτερο γύρο την επόμενη Κυριακή θα υπάρχει πολύ μεγάλος αριθμός των λεγόμενων «τριγωνικών» αναμετρήσεων, όπου μία έδρα θα διεκδικείται από τρεις υποψήφιους/-ες — συνολικά, περισσότερες από 300 έδρες θα κριθούν έτσι, ενώ σε πέντε περιφέρειες οι υποψήφιοι/-ες θα είναι τέσσερις.
Από όλες τις εκλογικές περιφέρειες που πηγαίνουν σε δεύτερο γύρο, υποψήφιος του ακροδεξιού RN διεκδικεί εκλογή σε 444, ενώ του NFP σε 414 και του Ens σε 321. Οι αναμετρήσεις του δεύτερου γύρου, είτε κλασσικές δύο υποψηφίων είτε τριγωνικές και πάνω, κρίνονται συνήθως από τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων των τρίτων (ή τέταρτων κ.ο.κ.) κομμάτων.
Επί χρόνια, οι ψηφοφόροι της γαλλικής Αριστεράς ήταν αντικείμενα «προκλήσεων» από το κεντρώο πολιτικό φάσμα. Όπου εκείνη ήταν τρίτο κόμμα και κάτω, πάντοτε εκφραζόταν η (εκπορευόμενη από τη θεωρία των δύο άκρων) «ανησυχία» ότι οι ψηφοφόροι της θα ψηφίσουν «αντισυστημικά» την ακροδεξιά έναντι των κεντροδεξιών ή κεντροαριστερών υποψηφιοτήτων. Οι «ανησυχίες» αυτές δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ — οι μετακινήσεις ψηφοφόρων προς τη γαλλική ακροδεξιά ήταν πάντοτε μεγαλύτερες από τις «δεξαμενές» ψηφοφόρων του «κέντρου».
Αυτή τη φορά, το νόμισμα γυρίζει — είναι η Αριστερά πλέον εκείνη που εγκαλεί το Κέντρο για το τι θα πράξουν στον δεύτερο γύρο οι υποψηφιότητες και οι ψηφοφόροι του. Το NFP, δια στόματος Μελανσόν και άλλων υψηλόβαθμων στελεχών των συνιστώντων κομμάτων, έχει δεσμευτεί πως θα αποσύρει υποψηφιότητες όπου βρίσκονται στην τρίτη θέση και κάτω, στηρίζοντας ψήφο στον/στην αντίπαλο της Ακροδεξιάς.
Στην άλλη πλευρά, τα συναισθήματα δεν είναι αμοιβαία — μπορεί ο απερχόμενος πρωθυπουργός του κόμματος Μακρόν, Γκαμπριέλ Ατάλ, να δήλωσε αργά την Κυριακή «[ο]ύτε μία ψήφος στον Εθνικό Συναγερμό», και ο ίδιος ο Μακρόν να κάλεσε σε «έναν ευρύ, σαφώς δημοκρατικό και ρεπουμπλικανικό συνασπισμό για τον δεύτερο γύρο», όμως θεωρείται μάλλον απίθανο να δοθεί τέτοια κομματική εντολή. Ούτε για απόσυρση υποψηφίων, ούτε για ψήφο στον κύριο αντίπαλο της ακροδεξιάς, έστω κι αν είναι του NFP. Και πώς να είναι διαφορετικά, όταν οι ιδεολογικές συγγένειες της Ακροδεξιάς και του «Ακραίου Κέντρου» είναι τόσο εμφανείς στον καθένα;
Οι κεντρώες κυβερνήσεις του Μακρόν εφάρμοσαν με ουσιαστικό τρόπο πολιτικές βγαλμένες από τα «βιβλιαράκια συνταγών» είτε της ίδιας της ακροδεξιάς — τοποθετώντας επίσημη σφραγίδα στα προτάγματά της — είτε του νεοφιλελευθερισμού — απομειώνοντας δίκτυα κοινωνικής προστασίας και οδηγώντας ολοένα μεγαλύτερο κομμάτι των χαμηλότερων τάξεων στην εξαχρείωση και άρα στις εκμεταλλευτικές αγκάλες της ακροδεξιάς. Το έπραξε περισσότερο ακόμα από ό,τι οι προηγούμενες κυβερνήσεις των δεξιών ή αριστερών «αποχρώσεων» του κέντρου, που έπρατταν το ίδιο.
Η πριμοδότηση που έδωσαν οι πολιτικές του Μακρόν στην ακροδεξιά φαίνεται γλαφυρά σε χάρτη του Bloomberg, όπου αποτυπώνονται οι αυξήσεις των ποσοστών του κόμματος Λε Πεν από το 2017 έως το 2024, δηλαδή επί κυβερνήσεων Μακρόν, υπολογίζοντας μονάχα τις ψήφους σε πρώτους γύρους.
Όσο κύριος εκλογικός αντίπαλος της Λε Πεν ήταν ο Μακρόν, εκείνη αποτελούσε έναν χρήσιμο «μπαμπούλα»: ο κίνδυνος του «ερχομού» τής κρατιόταν από το κέντρο ως Δαμόκλειος Σπάθη πάνω από τα κεφάλια των ψηφοφόρων της Αριστεράς — κι ας επρόκειτο το κέντρο να εφαρμόσει ακριβώς τον κίνδυνο που «απευχόταν». Τώρα που κύριος εκλογικός της αντίπαλος είναι η Αριστερά, το «Ακραίο Κέντρο» σφυρίζει αδιάφορα — στην καλύτερη, διότι σε αρκετές περιπτώσεις συζητά ανοιχτά τη στήριξη ακροδεξιών υποψηφίων έναντι του «κόκκινου κινδύνου».
Το τραγικό είναι πως η μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων της Λε Πεν είναι οι ίδιοι που πλήττονται από τις πολιτικές του κέντρου τις τελευταίες δύο δεκαετίες, και είναι οι ίδιοι που θα σηκώσουν το βάρος μιας πιθανής μεταφασιστικής κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον Ζορντάν Μπαρντελά και πρόεδρο εν αναμονή τη Μαρίν Λε Πεν. Η ακροδεξιά πρωτεύει στους χαμηλότερης εκπαίδευσης, χαμηλότερου εισοδήματος και χαμηλότερης πυκνότητας πληθυσμού ψηφοφόρους, όπως και στις ηλικίες από 35 έως και 69 ετών. Στον αντίποδα, οι υψηλότερης εκπαίδευσης, μεσαίων αποδοχών, νεαρής ηλικίας κάτοικοι των αστικών κέντρων υπερψήφισαν πλειοψηφικά το Νέο Λαϊκό Μέτωπο, εν΄΄ω ο συνασπισμός του Μακρόν πρώτευσε μονάχα στα υψηλότερα εισοδήματα και στους συνταξιούχους.
Η δημογραφική αυτή ανάλυση αναδεικνύει αφενός αυτήν ακριβώς τη διαπίστωση, πώς οι πληθυσμοί που πλήττονται από τις πολιτικές αποψίλωσης του δημόσιου τομέα, οι πιο ευάλωτοι, οδηγούνται αγεληδόν προς την ακροδεξιά. Για να υπογραμμιστεί το γεγονός, σύμφωνα με τις ποιοτικές έρευνες της γαλλικής ψήφου, ο Εθνικός Συναγερμός της Λε Πεν έλαβε την απόλυτη πλειοψηφία (61%) των ψήφων όσων απάντησαν πως είναι «Πλήρως δυσαρεστημένοι» με τη ζωή τους — και το 47% των «Κάπως δυσαρεστημένων», για ένα συνολικό 50% γενικά στους «Δυσαρεστημένους».
Αναδεικνύει όμως και μια δεύτερη διαπίστωση, για την οποία δεν ευθύνεται κανείς άλλος πέρα από την ίδια την Αριστερά.
Ατολμία και ΤΙΝΑ
Αυτό το σχήμα, της φτωχοποίησης των λαϊκών στρωμάτων και της καθοδήγησής τους προς την ακροδεξιά είναι ένα επαναλαμβανόμενο ιστορικό σχήμα. Η Αριστερά το γνωρίζει καλά, υποτίθεται, όπως γνωρίζει καλά και πως το έρεισμα της ακροδεξιάς σε αυτά τα στρώματα δεν είναι παρά εμπαιγμός — το «ξεζούμισμα» των εργατών που έκαναν το λάθος να τη στηρίξουν είναι η πάντα η τελευταία φάση μιας φασιστικής κυβέρνησης.
Γιατί τότε, όμως, η γαλλική Αριστερά (και η ευρωπαϊκή Αριστερά γενικότερα) αδυνατεί να «καρπωθεί» τη λαϊκή δυσαρέσκεια, ακόμη και όταν τα αίτιά της είναι τόσο εμφανώς οικονομικά; Η απάντηση είναι ουσιαστικά απλή και μία — αν και, όπως οι περισσότερες απαντήσεις, στέκεται σε πολύπλοκο φόντο. Η απάντηση δεν είναι παρά η ατολμία της.
Η Αριστερά δεν τολμά να προσφέρει στους ανθρώπους ακριβώς αυτό που αποζητούν: μια ζωή με λιγότερες ανησυχίες. Η Ακροδεξιά έλαβε το 46% των ψήφων όσων το εισόδημα δεν τους φτάνει για να βγάλουν τον μήνα και ξοδεύουν τις αποταμιεύσεις τους ή χρωστάνε· το 41% όσων βγαίνουν «τσίμα-τσίμα»· τα ποσοστά της Αριστεράς στις κατηγορίες αυτές είναι 29% και 28% αντίστοιχα. Τι είναι αυτό που προσφέρει σε αυτούς συγκεκριμένα τους ανθρώπους η Ακροδεξιά, που δεν το κάνει η Αριστερά;
Εύκολους εχθρούς για τη δυσαρέσκειά τους — τους μετανάστες, φτωχούς κι αυτούς μεν, που όμως «κλέβουν τα χρήματα της πρόνοιας για τους ντόπιους», και τις ελίτ, που δεν πρέπει να συγχέονται με αυτό που η Αριστερά λέει «αστική τάξη» και αυτό που τα λαϊκά στρώματα αποκαλούν «πλούσιους». Με τον όρο «ελίτ» η Ακροδεξιά εννοεί κατά κύριο λόγο την εκπαιδευμένη νεολαία των πόλεων, προνομιούχα σε μεγάλο βαθμό πλέον (ή έστω με αυξημένα προνόμια σε σχέση με τον μεγαλύτερης ηλικίας πληθυσμό της επαρχίας) και με την όποια «διαφορετικότητά» της να βρίσκει ολοένα και μεγαλύτερη συστημική αποδοχή. Εννοεί, φυσικά, και άλλα πράγματα, με τελικό στάδιο ευφημισμού τους «γκλομπαλιστές», που έχει αντικαταστήσει το πλήρως αντισημιτικό «Εβραίοι» στην παρλάνς της παγκόσμιας (τι ειρωνεία) ακροδεξιάς — και επειδή πλέον στα μάτια της Ακροδεξιάς υπάρχουν «καλοί Εβραίοι», για τους οποίους αξίζει να οργανώσει μέχρι και «πορεία κατά του αντισημιτισμού» (τι ειρωνεία, ξανά).
Αυτό που δεν τολμά η Αριστερά, είναι να δώσει όχι εύκολους εχθρούς, αλλά «εύκολες» λύσεις. Η γκάμα από την οποία μπορεί να διαλέξει είναι τεράστια. Μπορεί να προτάξει την απομείωση του κόστους ενέργειας, για παράδειγμα. Το παράδειγμα δεν είναι τυχαίο. Αρκετοί ψέγουν την Αριστερά πως «επικεντρώνεται υπερβολικά» σε ζητήματα όπως η κλιματική κρίση και αγνοεί καθημερινά ζητήματα όπως, για παράδειγμα, το κόστος ενέργειας. Το θέμα είναι, όμως, ότι η Αριστερά δεν χρειάζεται να διαλέξει ανάμεσα στα δύο.
Ένα κράτος (πόσο μάλλον ένα μεγάλο κράτος, όπως το γαλλικό) έχει τη δυνατότητα να κάνει και τα δύο. Έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει ένα μεγάλο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων ώστε να προσφέρει στους πολίτες φτηνή ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές — αρκεί αυτή να είναι η προτεραιότητά του.
Για να δούμε ένα άλλο παράδειγμα, έχει τη δυνατότητα ταυτόχρονα να μειώσει το κόστος των τροφίμων για τους καταναλωτές, να βελτιώσει την ποιότητά τους και να ενισχύσει τους μικρούς αγρότες διαλύοντας μεγαλογαιοκτήμονες και αγροτικές πολυεθνικές — αν το επιθυμεί.
Η Αριστερά στη Γαλλία (και σε όλη τη «Δύση» επί το πλείστον) αρνείται πεισματικά να προσφέρει τέτοιες λύσεις. Ακόμα και αυτό το ενωμένο «Νέο Λαϊκό Μέτωπο», με μεγαλύτερη συνιστώσα του το υποτιθέμενα «ακροαριστερό» κόμμα Μελανσόν, διακρίνεται από την ίδια ατολμία. Μικρές παραχωρήσεις, όπως η κατάργηση του νέου συνταξιοδοτικού, η επαναφορά του φόρου αλληλεγγύης και η φορολόγηση υψηλών κερδών βρίσκονται στο πρόγραμμά του, αλλά για μία ακόμη φορά αποτελούν απλά τροποποιήσεις σε ένα πλήρως εχθρικό σύστημα — κανένα πρόταγμα δεν εμπνέει για το μέλλον.
Μια από τις αιτίες αυτής της ατολμίας είναι, φυσικά, η πλήρης υποταγή της Αριστεράς στη λεγόμενη ΤΙΝΑ, τη Θατσερικής εμπνεύσεως υποτιθέμενη απουσία εναλλακτικής (=There Is No Alternative, Δεν Υπάρχει Καμία Εναλλακτική). Κάθε τολμηρή πρόταση της Αριστεράς θα χαρακτηριζόταν αυτόματα ως «λαϊκισμός» από το ίδιο «Ακραίο Κέντρο» που προτιμά να συνεργαστεί με την Ακροδεξιά από το να δει έναν πιο ίσο κόσμο — εδώ χαρακτηρίζονται έτσι οι μη τολμηρές της προτάσεις.
Όμως το πρόβλημα δεν είναι ο χαρακτηρισμός, αλλά το γεγονός ότι τον πιστεύει και μεγάλο κομμάτι της ίδιας της Αριστεράς — και καταλήγει να μην παλεύει για αυτά που υποτίθεται ότι πιστεύει.
Παντοδυναμία ή νέα φαιά αναμονή;
Όλα τα παραπάνω είναι, φυσικά, ρητορικές αναλύσεις. Δεν θα αλλάξει η πλατφόρμα του NFP μέσα σε μία εβδομάδα, ούτε θα πειστούν σε αυτό το διάστημα πολλοί ψηφοφόροι του Μπαρντελά και της Λε Πεν να αλλάξουν γνώμη. Και οι εκλογές, εν τέλει, δεν θα είναι το ανάχωμα που πολλοί νομίζουν.
Εάν οι ψηφοφόροι και τα κόμματα του ευρύτερου «κέντρου» το επιλέξουν, ο Εθνικός Συναγερμός θα είναι στο ελάχιστο άκρο των προβλεπόμενων εδρών του. Είναι πιθανό, μάλιστα, να μην είναι σε θέση να σχηματίσει κυβέρνηση, ακόμα και με διάφορους πρόθυμους από τη δεξιά. Είναι πιθανή ακόμα και μία κυβέρνηση συνεργασίας όλων πλην της ακροδεξιάς, με «κορμό» το Λαϊκό Μέτωπο.
Όμως, εάν δεν ξεπεραστεί η προαναφερθείσα ατολμία, μια τέτοια εξέλιξη δεν θα είναι παρά ακόμα μία αναβολή στην άνοδο της ακροδεξιάς στην εξουσία. Θα είναι μια επέκταση της αναμονής για τη Λε Πεν, που θα δει άλλη μία κυβέρνηση να μην καταφέρνει να προσφέρει στους πολίτες το επιούσιο και εκείνους να οδηγούνται ακόμα περισσότερο στην αγκάλη της.
Για εκείνο το πλειοψηφικό κομμάτι του νεαρού κόσμου, που επιμένει να μην πείθεται από την Ακροδεξιά και τους αποδιοπομπαίους τράγους που εκείνη προτάσσει, είναι επιτακτικό η ψήφος να μην είναι η αρχή και το τέλος της πολιτικής τους συμμετοχής. Η ημέρα μετά τις εκλογές θα είναι η πρώτη πολύ δύσκολη ημέρα από πολλές πολύ δύσκολες ημέρες, όχι μονάχα για τη Γαλλία. Εκεί, όπως παντού, οι συνάνθρωποί μας θα μας χρειαστούν να είμαστε στο πλάι τους ολοένα και περισσότερο. Ας μην είναι η ατολμία η μοναδική προσφορά μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου