Ο εκτοπισμός της μελισσοκομίας στην Πάρο
Mια μακραίωνη παράδοση και κάποτε βασικός κλάδος της ζωικής αγροτικής παραγωγής τελεί σήμερα υπό διωγμό.
Όπως όλος ο πρωτογενής τομέας πλέον στις Κυκλάδες, και η μελισσοκομία υποφέρει από τον υπερτουρισμό, τη δόμηση σε μέρη που κάποτε άνθιζε η χλωρίδα και η πανίδα και την τουριστικοποίηση των νησιών. «Η ανεξέλεγκτη μετατροπή της αγροτικής γης σε οικιστική όχι μόνο εκτοπίζει τους θυμαρότοπους αλλά εξαντλεί και τα υφιστάμενα αποθέματα νερού μειώνοντας δραματικά τις πηγές γύρης και νέκταρ για τις μέλισσες. Χτίζουμε ανεξέλεγκτα σε όλες τις χορτολιβαδικές γαίες και τις καλλιέργειες που έδιναν τα λουλούδια που οι μέλισσες έχουν ανάγκη» λένε οι μελισσοκόμοι της Πάρου. «Αυτό το μοντέλο ανάπτυξης ισοπεδώνει τον πρωτογενή τομέα».
Η μοναδική ανθοφορία των Κυκλάδων
Το ιδιαίτερο, άνυδρο και ξηροθερμικό κλίμα των νησιών προσέδιδε ανέκαθεν μια ιδιαίτερη συνθήκη στη μελισσοκομική παραγωγή, οδηγώντας μοιραία τις μέλισσες αποκλειστικά στο θυμάρι. Το μειονέκτημα αυτής της μονοκαλλιέργειας λειτούργησε εν τέλει και ως πλεονέκτημα, καθώς το θυμαρίσιο μέλι, ένα φυσικό προϊόν με θεραπευτικές ιδιότητες, είναι πλέον σπάνιο (μόλις το 10% της συνολικής παραγωγής της χώρας, της οποίας το 70% καταλαμβάνει το πεύκο) και από τα πιο γνωστά κυκλαδίτικα προϊόντα. Αν όμως δεν υπάρχουν θυμαρότοποι ώστε να συλλέξουν οι μέλισσες επαρκείς ποσότητες νέκταρ, η παραγωγή καθίσταται αδύνατη.
«Η βασική σοδειά για τον Παριανό, και γενικότερα τον Κυκλαδίτη μελισσοκόμο είναι το θυμάρι, δεν έχει κάποια άλλη ανθοφορία για να μαζέψει μέλι», εξηγεί ο Γιάννης Χατζόπουλος, ο οποίος μετά τις σπουδές του στο Αρχαιολογικό της Αθήνας αποφάσισε να επιστρέψει στην Πάρο για να ασχοληθεί με τη μελισσοκομία. «Δεν είναι σαν τη Βόρεια Ελλάδα, για παράδειγμα, όπου ο μελισσοκόμος μπορεί να στραφεί στο έλατο, το πεύκο ή το θρούμπι».
Η καταστροφική ανομβρία
Η ανομβρία τον χειμώνα σε συνδυασμό με τον καύσωνα του καλοκαιριού είναι καταστροφική για τη μελισσοκομία και τα τελευταία χρόνια η παραγωγή του μελιού έχει μειωθεί αισθητά από την αυξανόμενη έλλειψη νερού. «Πλέον δεν βρέχει καθόλου στο νησί. Όλον τον χειμώνα έβρεξε μετρημένες 2-3 φορές» επισημαίνει ο πρόεδρος του Συλλόγου Μελισσοκόμων Πάρου, Άγγελος Πιτσικάλης, ο οποίος με τη σύζυγο του αποτελούν την τρίτη γενιά μελισσουργών στην οικογενειακή παράδοση και τους μοναδικούς επαγγελματίες μελισσοκόμους στο νησί.
«Τα θυμάρια αυτή την περίοδο έχουν ανθίσει αλλά η ανθοφορία τους, η διάρκεια της και το νέκταρ που θα παράξουν εξαρτάται από την ποσότητα του νερού που έπεσε τον χειμώνα. Αν πιάσουν και μεγάλες ζέστες, που φαίνεται ότι θα πιάσουν, θα έχουμε σοβαρό πρόβλημα. Για να φανταστείτε, από εκεί που βγάζαμε 2 τόνους μέλι με 350-400 κυψέλες, το 2023 βγάλαμε 300 κιλά και για φέτος προβλέπεται αντίστοιχη ποσότητα».
Όπως μας εξηγεί ο Χατζόπουλος, οι βροχοπτώσεις δεν αρκούν πια για να υπερχειλίσουν με νερό οι υδατοδεξαμενές του νησιού και να τρέξουν οι χείμαρροι. «Παλιά, όταν έβρεχε για μέρες, τα νερά της πρώτης βροχής τα συγκρατούσε η γη, στην επόμενη γέμιζαν τα ποτάμια και στην τρίτη έτρεχαν τα νερά τους για δύο εβδομάδες. Αν και οι Κυκλάδες είναι σπηλαιολογικά νησιά, με λεκάνες ικανές να συγκρατούν μεγάλες ποσότητες νερού, πλέον αυτές αδειάζουν και οι υδροφόροι ορίζοντες κινδυνεύουν με υφαλμύρωση».
Η έλλειψη βροχοπτώσεων σε συνδυασμό με την υπεράντληση νερών από γεωτρήσεις για την τροφοδοσία των παραθεριστικών κατοικιών που χτίζονται εκτός σχεδίου «έχουν στερέψει τα βουνά» μας λέει ο Χατζόπουλος, του οποίου οι επαγγελματικές ασχολίες στο νησί περιλαμβάνουν και την κηπουρική. «Μια πισίνα χρειάζεται 24 κυβικά τον μήνα και ο κήπος μιας βίλας γύρω στα 52. Στο τρίμηνο του καλοκαιριού αυτό μας κάνει 230 κυβικά, τα οποία είναι πάρα πολλά, ειδικά αν αναλογιστείς πόσες βίλες εκτός σχεδίου έχουν χτιστεί τα τελευταία χρόνια – και εξακολουθούν να χτίζονται. Και πες από τον κήπο το νερό επιστρέφει στον υδροφόρο ορίζοντα, στην περίπτωση όμως της πισίνας, απλώς εξατμίζεται».
Αντί για λιβάδια, μπετόν
Με την επέλαση του real estate και τη συστηματική μετατροπή του κυκλαδίτικου τοπίου σε πυκνοδομημένο αστικό ιστό, όλο και περισσότερες είναι οι δασικές και αγροπαραγωγικές περιοχές που μετατρέπονται σε οικιστικές. Οι χρήσεις γης αλλάζουν, ο ζωτικός χώρος περιορίζεται και οι φυσικοί πόροι εξαντλούνται. Κάθε νέα οικοδομή εκτός οικισμού συνεπάγεται την αποψίλωση μιας χορτολιβαδικής περιοχής και την επέκταση του δικτύου υποδομών (δρόμοι, δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης, εγκαταστάσεις ΒΙΟΚΑ κ.α.) με σκοπό να εξυπηρετηθούν οι νέες ανάγκες.
«Στην Πάρο επειδή η δόμηση εκτός οικισμών είναι πλέον ανεξέλεγκτη, όταν κάποιος αγοράσει ένα οικόπεδο 10-15 στρέμματα για να χτίσει τα 200 τετραγωνικά, αποψιλώνει ένα ολόκληρο αγροτεμάχιο που αποτελείτο κυρίως από θυμάρια. Έτσι οι μέλισσες χάνουν τον τόπο βοσκής τους» μας εξηγεί ο πρόεδρος του Μελισσοκομικού Συλλόγου.
Όπως επισημαίνει ο γεωπόνος Ευάγγελος Παπάς, επόπτης στο Κέντρο Μελισσοκομίας Πειραιά & Κυκλάδων για 25 χρόνια, η μεγάλη αξία της γης στις Κυκλάδες έχει ως αποτέλεσμα βοσκοτόπια και αγροτεμάχια που ήταν κατάλληλα για τις μέλισσες να πωλούνται και να γίνονται σπίτια. «Σου λέει ο άλλος “γιατί να κρατάω θυμαρότοπους από την στιγμή που ένα οικόπεδο θα μου αποφέρει πολλά χρήματα;”. Αποτέλεσμα είναι να αλλάζει το τοπίο και να μην έχουμε ενδιαιτήματα πια για τις μέλισσες».
Οι κυψέλες ενοχλούν τις γύρω βίλες
Το νέο μοντέλο ανάπτυξης στην Πάρο εκτοπίζει παραδοσιακά επαγγέλματα όπως του κτηνοτρόφου και του μελισσουργού. «Πολλές μελισσοκομικές περιοχές σήμερα τείνουν υπό διωγμό γιατί όλες οι γύρω περιοχές, αν και θεωρούνται δασικές και αγροπαραγωγικές – δεδομένου ότι βρίσκονται εκτός σχεδίου – αγοράζονται και γίνονται σπίτια με πισίνες, κήπους με ξενικά φυτά και εξωτερικά σαλόνια. Αυτό έχει άμεση επίδραση στο παραδοσιακό επάγγελμα, γιατί αν και οι μελισσοκόμοι δραστηριοποιούνταν εκεί πολύ πριν από όλα αυτά, γίνονται μηνύσεις εναντίον τους με πρόσχημα ότι οι μέλισσες τους τσιμπάνε ή ότι λερώνουν τα καθίσματα και κάπως έτσι τους διώχνουν. Όσοι ασχολούνται με παραγωγικούς κλάδους δυσκολεύονται αρκετά από τις καταγγελίες. Αντίστοιχη ήταν και η περίπτωση της κτηνοτρόφου που έχει το τυροκομείο Το Πάριον. Κατηγορήθηκε ότι μύριζαν τα ζώα στις βίλες που χτίστηκαν πάνω από τη μονάδα της, στην κορυφή του βουνού» σημειώνει ο Χατζόπουλος.
«Και εγώ είχα στην αρχή τα μελίσσια μου στο Νταμουλί, ανάμεσα στη Σάντα Μαρία και τον Μώλο, κι αναγκάστηκα να φύγω, γιατί εκτός του ότι ήταν τελείως άνυδρη περιοχή και το θυμάρι δεν έδινε, είχα και παράπονα από τις γύρω βίλες. Μου είπανε ότι λερώνονται τα μαξιλάρια και ότι θα μου κάνουν μήνυση αν δεν φύγω. “Μα, τους λέω, είμαι 2,5 χιλιόμετρα μακριά”, “Όχι, μου λέει, να πάρεις τις μέλισσες από εδώ, ενοχλούν”. Και κάπως έτσι έπρεπε να τις μεταφέρω…».
Ακόμα κι αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της νομοθεσίας που ορίζουν ότι τα μελίσσια πρέπει να είναι σε απόσταση τουλάχιστον 30 μέτρων από κατοικημένη περιοχή, περιφραγμένα 2 μέτρα περιμετρικά με ύφασμα για να μη φεύγουν οι μέλισσες και να τους παρέχεται νερό πλησίον της κυψέλης, τα παράπονα και οι καταγγελίες είναι ολοένα και πιο συχνό φαινόμενο. «Και έξω από τη Νάουσα, στα βουνά όπου δραστηριοποιείται ένας μελισσοκόμος με 40 μελίσσια, τώρα χτίζουν υπόσκαφο στα 500 μέτρα πάνω από το μελισσοκομείο του. Θα πρέπει κι αυτός να τα πάρει και να φύγει».
Μια κραυγαλέα υπόθεση μας εξιστορεί και ο κ. Πιτσικάλης. «Πριν από μερικά χρόνια ένας ιδιοκτήτης βίλας έκανε μήνυση σε μελισσοκόμο επειδή οι μέλισσες είχαν λερώσει το κτίριο του. Τον πήγε δικαστικά και τον υποχρέωσε να του βάψει το κτίριο. Ο μελισσοκόμος αναγκάστηκε να μεταφέρει αλλού το μελισσοκομείο αλλά δυστυχώς δεν ευδοκίμησε στο νέο σημείο. Οι περισσότεροι μελισσοκόμοι πάνε είτε σε τόπους που είναι δοκιμασμένοι καλοί βοσκότοποι, είτε είναι δικό τους αγροτεμάχιο».
Οι μέλισσες φεύγουν
Σύμφωνα με τον Χατζόπουλο, όταν οι μέλισσες εγκαταλείπουν τα μελίσσια αυτό οφείλεται είτε στην έλλειψη τροφής στη γύρω περιοχή, είτε στα φάρμακα που ψεκάζονται σε καλλιέργειες και κήπους. «Ο οργανισμός της μέλισσας σου λέει “δεν μπορώ να ανταπεξέλθω, είναι δύσκολες οι συνθήκες, πρέπει να φύγω από εδώ που με έχεις”». Όπως επισημαίνει, πολλοί που φροντίζουν έναν κήπο και τον βλέπουν μόνο σαν μεροκάματο, θα προτιμήσουν να βάλουν χημικά αντί να εφαρμόσουν πιο αειφορικές μεθόδους όπως είναι π.χ. η περμακουλτούρα, με αποτέλεσμα ψεκάζοντας δηλητήρια να σκοτώνουν τις μέλισσες. «Όταν μάλιστα είχε πρωτοξεκινήσει η βαρρόα και το μαμούνι για τους φοίνικες, στην Πάρο είχαμε τις περισσότερες καταστροφές πληθυσμών στις κυψέλες λόγω τους ψεκάσματος με νεονικοτινοειδή. Με το που θα επιστρέψει η μέλισσα στην κυψέλη, πεθαίνει όλο το μελίσσι».
Ένα επάγγελμα που χάνεται
Ο Σύλλογος Μελισσοκόμων Πάρου χρονολογείται από το 1985. Πριν μια πενταετία αριθμούσε πάνω από 100 μέλη, ενώ σήμερα έχει 52 (με 2.300 περίπου κυψέλες), εκ των οποίων 2 είναι κατεξοχήν μελισσοκόμοι και 10 ασκούν τη μελισσοκομία ως 2ο ή 3ο επάγγελμα. Οι υπόλοιποι διατηρούν έναν αριθμό κυψελών κυρίως για ιδιωτική παραγωγή.
Όπως μας εξηγεί ο κ. Παπάς, «όλο και λιγότεροι ενεργοί αγρότες μένουν στον χώρο και είναι λογικό γιατί για να τα βγάλουν πέρα θα πρέπει να κάνουν σίγουρα 2ο και 3ο επάγγελμα. Το βλέπεις και από τις δηλώσεις ενιαίας ενίσχυσης που κάνουν. Σε όλη την Ελλάδα υπάρχει πρόβλημα, αλλά στις Κυκλάδες είναι μεγαλύτερο. Απλώς έχουμε τον τουρισμό που καλύπτει οικονομικά αυτό το κενό, οπότε τα παράπονα είναι λιγότερα».
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Ηλεκτρικού Μελισσοκομικού Μητρώου, οι εγγεγραμμένοι ενεργοί μελισσοκόμοι της χώρας ανέρχονται σε 23.198 με 2.317.202 κυψέλες. Οι μελισσοκόμοι που υπέβαλαν δήλωση στις Κυκλάδες το 2023 είναι μόλις 414 με 25.860 κυψέλες. Αν αναλογιστούμε ότι το 1990-2000 οι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Μελισσοκομικών Εκμεταλλεύσεων του Νομού Κυκλάδων ήταν γύρω στους 750, η μείωση είναι αισθητή.
«Η βιολογική μελισσοκομία είναι καταδικασμένη» μας λέει ο Μάρκος Αλιπράντης,
ένας από τους παλιούς μελισσοκόμους του νησιού και τους πρώτους που
ασχολήθηκαν με τη βιολογική μελισσοκομία στην Ελλάδα. Σήμερα είναι ο
μοναδικός στην Πάρο που παράγει βιολογικό μέλι και δεν ασκεί στατική
μελισσοκομία, η οποία είναι η καθιερωμένη μέθοδος στα νησιά. Κάθε χρόνο,
όταν βγαίνει το πρώιμο θυμάρι, μεταφέρει τα μελίσσια του σταδιακά από
τη θάλασσα προς τα ορεινά, «κυνηγώντας» τις ανθοφορίες. «Μια καλή χρονιά, με 120 κυψέλες έβγαζα 600-700 κιλά θυμάρι και άλλο τόσο ρείκι. Πέρσι έβγαλα 80 κιλά μέλι και 30 ρεικόμελο. Τα έσοδα δεν φτάνουν να ξεχρεώσω ούτε τα μισά πετρέλαια που αγοράζω. Αναγκάζομαι και πληρώνω από τη σύνταξή μου για να συνεχίσω να παράγω». Αν και έχει αναγνωριστεί με διεθνείς βραβεύσεις (3 παγκόσμια μετάλλια) για το βιολογικό του μέλι και άνθρωποι από όλο τον κόσμο τον έχουν επισκεφθεί στην Πάρο για να μάθουν τις ιδιαίτερες τεχνικές της βιολογικής μελισσοκομίας, σήμερα δεν βλέπει προοπτική στο να ασχοληθεί κανείς με τις μέλισσες. «Για να είσαι μελισσοκόμος στα νησιά των Κυκλάδων πρέπει να έχεις λόξα». |
Κατά τον Πιτσικάλη, ο νόμος δεν στηρίζει επαρκώς το επάγγελμα ενώ οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια για τις επιδοτήσεις είναι πολύ διαφορετικές από αυτές των αγροτών. «Κάθε χρόνο έχουμε κάποια ενίσχυση για την αντικατάσταση κυψελών και μια επιδότηση για τη χειμερινή περίοδο, κυρίως για ζάχαρη – αφού δεν υπάρχει ανθοφορία, πρέπει κάπως να ταΐσουμε τις μέλισσες».
Ωστόσο, για να εγγραφεί κανείς στο Εθνικό Ηλεκτρονικό Μητρώο Μελισσοκόμων και να έχει πρόσβαση στις κρατικές επιδοτήσεις, πρέπει να πληροί προϋποθέσεις ανέφικτες για τα δεδομένα των νησιών, όπως 5 κιλά μέλι ανά κυψέλη. Αν κάποιος δεν τις πιάσει, θα χάσει και αυτό το ελάχιστο βοήθημα (€8 ανά κυψέλη για επαγγελματίες που διαχειρίζονται 110 κυψέλες και άνω και €4/κυψέλη για ερασιτέχνες). Αυτό οδηγεί τους μελισσοκόμους είτε να βγουν εκτός επιδοτήσεων είτε να πουν ψέματα. «Σε αυτές τις περιπτώσεις ο νόμος είναι αρκετά τιμωρητικός». Αν γίνει έλεγχος και η διαφορά είναι πάνω 10% (αν π.χ. ένας μελισσοκόμος έχει δηλώσει 100 κυψέλες και έχει 85), η τιμωρία είναι να μην μπορεί να πουλήσει μέλι για 2 χρόνια.
Μία μόνο μέλισσα δεν κάνει μέλι
Σύμφωνα με πρόσφατες ανακοινώσεις, με το πρόγραμμα στήριξης της μελισσοκομίας των Μικρών Νησιών του Αιγαίου, η οικονομική ενίσχυση για το 2023 θα αυξηθεί στα €12 ανά κυψέλη, ενώ το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ανακοίνωσε ότι εντός του 2024 θα εκδοθεί η πρόσκληση για «Ενισχύσεις για την ανάληψη πρόσθετων γεωργο-περιβαλλοντικών υποχρεώσεων από τους μελισσοκόμους για την προστασία των μελισσοσμηνών και την ενίσχυση της βιοποικιλότητας», του Στρατηγικού Σχεδίου ΚΑΠ, με προϋπολογισμό €18.858.824.
Μπορεί να υπάρχει αύξηση στις επιδοτήσεις, ωστόσο η εγγραφή στο Μητρώο παραμένει σημαντικό εμπόδιο που αφήνει πολλούς επαγγελματίες εκτός, π.χ. όσους έχουν 109 μελίσσια, αντί για 110 που υπαγορεύει ο νόμος. Η ΕΕ επίσης ανακοίνωσε τη δημιουργία πλατφόρμας συλλογής πληροφοριών σχετικά με τη γνησιότητα και την ιχνηλασιμότητα του μελιού. Τυχαίοι δειγματοληπτικοί έλεγχοι που έγιναν το 2021-2022 στην ΕΕ έδειξαν ότι 147 από τα 320 δείγματα ήταν νοθευμένα με παράνομα πρόσθετα. Οι ελληνοποιήσεις εισαγόμενων μελιών, που μειώνουν τη ζήτηση και τις τιμές των εγχώριων, είναι πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι μελισσοκόμοι πανελλαδικώς.
Όλοι συμφωνούν στην αναγκαιότητα προστασίας του φυσικού τοπίου από το
οποίο τρέφονται οι μέλισσες. Όπως είχε γράψει το 1901 ο Βέλγος
νομπελίστας Μωρίς Μαίτερλινκ στη Ζωή των Μελισσών, «αν οι μέλισσες αφανιστούν, δεν θα απομείνουν στον άνθρωπο παραπάνω από τέσσερα χρόνια ζωής». Το 84% των φυτικών ειδών και το 76% της παραγωγής τροφίμων στην Ευρώπη
εξαρτώνται από την επικονίαση από οικόσιτες και άγριες μέλισσες. Αυτό
πρακτικά σημαίνει ότι μία στις τρεις μπουκιές του φαγητού μας –των
φρούτων, των λαχανικών, της σοκολάτας, του καφέ, των ξηρών καρπών και
των μπαχαρικών– εξαρτάται από τις μέλισσες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου