Δημήτρης Βεριώνης: «Είναι απαραίτητο, τόσο ηθικά όσο και ιστορικά, να θυμόμαστε και να τιμούμε τα θύματα»
Ο συγγραφέας μάς μιλά για το βιβλίο του «Θάνατοι στη Χούντα» (Εκδόσεις Τόπος).
Του Αλέξανδρου Στεργιόπουλου
Η Χούντα, η επταετία 1967-1974 που η χώρα, οι άνθρωποι, οι ελπίδες, όλα μπήκαν στον γύψο. Οι συνταγματάρχες δολοφόνησαν, δολοφόνησαν, δολοφόνησαν. Ο θάνατος, οι θάνατοι, ήταν το μόνο «έργο» αυτών των υπανθρώπων. Ο Δημήτρης Βεριώνης, στο βιβλίο του «Θάνατοι στη Χούντα», αποκαλύπτει τους ανθρώπους πίσω από τους αριθμούς, αυτούς που χάθηκαν και δεν δικαιώθηκαν, δεν κατονομάστηκαν… Τεκμηριώνει τη δολοφονική δράση του καθεστώτος και διώχνει το επίμονο σκοτάδι που λέει «περασμένα, ξεχασμένα». Περασμένα ναι, ξεχασμένα ποτέ! Δέχτηκε να μας μιλήσει για το βιβλίο του και τον ευχαριστούμε πολύ.
Τι μάθατε για εκείνη την περίοδο και τι επιβεβαιώσατε;
Ξεκίνησα την έρευνά μου όταν διαπίστωσα την απουσία γραπτών, αναλυτικών αναφορών στα θύματα της περιόδου. Υπήρχαν μόνο λίγες ονομαστικές αναφορές και -στην καλύτερη περίπτωση- λίγα περισσότερα στοιχεία για τους νεκρούς του Πολυτεχνείου και τις γνωστές περιπτώσεις θανάτων. Όμως ακόμα και σε αυτές τις υποθέσεις καταγράφονταν ελάχιστα για το τι ακριβώς συνέβη καθώς και για τους ίδιους τους ανθρώπους και τις ζωές τους. Διαπιστώνοντας την ύπαρξη πολλών ακόμα περιπτώσεων δολοφονιών ή ύποπτων θανάτων –δηλαδή περιπτώσεων θανάτων για τις οποίες υπήρξαν καταγγελίες για έμμεση ή άμεση ευθύνη του καθεστώτος- για τις οποίες δεν υπήρχαν άλλα στοιχεία, αναζήτησα πρωτογενείς πηγές, ίχνη στη βιβλιογραφία και τα δημοσιεύματα της εποχής και οτιδήποτε θα μπορούσε να διαφωτίσει περί των θανάτων των ανθρώπων αυτών. Μάθαμε λοιπόν ότι οι θάνατοι είτε με αποδεδειγμένη ευθύνη του καθεστώτος, είτε αυτοί για τους οποίους κατηγορήθηκε ήταν πολύ περισσότεροι από τους ευρέως γνωστούς, πάνω από 240 επώνυμες περιπτώσεις. Πρόκειται για περιπτώσεις πολιτών, φοιτητών, στρατιωτών, στρατιωτικών, αξιωματικών, κληρικών, αστυνομικών, ακόμη και παιδιών. Δολοφονίες και θάνατοι συνεπεία αντιδικτατορικής δράσης ή των συνθηκών φυλάκισης και εκτοπισμού, ύποπτοι θάνατοι, εξαφανίσεις. Και κανείς δεν ξέρει εάν όλες οι υποθέσεις έχουν ακόμα και τώρα βγει στη δημοσιότητα ή διατηρούνται και άλλες στην αφάνεια και τη σιωπή. Προσωπικά πιστεύω πως υπάρχουν και άλλες -λόγου χάρη, δε γνωρίζουμε ποια ήταν η μετατραυματική πορεία των τραυματιών στα γεγονότα του Πολυτεχνείου ή όλων των ανθρώπων που βασανίστηκαν από τα όργανα της χούντας ή πόσες οικογένειες επέλεξαν να σιωπήσουν για διάφορους λόγους. Αυτό λοιπόν που επιχειρήθηκε ήταν η συλλογή βιογραφικών στοιχείων όλων των θυμάτων που διαπιστώθηκαν, συνοδευόμενα από φωτογραφίες, προσωπικές μαρτυρίες οικείων μέσα από εκατοντάδες συνεντεύξεις και αντιπαραβολή της επίσημης εκδοχής του θανάτου σε κάθε περίπτωση με όσα κατήγγειλαν οι οικείοι του ή άλλα πρόσωπα. Πάντα με σεβασμό στα θύματα όμως, με νηφάλιο λόγο, με τεκμηρίωση, χωρίς έωλα συμπεράσματα, διατηρώντας την απαραίτητη απόσταση της αντικειμενικότητας που επιβάλλει η σοβαρότητα μιας τέτοιας προσπάθειας. Άλλωστε, ο αναγνώστης θα διαβάσει και θα προχωρήσει στα δικά του συμπεράσματα. Σημασία έχει να ανοίξει η κουβέντα για όλα αυτά, όχι να κλείσει ξανά, ενδεχομένως οριστικά, άτσαλα και βεβιασμένα, πάνω σε σαθρές βάσεις.
Τι είναι αυτό που μας λένε οι νεκροί της χούντας;
Οι θάνατοι της χούντας μας λένε πως το καθεστώς και οι κύκλοι του δε δίσταζαν να εξοντώσουν ανθρώπους αλλά και ότι δεν αναλάμβαναν και την ευθύνη των πράξεών τους, αποσιωπούσαν τις φονικές τους δραστηριότητες συγκαλύπτοντας την ωμότητα και τα φονικά τους ένστικτα. Ήξεραν πολύ καλά τι κάνουν και ότι αυτό που κάνουν δεν πηγάζει από κανένα πατριωτικό συναίσθημα -όπως διατείνονταν. Εάν πίστευαν ότι είναι ορθά όσα έκαναν, θα αναλάμβαναν την ευθύνη των πεπραγμένων τους, δεν θα έτρεχαν να συγκαλύψουν τα πάντα ή να ρίχνουν τις ευθύνες ο ένας στον άλλον. Μας λένε επίσης πως όσοι δεν ήταν με τη χούντα, ήταν εν δυνάμει εχθροί της, άσχετα από την πολιτική τοποθέτηση του καθενός. Μας λένε πως αγνοήθηκαν οι φωνές και τα αιτήματα των οικείων των νεκρών για κάθαρση και δικαιοσύνη. Μας δείχνουν όμως και την ευθύνη της μνήμης και της υπόμνησης απέναντι σε αυτούς που χάθηκαν, στις οικογένειές τους και στην ιστορική αλήθεια. Αυτό δε μπορεί να γίνει μόνο μέσα από γενικές αναλύσεις της περιόδου, όσο εύστοχες και εάν είναι, αλλά με την απόδοση στο φως των στοιχείων των ανθρώπων αυτών, του βίου τους, των καταγγελιών ή των απόψεων των οικογενειών. Διότι η απουσία κατονομασμού των θυμάτων αλλά και η απλή ονομαστική καταγραφή στερεί από την εικόνα που έχουμε τις πραγματικές της διαστάσεις και το αληθινό της βάθος. Πίσω από το κάθε όνομα κρύβεται μια ζωή, όνειρα, προσδοκίες, μια ζωή που περίμενε την εξέλιξή της αλλά και δίπλα της βρίσκονταν οι ζωές των οικείων. Δεν είναι απλά ονόματα, αλλά ζωές που ματαιώθηκαν. Άνθρωποι που θα μπορούσαν να είναι σαν εσάς, σαν εμένα, σαν όλους μας. Και τους στερήθηκε όλο αυτό.
Εξακολουθεί να μας τρομάζει η επταετία και να μας απομακρύνει από την ιστορική αλήθεια;
Δεν ξέρω εάν μας τρομάζει συνολικά ακόμη και σήμερα, αλλά μάλλον μας κάνει να αισθανόμαστε κάπως άβολα, προφανώς επειδή δεν ήρθε ποτέ η πραγματική και σε βάθος κάθαρση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η δικτατορία των συνταγματαρχών και οι κύκλοι τους ήταν ένας παράνομο καθεστώς τρόμου, εκφοβισμού, ματαίωσης των συνταγματικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων που επιβλήθηκε και διατηρήθηκε δια της βίας. Μετά τη χούντα, η συντεταγμένη Πολιτεία δεν έπραξε όσα όφειλε να πράξει. Η αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας δεν ήταν πάντα το κυρίαρχο πρόταγμα, δεν ξέρω εάν αποτέλεσε ποτέ κυρίαρχη ανάγκη της Πολιτείας. Φυσικά, θα έπρεπε να είναι, αλλά από τη μία αυτό δεν εξυπηρετούσε το μεταπολιτευτικό κράτος που μάλλον επεδίωκε να κλείσουν οι πληγές άρον-άρον, διατηρώντας μάλιστα στους κόλπους του -σε στρατό, αστυνομία, Δικαοσύνη, δημόσιο- πολλά στελέχη που στήριξαν τη Χούντα και από την άλλη, υπήρχαν σημαντικά πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα που απασχολούσαν περισσότερο όσους ενδεχομένως θα έπρεπε να έχουν περισσότερο τη βούληση να ερευνήσουν την αλήθεια. Θα λέγαμε ότι η γενική εικόνα, όπως τουλάχιστον την εννοούσαν τότε, επικράτησε εις βάρος της δικαίωσης και της Δικαιοσύνης. Φυσικά δε χρειάζεται να αναφερθούμε στον σύγχρονο και σκόπιμο παραλογισμό του ύποπτου ιστορικού αναθεωρητισμού, που δεν δέχεται καν τους νεκρούς που δεχόταν ακόμα και η ίδια η Χούντα ή αποδείχτηκαν στη συνέχεια. Αυτοί οι κύκλοι προφανώς αποσκοπούν στη συσκότιση της ιστορικής αλήθειας. Όμως μέσα από την αλήθεια, όσο άβολη και εάν είναι, περνάει η πραγματική αγάπη για την πατρίδα -και όχι για μια φαντασιακή κοινότητα- όπως και η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Και αυτή την αλήθεια οφείλουμε να υπηρετούμε. Δεν είναι όλα όσα έγιναν καλά, ούτε στον τόπο μας, ούτε οπουδήποτε αλλού. Αλλά πρέπει κάποτε τουλάχιστον να τα αναγνωρίσουμε.
Υπήρξε κάτι που να σας αποθάρρυνε όσο κάνατε την έρευνά σας;
Όπως συνηθίζω να λέω, η έρευνα έγινε με πολύ πάθος, το οποίο αφαιρέθηκε κατά τη συγγραφή. Σε γενικές γραμμές όχι, δεν υπήρξε κάτι ιδιαίτερα αποθαρρυντικό, πέραν ίσως από τις δυσκολίες εύρεσης πληροφοριών, αντικειμενικές ή γραφειοκρατικές ή τις περιπτώσεις που δεν βρέθηκαν εν ζωή οικεία πρόσωπα των θανόντων. Αλλά το πείσμα και το πάθος της έρευνας νομίζω τα υπερνίκησε αυτά, στο βαθμό του δυνατού βέβαια.
Τι ήταν αυτό που κράτησε τόσο καιρό στην αφάνεια αυτούς τους θανάτους;
Η απροθυμία του μεταπολιτευτικού κράτους να ερευνήσει, να χρησιμοποιήσει τα θεσμικά του όπλα, να αναζητήσει την αλήθεια, να αποδώσει δικαιοσύνη. Ο φόβος των οικείων προσώπων, όσο κι αν αυτό μπορεί να μας φαίνεται παράξενο τόσα χρόνια μετά. Η απογοήτευση και η παραίτηση των οικείων, συνεπεία των παραπάνω, αλλά και η κατά περιπτώσεις διαχείριση του πόνου της απώλειας, καθώς αρκετοί δε θέλησαν να δημοσιοποιήσουν την ιστορία τους. Ενδεχομένως και η πολιτική κατεύθυνση ορισμένων οικογενειών. Η έλλειψη στοιχείων λόγω της συγκάλυψης ή του φόβου. Άλλωστε αν δεν υπήρχε η προσπάθεια της δικηγόρου Ψυρρή κατά τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, πολλά από αυτά δε θα τα γνωρίζαμε σήμερα.
Τι καταλάβατε για τους ανθρώπους εκείνης της περιόδου;
Πάντα υπάρχουν πολλές και διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων. Αλλά σε γενικές γραμμές βασίλευε ο φόβος. Κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει. Όσοι άντεξαν, κατά τη Μεταπολίτευση προσπάθησαν να μιλήσουν για όσα είχαν βιώσει. Αλλά δεν υπήρχαν ευήκοα ώτα. Η Μεταπολίτευση είχε τα δικά της πολιτικά προτάγματα, τους δικούς της φόβους και τις δικές της φιλοδοξίες να διαχειριστεί. Και όσο και αν μπορεί αυτό να το κατανοήσει κάποιος σήμερα, δεν μπορεί να αποτελέσει ούτε κατ’ ελάχιστο επαρκής δικαιολογία για τη μη δικαίωση όσων έχασαν τη ζωή τους και για τις οικογένειές τους.
Ποιος έχει μεγαλύτερη ευθύνη για τη συσκότιση-συγκάλυψη των θανάτων; Πολιτική εξουσία; ΜΜΕ; Δικαιοσύνη;
Νομίζω κυρίως η πολιτική εξουσία. Θα έπρεπε το κράτος της Μεταπολίτευσης να διαθέσει θεσμικά εργαλεία, ερευνητικό-επιστημονικό προσωπικό, πόρους και ό,τι άλλο χρειαζόταν για να ερευνήσει σε βάθος, να μελετήσει και να αξιολογήσει όλα τα στοιχεία ανά περίπτωση. Ωστόσο, δεν το έκανε. Και η Δικαιοσύνη δεν λειτούργησε σωστά. Αρκεί να δει κανείς τα πρακτικά των δικών του Πολυτεχνείου ή των βασανιστών, ακόμα και κάποιες αγορεύσεις εισαγγελέων ή τη στάση του προεδρείου σε επιμέρους δίκες για να έχει την πλήρη, διόλου κολακευτική εικόνα. Τα Μ.Μ.Ε. που κατά την περίοδο της χούντας ήταν απόλυτα ελεγχόμενα και λογοκριμένα, κατά συνέπεια ήταν αδύνατο να αναδείξουν τις υποθέσεις την περίοδο που συνέβησαν. Όμως, κατά τον πρώτο καιρό της μεταπολίτευσης ανέδειξαν κάποιες περιπτώσεις, ιδίως ο προοδευτικός Τύπος. Εντούτοις, πολύ σύντομα το ενδιαφέρον τους για όλα αυτά αμβλύνθηκε από την επικαιρότητα.
Πώς συνομιλούν με το σήμερα οι θάνατοι αυτοί;
Είναι απαραίτητο, τόσο ηθικά όσο και ιστορικά, να θυμόμαστε και να τιμούμε τα θύματα. Το σήμερα δεν είναι παρά το αυριανό χθες, αυτό που πρέπει να μην ξεχνάμε είναι ποιο χθες πρέπει να αποφύγουμε να αντιμετωπίσουμε ξανά. Η Ιστορία κάνει κύκλους και η έλλειψη μνήμης μας επιστρέφει γρηγορότερα μπροστά στον κίνδυνο να ξαναζήσουμε δεινά. Βλέπουμε την άνοδο της ακροδεξιάς όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Βλέπουμε με πόση ευκολία και πόση άγνοια άνθρωποι γύρω μας μιλάνε για «λοχίες και χούντες που μας χρειάζονται» και άλλα ανατριχιαστικά ανόητα αποφθέγματα ελλιπούς σκέψης. Βλέπουμε πως απαξιώνονται από τη διδακτική ύλη των σχολείων, αλλά και συχνά στα λόγια των κυβερνώντων, επιστήμες κεφαλαιώδους σημασίας όπως η Ιστορία, η Κοινωνιολογία κλπ. χάριν μιας ατέρμονης επαγγελματικής υπερ-εξειδίκευσης. Είναι προφανές ότι καλλιεργείται η απάθεια, η απολίτικη στάση ζωής, η αδιαφορία για τη μνήμη και την Ιστορία και όλα αυτά προφανώς αποδίδουν άσχημους καρπούς. Όμως η Ιστορία δημιουργείται από ανθρώπους και συνεχίζει να υπάρχει και να ανατροφοδοτείται από το σήμερα, συνεχίζει να το καταγράφει, άσχετα από το επίπεδο της ενασχόλησής μας με αυτή. Και τη μεγάλη εικόνα τη δημιουργούν οι μικρές ψηφίδες. Η απλή ονομαστική καταγραφή ή η στεγνή αριθμητική αποτίμηση θυμάτων λειτουργεί μάλλον παραπλανητικά, δίνει μια θολή εικόνα. Το βιβλίο «Θάνατοι Στη Χούντα» επιστρέφει στους ανθρώπους και επικεντρώνεται σε αυτούς. Δείχνει τις ζωές τους με όλα τα διαθέσιμα στοιχεία. Πολλοί από εκείνους τους θανάτους δικαιολογήθηκαν ως ατυχήματα, ως αδέσποτες σφαίρες, ως ξαφνικές ασθένειες. Αντιμετωπίστηκαν περίπου ως παράπλευρες απώλειες, σα να μην αφορούσαν σε ζωές, σε πραγματικούς ανθρώπους, σε διπλανούς μας. Η συγκεκριμένη και λεπτομερής αναφορά όμως, είναι αυτό που κρατάει τη μνήμη και το μυαλό σε εγρήγορση, δίνει την ξεκάθαρη εικόνα μακριά από γενικεύσεις. Λ.χ. είναι άλλο να λέμε «τρεις νεκροί» και άλλο να μιλάμε για τον Γιώργο, τον Λάμπρο, τον Γιάννη, ανθρώπους με ζωές, με σχέδια και όνειρα, με αγαπημένα οικεία πρόσωπα. Όσο για το σήμερα, αρκεί να θυμηθούμε τα Τέμπη, τον Γρηγορόπουλο, τον Φύσσα, την Πύλο, τη διαχρονική συγκάλυψη και την ατιμωρησία και σε προηγούμενες περιπτώσεις και θα διαπιστώσουμε εάν και κατά πόσο έχουν βελτιωθεί τα πράγματα μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια.
Απ’ όλες αυτές τις ιστορίες, ποια δεν θα ξεχάσετε;
Είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω μια ιστορία. Η πρώτη προσέγγιση που είχα στην έρευνά μου ήταν καθαρά συναισθηματική. Ήρθα όσο κοντά σε αυτά τα πρόσωπα θα μπορούσε να έρθει ένας άγνωστός τους. Και αυτό που με λυγίζει πάντα είναι οι φωτογραφίες τους, τα βλέμματά τους, τα στιγμιότυπα της ζωής τους και ο συσχετισμός όλων αυτών με την πρόωρη και οριστική ματαίωση. Γι’ αυτό και επέμεινα στις λεπτομέρειες και τα πλήρη βιογραφικά στοιχεία των ανθρώπων που καταγράφονται στο βιβλίο, για να τους θυμηθούμε, να τους σκεφτούμε, να τους φανταστούμε τρισδιάστατους, δίπλα μας. Όπως θα έπρεπε να είναι, όπως θα έπρεπε να έχουν υπάρξει. Είναι βέβαια κάποιες περιπτώσεις που είτε λόγω της τραγικότητας και των συνθηκών θανάτου, είτε λόγω του τρόπου συγκάλυψης μου έρχονται πρώτες στο μυαλό, όπως του Γιάννη Καϊλη, του Λάμπρου Τζιάνου, του Βασίλη Πεσλή, των θυμάτων του αντικινήματος του Κωνσταντίνου, των νεκρών του Πολυτεχνείου. Αλλά νομίζω πως κάθε περίπτωση έχει τη δική της τραγικότητα και τη δική της ανάγκη για έρευνα και δικαίωση.
Αυτό το βιβλίο πρέπει να μπει στα σχολεία. Συμφωνείτε;
Αν και δεν είμαι σε θέση να το κρίνω αυτό εγώ, σας ευχαριστώ για το σχόλιό σας. Αλλά είναι σημαντικό να είναι διαθέσιμο για όποιον θέλει να μάθει συγκεκριμένες πληροφορίες με τεκμηρίωση και έρευνα. Θα ήταν χρήσιμο να ήταν διαθέσιμο στις βιβλιοθήκες, να λειτουργεί ως ερευνητική βάση ή ιστορικό βοήθημα, αλλά και ως όχημα για την ενεργοποίηση της συνείδησής μας. Και όχι μόνο το δικό μου βιβλίο προφανώς, αλλά πολλές σημαντικές εκδοτικές προσπάθειες του τελευταίου καιρού που αναφέρονται στη συγκεκριμένη περίοδο. Η ιστορία των νεκρών της χούντας δεν αφορά μόνο στους νεκρούς και τις οικογένειές τους. Ο καθένας θα μπορούσε να είναι στη θέση τους. Και ο καθένας μπορεί να υπάρξει στη θέση τους αν δεν προσέξουμε, αν δεν αγρυπνούμε. Χαίρομαι πολύ όταν βλέπω νέους ανθρώπους στις παρουσιάσεις του βιβλίου. Σημαίνει ότι αναγνωρίζοντας το χθες, το τιμούν αλλά και φροντίζουν για το μέλλον αύριο.
Μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, υπήρξαν αντιδράσεις από επίσημους φορείς, κόμματα, τον απλό κόσμο; Κι αν ναι, τι είδους;
Από επίσημους φορείς και κόμματα, σε γενικές γραμμές όχι, εκτός από ορισμένες αντιδράσεις ενδιαφέροντος. Ίσως χρειάζεται κάποιος χρόνος για να γνωστοποιηθεί περαιτέρω το βιβλίο, είναι μόλις τέσσερις μήνες που κυκλοφόρησε. Αλλά οι αντιδράσεις του κόσμου ήταν πολύ θετικές και το σημαντικότερο για εμένα είναι οι συγκινητικές αντιδράσεις των οικείων των θανόντων. Από μόνο του αυτό του αποτελεί μέγιστη δικαίωση της όλης προσπάθειας.
***
«Θάνατοι στη χούντα», του Δημήτρη Βεριώνη
Η αιματοβαμμένη τοιχογραφία αποκαλύπτεται
Οι σκιές αυτές δεν χρειάζονται τον ήλιο για να μεγαλώσουν. Δεν έχουν ανάγκη το φως του για να λάμψουν, όχι. Τα δημιουργικά, αιχμηρά, ηλεκτρισμένα, σημάδια του χρειάζονται. Το πύρινο στεφάνι πρέπει να γίνει πύρινος τροχός, πρέπει να γυρίσει. Ποιος, όμως, θα δώσει τη δύναμη για να αρχίσει η μεγάλη κυκλική πορεία; Ο άνθρωπος μέσα μας, αυτός που δεν πεθαίνει ποτέ και αθόρυβα κατοικεί στην ψυχή μας. Και όταν πεθαίνουμε άηχα και αόρατα μεταφέρεται στο επόμενο φιλόξενο σώμα. Αυτός ο άνθρωπος είναι αυτός που δεν ησυχάζει, που δεν απλώνει την ανάσα του σε καθαρά σεντόνια και μαλακά μαξιλάρια. Αυτός ο άνθρωπος κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό και μια λέξη μόνο γεμίζει το στόμα του: Δικαιοσύνη. Τη λέει συνέχεια, αδιάλειπτα, με πάθος, με συνέπεια, με ένα κρατημένο δάκρυ. Και ο άνθρωπος που κουβάλα αυτόν τον άνθρωπο, κάποτε ακούει, κάποτε ξυπνάει και ξεκινά τη συνομιλία με τον άμορφο συνοδοιπόρο. Στην ξηρασία των ήσυχων χρόνων καταλαβαίνει πως ένα πράγμα ξεδιψά τον δολοφονημένο, αυτό που έχει πιαστεί στη φλέβα μας: Η δικαίωση. Αυτή σπρώχνει το μολύβι στο χαρτί, αυτή δεν αφήνει να επαναληφθεί το γονάτισμα και αυτή γυρίζει, εν τέλει, τον πύρινο τροχό. Στην πορεία αυτή, στην κίνηση αυτή, συναντάμε το βιβλίο «Θάνατοι στη χούντα» (Εκδόσεις Τόπος).
Το βιβλίο του Δημήτρη Βεριώνη έπρεπε να γραφτεί. Δεν ήταν, όμως, μόνο το χρέος, αλλά και η αίσθηση του ανθρώπινου, η σημασία του να είσαι άνθρωπος, αυτό που κινητοποίησαν τον συγγραφέα. Δική μας εκτίμηση και δεν μπορεί να κάνουμε λάθος. Αν θες να δικαιολογείς το ωραίο και το υψηλό που έχεις μέσα σου, οφείλεις να αναμετρηθείς, έστω μια φορά, με τα μεγάλα, με αυτά που σε ξεπερνάνε και είτε σε ποδοπατάνε είτε σου αφήνουν το βάρος τους παράσημο. Εδώ έχουμε τη δεύτερη περίπτωση. Η έρευνα του Βεριώνη είναι εξαντλητική, προσεκτική, μεθοδική και… αλύγιστη. Η επιμονή και η πίστη του σε αυτό που ήθελε να αναδείξει, να δικαιώσει, του έδωσαν την υπομονή και τη θέληση να φτάσει μέχρι εκεί που κανείς δεν είχε φτάσει: την ιστορική αλήθεια σε σχέση με τους θανάτους στη χούντα. Τι σημαίνει αυτό; Πρωτογενής έρευνα. Κάτι σπάνιο στις μέρες μας, κάτι που όταν συμβαίνει είναι αξιοθαύμαστο. Στις 805 σελίδες του βιβλίου αναβιώνει η μαύρη επταετία 1967-1974 και το δολοφονικό παρασκήνιο της. Κι ένα πράγμα υπήρχε, κυρίως, στο σκοτάδι και μέσα στον γύψο: Πτώματα, δολοφονίες, θάνατοι που έμειναν, οι περισσότεροι, άγνωστοι και αδικαίωτοι. Ο Δημήτρης Βεριώνης έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο μέρος αυτής της άγνωστης περιοχής και του είμαστε ευγνώμονες.
Δεν είναι μόνο οι δολοφονίες στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Είναι πολλά, πάρα πολλά. Οι νεκροί των πρώτων ημερών του πραξικοπήματος. Οι αναγνωρισμένοι νεκροί του αντιδικτατορικού αγώνα. Οι αποσιωπημένοι νεκροί του βασιλικού αντιπραξικοπήματος. Είναι το ζήτημα των φημολογούμενων νεκρών στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Είναι το κράτος εναντίον εφέδρων, εναντίον όλων. Είναι οι θάνατοι πολιτικών κρατούμενων, εξόριστων μετά τη δικτατορία. Είναι οι εξαφανίσεις. Όλοι ήξεραν ότι η χούντα κυβερνούσε τυραννικά. Είχε τον έλεγχο των πάντων. Κάθε πληροφορία ήταν κατευθυνόμενη, κάθε αντίδραση τσακιζόταν από το σιδερένιο χέρι, κάθε αισχρή φιλοδοξία είχε την κάλυψη των ΗΠΑ, κάθε θάνατος, βασανισμός, έπρεπε να αποσιωπηθεί. Η αντιδραστική σκέψη, πρακτική, πέρασε και στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Οι κατασταλτικοί μηχανισμοί, δικαιοσύνη, αστυνομία, στρατός, είχαν ακόμα πολλά χουντικά σταγονίδια. Γι’ αυτό και όσοι είχαν το θάρρος να ψάξουν την αλήθεια για τους θανάτους δικών τους ανθρώπων, έπεφταν σε τοίχο. Ο Βεριώνης, μέσα από προσωπικές συνεντεύξεις, βιβλία, αρχεία, εφημερίδες, περιοδικά, ξένο-αντιστασιακό Τύπο, τηλεόραση-ντοκιμαντέρ, ιστοσελίδες καθώς και με φωτογραφίες των προσώπων που χάθηκαν, συνθέτει τη αιματοβαμμένη τοιχογραφία εκείνης της εποχής και σηκώνει το πέπλο που ο φόβος και η πολιτική αγυρτεία έριξαν. Τα στοιχεία είναι αδυσώπητα και κάθε κεφάλαιο κινείται με την ταχύτητα του ερευνητή: γρήγορα και αποφασιστικά. Το «Θάνατοι στη χούντα» είναι ένα αδιάψευστο επιχείρημα που συντρίβει την άρνηση, τον φασισμό, την άγνοια. Πολύτιμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου