Με τις δολοφονίες του Ισμαήλ Χανίγια στην Τεχεράνη και του Φουάντ Σουκρ στη Βηρυτό, ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου επιδίωξε να παρασύρει τις ΗΠΑ σε ανοιχτή σύγκρουση με το Ιράν, ανοίγοντας τις πόρτες του φρενοκομείου στη Μέση Ανατολή.
Στον απόηχο των φονικών επιδρομών της Χαμάς, στις 7 Οκτωβρίου του 2023, ένα από τα πιο βασανιστικά ερωτήματα που τέθηκαν στην ημερήσια διάταξη ήταν αν η απάντηση του Ισραήλ θα περιοριζόταν στη Λωρίδα της Γάζας ή αν θα επεκτεινόταν εναντίον της Χεζμπολάχ στον Λίβανο και του ίδιου του Ιράν, οδηγώντας σε έναν μεγάλο περιφερειακό πόλεμο με απρόβλεπτες συνέπειες. Δέκα μήνες αργότερα, η ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου βρίσκεται πιο κοντά από κάθε άλλη φορά σε αυτό το εφιαλτικό ενδεχόμενο. Οι δολοφονίες του στρατιωτικού διοικητή της Χεζμπολάχ, Φουάντ Σουκρ, από το Ισραήλ στις 30 Ιουλίου και του πολιτικού ηγέτη της Χαμάς, Ισμαήλ Χανίγια, στην Τεχεράνη, την επόμενη ημέρα, άνοιξαν τις πύλες του φρενοκομείου και τίποτα δεν δείχνει ότι οι πυρετώδεις διπλωματικές προσπάθειες της τελευταίας στιγμής θα καταφέρουν να αποτρέψουν τα χειρότερα.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που η κυβέρνηση του Μπέντζαμιν Νετανιάχου αποφάσισε να παίξει με τη φωτιά. Την 1η Απριλίου είχε προκαλέσει ανοιχτά το Ιράν, βομβαρδίζοντας το κτιριακό συγκρότημα της πρεσβείας του στη Δαμασκό, σκοτώνοντας ταξίαρχο των Φρουρών της Επανάστασης. Η απάντηση της Τεχεράνης και των συμμάχων της (Χεζμπολάχ και Χούθι) υπήρξε μεν θεαματική (βροχή πυραύλων και drones), αλλά κατά βάσιν επικοινωνιακού χαρακτήρα: ήρθε με 12 ημέρες καθυστέρηση, δίνοντας τη δυνατότητα στους Ισραηλινούς και στους συμμάχους τους να στήσουν ένα τεράστιο δίκτυο αντιαεροπορικής άμυνας, ενώ είναι πολύ πιθανό να αληθεύουν οι φήμες ότι οι Αμερικανοί είχαν ειδοποιηθεί μέσω αραβικών κρατών για τους στόχους των πληγμάτων.
Αυτή τη φορά, τόσο η Χεζμπολάχ όσο και το Ιράν υποχρεούνται να απαντήσουν πολύ σκληρότερα αν δεν θέλουν να απαξιωθούν στα μάτια εχθρών και φίλων σαν χάρτινες τίγρεις. Ο Φουάντ Σουκρ ήταν ιδρυτικό στέλεχος της Χεζμπολάχ, μιας οργάνωσης που αποτελεί κράτος εν κράτει στον Λίβανο, και ο πιο στενός συνεργάτης του ηγέτη της, Χασάν Νασράλα. Οσο για την Τεχεράνη, η πρόκληση δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη: ο Χανίγια ήταν επίσημος προσκεκλημένος της κυβέρνησης για την ορκωμοσία του νέου προέδρου, Μασούν Πεζεσκιάν, και φιλοξενείτο σε επίσημο κρατικό ξενώνα στην πρωτεύουσα. Η δολοφονία του δεν ήταν μόνο παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας του Ιράν, αλλά και βάναυσο πλήγμα στην αξιοπρέπεια του κράτους, κάτι που το υποχρεώνει να απαντήσει δυναμικά, επί ποινή διεθνούς γελοιοποίησης.
Εύλογο είναι το ερώτημα για τους λόγους που οδήγησαν το Ισραήλ σε αυτές τις υψηλού ρίσκου και σε πρώτη ματιά αντιπαραγωγικές κινήσεις. Ο δολοφονηθείς Χανίγια, εκλεγμένος πρωθυπουργός των Παλαιστινίων το 2006, αντιπροσώπευε το συγκριτικά μετριοπαθέστερο πρόσωπο της Χαμάς, δεν είχε άμεση ανάμειξη στις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου και ήταν ο κύριος διαπραγματευτής της στις διαβουλεύσεις για εκεχειρία στη Γάζα. Τη θέση του κατέλαβε, με ομόφωνη απόφαση, ο αρχιτέκτονας των επιθέσεων της 7ης Οκτωβρίου, Γιαχία Σινουάρ, ένας άνθρωπος που έχει κάνει 22 χρόνια σε ισραηλινές φυλακές και εκπροσωπεί την πιο αδιάλλακτη τάση της οργάνωσης.
Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός επιδιώκει να εμπλέξει άμεσα τις ΗΠΑ στον πόλεμο, μια και, όπως υπολογίζει, ουδείς Αμερικανός πρόεδρος θα μείνει στην άκρη όταν το Ισραήλ θα πολεμάει το ισλαμικό καθεστώς της Τεχεράνης.
Στο εσωτερικό του Ιράν, η ισραηλινή πρόκληση φέρνει σε εξαιρετικά δυσχερή θέση τον μεταρρυθμιστή Πεζεσκιάν, ο οποίος κέρδισε τις πρόσφατες εκλογές με υποσχέσεις για εξομάλυνση των σχέσεων με τη Δύση. Αλλά και σε περιφερειακή κλίμακα, τα Εμιράτα, η πιο φιλική έναντι του Ισραήλ αραβική χώρα, τάχθηκαν αυτή τη φορά στο πλευρό του Ιράν, όπως έπραξε και η μεγάλη αντίπαλός του, η Σαουδική Αραβία, η οποία φιλοξένησε, με αίτημα της Τεχεράνης, έκτακτη σύνοδο του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης για να καταδικαστεί η ισραηλινή επιθετικότητα.
Επομένως, εύλογο είναι να υποθέσει κανείς ότι ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου επιδίωξε με κρύο αίμα μια τυχοδιωκτική φυγή προς τα εμπρός ώστε να τορπιλιστεί κάθε πιθανότητα εκεχειρίας στη Γάζα –έστω κι αν αυτό σημαίνει θανατική καταδίκη για τους ομήρους– φοβούμενος ότι, την επόμενη στιγμή από τον τερματισμό των εχθροπραξιών, είναι πιθανό να βρεθεί (όπως ο προκάτοχός του Εχούντ Ολμέρτ) πίσω από τα κάγκελα κάποιας φυλακής, είτε στην Ιερουσαλήμ είτε στη Χάγη.
Η επέκταση του πολέμου στον Λίβανο θα δώσει τη δυνατότητα στον Νετανιάχου να απαγκιστρωθεί προσωρινά από το ναρκοπέδιο της Γάζας και η εμπλοκή του Ιράν θα τον φέρει πιο κοντά στον υψηλότερο στόχο του: να εμπλέξει άμεσα τις Ηνωμένες Πολιτείες στον πόλεμο, μια και, όπως υπολογίζει, ουδείς Αμερικανός πρόεδρος θα τολμήσει να μείνει στην άκρη όταν το Ισραήλ θα πολεμάει το ισλαμικό καθεστώς της Τεχεράνης. Εάν δικαιωθεί στον Μακιαβελισμό του, οι επιπτώσεις θα είναι πολύ σοβαρές για τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς η εξωτερική πολιτική της υπερδύναμης θα εμφανιστεί ως παρακολούθημα του Ισραήλ και μάλιστα της πιο εξτρεμιστικής του κυβέρνησης. Στενοί σύμμαχοι της Ουάσιγκτον στην περιοχή, με πρώτη την Ιορδανία, θα δοκιμαστούν από ένα τσουνάμι αντιισραηλινού και αντιαμερικανικού οίστρου. Τα στρατεύματα των ΗΠΑ στο Ιράκ και στη Συρία θα βρεθούν στο στόχαστρο του σιιτικού «Aξονα της Αντίστασης». Στην τελική ευθεία για τις αμερικανικές εκλογές, ένας μεγάλος πόλεμος θα οξύνει τις αντιθέσεις στους Δημοκρατικούς και μια εκτόξευση των τιμών του πετρελαίου, τη στιγμή που η αμερικανική οικονομία δείχνει σημάδια επερχόμενης ύφεσης, μπορεί να τους χαντακώσει οριστικά, προς όφελος του Ντόναλντ Τραμπ. Αλλά αυτό θα είναι, ίσως, το μεγαλύτερο «παράπλευρο κέρδος» στο οποίο υπολογίζει ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου.
Μεγάλα ρίσκα
Φυσικά, ένας μεγάλος πόλεμος ενέχει απρόβλεπτους παράγοντες και μεγάλα ρίσκα και για το ίδιο το Ισραήλ. Το πρώτο μπαράζ ρουκετών και drones της Χεζμπολάχ, την περασμένη Τρίτη, τρύπησε τον «Σιδερένιο Θόλο» του Ισραήλ και σε περίπτωση ανοιχτού πολέμου είναι βέβαιο ότι θα υποφέρουν όχι μόνο ο νότιος Λίβανος και η Βηρυτός, αλλά και η Χάιφα, το Ελιάτ, ίσως και το Τελ Αβίβ και η Ιερουσαλήμ. Το Κρεμλίνο έστειλε στην Τεχεράνη τον γραμματέα του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας Σεργκέι Σοϊγκού, οι Ιρανοί του ζήτησαν, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, μαχητικά αεροπλάνα Su-35 και πυραύλους S-400 και ο Νετανιάχου γνωρίζει πολύ καλά ότι οι σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών έγιναν πολύ στενότερες χάρη στην ιρανική βοήθεια προς τη Ρωσία στον πόλεμο της Ουκρανίας. Επιτέλους, ο προηγούμενος ατυχής (για το Ισραήλ) πόλεμος του 2006 στον Λίβανο θα έπρεπε να έχει κάνει πιο επιφυλακτική την ηγεσία του, αλλά η σύνεση έχει πάψει από καιρό να είναι το δυνατό χαρτί του Μπέντζαμιν Νετανιάχου.
ΠΗΓΗ: Εφημ. "Καθημερινή" μέσω kommon
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου