27 Αυγούστου 2024

Εκτός από το ολιγοπώλιο στην ακτοπλοΐα*, η Ελλάδα πανευρωπαϊκή πρωταθλήτρια και στο τραπεζικό ολιγοπώλιο - Τι μας κοστίζει (ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ)

euros money
© Dreamstime.com

Πώς μειώθηκε ο αριθμός των τραπεζών στις χώρες της Ευρώπης μέσα από τις κρίσεις της τελευταίας εικοσαετίας ● Πώς οι 4 συστημικές ελληνικές τράπεζες εκτόξευσαν τα κέρδη τους εκμεταλλευόμενες τα υψηλά επιτοκιακά περιθώρια ● Το φαινόμενο της αρνητικής αποταμίευσης που υπονομεύει τις εγχώριες επενδύσεις.

Η πρόσφατη, σχεδόν αναγκαστική, συγχώνευση της Attica Bank με την Παγκρήτια Τράπεζα με όρους μη επωφελείς για το Δημόσιο εύλογα προκάλεσε την αντίδραση των κομμάτων της αντιπολίτευσης.

Ηταν μια συγχώνευση που έμοιαζε με διάσωση και στην οποία το Δημόσιο, έχοντας καταβάλει 950 εκατ. ευρώ από το 2021, περιορίζεται πλέον στο 35%, ενώ οι ιδιώτες, δίνοντας μόλις 263 εκατομμύρια ευρώ, αποκτούν πλέον το 58% της νέας τράπεζας. Το κυβερνητικό αντεπιχείρημα είναι πως χρειαζόταν απαραιτήτως να δημιουργηθεί ένας πέμπτος πυλώνας στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα για να βελτιωθεί ο ανταγωνισμός. Κανείς ωστόσο δεν μπορεί να εξασφαλίσει πως αυτό θα γίνει όταν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες επί τόσα χρόνια δεν λειτουργούν στην πραγματικότητα με όρους ανταγωνισμού.

Ακόμα και μετά τη δημιουργία της νέας τράπεζας, η Ελλάδα παραμένει μακράν πρωταθλήτρια στον βαθμό συγκέντρωσης του τραπεζικού τομέα που επιτρέπει μονοπωλιακές πρακτικές, όπως τα μεγάλα επιτοκιακά περιθώρια με όλες τις αρνητικές συνέπειες. Βασικό ζητούμενο είναι αν με αυτή τη συμφωνία συγχώνευσης εξαντλούνται οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες για τον ανταγωνισμό των τραπεζών και αν θα μπει ένα φρένο στην ασυδοσία των τεσσάρων τραπεζικών γιγάντων.

«Υπάρχει κάτι μέσα στη συμφωνία που να τους δεσμεύει για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις; Ή φτιάχνουμε μία ακόμη τράπεζα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση των άλλων τεσσάρων, για να βγάλουν λεφτά οι ιδιώτες;» αναρωτήθηκε στη σχετική συζήτηση στη Βουλή ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ, Παύλος Γερουλάνος.

Σύμφωνα με ανάλυση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ, Απρίλιος 2024) «οι ελληνικές συστημικές τράπεζες, πιθανότατα εκμεταλλευόμενες την υψηλή συγκέντρωση και τον χαμηλό ανταγωνισμό στον εγχώριο κλάδο –απαλλαγμένες πια από τα “κόκκινα δάνεια” τα οποία μεταφέρθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τους ισολογισμούς τους στις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ, ή servicers)– και επωφελούμενες από τις αυξήσεις των επιτοκίων αναφοράς της ΕΚΤ, κατέγραψαν μεγάλες αυξήσεις στο καθαρό επιτοκιακό εισόδημα (net interest income) και υψηλές τιμές καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου (net interest margin) και, κατά συνέπεια, σημαντικά κέρδη (εκτιμώνται κοντά στα €7,53 δισ. τη διετία 2022-2023).

Αυτή η υπέρμετρη συσσώρευση κερδών του ελληνικού τραπεζικού συστήματος από το υψηλό επιτοκιακό περιθώριο, που για τους πολίτες μεταφράζεται σε αυξημένο κόστος δανεισμού, αποτελεί ξεκάθαρη διάσταση του πληθωρισμού κερδών ή «πληθωρισμού της απληστίας” (greedflation), όπως ονομάστηκε, στην προκειμένη περίπτωση της «τραπεζικής απληστίας».

Το φαινόμενο της υπερσυγκέντρωσης του τραπεζικού τομέα δεν είναι μόνο ελληνικό, όμως το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είχε ήδη από το 2014 τον υψηλότερο βαθμό συγκέντρωσης μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης μετά το κύμα εξαγορών εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων και την αποχώρηση ξένων παικτών που σημειώθηκε μετά την κρίση του 2008. Από το σύνολο των 107 συστημικά σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ευρώπη, 4 δραστηριοποιούνται σήμερα στην Ελλάδα. Οσον αφορά τον αριθμό των συστημικών πιστωτικών ιδρυμάτων, η Ελλάδα υπολείπεται των μεγάλων χωρών της ζώνης του ευρώ (Γερμανία 22, Ιταλία 12, Γαλλία 11, Ισπανία 10, Ολλανδία, Αυστρία, Ιρλανδία 6 και Βέλγιο 5).

Με βάση τα στοιχεία της ΕΚΤ, η Ελλάδα και η Κύπρος παίρνουν με άνεση το χρυσό και το αργυρό μετάλιο στην υπερσυγκέντρωση τραπεζών σε λίγα χέρια με το αθροισμα των ενεργητικών των συστημικών τραπεζών να ξεπερνά το δυσθεώρητο 90%, όπως επιβεβαιώνεται από τους συνήθεις δείκτες Concentration Ratio και Herfindahl-Hirschman Index ή τους πιο εξειδικευμένους δείκτες Boone και Lerner. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού SSM, τα οποία παρουσίασε η Ελληνική Ενωση Τραπεζών τον Απρίλιο, οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι στην Ελλάδα έχουν καλύτερους δείκτες κόστους προς έσοδα, υψηλότερη απόδοση ιδίων κεφαλαίων και ενεργητικού και υψηλότερους δείκτες ρευστότητας. Από την άλλη πλευρά, υστερούν έναντι του μέσου όρου των 107 σημαντικότερων τραπεζών στην Ευρώπη όσον αφορά τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και παραβατικότητας (capital adequacy ratio).

Νέες συγχωνεύσεις

Στην Ισπανία τους τελευταίους μήνες επιχειρείται ακόμα μία μεγάλη τραπεζική συγχώνευση. Η βασκική τράπεζα BBVA (δεύτερη μεγαλύτερη της Ισπανίας) φαίνεται αποφασισμένη να αποκτήσει τον έλεγχο της Banco Sabadell (τέταρτη μεγαλύτερη) με κάθε κόστος. Πριν από λίγες ημέρες υπέβαλε πρόταση συγχώνευσης στους διευθυντές της καταλανικής τράπεζας, η οποία απορρίφθηκε κατηγορηματικά από τους διαχειριστές της λίγες ημέρες αργότερα, αλλά τώρα οι Βάσκοι αποφάσισαν να περάσουν από μια φιλική πρόταση σε μια εχθρική προσφορά εξαγοράς, δηλαδή να υποβάλουν προσφορά αγοράς απευθείας στους μετόχους της Banco Sabadell.

Αν ολοκληρωθεί η εξαγορά, θα προστεθεί στις πρόσφατες συγχωνεύσεις της CaixaBank με την Bankia και της Unicaja με τη Liberbank, εντείνοντας μια δυναμική που ξεκίνησε το 2008. Το σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων και η ευρωπαϊκή κρίση χρέους έβαλαν το ισπανικό τραπεζικό σύστημα στα σχοινιά και πολλά ταμιευτήρια δεν μπορούσαν πλέον να συνεχίσουν μόνα τους. Δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου ιδρύματα που ειδικεύονται σε εξειδικευμένες αγορές ή αγροτικά ταμιευτήρια που να μην έχουν ενσωματωθεί σε μια μεγάλη τράπεζα. Πλέον υπάρχουν μόνο 10 σημαντικά ιδρύματα εποπτευόμενα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), τα οποία έχουν απορροφήσει περίπου 60 διαφορετικές οντότητες. Ο δείκτης Herfindahl, ο οποίος μετρά τη συγκέντρωση της αγοράς με βάση το μερίδιο αγοράς, έχει τριπλασιαστεί στην Ισπανία μέσα σε 16 χρόνια.

Ανταγωνισμός

Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, αν κάποιος περπατούσε σε μια μικρή απόσταση γύρω από την πλατεία Σύνταγματoς, σε μια ακτίνα ενός χιλιομέτρου, θα διαπίστωνε πως κάθε τράπεζα είχε περίπου 5 διαφορετικά υποκαταστήματα. Τότε υπήρχαν 17-18 τράπεζες. Οι περισσότερες έχουν προ πολλού εξαφανιστεί για διάφορους λόγους (Αγροτική, Εγνατία, HSBC, BNB, Nova, Interbank, Λαϊκή, Marfin κ.ά.). Για τον οικονομολόγο και πρώην υφυπουργό παρά τω πρωθυπουργώ, Δημήτρη Λιάκο, μετά την κρίση του 2008 «ήταν απόλυτα φυσιολογικό να συγκεντρωθούν οι τράπεζες σε λίγα χέρια. Ηταν απότοκο της κρίσης. Και δεν είναι ο μοναδικός κλάδος της οικονομίας που εμφανίζει αυτά τα φαινόμενα.

Το ίδιο συμβαίνει και στην κινητή τηλεφωνία, για παράδειγμα. Η ελληνική αγορά μετά την κρίση εμφανίζει ξεκάθαρα ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά. Η τελευταία έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος ανέφερε συγκεκριμένες αγορές που έχουν αυτά τα ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά. Ακόμα και ο διοικητής της ΤτΕ είπε στη γενική συνέλευση: «Εχουμε πρόβλημα και στον τραπεζικό τομέα». Αρα, όταν έρχεται ο κεντρικός τραπεζίτης μιας χώρας και σου λέει «εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα ανταγωνισμού στην ελληνική αγορά», αυτό δείχνει από μόνο του τι θα μπορούσε να γίνει ή τι θα έπρεπε να γίνει ή τι θα ευχόμασταν να γίνει. Για να φτιάξει ωστόσο κάποιος μια τράπεζα από την αρχή θα πρέπει να έχει κεφάλαιο να διαθέσει, δεν είναι εύκολο σπορ.

Πάντως στην Ελλάδα η διετία 2022-2023 ήταν κάτι παραπάνω από θετική για τις ελληνικές συστημικές τράπεζες. Οχι όμως για τους καταναλωτές που είδαν την αγοραστική τους δυνατότητα να συρρικνώνεται. Το πρώτο 9μηνο του 2023 τα κέρδη των ελληνικών συστημικών τραπεζών είναι σχεδόν ίδια με το 9μηνο του 2022 και ανέρχονται σε 2,83 δισ. ευρώ, καλύπτοντας πάνω από τα τρία τέταρτα των ολικών κερδών του 2022.

Επομένως, τα συνολικά κέρδη του 2022 και του 9μηνου 2023 ισούνται περίπου με 6,59 δισ. ευρώ, και με μία ετήσια αναγωγή για το 2023 προκύπτει ότι τα αναμενόμενα ολικά κέρδη της διετίας 2022-2023 είναι κοντά στα 7,53 δισ. Οπως διαπιστώνει το ΚΕΠΕ, «η υπερβολική συσσώρευση των κερδών των συστημικών τραπεζών οφείλεται στο καθαρό επιτοκιακό εισόδημα, το οποίο ενισχύεται από τις κολοσσιαίες αυξήσεις του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου (ΝΙΜ) και του περιθωρίου επιτοκίου (interest rate spread) και συνεισφέρει στον πληθωρισμό της “τραπεζικής απληστίας” στην Ελλάδα».

O οικονομολόγος Δημήτρης Λιάκος υποστηρίζει στην «Εφ.Συν.» πως το πρόβλημα για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα «δεν είναι τόσο ότι έχουμε πρόβλημα δανείων όσο ότι έχουμε πρόβλημα κεφαλαίων. Τα δεδομένα αυτή τη στιγμή δείχνουν ότι πάρα πολλές επιχειρήσεις δηλώνουν είτε ότι είναι οριακά κερδοφόρες είτε ότι είναι ζημιογόνες. Επομένως είναι δύσκολο να δανειοδοτηθούν. Ενα άλλο πρόβλημα, το οποίο δεν αναφέρεται πολύ δημοσίως, είναι η αρνητική αποταμίευση, λόγω κρίσης, λόγω πληθωρισμού, λόγω απληστίας κτλ. Ομως αν δεν έχεις εθνική αποταμίευση, δεν μπορούν να αυξηθούν οι εγχώριες επενδύσεις, εξ ου και επικεντρωνόμαστε μετά μόνο στις ξένες άμεσες επενδύσεις. Παλαιότερα στη χώρα, μέχρι το 2007, ακριβώς λόγω της εθνικής αποταμίευσης, το μεγαλύτερο κομμάτι των επενδύσεων πήγαινε μεν στα σπίτια, αλλά έστω κάπου επενδυόταν, υπήρχε και ένα περιουσιακό στοιχείο. Αυτό έχει αλλάξει δραματικά πια».

Πράγματι, τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν από τις χαμηλότερες αποταμιεύσεις πανευρωπαϊκά και μάλιστα με βάση τα τελευταία στοιχεία της ΕΚΤ η Ελλάδα βρίσκεται στη χειρότερη θέση τον Ιούλιο του 2024 σε αυτό τον δείκτη από τον Ιούλιο του 2017. Τα αρνητικά ποσοστά αποταμίευσης αποκαλύπτουν τη συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών και ότι οι μισθοί δεν επαρκούν για την κάλυψη βασικών αναγκών. Ιδίως δε, αν λάβουμε υπόψη ότι το ένα τέταρτο (συγκεκριμένα 26,7% το 2022) του πληθυσμού (8,7% στην ΕΕ27) δαπανά πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος για στέγαση, με το αντίστοιχο ποσοστό να εκτοξεύεται στο 84,5% (33,1% στην Ε.Ε.-27) των νοικοκυριών με διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το 60% του διάμεσου εισοδήματος.

Οπως υπογραμμίζει το ΚΕΠΕ, προσθέτοντας στην εξίσωση το χρέος των νοικοκυριών ύψους σχεδόν 93 δισ. το 2022 ή το ιδιωτικό χρέος ύψους περίπου €208 δισ. το 2022 (€221 δισ. το 2021), σύμφωνα με τη Eurostat, προκύπτει ακόμα ένα βάρος στους Ελληνες καταναλωτές που μεγεθύνεται από τα υψηλά επιτόκια των δανείων και τα χαμηλά επιτόκια καταθέσεων και εν γένει από το δυσθεώρητο επιτοκιακό περιθώριο, αποτέλεσμα της έλλειψης ανταγωνισμού και της μη επαρκούς κρατικής παρέμβασης. Ολα αυτά συνιστούν ένα «εκρηκτικό κοκτέιλ» στην Ελλάδα το οποίο θα μπορούσε να επιδεινώσει περαιτέρω τη θέση της χώρας σε όρους φτώχειας (ήδη τρίτοι χειρότεροι στην Ευρώπη) και κοινωνικού αποκλεισμού. Δεν μοιάζει πολύ ρεαλιστικό ότι τα παραπάνω προβλήματα μπορεί να βελτιωθούν από τον νέο αλλά ασθενικό πέμπτο πυλώνα του τραπεζικού συστήματος.

«Πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν»

Για τον Joaquín Maudos Villarroya, καθηγητή Θεμελιωδών Στοιχείων Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο της Βαλένθια, η ισπανική τραπεζική αγορά «μπορεί ακόμη να περιγραφεί ως μέτρια συγκεντρωμένη», ωστόσο είναι ήδη «πάνω από τις κύριες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία», προσθέτει. Ο Maudos Villarroya πιστεύει ότι η αναδιάρθρωση μετά την οικονομική κρίση του 2008 «ήταν αναγκαία, ωστόσο ο κίνδυνος να υπάρχουν λίγες και πολύ μεγάλες τράπεζες είναι ότι μπορεί να είναι “πολύ μεγάλες για να αποτύχουν” (too big to fail) εάν έχουν προβλήματα. Απαιτείται επομένως πολύ προσεκτική ανάλυση των επιπτώσεων στον ανταγωνισμό».

Στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, η κρίση των ενυπόθηκων δανείων του 2008 ήταν λιγότερο καταστροφική και η συγκέντρωση του τραπεζικού τομέα έγινε για άλλους λόγους. Στην Ουγγαρία, οι κυβερνήσεις Ορμπαν, που βρίσκονται στην εξουσία από το 2010, προσπάθησαν συστηματικά να αναλάβουν τουλάχιστον τους μισούς από τους βασικούς τομείς της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών. Ταυτόχρονα, οι μεγάλες τράπεζες ξένης ιδιοκτησίας αποτρέπονται με πρόσθετους φόρους, εκποιήσεις ή διοικητικές παρεμβάσεις. Σε μικρότερο βαθμό, αυτό συνοδεύτηκε από εκκαθάριση της αγοράς, λόγω της αποτυχίας ορισμένων εθνικών εταιρικών ομίλων, όπως η Quaestor και η BudaCash, ή της αποτυχίας της Széchenyi Bank και της εκκαθάρισης μικρών τραπεζών σε αγροτικές περιοχές.

«Η ενοποίηση των τραπεζικών επιχειρήσεων στην Ευρώπη, που ενθαρρύνεται από τους Ευρωπαίους ηγέτες και για γεωπολιτικούς λόγους, οδηγεί σε ολιγοπώλια», επισημαίνει και ο Georgi Angelov, ανώτερος οικονομολόγος του Open Society Institute στη Σόφια, προσθέτοντας ότι στη Βουλγαρία τόσο η αγορά τηλεπικοινωνιών όσο και η τραπεζική αγορά παρουσιάζουν τα τυπικά σημάδια μιας ολιγοπωλιακής δομής. Στον αντίποδα, στην Πολωνία η κρίση του 2008 δεν άλλαξε σημαντικά τη δομή του τραπεζικού τομέα. Ούτε στην Τσεχία, όπου το τραπεζικό σύστημα βίωσε τη δική του κρίση αρκετά νωρίτερα, το 2001-2002, όταν οι περισσότερες τσεχικές τράπεζες είτε έκλεισαν είτε μεταπωλήθηκαν. Εκτοτε, η τσεχική τραπεζική αγορά κυριαρχείται από τρεις μεγάλες τράπεζες που ελέγχουν περίπου το 65% της τσεχικής αγοράς.

* ΣΧΕΤΙΚΗ η ανάρτηση στο blog μας: Μελέτη των ναυτιλιακών συμβούλων XRTC αποκαλύπτει το ολιγοπώλιο της ακτοπλοΐας

** Το άρθρο αυτό γράφτηκε στο πλαίσιο του προγράμματος PULSE, μιας ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας που διευκολύνει τη διεθνή δημοσιογραφική συνεργασία και στην οποία συμμετέχει κατ’ αποκλειστικότητα στην Ελλάδα η «Εφ.Συν.». Για το ρεπορτάζ αυτό συνεργάστηκαν οι: Óscar Giménez, Lola García-Ajofrín (El Confidecial - Ισπανία), Tsvetelina Sokolova (Mediapool - Βουλγαρία), Ágnes Gyenis (HVG - Oυγγαρία), Petr Jedlička (Denik Referendum - Τσεχία), Anna Popiołek-Sudak (Gazeta Wyborcza - Πολωνία).

ΠΗΓΗ
***
euros money
© Dreamstime.com

Τι μας κοστίζει το τραπεζικό ολιγοπώλιο

Αν ο Μπρεχτ ζούσε ίσως έμπαινε στον πειρασμό να βελτιώσει την εμβληματική ατάκα που έβαλε στο στόμα του ήρωά του Μακίθ, στην «Οπερα της πεντάρας»: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας;».

Αν μάλιστα έπαιρνε υπόψη την εμπειρία της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της τραγικής αντανάκλασής της στην Ελλάδα, είναι πολύ πιθανό να είχε βάλει στο στόμα του απατεώνα Μακίθ την εξής παραλλαγή: «Τι είναι η ίδρυση μιας τράπεζας μπροστά στη διάσωση μιας τράπεζας;».

Η διάσωση των ελληνικών τραπεζών, κυρίως μέσω της συμμετοχής του ελληνικού Δημοσίου στις ανακεφαλαιοποιήσεις τους από το 2011 και μετά, κόστισε στους φορολογούμενους πάνω από 46 δισ. ευρώ άμεσα (πολύ περισσότερα δισ. έμμεσα) που μετά την πλήρη επιστροφή τους στους ιδιώτες κατέληξε σε καθαρή ζημιά του Δημοσίου τουλάχιστον 40 δισ. ευρώ.

Η διάσωση αυτή, εκτός από ζημιογόνα για το Δημόσιο και τους φορολογούμενους, είχε αποτέλεσμα και την υπερβολική υπερσυγκέντρωση, σε ποσοστό άνω του 95%, της αγοράς σε μόλις τέσσερις τράπεζες. Στην Ελλάδα καταγράφεται το μεγαλύτερο τραπεζικό ολιγοπώλιο της -κατά τα λοιπά- «απελευθερωμένης» ευρωπαϊκής τραπεζικής αγοράς.

Το γεγονός ότι ακόμη και η Επιτροπή Ανταγωνισμού ερευνά το εγχώριο τραπεζικό σύστημα για συμπεριφορές καρτέλ στις προμήθειες των συναλλαγών ή στα επιτόκια είναι ενδεικτικό της κατάστασης.

Το σημερινό ελληνικό τραπεζικό ολιγοπώλιο είναι αποτέλεσμα της υποτιθέμενης μνημονιακής εξυγίανσής του. Το όφελος αυτής της «εξυγίανσης» είναι σήμερα ορατό, αλλά μόνο για την πλευρά των τραπεζών και των βασικών κατόχων τους.

Οι συστημικές τράπεζες έχουν κέρδη σχεδόν 8 δισ. ευρώ τα τελευταία δύο χρόνια, οι βασικοί μέτοχοί τους ετοιμάζονται να πάρουν μερίσματα 1 δισ. ευρώ φέτος ύστερα από 15 χρόνια «ανυδρίας» και οι επικεφαλής τους επιβραβεύουν εαυτούς με αμοιβές και μπόνους έως και 1,5 εκατ. ευρώ τον χρόνο, γιατί μόνο αυτοί ξέρουν τι αξίζουν!

Αυτό το κρεσέντο απληστίας, την οποία μάλιστα ουδείς καταβάλλει προσπάθεια να αποκρύψει, βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην ακραία εκμετάλλευση της αύξησης των επιτοκίων και του κόστους του χρήματος τα τελευταία χρόνια. Οι ελληνικές τράπεζες διατηρούν το υψηλότερο καθαρό επιτοκιακό περιθώριο στην Ε.Ε. - δηλαδή τη μεγαλύτερη διαφορά ανάμεσα στα σχεδόν μηδενικά επιτόκια καταθέσεων και τα πολλαπλάσια επιτόκια δανεισμού.

Ο απατεών Μακίθ θα σχολίαζε δηκτικά: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στη ληστεία από μια τράπεζα;».

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου