Ο ωκεανός και το σύστημα της υδρόσφαιρας, που καλύπτει το 70% της επιφάνειας του πλανήτη, παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη ρύθμιση του κλίματος, επειδή αποτελεί τη σημαντικότερη δεξαμενή θερμότητας, νερού και διοξειδίου του άνθρακα στον πλανήτη. Καθώς έχει 1.000 φορές μεγαλύτερη θερμοχωρητικότητα από την ατμόσφαιρα, αποτελεί ένα μεγάλο «σφουγγάρι» που αποθηκεύει πολύ μεγάλες ποσότητες θερμότητας από την ηλιακή ακτινοβολία, αλλά και την πλεονάζουσα θερμότητα που εγκλωβίζεται στην ατμόσφαιρα από τα αέρια του θερμοκηπίου και τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες. Είναι τεκμηριωμένο ότι ο παγκόσμιος ωκεανός έχει απορροφήσει το 90% της πλεονάζουσας θερμότητας τις τελευταίες δεκαετίες. Επιπλέον, το σύστημα της παγκόσμιας κυκλοφορίας των υδάτινων μαζών εξασφαλίζει τη μεταφορά και τον διαμοιρασμό αυτής της θερμότητας σε μεγαλύτερα γεωγραφικά πλάτη, κάτι που δεν συμβαίνει στην ίδια έκταση στην ατμόσφαιρα. Ωστόσο, η ιδιότητα αυτή των ωκεανών ταυτόχρονα κρύβει και μία παγίδα. Όταν πλέον αρχίζει και γίνεται ορατή η αύξηση της θερμοκρασίας στη θάλασσα, κάτι που διαπιστώνουμε με αυξανόμενους ρυθμούς τις τελευταίες δεκαετίες, έχει ήδη υπερβεί τη δυνατότητα της απορρόφησης και πλέον τα αποτελέσματα και οι συνέπειες γίνονται ορατά στην αύξηση της συχνότητας και της έντασης των ακραίων καιρικών φαινομένων (μεγατυφώνες, θαλάσσιοι καύσωνες, πυρκαγιές, πλημμύρες), την αύξηση της στάθμης της θάλασσας με το λιώσιμο των πάγων, τις μετακινήσεις, αλλά και εξαφάνιση, ειδών και εν τέλει τις σοβαρές μεταβολές στη λειτουργία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων.
Επιπλέον, οι αυξημένες συγκεντρώσεις διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα και η απορρόφηση μεγάλου μέρους από τον ωκεανό έχει σαν αποτέλεσμα την οξίνιση των νερών, που σε συνδυασμό με την αύξηση της θερμοκρασίας και τη μείωση του οξυγόνου αποτελεί ένα κοκτέιλ παραμέτρων με πολλές αρνητικές συνέπειες για τους οργανισμούς, τη βιοποικιλότητα και λειτουργία των οικοσυστημάτων. Οι επιδράσεις αυτές είναι πιο έντονες στις παράκτιες περιοχές, που συγκεντρώνεται και ο μεγαλύτερος πληθυσμός των κατοικημένων περιοχών. Η Μεσόγειος, και ιδιαίτερα η ανατολική, έχει το «προνόμιο» ακριβώς επειδή είναι μία κλειστή λεκάνη, να προηγείται στις παρατηρούμενες αλλαγές και να τις βιώνει με μεγαλύτερη ένταση, ενώ η επιφανειακή θερμοκρασία της θάλασσας έχει ήδη ξεπεράσει την αύξηση των 2 βαθμών Κελσίου τα τελευταία 40 χρόνια. Είναι σε όλους γνωστό το φαινόμενο της εισόδου των «ξενικών» ειδών από την Ερυθρά Θάλασσα, καθώς οι συνθήκες έχουν σχεδόν εξομοιωθεί στις δύο πλευρές της διώρυγας του Σουέζ.
Όλα αυτά ακούγονται σαν τη μαύρη βίβλο της καταστροφής και σίγουρα δεν είναι ελκυστική πληροφορία. Οι πολίτες είναι συχνά απροετοίμαστοι και βιώνουν με δραματικό τρόπο τα αποτελέσματα ακραίων φαινομένων (είναι πρόσφατες οι καταστροφές από τις μεγάλες πυρκαγιές σε Εύβοια, Ρόδο και Έβρο, αλλά και οι πλημμύρες στη Θεσσαλία), οι υποδομές και η προετοιμασία από την πολιτεία είναι ανεπαρκείς ή και ανύπαρκτες και δεν είναι ορατές και προφανείς οι λύσεις. Μαθαίνουμε ότι τα «ακραία φαινόμενα» και η απότομη εναλλαγή των καιρικών συνθηκών, αλλά και η μεταβολή των οικοσυστημάτων θα είναι πλέον η νέα «κανονικότητα». Η κρισιμότητα της κλιματικής κρίσης είναι τέτοια που έχουμε υπερβεί το στάδιο του «μετριασμού» των επιπτώσεών της, που προέβλεπαν οι αρχικές συμφωνίες από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 με τη Σύνοδο κορυφής του Ρίο, το πρωτόκολλο του Κιότο και τη Συμφωνία του Παρισιού το 2016, και πλέον στις πρόσφατες διασκέψεις των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή (COP26-29) το ζητούμενο είναι η «προσαρμογή» στις νέες συνθήκες. Τα πεπραγμένα σε επίπεδο ευρωπαϊκών και διεθνών οργανισμών και η εκπόνηση μέτρων, οδηγιών και σχετικής νομοθεσίας για την προστασία και θωράκιση των οικοσυστημάτων, των υποδομών, αλλά και την προσαρμογή στις νέες συνθήκες, είναι απλές ασπιρίνες. Ενώ φαίνεται ήδη ότι χάνεται το στοίχημα όλων των στόχων που έχουν τεθεί για την αποτροπή περαιτέρω αύξησης της θερμοκρασίας στον πλανήτη και τους ωκεανούς (κάτω από 1,5 oC μέχρι το 2050).
Και όχι, δεν είναι ο γιαλός στραβός, αλλά πολύ στραβά αρμενίζουμε. Καθώς ο απώτερος στόχος όλων των παραπάνω συμφωνιών δεν ήταν στην ουσία η αποτροπή της κλιματικής καταστροφής, αλλά η εξασφάλιση της κερδοφορίας των μεγάλων εταιρειών μέσα από την εμπορευματοποίση των ρύπων και τη μετακύλιση του κόστους στους πολίτες με την εκτίναξη του κόστους της ενέργειας. Το περιβάλλον αναδεικνύεται στο νέο μεγάλο πεδίο κερδοφορίας από το βουλημικό καπιταλισμό των τελευταίων δεκαετιών, κατακερματίζεται και μπαίνει στο χρηματιστήριο ως οικοσυστήματα και «περιβαλλοντικές υπηρεσίες», ενώ τα προτεινόμενα μέτρα ουσιαστικά μεταφέρουν το κόστος στις αναπτυσσόμενες χώρες και τους πολίτες. Η ίδια η πράσινη μετάβαση στην ενέργεια αναδεικνύεται σε colpo grosso της νέας κερδοσκοπίας των ενεργειακών κολοσσών, εντείνοντας περαιτέρω τις κοινωνικές ανισότητες ως προς το ποιοι θα μπορέσουν να ωφεληθούν. Μόνο μία ριζικά αντίθετη θεώρηση του περιβάλλοντος ως αυταξία και απόλυτη προτεραιότητα για την επιβίωσή μας, με εξίσου ριζικές αλλαγές στην παραγωγή και οργάνωση της κοινωνίας, με κεντρικό σχεδιασμό και έλεγχο της μεγάλης κερδοφορίας, αλλά και της ενεργειακής κατανάλωσης, που θα επιβληθεί από τους πολίτες, θα μπορούσε να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων. Οι ριζικές αυτές αλλαγές θα έχουν μεγάλο κόστος, αλλά πλέον γίνεται αντιληπτό ότι το κόστος της αδράνειας για τη ζωή μας θα είναι ανυπολόγιστο.
*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου