14 Σεπτεμβρίου 2024

Θεσσαλία, ένας χρόνος μετά: Όλα για την ιδιωτικοποίηση, τίποτα για τους πλημμυροπαθείς


Πλασιέ καπιταλιστικών συμφερόντων ο Μητσοτάκης
Γιώργος Μουρμούρης

«Ένα χρόνο μετά οι πληγές μεγάλωσαν» τιτλοφορείται αφίσα της Αριστερής Παρέμβασης Θεσσαλίας για τη συμπλήρωση ενός έτους από την καταστροφική επέλαση της κακοκαιρίας Ντάνιελ. Πράγματι, ένα χρόνο μετά στην ενδοχώρα και τις ακτές της Θεσσαλίας χαρακώνουν τόσο τα κατάλοιπα του μεσογειακού κυκλώνα, όσο και τα αποτελέσματα της διαχείρισης της καταστροφής προς όφελος του κεφαλαίου: Από τη θάλασσα του Παγασητικού, που προσφάτως πλημμύρισε με δεκάδες χιλιάδες νεκρά ψάρια, ως τα χιλιάδες στρέμματα καλλιεργήσιμης γης που παραμένουν σκεπασμένα από φερτά υλικά, και από τα αναχώματα που έχουν αφεθεί να χάσκουν περιμένοντας την πρώτη νεροποντή ως τα ύπουλα σχέδια ιδιωτικοποίησης του νερού μέσω του ΟΔΥΘ.

Η φιέστα που έστησε τη Δευτέρα ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την επίσκεψή του στη Θεσσαλία αποτέλεσε το επιστέγασμα ενός χρόνου διαχείρισης της καταστροφής ως ευκαιρία για επιχειρηματικά κέρδη, καθώς συνδύασε την παρουσίαση μιας εικονικής πραγματικότητας προς τους πλημμυροπαθείς με σαφείς αναφορές στο πλάνο καπιταλιστικής ανασύνταξης της αγροτοδιατροφικής καρδιάς της χώρας. Έτσι, λοιπόν, κατά την ομιλία του σε εκδήλωση στο δημαρχείο Κιλιλέρ υπενθύμισε ότι τα διάφορα έργα στην περιοχή δρομολογούνται «καθ’ υπόδειξη» – όπως χαρακτηριστικά είπε – «των ειδικών της εταιρείας στην οποία προΐσταται ο Μίλτος Γκουζούρης».

Πρόκειται για την HVA International, την ολλανδική εταιρεία που με αδιαφανείς διαδικασίες και χρηματοδότηση από την Ελληνική Ένωση Τραπεζών ανέλαβε σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα μετά την πλημμύρα να εκπονήσει ένα σχέδιο ανάταξης της Θεσσαλίας. Το σχέδιο αναρτήθηκε στη «Διαβούλευση» στις 13 Μαρτίου 2024 και δέχτηκε ομοβροντία αρνητικών κριτικών από θεσμούς «υπεράνω υποψίας», όπως το ΤΕΕ Κεντρικής και Δυτικής Θεσσαλίας, το Εργαστήριο Υδρολογίας και Ανάλυσης Υδατικών Συστημάτων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και περιβαλλοντικές οργανώσεις όπως η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, η Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσης, η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, η Greenpeace και το WWF Ελλάς.

Σε ανακοίνωσή τους εκείνες τις μέρες οι εν λόγω οργανώσεις επεσήμαιναν ότι το πόρισμα των Ολλανδών «προτείνει τουλάχιστον 23 μεσαία και μεγάλα φράγματα, εκβάθυνση ποταμών, αποψίλωση παρόχθιας βλάστησης, κατασκευή τουλάχιστον 130 χιλιομέτρων νέων αναχωμάτων, ενώ με επιμονή πιέζει για την εκτροπή του Αχελώου», αγνοεί την ανάγκη για «ανασυγκρότηση και θωράκιση της αγροτικής παραγωγής με βάση τα νέα κλιματικά δεδομένα» και προωθεί την «ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης των υδάτινων πόρων».

Με κριτικές όπως αυτήν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης «ξεμπέρδεψε» λέγοντας πως «έχω ακούσει και διάφορα κακοπροαίρετα σχόλια κριτικής για τους δήθεν Ολλανδούς οι οποίοι έρχονται να μας υποδείξουν», επιμένοντας πως «χρειαζόμαστε βαριά τεχνοκρατική και επιστημονική υποστήριξη από εταιρείες και από ανθρώπους οι οποίοι γνωρίζουν πολύ καλά το αντικείμενο».

Στη συνέχεια της ομιλίας του, όμως, ο πρωθυπουργός επανήλθε συγκεκριμένα στο ζήτημα του Οργανισμού Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας, λέγοντας ότι «είμαστε στη φάση της αξιολόγησης, μέσα από τις καινούργιες διαδικασίες, των προτάσεων και των βιογραφικών που έχουν υποβληθεί για την ηγεσία του Οργανισμού». Μιας ηγεσίας που θα κληθούν να χρυσοπληρώσουν οι αγρότες της Θεσσαλίας καθώς, όπως και πάλι επεσήμαιναν στις 22 Απριλίου περιβαλλοντικές οργανώσεις, «τo master plan της HVA προβλέπει υψηλότατη μισθολογική πολιτική για τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του Water Management Organisation (για δέκα διευθυντές και ένα δικηγόρο από την ελεύθερη αγορά ζητάει ετησίως τρία εκατομμύρια ευρώ)», ενώ προβλέπει «αμοιβές για τα 13 μέλη του ΔΣ του ΟΔΥΘ, εκ των οποίων οι Πρόεδρος, Αντιπρόεδρος, Διευθύνων Σύμβουλος και Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος, προσεγγίζουν τις ετήσιες αποδοχές του Προέδρου του Αρείου Πάγου».

Όπως είπε σε άλλο σημείο της ομιλίας του ο Κυριάκος Μητσοτάκης το συνολικό κόστος του Ντάνιελ θα ανέλθει στα τρία δισεκατομμύρια ευρώ, με ένα μεγάλο κομμάτι να αφορά τις αποζημιώσεις. Αποζημιώσεις, όμως, που βλέπουν «με το κιάλι» οι κάτοικοι της Θεσσαλίας που ακόμα περιμένουν την τρίτη και την τέταρτη δόση του επιδόματος ενοικίου. Χιλιάδες άνθρωποι που αναγκάστηκαν να ξεσπιτωθούν και είτε να νοικιάσουν διαμέρισμα (με τα ενοίκια να εκτινάσσονται από αετονύχηδες ιδιοκτήτες που οσμίστηκαν εύκολο κέρδος) είτε να φιλοξενηθούν στα σπίτια φίλων και συγγενών, καλύπτουν εδώ και μήνες από την τσέπη τους τα έξοδα διαμονής τους, με πολλούς να αναγκάζονται να επιστρέψουν στα κατεστραμμένα σπίτια τους στα οποία ανακαίνισαν όπως-όπως ένα δωμάτιο, την κουζίνα και το μπάνιο.

Τη Δευτέρα, η ομιλία του πρωθυπουργού έλαβε χώρα πολλά χιλιόμετρα μακριά από τη ζέχνουσα παραλία του Βόλου, όπου για πολλές ημέρες δεκάδες χιλιάδες νεκρά ψάρια αποσυντίθεντο υπό το καλοκαιρινό ήλιο, θυμίζοντας με δραματικό τρόπο την πραγματικότητα: Ότι η αντιμετώπιση της κρίσης ως ευκαιρίας για μακροπρόθεσμη ανάταξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας και αλλαγή των ταξικών συσχετισμών με συνενόχους κυβέρνηση, κεφάλαιο, τοπικό και κεντρικό κράτος δεν μπορεί ούτε στον πιο στοιχειώδη βαθμό να εξασφαλίσει τις ανάγκες εργαζομένων, νέων και λαϊκών στρωμάτων.

Όπως αναφέρει σε σχετική ανακοίνωσή της η Αριστερή Παρέμβαση Θεσσαλίας, ολόκληρη η περιφέρεια «μετά τις πλημμύρες είναι ένα ασύδοτο επιχειρηματικό τερέν, στο οποίο όχι απλά δεν ευδοκιμεί καμία διαδικασία ουσιαστικής αποκατάστασης των πληγών των πλημμυρών, αλλά για μία ακόμη φορά η κρίση γίνεται ευκαιρία για διάφορα επιχειρηματικά αρπακτικά, μικρά και μεγάλα. Είναι ώρα να αλλάξουμε τον ρου των επιβαλλόμενων ιεραρχήσεων και να αναδείξουμε μια άλλη πολιτική με άξονα το συμφέρον της κοινωνικής πλειοψηφίας.»

Μόνοι, με το κράτος απέναντι

Στην επιφάνεια έρχονται ξανά οι αναμνήσεις που οι κάτοικοι της Θεσσαλίας επί μήνες προσπάθησαν να θάψουν κάτω από τους τόνους λάσπης που απομάκρυναν από τα σπίτια και τα χωράφια τους, έναν ακριβώς χρόνο μετά τη σαρωτική επέλαση του κυκλώνα «Ντάνιελ». Οι εργασίες στις οποίες οι πληγέντες επιδόθηκαν  -θέλοντας και μη- όλο το προηγούμενο διάστημα και το ξαναζωντάνεμα κάποιων από τα χωριά – φαντάσματα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, πρόσφεραν μια μικρή αλλά πολυπόθητη συναισθηματική ανάπαυλα, η οποία, όμως, σήμερα, στις αρχές του φθινοπώρου και με αφορμή τη μαύρη επέτειο της καταστροφής, δίνει ξανά τη θέση της στη θλίψη και την απελπισία που έχει ενσταλαχτεί στους ανθρώπους που μέσα σε ένα βράδυ έχασαν τα πάντα.

Τη μάχη για επάνοδο σε μια κάποιου είδους κανονικότητα, οι κάτοικοι των περιοχών που πλημμύρισαν την έδωσαν μόνοι τους τελευταίους 12 μήνες, με βοήθεια σχεδόν αποκλειστικά από τη λαϊκή αλληλεγγύη, αφού το τοπικό και κεντρικό κράτος είχε αφοσιωθεί στον σχεδιασμό της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης της Θεσσαλίας. Ενδεικτικό είναι το πρόβλημα με τα ενοίκια: Άνθρωποι που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να νοικιάσουν διαμέρισμα σε κάποια κοντινή πόλη ή χωριό κλήθηκαν να βάλουν βαθιά το χέρι στη τσέπη για να αντεπεξέλθουν στα αυξημένα ενοίκια, αφού ως είθισται κάποιοι ιδιοκτήτες είδαν την κρίση ως ευκαιρία. Για τα έξοδα αυτά, όμως, δεν αποζημιώθηκαν, καθώς η επιδότηση ενοικίου έχει μέχρι στιγμής καλύψει δύο τρίμηνα, δηλαδή μόλις έξι από τους 12 συνολικά μήνες που μεσολάβησαν από την πλημμύρα.

Με τη γεωργική παραγωγή να έχει άλλωστε δεχτεί βαρύτατο πλήγμα από τον μεσογειακό κυκλώνα και την παρατεταμένη ξηρασία που ακολούθησε, οι επιπτώσεις στην τοπική οικονομία, κυρίως της δυτικής Θεσσαλίας, έχουν πια αρχίσει να γίνονται ορατές σε πόλεις και χωριά, καθώς οι αγρότες βυθίζονται στα χρέη.

Οι λάσπες έφυγαν, μένει ο βάλτος της καθημερινότητας

Οι οικισμοί της δυτικής Θεσσαλίας που ένα χρόνο πριν βρέθηκαν εν μία νυκτί κάτω από τόνους νερού και λάσπης απέκτησαν το καλοκαίρι ξανά ζωή καθώς πολλοί κάτοικοι, κυρίως αγρότες, προτίμησαν να καθαρίσουν ένα δωμάτιο του κατεστραμμένου σπιτιού τους, την κουζίνα και το μπάνιο και να επιστρέψουν στην έδρα τους, για να αποφύγουν το επιπλέον κόστος των διαρκών μετακινήσεων από τον τόπο προσωρινής διαμονής τους ως τα χωράφια τους. Άλλοι, ωστόσο, επέστρεψαν πιεζόμενοι από την ανάγκη, λόγω των ακριβών ενοικίων και της οικονομικής δυσπραγίας. Αυτοί οι τελευταίοι θα μείνουν στα κατεστραμμένα χωριά και το επόμενο διάστημα, παρά τις κακές συνθήκες υγιεινής – αφού οι τοίχοι εξακολουθούν να «πετούν» υγρασία.

Για δύο εκ των οικισμών του νομού Καρδίτσας που πέρσι σβήστηκαν από προσώπου γης, τη Μεταμόρφωση και τον Βλοχό, έχει τεθεί ανοιχτά το ενδεχόμενο μετακίνησής τους σε περιοχή νοτίως του Παλαμά, για να αποφευχθεί ενδεχόμενη νέα καταστροφή στο μέλλον. Για τη Μεταμόρφωση το σχέδιο φαίνεται πως μπαίνει στις ράγες καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της εμφανίζεται σύμφωνη με την προοπτική της μετεγκατάστασης. Δεν συμβαίνει το ίδιο, όμως, και με τον Βλοχό, όπου η αναλογία μεταξύ όσων τάσσονται υπέρ της μετακίνησης και όσων θέλουν το χωριό να παραμείνει στο σημείο που βρίσκεται σήμερα διαμορφώνεται σε 60%-40%.

Σε κάθε περίπτωση, τόσο για τα δύο αυτά χωριά όσο και για την κωμόπολη του Παλαμά αλλά και για τους υπόλοιπους οικισμούς του κάμπου, ο κίνδυνος μιας νέας καταστροφής σε περίπτωση ισχυρής βροχόπτωσης παραμένει υπαρκτός. Τα αναχώματα των ποταμών που διατρέχουν τη δυτική Θεσσαλία παραμένουν «βομβαρδισμένα», με ορισμένα σημεία εντελώς ανοιχτά και άλλα πρόχειρα κλεισμένα με αμμοχάλικο που είναι αμφίβολο αν θα αντέξει σε μεγάλους όγκους νερού. Όπως λένε παράγοντες της περιοχής, αυτό δεν σημαίνει ότι θα ζήσουμε απαραιτήτως επανάληψη της περσινής καταστροφής – εκτός βεβαίως και αν δούμε αντίστοιχες ποσότητες βροχής με τον «Ντάνιελ». Όμως η κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι υποδομές αντιπλημμυρικής προστασίας θα έχει ως αποτέλεσμα ακόμα και με ηπιότερα φαινόμενα να πλημμυρίσουν μεγάλες γεωργικές εκτάσεις.

Στον Παλαμά, τον Κοσκινά, τη Φαρκαδόνα και άλλα χωριά της Καρδίτσας και των Τρικάλων τα μπάζα πολλών εκ των οικιών που κατέρρευσαν πέρσι παραμένουν παρατημένα στα ρημαγμένα οικόπεδα αποτελώντας εστία μόλυνσης, λόγω της σύνθετης γραφειοκρατικής διαδικασίας που απαιτείται για να προχωρήσει η απομάκρυνσή τους. Τριάντα πέντε κάτοικοι της δυτικής Θεσσαλίας, άλλωστε, εξακολουθούν να στεγάζονται στη δομή προσφύγων του Κουτσόχερου, καθώς λόγω ένδειας δεν μπορούν να εγκατασταθούν αλλού.

Σε χειρότερη κατάσταση βρίσκονται οι αγρότες, οι οποίοι καλούνται να αντιπαλέψουν τις επιπτώσεις της πλημμύρας και της καταστροφικής της διαχείρισης, τόσο ως κάτοικοι της περιοχής όσο και ως παραγωγοί. Πέρσι οι βαμβακοκαλλιέργειες καταστράφηκαν λίγο πριν τη συγκομιδή, όταν οι αγρότες είχαν ήδη επενδύσει στα χωράφια τους και περίμεναν την απόσβεση συν κάποιο κέρδος, που ουδέποτε ήρθε. Φέτος, λόγω των δύσκολων κλιματολογικών συνθηκών αλλά και των προβλημάτων που προκάλεσε στα εδάφη η πλημμύρα, η απόδοση του σιταριού ήταν εξαιρετικά μειωμένη, με τους παραγωγούς να φοβούνται ότι το ίδιο θα συμβεί και με το καλαμπόκι και το βαμβάκι. Οι αποζημιώσεις που έλαβαν πέρσι οι καλλιεργητές δεν κάλυψαν το κόστος της παραγωγής που χάθηκε, ενώ και φέτος φοβούνται ότι θα «μπουν μέσα». Έτσι, μετά από δύο διαδοχικές καταστροφικές χρονιές, οι αγρότες της Καρδίτσας βυθίζονται πια στα χρέη. Και καθώς η τοπική οικονομία εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τη γεωργική παραγωγή, η κατάρρευση του πρωτογενούς τομέα τραβάει προς τα κάτω ολόκληρη την τοπική οικονομία, με τα σημάδια να είναι ήδη ορατά στις πόλεις και τα χωριά της περιοχής.

Οργή στους κατοίκους του κάμπου εξακολουθεί να υπάρχει – βιώνουν άλλωστε καθημερινά την εξόφθαλμη αντιπαράθεση μεταξύ της εικονικής πραγματικότητας που παρουσιάζει η κυβέρνηση και της καθημερινότητας που βιώνουν οι ίδιοι. Όμως, η επικράτηση της απογοήτευσης, που ενισχύεται όσο η καθημερινή επιβίωση μετατρέπεται σε άθλο και το αύριο παραμένει αβέβαιο, καθιστά κυρίαρχη τη θλίψη και τη στροφή στον ατομικό δρόμο. Και αυτό είναι απαραίτητο να αλλάξει, για να ανασάνουν οι κάτοικοι της Θεσσαλίας.

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου