Dreamstime.com |
Ο κανόνας και η εξαίρεση
Η απόφαση του Αρείου Πάγου να στείλει στο αρχείο το σκάνδαλο των υποκλοπών υιοθετώντας το πόρισμα Ζήση δημιουργεί νέα δεδομένα αναφορικά με το απαραβίαστο των επικοινωνιών και της ιδιωτικότητας της προσωπικής ζωής του συνόλου των Ελλήνων πολιτών.
Επί της ουσίας η δικαστική αυτή απόφαση νομιμοποιεί κάθε παρακολούθηση από την ΕΥΠ που έγινε στο παρελθόν, είτε αφορούσε απλούς πολίτες, δημοσιογράφους, επιχειρηματίες, αρχηγούς κομμάτων, υπουργούς, πολιτικούς και πολιτευτές, την ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων, ανώτατους δικαστικούς. Κι έτσι δημιουργεί ένα νομικό προηγούμενο-δεδικασμένο, το οποίο μπορεί να εφαρμοστεί ανά πάσα στιγμή στο μέλλον.
Ταυτόχρονα «κουμπώνει» τέλεια με τον νόμο για την ΕΥΠ που ψήφισε η κυβέρνηση Μητσοτάκη τον Δεκέμβριο του 2022, καθώς εκείνος ο νόμος προστατεύει πλήρως την εν λόγω υπηρεσία ώστε και να παρακολουθεί και να μη δίνει λογαριασμό σε κανέναν.
Ενα απλό παράδειγμα αρκεί για να γίνει αντιληπτό αυτό που αναφέρουμε: Αν ένας πολίτης υποψιαστεί ότι παρακολουθείται δεν έχει καμία δυνατότητα να προσφύγει στις αρμόδιες υπηρεσίες (Δικαιοσύνη-ΑΔΑΕ) και να διακόψει την παραβίαση των συνταγματικών του δικαιωμάτων, καθώς ο προαναφερόμενος νόμος προβλέπει γνωστοποίηση της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του μετά το πέρας τριών ετών από την τέλεση της πράξης.
Με δυο λόγια, έχουμε νομιμοποίηση όσων συνέβησαν κατά το παρελθόν και αφαίρεση νόμιμων δικαιωμάτων στο παρόν και στο μέλλον, όπως το δικαίωμα της προσφυγής σε ένδικα μέσα για προστασία θεμελιωδών, συνταγματικά κατοχυρωμένων, ατομικών δικαιωμάτων.
Το Σύνταγμα της χώρας ορίζει με απόλυτη σαφήνεια ότι «το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλον τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο». Και προσθέτει: «Ο Nόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Πράγμα που σημαίνει ότι το απαραβίαστο είναι ο κανόνας και η παραβίαση η εξαίρεση υπό το καθεστώς εγγυήσεων και για πολύ συγκεκριμένα ζητήματα.
Τώρα έχουμε ένα νομικό καθεστώς κι ένα δεδικασμένο που μετατρέπει τον κανόνα σε εξαίρεση και την εξαίρεση σε κανόνα. Αρκεί να το θέλει ο εκάστοτε πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ και φυσικά ο ηγετικός μηχανισμός της εν λόγω υπηρεσίας. Κάνει τέτοια ο κ. Μητσοτάκης; Οχι βέβαια. Το πιστοποίησαν ο κ. Ζήσης και η κ. Αδειλίνη.
Κώστας Ζαφειρόπουλος
Η μεθόδευση της συγκάλυψης του σκανδάλου των υποκλοπών από τον Αρειο Πάγο, την οποία αποκάλυψε και η «Εφ.Συν.» («Ο Ζήσης τίναξε το πόρισμα στον αέρα», 2/8/2024), έχει πλέον τεκμηριωθεί από το σύνολο των δημοσιογράφων που ασχολήθηκαν επί τουλάχιστον δύο χρόνια με την υπόθεση.
Το στοιχείο όμως που δεν έχει αναδειχθεί είναι –όπως υπογραμμίζουν ανώτατες δικαστικές και εισαγγελικές αρχές στην «Εφ.Συν.»– ότι «σε κανένα άρθρο της δικονομίας δεν προβλέπεται η αφαίρεση δικογραφίας από εισαγγελέα. Είναι τελείως διαφορετικό το να αναθέσει εξαρχής ένας εισαγγελέας Εφετών ή ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μια προκαταρκτική εξέταση σε ομοιόβαθμο λειτουργό κι άλλο να την αφαιρέσει. Αυτό δεν επιτρέπεται». Ας εξηγήσουμε πόσο σημαντικό είναι το παραπάνω.
Υπενθυμίζεται πως η Γεωργία Αδειλίνη αποφάσισε αιφνιδιαστικά να «αδειάσει» τους πρωτοδίκες που είχαν αναλάβει την έρευνα και να την αναθέσει στον Αχιλλέα Ζήση με τα γνωστά αποτελέσματα. Και όλα αυτά ενώ μέχρι τότε και επί 1,5 χρόνο δεν είχε υπάρξει καμία όχληση από τον Αρειο Πάγο προς τους τρεις εισαγγελείς για να επιταχύνουν τις έρευνές τους. Η σκοπιμότητα αυτής της ενέργειας, που βαφτίστηκε «αναβάθμιση« της έρευνας, δεν αφορούσε μόνο την απευθείας ανάθεση στον κ. Ζήση. Η ενέργεια αυτή έχει και μια πρόσθετη συνέπεια που δεν αναδεικνύεται. «Η δικογραφία αυτή περιέχει εγκλήσεις. Αν η αρχειοθέτηση είχε λάβει χώρα από την Εισαγγελία Πρωτοδικών, οι εγκαλούντες θα είχαν δικαίωμα προσφυγής, τώρα όμως το στερούνται, γιατί η υπόθεση κρίθηκε στον ανώτατο βαθμό», σημειώνουν ανώτατες εισαγγελικές αρχές στην «Εφ.Συν.».
Οι ίδιες πηγές προσθέτουν πως «είμαστε η μοναδική χώρα παγκοσμίως που νομιμοποίησε η δικαστική εξουσία τις παρακολουθήσεις πολιτών. Οποιος έχει δει την ταινία “Οι ζωές των άλλων” βλέπει ότι και στην Ανατολική Γερμανία η παρακολούθηση ήταν πέρα από τα όρια της νομιμότητας. Ηταν κρυφή. Εδώ πλέον μετά το πόρισμα δόθηκε το πράσινο φως για ανεξέλεγκτες παρακολουθήσεις των πάντων χωρίς κανέναν προφανή λόγο και χωρίς καμία αιτιολογία. Το πιο ευαίσθητο ανθρώπινο δικαίωμα, αυτό της προστασίας της προσωπικής ζωής και της επικοινωνίας, καταλύθηκε από τον υποτιθέμενο φύλακά του, τη Δικαιοσύνη. Η Δημοκρατία, χωρίς αυτά τα δικαιώματα ζωντανά, είναι νεκρή».
Δεν είναι βέβαια το μόνο σκοτεινό σημείο. Ανάμεσα στους 27 κοινούς στόχους του ενιαίου κέντρου Predator - ΕΥΠ φιγουράρει το όνομά του πρώην εισαγγελέα του Οικονομικού Εγκλήματος και νυν αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Χρήστου Μπαρδάκη. Ο ίδιος βρισκόταν σε καθεστώς παρακολούθησης από την ΕΥΠ επί δύο συναπτά έτη, πιο συγκεκριμένα από την 1η Ιουνίου 2020 έως την 12η Ιουνίου 2022. Αυτό συνεπάγεται ότι για τον κ. Μπαρδάκη υπογράφτηκαν από την εισαγγελέα της ΕΥΠ, Βασιλική Βλάχου, 12 εισαγγελικές εντολές παρακολούθησης.
Επομένως, το πόρισμα του Αρείου Πάγου επιβεβαιώνει ότι η κ. Βλάχου θεωρούσε επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια τον Χρ. Μπαρδάκη. Αυτό που δεν μπορεί «αναντίλεκτα» (sic) να εξηγήσει ο κ. Ζήσης και η κ. Αδειλίνη είναι πώς γίνεται η εισαγγελέας της ΕΥΠ, η οποία περιβλήθηκε την εμπιστοσύνη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, να αμφισβητεί το ίδιο συμβούλιο που εμπιστεύθηκε τον συνάδελφό της για μια άλλη θέση. Με απλά λόγια, το πόρισμα μας δείχνει ότι στην Ελλάδα και οι εισαγγελείς νομίμως παρακολουθούνται. Εισαγγελικές πηγές υπογραμμίζουν πως «πρόκειται για μόνιμη και διαρκή απειλή για κάθε δικαστικό λειτουργό, αφού η προσωπική του ζωή μπορεί να γίνει αντικείμενο εκβιασμού για τον χειρισμό μιας υπόθεσης». Ποιος μπορεί άραγε να αποκλείσει ότι ακριβώς αυτό συμβαίνει και σε αυτή την υπόθεση;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου