της Ιωάννας Αρχοντάκη
Την
τελευταία εβδομάδα, η Μεγάλη Βρετανία έχει βιώσει ένα ανησυχητικό κύμα
ρατσιστικής βίας που στοχεύει κυρίως τους μουσουλμάνους. Οι βίαιες
φασιστικές συμμορίες που οργανώνουν πογκρόμ στις βρετανικές πόλεις
ενισχύονται από τη νομιμοποίηση των ρατσιστικών ιδεών, η οποία
προέρχεται όχι μόνο από την ακροδεξιά, αλλά και από τα δύο κυρίαρχα
κόμματα και τα μέσα ενημέρωσης της χώρας.
Ακόμα και οι επιπτώσεις της πετρελαϊκής κρίσης που έφεραν το Συντηρητικό κόμμα της Μάργκαρετ Θάτσερ στην εξουσία το 1979 και οι μεγάλες αλλαγές στην οικονομική και κοινωνική οργάνωση της Μ. Βρετανίας, δεν στάθηκαν ικανές για την ακροδεξιά στροφή που είδαμε να αποτυπώνεται στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 2016 με το δημοψήφισμα για το Brexit και που κορυφώνεται στις μέρες μας.
Πολλές εξηγήσεις δόθηκαν τότε για το εκλογικό αποτέλεσμα. Ανάμεσα σε αυτές αξίζει να σημειώσουμε μερικές, όπως η «αναβίωση των εθνικιστικών παθών», το «πρόβλημα της μετανάστευσης» ως σύγκρουση πολιτιστικών αξιών στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, το αποτέλεσμα της εδραίωσης της λιτότητας, της εργασιακής ευελιξίας και της ανασφάλειας, της μετανάστευσης από τη σκοπιά της ξενοφοβίας και του ρατσισμού, αλλά και της παραδοσιακής θεώρησης της ταξικής σύγκρουσης ανάμεσα στις ελίτ και τους ξεχασμένους καθημερινούς ανθρώπους.
Αναλύοντας το βρετανικό δημοψήφισμα από την παραπάνω σκοπιά, αντιλαμβανόμαστε αμέσως ότι το μήνυμα υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ εστίασε στο να δώσει μια απάντηση για την κατάρρευση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης.
Mια ανάγνωση των στατιστικών στοιχείων καθιστά ξεκάθαρο το παρακάτω σημείο: από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και ύστερα περίπου το ¼ του πληθυσμού βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας, με το ποσοστό αυτό να αυξάνεται ιδιαίτερα για τα παιδιά (περίπου 30% για το 2016).
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 περίπου δύο εκατομμύρια εργαζόμενοι βρίσκονταν κάτω από όριο της φτώχειας, με τον αριθμό αυτό σχεδόν να διπλασιάζεται (3,8 εκατ.) το 2016, και όλα αυτά στην πέμπτη πιο ισχυρή οικονομία παγκοσμίως.
Η προσοχή που δόθηκε στο ζήτημα της μετανάστευσης και η στοχοποίηση των μεταναστών από το UKIP, όσο και η θετική ανταπόκριση σε αυτό το μήνυμα μας αποδεικνύουν τη σημασία της απώλειας της κοινωνικής θέσης, μια πραγματικότητα που ο μέσος Βρετανός πολίτης αντιμετωπίζει τα τελευταία 25 χρόνια.
Στην περίπτωση του UKIP συγκεκριμένα, ενός κόμματος που το 2015 συγκέντρωσε 13% των ψήφων αλλά μόλις μια έδρα στο εθνικό κοινοβούλιο, η δυσανάλογα εκτεταμένη κάλυψη από τα ΜΜΕ οδήγησε τον αρχηγό του, Νάιτζελ Φάρατζ, να βρεθεί κεντρικός συνομιλητής για το δημοψήφισμα. Είναι αξιοσημείωτο το συμπέρασμα των ερευνητών Μέρφι και Ντιβάιν για την περίοδο 2009 – 2014, όπου φαίνεται ότι μετά από κάθε τηλεοπτική κάλυψη των θέσεων του UKIP, οι δημοσκοπήσεις αποτύπωναν μεγαλύτερη πρόθεση ψήφου και αντίστοιχα όταν οι δημοσκοπήσεις έδειχναν μείωση της υποστήριξης, τα ΜΜΕ αύξαναν την κάλυψη του UKIP.
Η ακροδεξιά ρητορική συνέδεσε τις έννοιες της κουλτούρας, της εθνικής ταυτότητας και της ιθαγένειας με την έννοια του λαού. Η σύγχυση που προκύπτει από αυτή τη ρητορική ήταν έκδηλη κατά το βρετανικό δημοψήφισμα, καθώς το θέμα της μετανάστευσης «εξεράγει» κυρίως σε περιοχές με πολύ χαμηλά ποσοστά μεταναστών.
Ιστορικά, το βρετανικό Κοινοβούλιο έχει θορυβηθεί ουκ ολίγες φορές για ζητήματα μετανάστευσης. Χαρακτηριστική είναι η περίοδος που ακολούθησε το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς η Βρετανία έχασε περίπου ένα εκατομμύριο ανθρώπους από το εργατικό της δυναμικό στον πόλεμο, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να προσκαλέσει εργάτες αρχικά από την Ευρώπη και στη συνέχεια από τις αποικίες.
Η έκρηξη ρατσιστικών συνθημάτων για τον «υπέρογκο αριθμό μεταναστών» από τις αποικίες και η παρουσίαση τους ως σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα από μέρος του πολιτικού συστήματος έφτασε σε τέτοιο παράλογο βαθμό, κυρίως αν αναλογιστεί κανείς ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ένας στους δύο Βρετανούς δήλωνε ότι δεν είχε συναντήσει ποτέ στη ζωή του μετανάστες.
Η παραπάνω εκρηκτική αντίδραση είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που ο φιλόσοφος Ερνέστο Λακλάου ονόμασε ως κενή νοηματοδότηση, εννοώντας ένα κίνημα χωρίς πραγματικές απαιτήσεις, μιας επανάστασης στηριγμένης αποκλειστικά στην ταυτότητα.
Όπως παρατήρησε ο Νόαμ Τσόμσκι, μετά την 11η Σεπτεμβρίου, οι μουσουλμάνοι αντικατέστησαν τους κομμουνιστές ως τον «κοινό εχθρό» της Δύσης, ένα αφήγημα που σχεδιάστηκε για να κατασκευάσει συναίνεση για τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας (ο οποίος και οδήγησε τους ανθρώπους από τις χώρες που επλήγησαν να αναζητήσουν καταφύγιο στην Ευρώπη).
Πίσω στο 2016, η εκστρατεία υπέρ του Brexit κατάφερε να παραγκωνίσει τα οικονομικά θέματα από το προσκήνιο, εδραιώνοντας σταδιακά τη μετανάστευση ως το φλέγον ζήτημα για τη χώρα, έχοντας ως κεντρικό μήνυμα της το σύνθημα «Να ανακτήσουμε τον έλεγχο».
Είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι η κάλυψη της μετανάστευσης από τα μέσα ενημέρωσης τριπλασιάστηκε σε μια περίοδο δέκα εβδομάδων πριν το δημοψήφισμα, με το δεύτερο θέμα να παραμένει η οικονομία.
Όπως παρατήρησαν οι ερευνητές Μουρ & Ράμσεϊ αυτή η εδραίωση ήταν καθολική, καθώς στην περίοδο τεσσάρων εβδομάδων πριν το δημοψήφισμα, ένα στα δυο άρθρα που αναφέρονταν στην οικονομία συνέδεαν τα προβλήματα με τη μετανάστευση.
Οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν για να περιγράψουν το μεγαλύτερο πρόβλημα της Βρετανίας δεν ήταν τυχαίες: «πλημμύρα», «ανάχωμα» (floodgate), «κύματα» (waves) και λέξεις που χρησιμοποιούνται για ζώα ή έντομα, όπως «συρροή» (flocking), και «εξάπλωση» (swarming). Λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν για να προκαλέσουν το θυμό, το φόβο και τον αποτροπιασμό των αναγνωστών.
Μπορεί οι σημερινές «εξεγέρσεις», ή πιο σωστά, τα πογκρόμ εναντίων των μουσουλμάνων να αποδίδονται αποκλειστικά σε fake news σχετικά με τη θρησκεία του δολοφόνου των τριών κοριτσιών, ωστόσο η βρετανική κοινωνία έχει εξοικειωθεί με τη ρατσιστική ρητορική που χρησιμοποίησαν και τα δυο μεγάλα κόμματα, από τη διακυβέρνηση του Ντέιβιντ Κάμερον και μετά, σε τέτοιο βαθμό που δεν υπήρχε εύκολος γυρισμός.
Ενδεικτικές ήταν οι προεκλογικές δηλώσεις του Κιρ Στάρμερ, αρχηγού του Εργατικού κόμματος που ανέλαβε να συνεχίσει αυτό το ρόλο, καθώς η θέση του κόμματος του για τη μετανάστευση ευνόησε την ακροδεξιά και νομιμοποίησε τη στοχοποίηση των ανθρώπων αιτούντων άσυλο.
Στο μανιφέστο τους, οι Εργατικοί του Στάρμερ υποσχέθηκαν ότι θα «ελέγξουν» τη μετανάστευση και θα «απομακρύνουν» ανθρώπους «που δεν έχουν δικαίωμα να βρίσκονται εδώ».
Την ίδια στιγμή, όπως εύστοχα παρατηρεί η Αμέλια Μόρις, η αδιανόητη βία του Ισραήλ προς τους Παλαιστίνιους δικαιολογήθηκε τόσο από τους Συντηρητικούς όσο και από τους Εργατικούς, καθώς και τα δυο κόμματα παπαγάλιζαν ατάκες για το «δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα», ενώ συνέχιζαν να λαμβάνουν δωρεές από το ισραηλινό λόμπι. Αλλά και τα μέσα ενημέρωσης της Βρετανίας ακολούθησαν την ίδια γραμμή.
Όπως λέει η ίδια: «Τα γεγονότα στη Γάζα μπορεί να φαίνονται πολύ μακριά από εκείνα στο Σάουθπορτ, αλλά οι συνέπειες του απολογητισμού που επέδειξαν οι κυρίαρχοι πολιτικοί της Βρετανίας είναι ότι οι ζωές των μουσουλμάνων και των Αράβων δεν εκτιμώνται – ένα μήνυμα που αξιοποιήθηκε από την ακροδεξιά. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πόσο διαφορετική θα ήταν η αντίδραση σε αυτές τις εικόνες αν τα θύματα ήταν λευκά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου