Το εκπαιδευτικό Burnout ως «αναγκαίο κακό» του ανοίγματος των σχολείωνΗ επιστροφή του συνδρόμου εκπαιδευτικής εξουθένωσης
Η ελληνική κυβέρνηση πανηγυρίζει για τις 11 αλλαγές στη λειτουργία των σχολείων, που θα ισχύουν από το νέο διδακτικό έτος 2024-2025. Πρόκειται για αμιγώς συντηρητικές αλλαγές, που κατατείνουν αφενός στην περαιτέρω ψηφιοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, και αφετέρου στην αυστηροποίηση των ενδοσχολικών μέτρων για τον εκφοβισμό των μαθητών, όπως π.χ. οι σχετικές διατάξεις για την απαγόρευση χρήσης κινητών, για την καταστολή της ενδοσχολικής βίας, και για την περεταίρω ποινικοποίηση των απουσιών. Ετσι, οι πολυδιαφημισμένες σχολικές πλατφόρμες «Stop Bulling» συγκαλύπτουν και, παραδόξως, νομιμοποιούν το παιδαγωγικό bulling, που ασκείται σε μαθητές και καθηγητές.
Παρά τη δήθεν εκσυγχρονιστική πρόθεσή τους, αυτοί οι νέοι κανόνες για την καλή λειτουργία των σχολείων επιβάλλονται άνωθεν, χωρίς σοβαρά παιδαγωγικά επιχειρήματα, και χωρίς ρεαλιστικά κοινωνικά κριτήρια. Γι’ αυτό, εξάλλου, αυτές οι απαγορευτικές ή ποινικοποιητικές διατάξεις πρέπει να εφαρμόζονται στα τυφλά, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι τοπικές ιδιαιτερότητες των ελληνικών σχολείων και οι υπαρκτές κοινωνικές ανισότητες μεταξύ των μαθητών.
Αυτό το σκηνικό της εσκεμμένης παιδαγωγικής υποβάθμισης του δημόσιου σχολείου επιβαρύνεται αν λάβουμε υπόψη και τα ορατά πια φαινόμενα της «εκπαιδευτικής εξουθένωσης» λόγω των υπερβολικά απαιτητικών –μαθησιακά και διδακτικά– προγραμμάτων, που εφαρμόζονται σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες χωρίς να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη οι νέες επιστημονικές ανακαλύψεις σχετικά με τα παιδαγωγικά ή τα ψυχοσωματικά προβλήματα που προκύπτουν από την αυξημένη εντατικοποίηση και ψηφιοποιήσει της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Το ξεκίνημα, λοιπόν, της νέας σχολικής χρονιάς είναι μια ευκαιρία να προβληματιστούμε για τις παθολογικές επιπτώσεις των εξουθενωτικών (αντι-)παιδαγωγικών πρακτικών, που επιβάλλονται άκριτα, ερήμην των μαθητών και των δασκάλων τους.
Η συμπτωματολογία του συνδρόμου Burnout
Πράγματι, όπως θα δούμε, οι αυξημένες πιέσεις και οι υψηλές απαιτήσεις της σύγχρονης εκπαίδευσης, ευθύνονται για την πλήρη ψυχοσωματική εξάντληση από το υπερβολικό μαθησιακό και διδακτικό άγχος. Πρόκειται για το λεγόμενο «εκπαιδευτικό Burnout»: μία, μέχρι πρόσφατα, μη αναγνωρισμένη, αλλά αρκετά συνηθισμένη εκπαιδευτική νόσο, που προσβάλλει δασκάλους και μαθητές.
Το σύνδρομο της εργασιακής-επαγγελματικής εξουθένωσης ή «σύνδρομο Burnout», όπως καθιερώθηκε να ονομάζεται διεθνώς, είναι μία παθολογική κατάσταση ακραίας σωματικής και συναισθηματικής υπερκόπωσης, πλήρους διανοητικής εξάντλησης, η οποία προκαλείται από το υπερβολικό και παρατεταμένο άγχος που γεννούν κάποιες ανθρώπινες εργασίες και, πρωτίστως, οι εξαντλητικές επαγγελματικές δραστηριότητες στα λεγόμενα «ανθρωπιστικά επαγγέλματα» (νοσηλευτικά, ιατρικά, εκπαιδευτικά κ.ά.).
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, το σύνδρομο Burnout δεν αναγνωριζόταν επίσημα από την ιατρική κοινότητα ως μία ιδιαίτερη πάθηση, ή, έστω, ως μία ξεχωριστή ψυχοσωματική νόσος, καθώς δεν συμπεριλαμβάνονταν στα επίσημα διαγνωστικά εγχειρίδια, όπως π.χ. στη Διεθνή Στατιστική Ταξινόμηση Νοσημάτων και Συναφών Προβλημάτων Υγείας (ICD), ή στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM).
Ωστόσο, τον Μάιο του 2019, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) αναγνώρισε, πρώτη φορά επίσημα, το «σύνδρομο Burnout» ως μία σαφώς παθολογική κατάσταση και το ενέταξε στον Διεθνή Κατάλογο των Νοσημάτων (ICD), που χρησιμοποιείται παγκοσμίως ως η πυξίδα για την ταξινόμηση και τη διάγνωση των, μέχρι στιγμής, γνωστών ασθενειών. Με την απόφασή του αυτή, την οποία ανακοίνωσε κατά τη διάρκεια της ετήσιας Παγκόσμιας Συνέλευσης για την Υγεία στη Γενεύη, ο ΠΟΥ έδωσε ένα τέλος σε δεκαετίες διενέξεων μεταξύ εμπειρογνωμόνων, σχετικά με το αν η επαγγελματική-εργασιακή εξουθένωση θα πρέπει να θεωρείται ιατρική ασθένεια και στο ποια είναι τα συμπτώματα για τη διάγνωσή της.
Στο σχετικό λήμμα του Καταλόγου των Νοσημάτων (ICD) του ΠΟΥ η εξουθένωση λόγω υπερβολικής εργασίας, δηλαδή η πλήρης εξάντληση όλων των ψυχοσωματικών αποθεμάτων ενός ατόμου ορίζεται ως «Ενα σύνδρομο που θεωρείται ότι προέρχεται από χρόνιο στρες στον χώρο εργασίας και το οποίο δεν έχει αντιμετωπιστεί με επιτυχία». Επίσης, διευκρινίζεται ότι τα συμπτώματα του συνδρόμου Burnout μπορούν να είναι τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά ή συμπεριφορικά.
Ανάμεσα στα σωματικά συμπτώματα ξεχωρίζει: το αίσθημα διαρκούς σωματικής εξoυθένωσης και πλήρους ψυχονοητικής κατάπτωσης, που, συνήθως, συνοδεύονται από έντονους πονοκεφάλους και μυϊκούς πόνους, από αλλαγές της όρεξης για τροφή, από δυσυπνίες (αϋπνίες, υπερυπνίες), δηλαδή από διαταραχές του ημερήσιου κύκλου ύπνου - εγρήγορσης, οι οποίες δεν επιτρέπουν την επαρκή σωματική χαλάρωση.
Οσο για τα ψυχολογικά συμπτώματα που εκδηλώνουν όσοι ή όσες πάσχουν από το σύνδρομο Burnout, αυτά εκδηλώνονται με πολύ έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις: με απουσία κάθε ενδιαφέροντος ή κινήτρου για την εργασία, με την απομόνωση ή τη δυσφορία στις σχέσεις με τους/τις συναδέλφους, με έντονη δυσαρέσκεια για τις συνθήκες, το είδος και την αμοιβή της εργασίας.
Αρνητικά συναισθήματα που δημιουργούν ένα αόριστο, αλλά αυτοκαταστροφικό αίσθημα αδυναμίας ή αποτυχίας και αυτοαμφισβήτησης, τα οποία, ενίοτε, εκδηλώνεται και με τις φαινομενικά αδικαιολόγητες αντιδράσεις οργής και επιθετικότητας στον χώρο της εργασίας.
Πάντως, τα παραπάνω τυπικά συμπτώματα του συνδρόμου Burnout, ανάλογα με τις αιτίες που τα προκαλούν, μπορούν να εμφανιστούν σε 3 εκδοχές ή, ακριβέστερα, σε 3 διαφορετικές μεταξύ τους φάσεις:
■ Εργασιακή εξουθένωση από υπερφόρτωση (Overload Burnout). Συμβαίνει όταν ένα άτομο, κυνηγώντας την επαγγελματική επιτυχία, εργάζεται για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα με απάνθρωπους ρυθμούς. Με αποτέλεσμα, από κάποια στιγμή και μετά, να εμφανίζεται το επίμονο αίσθημα έλλειψης ενέργειας και πλήρους εξάντλησης.
■ Εργασιακή εξουθένωση λόγω έλλειψης κινήτρων ή ευκαιριών (Under-challenge Burnout). Αυτό συμβαίνει όταν ένα άτομο αισθάνεται υποτιμημένο και βαριεστημένο από την εργασία του, επειδή δεν του παρέχει νέες ευκαιρίες ή προοπτικές επαγγελματικής εξέλιξης. Ετσι αποστασιοποιείται από τη δουλειά του, για την οποία νοιώθει μόνο αρνητικά αισθήματα, γίνεται κυνικό και να αποφεύγει να αναλάβει τις ευθύνες του.
■ Εργασιακή εξουθένωση από εγκατάλειψη ή παραμέληση (Neglect Burnout). Εκδηλώνεται ως μειωμένη επαγγελματική αποτελεσματικότητα όταν ένα άτομο αισθάνεται αβοήθητο, εγκαταλειμμένο, και ανεπαρκές στην εργασία του. Οπότε, κάνει πολλά λάθη που του προκαλούν ακόμη μεγαλύτερο άγχος και ανασφάλεια για τις ικανότητες του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι τρεις εκδοχές αυτού του συνδρόμου, μπορούν κάλλιστα να εκδηλωθούν και να διαγνωστούν στο ίδιο άτομο, ως διαδοχικές φάσεις επιδείνωσης του συνδρόμου Burnout. Γι’ αυτό, οι ειδικοί επιμένουν ότι πρέπει να αντιμετωπίζονται εγκαίρως, τα πρώτα συμπτώματα της νόσου. Στην αντίθετη περίπτωση, η χρόνια έκθεση σε συνθήκες υψηλού εργασιακού στρες οδηγεί σε βαθύτατες βιοψυχολογικές αλλαγές, που επηρεάζουν τη ζωή των ανθρώπων οι οποίοι πάσχουν το σύνδρομο Burnout. Και απαιτείται μακρύ χρονικό διάστημα αποθεραπείας τόσο για να εξαλειφθούν τα συμπτώματα του συνδρόμου όσο και να ανακτηθούν οι φυσικές εργασιακές ικανότητες.
«Καμένα μυαλά» λόγω εκπαιδευτικής εξουθένωσης
Η έκφραση «burn out» σημαίνει κυριολεκτικά καίγομαι εντελώς, εξαντλούμαι ολοσχερώς, και περιφραστικά παθαίνω υπερκόπωση ή εξουθενώνομαι εργασιακά. Αυτή η νοσηρή κατάσταση πλήρους ψυχοσωματικής εξάντλησης και διανοητικής υπερκόπωσης, που προκαλείται από την υπερβολική πίεση και το παρατεταμένο εργασιακό στρες, όταν εκδηλώνονται στη σφαίρα της εκπαίδευσης περιγράφεται ως «εκπαιδευτικό σύνδρομο Burnout».
Από αναρίθμητες έρευνες σε όλο τον κόσμο επιβεβαιώνεται ότι οι διαρκώς αυξανόμενες εκπαιδευτικές πιέσεις, οι πολύ ανταγωνιστικές σχέσεις, και οι υψηλές μαθησιακές απαιτήσεις που απαιτεί τόσο η διδασκαλεία όσο και οι αφομοίωση των σύγχρονων εκπαιδευτικών προγραμμάτων (σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες), δημιουργούν, όλο και πιο συχνά, υπερκόπωση και ένα αίσθημα πλήρους ψυχοσωματικής εξάντλησης. Τα τυπικά δηλαδή συμπτώματα του συνδρόμου εργασιακής εξουθένωσης, που, ειδικά στην περίπτωση του «εκπαιδευτικού Burnout», πλήττουν τόσο τους διδάσκοντες όσο και τους διδασκόμενους.
Πράγματι, τα τελευταία χρόνια διαπιστώθηκε ότι το σύνδρομο Burnout δεν πλήττει μόνο στους υπερβολικά εργαζόμενους ενήλικες, αλλά και πολύ μικρότερες ηλικίες: τους εφήβους και τα παιδιά, που, στις μέρες μας, όλο και περισσότερο διατρέχουν τον κίνδυνο να «καούν» από τα υπερφορτωμένα εκπαιδευτικά προγράμματα, στα οποία υποβάλλονται από την πιο τρυφερή ηλικία, στο όνομα μιας απάνθρωπης κοινωνικής «αριστείας».
Πρόκειται για ένα κοινωνικό-εργασιακό ιδεολόγημα, που, όταν υιοθετείται από το στενό οικογενειακό περιβάλλον των μαθητών, τείνει να αναπαράγεται ως ένα ενοχικό και διαρκές αίσθημα ανασφάλειας, που οδηγεί στη βασανιστική και ατέρμονη προσπάθεια για την επίτευξη κάποιων «ανώτερων» εκπαιδευτικών στόχων, τους οποίους, σχεδόν ποτέ, δεν επιλέγουν από μόνοι τους οι έφηβοι και ακόμη λιγότερο τα παιδιά.
Στο επόμενο άρθρο (σ.σ. ακολουθεί παρακάτω) θα εξετάσουμε το πώς εκδηλώνεται το σύνδρομο της εργασιακής εξουθένωσης στους εκπαιδευτικούς (δασκάλους και καθηγητές) και γιατί το επάγγελμα των εκπαιδευτικών δεν μπορεί να θεωρείται «λειτούργημα», αλλά ένα από τα πιο ψυχοφθόρα και αγχωτικά επαγγέλματα.
Πώς οι αντιπαιδαγωγικές πολιτικές επιδεινώνουν την εκπαιδευτική εξουθένωση;Το σύνδρομο Burnout των εκπαιδευτικών
Ηταν το 2019, όταν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) αναγνώρισε, πρώτη φορά επίσημα, ως μια ιατρικά παθολογική κατάσταση το «σύνδρομο Burnout», δηλαδή το σύνδρομο της εργασιακής ή επαγγελματικής εξουθένωσης, το οποίο και ενέταξε στον Διεθνή Κατάλογο των Νοσημάτων (ICD). Εκτοτε, το σύνδρομο Burnout περιγράφεται ως η κατάσταση της πλήρους εξάντλησης των ψυχοσωματικών αποθεμάτων και νοητικών δυνάμεων ενός ανθρώπου, λόγω της παρατεταμένης εξουθενωτικής εργασίας και του υψηλού ψυχοσωματικού στρες που γεννούν οι απάνθρωποι ρυθμοί εργασίας.
Στο προηγούμενο άρθρο (βλ. «Μηχανές του Νου» 7.9.24), είδαμε ποια είναι τα τυπικά συμπτώματα που επιτρέπουν την αναγνώριση αυτής της «νέας» παθολογικής κατάστασης, η οποία, σύμφωνα με τον ΠΟΥ, εκδηλώνεται:
1) Με συναισθήματα έντονης υπερκόπωσης, διαρκούς εξάντλησης και έλλειψης ψυχοσωματικής ενέργειας κατά την εργασία.
2) Με αυξημένη αποστασιοποίηση και έντονα αισθήματα δυσφορίας για ό,τι σχετίζεται με την εργασία. Τα οποία, από κοινού οδηγούν:
3) Στην ανεπαρκή ή μειωμένη επαγγελματική απόδοση όσων ατόμων εμφανίζουν αυτό το σύνδρομο.
Ωστόσο, το σύνδρομο Burnout δεν πλήττει μόνο τους ενήλικες που εργάζονται, επί σειρά ετών, σε συνθήκες αφόρητης εργασιακής πίεσης, αλλά και τους μαθητές και τους καθηγητές τους, οι οποίοι, κάθε νέα σχολική χρονιά, οφείλουν να ακολουθούν, ασθμαίνοντες, τα όλο και πιο απαιτητικά εκπαιδευτικά προγράμματα. Στη δεύτερη περίπτωση, πρόκειται για ένα σύνδρομο έντονης δυσφορίας λόγω εκπαιδευτικής εξουθένωσης, η οποία επιτείνεται από τις αντίξοες σχολικές συνθήκες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι νέες υποχρεωτικές συγχωνεύσεις τμημάτων και άρα η αύξηση των μαθητών ανά τάξη στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση της Ελλάδας. Ενα εργασιακά ανορθολογικό και παιδαγωγικά καταστροφικό μέτρο, που επιβλήθηκε φέτος από το υπουργείο Παιδείας μολονότι δημιουργεί εντελώς ακατάλληλες εκπαιδευτικές συνθήκες στις περισσότερες σχολικές μονάδες της χώρας.
Για να συλλάβουμε, όμως, το μέγεθος της παιδαγωγικής καταστροφής και το υψηλό κοινωνικό κόστος από τέτοιες πολιτικές εσκεμμένης υποβάθμισης και απαξίωσης του θεσμού της δημόσιας Παιδείας, θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη τις πιο πρόσφατες επιστημονικές κατακτήσεις σχετικά με τα αυξημένα φαινόμενα εκπαιδευτικής και μαθησιακής εξουθένωσης, που καταγράφονται (διεθνώς) σε κάθε εκπαιδευτική βαθμίδα.
Από το διδακτικό στο μαθησιακό Burnout
Πράγματι, η διαρκώς διογκούμενη εκπαιδευτική εξουθένωση, τόσο των εκπαιδευτικών όσο και των μαθητών, τεκμηριώνεται από τις καταγγελίες των αρμόδιων εκπαιδευτικών συνδικαλιστικών φορέων, αλλά και από πλήθος σχετικών ερευνών που δημοσιεύονται σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά, στις οποίες τεκμηριώνεται επαρκώς η διαρκώς αυξανόμενη επαγγελματική δυσφορία όσων εργάζονται στον εκπαιδευτικό τομέα.
Τα αίτια της εκπαιδευτικής εξουθένωσης είναι πολλά και περίπλοκα, αφού στις εκδηλώσεις της εμπλέκονται ετερογενείς ατομικοί-υποκειμενικοί και κοινωνικοί-διυποκειμενικοί παράγοντες: από τα ατομικά ψυχοσωματικά γνωρίσματα και τις παθήσεις, μέχρι τους αντικειμενικούς ιστορικούς παράγοντες, όπως π.χ. η υπερβολική γραφειοκρατία, και την εργασιακή-οικονομική απαξίωση των εκπαιδευτικών.
Εν τούτοις, θα πρέπει να διευκρινίσουμε, εξ αρχής, ότι δεν πρέπει να συγχέουμε το σύνδρομο εργασιακής εξουθένωσης με το σύνηθες εργασιακό άγχος και την κόπωση. Τα συνήθη αισθήματα άγχους ή/και κόπωσης δεν προκαλούνται από μια σαφή αιτία, αλλά σχετίζονται μάλλον αόριστα με την καθημερινή ανάγκη διεκπεραίωσης -σε προκαθορισμένα και στενά χρονικά όρια- των πιο διαφορετικών υποχρεώσεων (εργασιακών, οικογενειακών, προσωπικών). Αντίθετα, το σύνδρομο Burnout σχετίζεται αποκλειστικά με το είδος και τις συνθήκες εργασίας, τα οποία, σε αυτή την περίπτωση, δημιουργούν ακραίες και παρατεταμένες ψυχοσωματικές πιέσεις: κάποιοι νιώθουν διαρκώς εξαντλημένοι σωματικά, χωρίς καθόλου εργασιακά κίνητρα ή προσδοκίες, εντελώς ακατάλληλοι και αβοήθητοι στο εργασιακό τους περιβάλλον.
Επομένως, τα ακραία συναισθήματα άγχους, κατάθλιψης, οργής και απελπισίας που βιώνουν όσοι υποφέρουν από Burnout, αφορούν αποκλειστικά το πεδίο της εργασίας. Και δημιουργούν, σύμφωνα με τον ΠΟΥ, έντονα σωματικά συμπτώματα: χρόνιους πονοκεφάλους, διαταραχές στον κύκλο ύπνου-εγρήγορσης, σοβαρά στομαχικά και γαστρεντερικά προβλήματα. Κάτι που δεν ισχύει για άλλες, πιο ήπιες και πιο εύκολα διαγνώσιμες ψυχοσωματικές διαταραχές!
Πώς εκδηλώνονται όλα αυτά στο εκπαιδευτικό Burnout; Αυτή η μορφή εργασιακής εξουθένωσης αφορά τόσο τους δασκάλους-καθηγητές όσο και τους μαθητές, οι οποίοι υποχρεώνονται να εργάζονται, καθημερινά, με απάνθρωπους εκπαιδευτικούς ρυθμούς και, ενίοτε, σε πολύ αντίξοες σχολικές και παιδαγωγικές συνθήκες. Τα αίτια της επαγγελματικής εξουθένωσης των εκπαιδευτικών σχετίζονται με το ότι οι καθηγητές δεν έχουν σχεδόν κανέναν έλεγχο στους ρυθμούς υλοποίησης ή στις αλλαγές των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που, κάθε χρόνο, καλούνται να διδάξουν.
Αυτή η εργασιακή υποτίμηση του διδακτικού ρόλου και της βαρύτητας των απόψεων των εκπαιδευτικών (δασκάλων και καθηγητών) συνοδεύεται από την πρωτοφανή κοινωνική και οικονομική υποτίμηση της, κατά τα άλλα, αναγκαίας και κοινωφελούς εργασίας τους. Αυτή η κοινωνική απαξίωση του έργου των εκπαιδευτικών δεν εκφράζεται μόνο στις ανεπαρκέστατες πια οικονομικές απολαβές τους ή στην απουσία σοβαρών προοπτικών επαγγελματικής εξέλιξης, αλλά και στην, όλο και συχνότερη, αμφισβήτηση του παιδαγωγικού τους ρόλου, δηλαδή την ελλιπή αναγνώριση της επαγγελματικής τους αυθεντίας, είτε από τους μαθητές είτε από τους γονείς τους είτε από αμφότερους.
Οσο για τους μαθητές, ειδικά για τις/τους εφήβους, η εκπαιδευτική τους εξουθένωση αποτυπώνεται στις ατέλειωτες ώρες μαθημάτων -στο σχολείο και στα φροντιστήρια- οι οποίες τους στερούν τον αναγκαίο χρόνο για χαλάρωση και κοινωνικοποίηση. Με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι έφηβοι να δυσανασχετούν (δικαίως!) με τα εξουθενωτικά εκπαιδευτικά προγράμματα στα οποία τους υποβάλλουν. Και δυστυχώς, από πολύ νωρίς, μαθαίνουν να αμφισβητούν τη χρησιμότητα και την αναγκαιότητα μιας ευρύτερης σχολικής παιδείας, δηλαδή μιας παιδείας που δεν είναι προσανατολισμένη και δεν εξυπηρετεί τις ανάγκες των αγορών.
H νεοδημοκρατική εκπαιδευτική εξουθένωση
Ενα πρόσφατο και ιδιαίτερα προκλητικό παράδειγμα της νέας παιδαγωγικής βαρβαρότητας και της εκπαιδευτικής απαξίωσης του κοινωνικού ρόλου της δημόσιας Παιδείας, μας το προσφέρει η επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης να επιβάλει, από φέτος, τη δημιουργία νέων σχολικών τμημάτων με 28, 29 ή και 30 μαθητές σε κάθε τάξη, ενώ μέχρι τώρα το ανώτατο επιτρεπτό όριο ήταν οι 27 μαθητές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των ελληνικών εκπαιδευτικών ομοσπονδιών (ΟΛΜΕ, ΔΟΕ και ΠΟΣΕΕΠΕΑ), καθώς και της Ανώτατης Συνομοσπονδίας Γονέων Μαθητών Ελλάδας, εκατοντάδες τμήματα συγχωνεύονται ή καταργούνται, κατά παράβαση της ισχύουσας νομοθεσίας, με τεράστιες συνέπειες τόσο στα μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών/τριών όσο και στα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών. Πράγματι, οι μαζικές συγχωνεύσεις μονάδων με βάση την αναλογία 1 εκπαιδευτικός ανά 28-29 μαθητές σε κάθε τάξη, που ήδη υλοποιούνται με εντολή του υπουργείου Παιδείας, θα οδηγήσουν στην κατάργηση τουλάχιστον 1.000 τμημάτων, αριθμού που, σύμφωνα με εκπαιδευτικούς φορείς, αντιστοιχεί σε πάνω από 100 σχολεία!
Αυτή η στρατηγική των «υποχρεωτικών» συγχωνεύσεων των τμημάτων στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι μια απολύτως συνειδητή πολιτική επιλογή, η οποία, ως εσκεμμένη προσπάθεια υποβάθμισης της δημόσιας εκπαίδευσης, αποβλέπει στην καταστροφή των βασικών εκπαιδευτικών δομών που, μέχρι σήμερα, προάγουν τη δημόσια Παιδεία στον τόπο μας.
Ενα ακόμη εκπαιδευτικό έγκλημα, που υποτίθεται ότι γίνεται για λόγους οικονομίας εις βάρος της δημόσιας εκπαίδευσης. Με το φαιδρό, για τον 21ο αιώνα, επιχείρημα ότι έτσι θα περικοπούν οι αναγκαίες προσλήψεις αναπληρωτών δασκάλων και καθηγητών, οι οποίες θα έπρεπε να γίνουν αν τα σχολικά τμήματα ήταν πιο περιορισμένα, όπως επιβάλλουν οι σύγχρονοι παιδαγωγικοί κανόνες που ισχύουν στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε.
Πρόκειται, προφανώς, για ένα ξεδιάντροπα προκλητικό πρόγραμμα εκπαιδευτικής εξουθένωσης τόσο των Ελλήνων εκπαιδευτικών όσο και των μαθητών. Και είναι προκλητικό επειδή δεν προβλέπει τι θα γίνει σε αυτά τα υπεράριθμα τμήματα με τους μαθητές που έχουν σοβαρά μαθησιακά προβλήματα, πώς θα μπορέσει να τους βοηθήσει ο δάσκαλος ή ο καθηγητής. Θα υπάρχουν την ίδια ώρα στην ίδια αίθουσα εκπαιδευτικοί της παράλληλης στήριξης; Κι αν όχι, πώς θα μπορέσει να ελέγξει αυτή την κατάσταση ο δάσκαλος του τμήματος και σε ποια παιδιά θα πρέπει να εστιάσει την προσοχή του; Σε αυτά, και σε πολλά άλλα εύλογα ερωτήματα, το υπουργείο σφυρίζει αδιάφορα και αντιμετωπίζει με κατασταλτικά μέτρα και απειλές το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας που διαμαρτύρεται και αγωνιά για το μέλλον των δημόσιων σχολείων.
Τελικά, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το επάγγελμα του εκπαιδευτικού είναι πολύ απαιτητικό και ψυχοφθόρο. Ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου η πίεση στο διδακτικό προσωπικό και στους μαθητές αυξάνεται εντελώς αυθαίρετα και ανορθολογικά, από χρόνο σε χρόνο, δημιουργώντας ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. Αν, μάλιστα, στην τρέχουσα εκπαιδευτική εξουθένωση προστεθούν και οι άλλοι παράγοντες που αναφέραμε, όπως η οικονομική και η κοινωνική απαξίωση της κοινότητας των εκπαιδευτικών, τότε είναι βέβαιο ότι, στο άμεσο μέλλον, μπορεί μόνο να αυξηθεί και να επιδεινωθεί το σύνδρομο εκπαιδευτικής εξουθένωσης, που ήδη ταλαιπωρεί έναν μεγάλο αριθμό εκπαιδευτικών και μαθητών.
ΠΗΓΗ: ΜΗΧΑΝΕΣ ΤΟΥ ΝΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου