02 Σεπτεμβρίου 2024

Η αδιέξοδη αντιμετώπιση της οικοκλιματικής κρίσης

Η αδιαμφισβήτητη πλέον όχι μόνο κλιματική αλλά και οικολογική-οικοκλιματική κρίση (η οποία συνοδεύεται και από κοινωνική-οικοκοινωνική κρίση) ως διάσταση και τμήμα της γενικευμένης και καθολικής πολυ-κρίσης του μεγα-«συστήματος» έχει αρχίσει να δείχνει τις πολιτικές και κάθε άλλο παρά «ουδέτερες», συγκεκριμένες καταστροφικές και «κατασκευαστικές» συνέπειές της. Αποτελέσματα απτά δηλαδή που δεν είναι άσχετα προς συγκεκριμένες οικονομικές κοινωνικές και πολιτισμικές κατασκευές και σχέσεις εντός των οποίων δημιουργούνται/κατασκευάζονται (Βλ. και Κ. Χατζημιχάλης, εφημ. «Η Εποχή», 7-8/10/2023). Με άλλα λόγια, η οικοκλιματική κρίση-κατάρρευση δεν εμφανίστηκε ξαφνικά, δεν έπεσε από τον ουρανό, ούτε είναι «ατύχημα». Είναι το εξελικτικό αποτέλεσμα συγκεκριμένης, οργανωμένης, «αναγκαίας» και μακροχρόνιας διαδικασίας κυρίως οικονομικής αλλά και ιδεολογικοπολιτικής με άξονα την «εργαλειοποίηση» της φύσης ως αντικείμενο.

Ταυτόχρονα τούτη έφερε στην επιφάνεια με ενάργεια δύο καίριες σειρές διαπιστώσεων που από καιρό «πάσχιζαν» να αναδυθούν:

Α. Κατ’ αρχάς, όπως σημείωνε ο B. Latour, το «νέο αυτό καθεστώς» αφορά όλη την έμβια ζωή και την επιβίωση στον πλανήτη. Στη συνέχεια «βοηθά» να κατανοήσουμε σε όλες της τις διαστάσεις την ιστορική έκρηξη των ποικίλων πλέον αποκλεισμών (περιφράξεων και εκκαθαρίσεων) και ανισοτήτων, όπως και τη μη ελέγξιμη και γενικευμένη απορρύθμιση (και ιδιωτικοποίηση) αλλά και, τέλος, την έκρηξη της μετανάστευσης και των προσφυγικών μετακινήσεων. Μια κατανόηση που μας οδηγεί, για άλλη μια φορά, στο να αναγνωρίσουμε πως αφενός η φύση ενυπάρχει στην κοινωνία και τούτη στη φύση, και αφετέρου πως οι πολυ-κρίσεις τελικά έχουν κοινές αιτίες. Στην οπτική αυτή ελάχιστοι αναγνωρίζουν ευθαρσώς ότι η πλανητική οικοκλιματική κρίση εντάσσεται στην καπιταλόκαινο (A. Campagne, 2017) γεω-ιστορική περίοδο (εκτεινόμενη κυρίως από τα μέσα του 18ου αιώνα) και συνδέεται δομικά με τον πυρήνα της κλασικής/καπιταλιστικής διαδικασίας, συγκεντροποιητικής, μεγεθυνσιακής (και αρπακτικής στη βάση της) αλλά και μη ελέγξιμης πλέον σήμερα χρηματοπιστωτικής και ψηφιακής ανταγωνιστικής οικονομίας της αγοράς/αγορών.

Αντίθετα, στο πλαίσιο του κυρίαρχου σήμερα «πράσινου» περιβαλλοντιστικού λόγου και της αντίστοιχης κλίμακας αξιών (ξανα-)ανακαλύφθηκε ότι για την (οικο)κλιματική κρίση φταίει ο… άνθρωπος (ή οι «ανθρώπινες δραστηριότητες» ή «η ανεύθυνη ανθρώπινη παρέμβαση»). Σ’ ένα ανθρωποκεντρικό σύμπαν, ο κατά τον Ρ. Μπαρτ «αιώνιος» και μοναδικός κάτοικός του» άνθρωπος, ο οποίος τοποθετείται στο κέντρο της νέας γεω-ιστορικής περιόδου, της ανθρωποκαίνου, ευθύνεται (όπως και για την πανδημία) για πρώτη φορά, σαν άπληστος κατακτητής και «επηρεαστής» της φύσης και της ζωής, ταυτόχρονα όμως και θύμα. Οπου ως άνθρωπος νοείται το σύνολο των ανθρώπων αδιακρίτως, αδιαβάθμητα και αδιαίρετα, πλούσιοι και φτωχοί, σε Βορρά και Νότο: όλοι, με τη βολική για όλα τα προβλήματα «ατομική μας ευθύνη», συμβάλλουμε το ίδιο στην καταστροφή και υφιστάμεθα τις ίδιες βλάβες.

Β. Κατά δεύτερον, η οικοκλιματική και οικοκοινωνική κρίση δείχνουν πλέον τα όρια: 1) της αέναης και διαρκούς και με κάθε τίμημα οικονομικής (ποσοτικής και εξορυκτικής) μεγέθυνσης και συσσώρευσης και των ερεισμάτων (ιδίως χρηματοπιστωτικών) αυτής, 2) της (πράσινης) τεχνοδιαχείρισης και (πράσινης) τεχνοκαινοτομίας ως πανάκεια στην επίλυση του προβλήματος σύμφωνα και με την κυρίαρχη περιβαλλοντιστική οικονομική (και αγορακεντρική) θεωρία, 3) της αντιπροσώπευσης, της λεγόμενης αντιπροσωπευτικής και κομματοκεντρικής (μετα-ολιγο)δημοκρατίας (χωρίς βεβαίως «δήμο»). Τούτη αδυνατεί πλέον κατά κοινή παραδοχή να αντιμετωπίσει όχι μόνο τα στενά περιβαλλοντικά προβλήματα, αλλά και τα κοινωνικά, στεγαστικά, διατροφικά κ.λπ.

Τελικά φαίνεται πως η αέναη οικονομική –μέσω των νέων (πράσινων και τεχνοκαινοτομικών) αγορών– μεγέθυνση και η πολιτική-κομματοκεντρική αντιπροσώπευση αποτελούν τους δύο πυλώνες που στηρίζουν ένα τερατώδες, αρπακτικό και βίαιο, χαοτικό (με συχνά εγγενή «ατυχήματα» χρηματοπιστωτικά, οικολογικά, ενεργειακά ψηφιακά κ.ά.) και νεοφεουδαρχικό πολιτισμικό μεγα-σύστημα. «Σύστημα» μη διαχειρίσιμο και μη ελέγξιμο, όπως προαναφέρθηκε, το οποίο επιζεί τρώγοντας ακόμα και από τα δικά του ως άλλος Ερυσίχθων και αναπαράγεται και επεκτείνεται σε νέα κάθε φορά… βοσκοτόπια ακόμα και… μελλοντικά, δημιουργώντας φτώχεια, ανισότητες και αποκλεισμούς που η ίδια η μεγέθυνση προκαλεί. Και έτσι ως οικοκοινωνική κρίση η ταξική σύγκρουση μεταβολίζεται σε σύγκρουση οικοκοινωνικού και πολιτικού μετασχηματισμού. Σε αυτή τη διαιώνιση της αναπαραγωγής του και της κυριαρχίας του με κάθε τρόπο (ακόμα και βίαιο) και μέσο, κυρίως επικοινωνιακό (και γλωσσικό), κάθε αιρετική ή ετερόδοξη άποψη απαξιώνεται ή εξαφανίζεται.

Μέσα σ’ ένα τέτοιο τοπίο καθίστανται πλέον αναγκαίες μορφές ουσιαστικά αμεσοσυμμετοχικής και διαβουλευτικής σε όλα τα επίπεδα δημοκρατίας και όχι μιας μεταπολιτικής μη διαβουλευτικής και μη αμεσοσυμμετοχικής αυταρχικής τεχνο-διακυβέρνησης. Ετσι, στον τομέα της οικοκλιματικής κρίσης είναι πανθομολογούμενο ότι οι περίφημες «εκ των άνω» COP έχουν πλήρως αποτύχει. Οπως ορθά τονίζει η Yamin Saheb (η οποία ήταν μέλος της συντακτικής επιτροπής της έκθεσης Cgiec το 2022), είναι απαραίτητο πλέον η δημιουργία αντί των «εκ των άνω» COP (διασκέψεις των μερών της σύμβασης των Η.Ε. για την κλιματική αλλαγή) νέων «εκ των κάτω» COP των πολιτών, κατά το παράδειγμα της γνωστής συνδιάσκεψης των πολιτών στη Γαλλία επί προεδρίας Μακρόν. Του προέδρου εκείνου, δηλαδή, που τελικά «ενταφίασε» τις σπουδαίες και τεκμηριωμένες (και με τη συμβουλευτική απλώς βοήθεια ειδικών) οικολογικές και ολιστικές προτάσεις των πολιτών που συμμετείχαν με κλήρωση.

Αυτές οι νέες COP θα δραστηριοποιούνται τόσο σε εθνικό όσο και σε βιοχωροτοπικό επίπεδο. Ομοίως έχουν αποτύχει τα κλασικά κανονιστικά περιβαλλοντικά εργαλεία «εντολής και ελέγχου», η φιλοπεριβαλλοντική νομοθεσία (ανακύκλωση, ΑΠΕ, φύση, κ.ά.) και οι περιβαλλοντικές αρχές, και όλα τα γνωστά χρηματοδοτικά (ταμεία-προγράμματα) και μη κανονιστικά-«ευέλικτα» οικονομικά περιβαλλοντικά εργαλεία (κυρίως της αγοράς/ανταγωνισμού, του κόστους και της αρχής ο ρυπαίνων πληρώνει) είτε άμεσα οικονομικά και φορολογικά είτε έμμεσα εθελoύσια-αυτοδεσμευτικά είτε αστική ευθύνη. Εργαλεία δηλαδή που αποτελούν και (ένα) μέρος της πολυθρύλητης βιώσιμης ανάπτυξης, όπως επίσης και ο ατομικός «πράσινος» και «υπεύθυνος» τρόπος ζωής-κατανάλωσης, και η περίφημη, εύηχη (πλην παραπλανητική) Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη-ΕΚΕ.

Με άλλα λόγια, η επείγουσα έξοδος από τα ορυκτά απαιτεί μια νέα ριζική (πολιτική) (αναδι-)οργάνωση της οικονομίας (παραγωγής, διανομής κατανάλωσης) και κοινωνίας με αποκέντρωση και αποσυγκέντρωση σε όλα τα επίπεδα, ενώ παράλληλα απαιτείται συνολική στροφή οικο/κοσμο αντίληψης και οικο/φιλοσοφίας, μια θεμελιακή αλλαγή παραδείγματος αλλά και του νοήματος, των σημασιών, των παραστάσεων και των αξιών της ζωής με νέες θεσμίσεις. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να σχεδιαστεί και να υλοποιηθεί μόνο από το –ήδη αποτυχημένο– «εκ των άνω» (ακόμα και εάν υποτεθεί ότι «οι εκ των οι άνω» –κράτη, διεθνείς οργανισμοί, διεθνείς συνδιασκέψεις, COP, fora κ.λπ.– έχουν άλλη ριζικά διαφορετική οικοκλιματική και οικοκοινωνική οπτική).

Στο πλαίσιο αυτό αναζητείται ένα νέο οικοκοινωνικό και ισοδίκαιο και ισοελεύθερο συμβόλαιο με αφετηρία τον βιοχωροτόπο σε μια οικο-νομία των αναγκών και της ολιγοεπάρκειας, των σχέσεων και της συνεξέλιξης. Μια οικο-νομία η οποία θα συνεπάγεται ότι οι υλικές ανάγκες και σχέσεις του ανθρώπου διαπλέκονται και εξελίσσονται μαζί με τα άλλα είδη, επανασχεδιάζοντας θεσμούς, και κανονιστικό πλαίσιο δομημένο γι’ αυτό τον σκοπό.

Αναδεικνύεται, δηλαδή, η αναγκαιότητα για έναν «δημο»-κρατικό επαναπροσδιορισμό–σχεδιασμό των αναγκών, με ποιοτικά και αξιοχρησικά κριτήρια αντί ποσοτικά, και συνεπώς θέσπιση νέων δεικτών πλούτου και εγκαθίδρυση ουσιαστικής οικονομικής δημοκρατίας και συλλογικής, συνεργατικής και αυτοδιαχειριστικής ιδιοκτησίας της παραγωγής και των «κοινών» στο πλαίσιο μιας ισχυρής (οικολογικής) αειφορίας. Ολα τα παραπάνω με ταυτόχρονη εγκατάλειψη του (παρα)μύθου τής έτσι κι αλλιώς αντιφατικής και επιτήδεια αόριστης (και για τούτο αποτυχημένης) αρχής-έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης (και στην πράξη μεγέθυνσης) και της νέας πράσινης οικονομίας (στο πλαίσιο και της πρόσφατης ευρωπαϊκής πράσινης συμφωνίας). Ωστόσο και οι δύο (βλ. και Κ. Χατζημιχάλης, «Εποχή» 13-14/7/2024) μοιράζονται την άκρατη οικονομική μεγέθυνση και συσσώρευση σε μια «ελεύθερη» και ανταγωνιστική «πράσινη» αγορά εις βάρος της επιβίωσης και μιας οικοκοινωνικής ζωής, ποιοτικής και συμβιω(ο)τικής.

Στην ουσία πρόκειται, όπως έχουμε δείξει σε προηγούμενα άρθρα μας, για πράσινη επέκταση του καπιταλισμού με νέο «πράσινο προσωπείο» και γενικότερα με τον γνωστό καλλωπισμό και τη διαστροφή των εννοιών. Με τρόπο που, μέσω της συνέργειας γλώσσας και εξουσίας, τα καλυμμένα (ίδια) συμφέροντα να γίνονται ευκολότερα αποδεκτά ως αυτονόητα (Α. Αδαμόπουλος, «Εφημερίδα των Συντακτών-νησίδες» 27-28/7/2024).

Τελικά όσο δεν τίθενται στη δημόσια (βιο-χωροτοπική, εθνική και διεθνή) σκηνή και στα κινήματα η μεγέθυνση και ο ανταγωνισμός ως λυδία λίθος του οικοκλιματικού και οικοκοινωνικού προβλήματος αλλά και της γενικότερης πορείας του μεγα-«συστήματος», και της δόμησης-οργάνωσης των σύγχρονων κοινωνιών, η ουσία του επείγοντος και ζωτικού πλέον προβλήματος κάθε φορά θα παρακάμπτεται με κάθε τρόπο (π.χ. παραπλανητικός ή και ωραίος κυρίαρχος και αυτονόητος λόγος κ.λπ.).

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου