Ηγεμονικός ανταγωνισμός Μεγάλων Δυνάμεων

Ζούμε σε μια εποχή πρωτοφανών στρατιωτικών εντάσεων που απειλούν με έκρηξη παγκοσμίου πολέμου. Από το 2022 δύο περίπου ίσες στρατιωτικές δυνάμεις – η Ρωσία και οι ΗΠΑ με τους συμμάχους τους, με εντολοδόχο το Κίεβο- έχουν εμπλακεί σε πόλεμο, καταστρέφοντας την Ουκρανία και προκαλώντας εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους. Η Μέση Ανατολή βρίσκεται στα πρόθυρα γενικευμένου πολέμου εδώ και μήνες, καθώς το Ισραήλ συνεχίζει να σφαγιάζει Παλαιστίνιους στη Γάζα με τη βοήθεια και την υποστήριξη των ΗΠΑ. Και οι εντάσεις μεταξύ δύο άλλων περίπου ίσων στρατιωτικών δυνάμεων – των ΗΠΑ και της Κίνας – έχουν κλιμακωθεί σε τεράστιο βαθμό, εγείροντας την προοπτική ένοπλης σύγκρουσης στη Νότια Σινική Θάλασσα.

Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να είναι η κυρίαρχη δύναμη, η Κίνα είναι η ανερχόμενη οικονομική δύναμη και η Ρωσία είναι μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη, με πολύ ισχυρότερη οικονομία από ό,τι φανταζόταν η Δύση. Αυτές οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις ανταγωνίζονται για την ηγεμονία και μπαίνουν σταδιακά σε έναν μακάβριο χορό πολέμου. Είναι βέβαιο ότι τα παγκόσμια πράγματα δεν παρουσίαζαν τέτοια εικόνα τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα. Πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε την αλλαγή;

Ένας τρόπος είναι να στηριχθούμε στην επικρατούσα φιλελεύθερη ιδεολογία, όπως προκύπτει για παράδειγμα από το έργο του Robert Keohane. Οι ΗΠΑ είναι φάρος της φιλελεύθερης δημοκρατίας και άξονας μιας διεθνούς θεσμικής συνεργασίας μεταξύ των χωρών που αποκλείει την απροκάλυπτη ηγεμονική κυριαρχία. Αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε διαμάχη με αυταρχικές δικτατορίες στην Κίνα και τη Ρωσία, οι οποίες απειλούν τη διεθνή ισορροπία. Όλοι όσοι πιστεύουν στα ατομικά δικαιώματα και τις δημοκρατικές ελευθερίες πρέπει να ταχθούν στο πλευρό τους

Οι υποστηρικτές αυτών των απόψεων έχουν για χρόνια γιγαντιαία επιρροή στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, ουσιαστικά διαμορφώνοντάς την επί δεκαετίες. Δυστυχώς γι’ αυτούς, οι ισχυρισμοί τους δεν αντέχουν σήμερα ούτε μια στιγμή κριτικού προβληματισμού. Αλλά δεν χρειάζεται καν να μπούμε σε τέτοια διαδικασία. Η γενοκτονία των Παλαιστινίων από το Ισραήλ στη Γάζα τις έχει διαψεύσει στην πράξη. Ο Παγκόσμιος Νότος γελάει με την παραμικρή τους μνεία.

Μια καλύτερη ερμηνεία θα μπορούσε να προκύψει μέσω της λεγόμενης ρεαλιστικής θεώρησης της παγκόσμιας γεωπολιτικής, όπως για παράδειγμα στο έργο του John Mearsheimer, ο οποίος έχει διακριθεί ως σφοδρός επικριτής της Δύσης στην Ουκρανία. Οι Μεγάλες Δυνάμεις επιδιώκουν αναπόφευκτα την ηγεμονία και αυτό που έχει σημασία είναι η συσχέτιση των υλικών παραγόντων, όπως ο πληθυσμός, η οικονομική παραγωγή και στρατιωτική δύναμη. Οι ΗΠΑ υποτίμησαν δραματικά τη Ρωσία πιστεύοντας ότι θα μπορούσαν να την υπονομεύσουν μέσω ενός στρατιωτικού ενδιάμεσου φορέα σε συνδυασμό με εκτεταμένες οικονομικές κυρώσεις. Η ηγεμονική δύναμη ενήργησε ανόητα και θα πληρώσει το τίμημα.

Η ρεαλιστική θεώρηση έχει άμεση απήχηση για όσους βλέπουν τον κόσμο μέσα από τους φακούς της κλασικής πολιτικής οικονομίας. Αλλά εξακολουθεί να είναι περιορισμένη. Τι στηρίζει την άνοδο της Κίνας και την επιστροφή της Ρωσίας; Ποιοι είναι οι υποκείμενοι δομικοί παράγοντες που οδηγούν τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις στον ανταγωνισμό για την ηγεμονία, ωθώντας τον κόσμο προς έναν καταστροφικό πόλεμο; Αυτά τα ερωτήματα έχουν ζωτική σημασία και πρέπει να απαντηθούν.

Η μαρξιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού

Ο μαρξισμός προσφέρει την πιο πειστική απάντηση εντοπίζοντας τους υποκείμενους παράγοντες στις εκμεταλλευτικές και καταπιεστικές σχέσεις του παγκόσμιου καπιταλισμού. Η ανάλυση του ιμπεριαλισμού παραμένει μια από τις πιο διαχρονικές συνεισφορές της Αριστεράς στη διεθνή γεωπολιτική, τόσο σε επίπεδο ιδεών όσο και σε επίπεδο λαϊκών κινημάτων.

Το πλέον καθιερωμένο επιχείρημα αναπτύχθηκε, φυσικά, από τον Λένιν, που βασίστηκε κυρίως στον Χίλφερντινγκ. Και οι δύο είχαν να αντιμετωπίσουν τον κλασικό ιμπεριαλισμό του τελευταίου τετάρτου του 19ου και των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, όταν κυρίως Ευρωπαίοι αποικιοκράτες μοίρασαν μεταξύ τους την Αφρική και άλλα μέρη του κόσμου, δημιουργώντας τεράστιες εδαφικές αυτοκρατορίες, για να αλληλοσπαραχθούν στη συνέχεια, με πολύνεκρες σφαγές. Οι υποκείμενες δυνάμεις συνοψίστηκαν στο «χρηματιστικό κεφάλαιο», δηλαδή στο μονοπωλιακό βιομηχανικό και εμπορικό κεφάλαιο που συγχωνεύτηκε με το τραπεζικό κεφάλαιο, με τις τράπεζες στο τιμόνι.

Η επιδίωξη του χρηµατιστικού κεφαλαίου ήταν να δηµιουργήσει εδαφικές αυτοκρατορίες, ώστε να εξασφαλίσει εξαιρετικά κέρδη µέσω της εξαγωγής εµπορευµάτων και της εξαγωγής δανειστικών κεφαλαίων. Τα κέρδη που έτσι αποσπάστηκαν από τις αποικίες επέτρεψαν στους καπιταλιστές να εξαγοράσουν ένα στρώμα της εργατικής τάξης, την «αριστοκρατία της εργασίας».

Για να επιτύχει τους εδαφικούς του στόχους, το χρηματιστικό κεφάλαιο χρειαζόταν τη στρατιωτική υποστήριξη του δικού του κράτους, και έτσι ο κόσμος χωρίστηκε σε (κυρίως ευρωπαϊκές) αυτοκρατορίες που αντιπαρατέθηκαν μεταξύ τους. Οι αργοπορημένοι, δηλαδή η Γερμανία, η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ, προσπάθησαν να ξαναμοιράσουν τον κόσμο εδαφικά, ώστε να αποκτήσουν μερίδιο από τα κέρδη. Ακολούθησε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, που έφερε τις εκατόμβες στα πεδία της Φλάνδρας και αλλού.

Ο ιμπεριαλισμός συνέχισε να χαρακτηρίζει τον 20ό αιώνα, με άξονα τις ΗΠΑ, αλλά πήρε πολύ διαφορετική μορφή καθώς οι τυπικές αποικιακές αυτοκρατορίες έφτασαν στο τέλος τους. Στο δεύτερο μισό του αιώνα οι ηγεμονικές ΗΠΑ κυριάρχησαν σε μεγάλο μέρος αυτού που τότε ονομαζόταν Τρίτος Κόσμος, ενώ παράλληλα βρέθηκαν αντιμέτωπες με την ΕΣΣΔ και τους συμμάχους της. Υπήρξε ένας διαρκής Ψυχρός Πόλεμος, αλλά όχι μια γενικευμένη πολεμική ανάφλεξη, εν μέρει λόγω της πυρηνικής ισορροπίας του τρόμου.

Τα επιχειρήματα του Λένιν και του Χίλφερντινγκ στην ουσία δεν ίσχυαν κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπήρχαν βέβαια μεγάλες μονοπωλιακές επιχειρήσεις, τόσο αμερικανικές όσο και ευρωπαϊκές, που άπλωναν τα πλοκάμια τους σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, οι χρηµατοπιστωτικές δραστηριότητες ελέγχονταν σε µεγάλο βαθµό, η εξαγωγή δανειακών κεφαλαίων ήταν περιορισµένη, και ποτέ δεν τέθηκε ζήτηµα κυριαρχίας των τραπεζών επί της ιδιωτικής βιοµηχανίας. Οι πολυεθνικές των ΗΠΑ αποσπούσαν κέρδη από την περιφέρεια χωρίς να χρειάζονται εδαφική αυτοκρατορία. Τότε η Αριστερά παρήγε θεωρίες «εξάρτησης» και «υπανάπτυξης» που στήριξαν τα αντιιμπεριαλιστικά κινήματα σε όλο τον κόσμο.

Την περίοδο εκείνη, οι ΗΠΑ μπορεί να καταπίεζαν και να εκφόβιζαν τις χώρες της περιφέρειας, αλλά ο κύριος αντίπαλός τους ήταν η ΕΣΣΔ. Εξάλλου, ο στρατιωτικός ανταγωνισμός μεταξύ των ιστορικών ιμπεριαλιστικών χωρών έληξε το 1945 και δεν επανήλθε ποτέ. Όταν η ΕΣΣΔ κατέρρευσε το 1991, οι ΗΠΑ αναδείχθηκαν σε μοναδικό παγκόσμιο ηγεμόνα. Για μια στιγμή φάνηκε ότι η παλιά θεωρία του Κάουτσκι για τον «υπεριμπεριαλισμό» είχε επαληθευτεί, δηλαδή ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των ιμπεριαλιστών θα οδηγούσε τελικά σε μια κυρίαρχη δύναμη που θα εξουδετέρωνε μόνιμα τους ηγεμονικούς ανταγωνισμούς.

Η άνοδος του καπιταλισμού στην Κίνα, τη Ρωσία και αλλού στον 21ο αιώνα έβαλε τέλος σε τέτοιες φαντασιώσεις. Ο ιμπεριαλισμός και ο αγώνας για ηγεμονία σήμερα θυμίζουν την εποχή του Λένιν και του Χίλφερντινγκ, αλλά είναι επίσης βαθιά διαφορετικοί. Μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά τους συνοψίζονται παρακάτω με βάση το πρόσφατο βιβλίο μας, «Η κατάσταση του καπιταλισμού».

Παγκοσμιοποίηση και χρηματιστικοποίηση

Το μονοπωλιακό βιομηχανικό και εμπορικό κεφάλαιο κυριαρχούν σήμερα στην παγκόσμια αγορά. Οι μεγάλες πολυεθνικές κυβερνούν τον παγκόσμιο καπιταλισμό, προερχόμενες κυρίως από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, αλλά όλο και συχνότερα από την Κίνα και άλλα μέρη του κόσμου. Το χαρακτηριστικό τους γνώρισμα είναι η διεθνοποίηση της παραγωγής και όχι η εξαγωγή εμπορευμάτων. Η υπέρβαση των εθνικών συνόρων με στόχο την παραγωγή προϊόντων και τη δημιουργία κερδών είναι, φυσικά, μια παλιά πρακτική των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Η έκτασή της κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες δεν έχει προηγούμενο και ακόμη πιο σημαντική είναι η μορφή που παίρνει.

Η διασυνοριακή παραγωγή είναι πλέον δυνατή χωρίς ο καπιταλιστής να έχει απαραίτητα άμεσα δικαιώματα ιδιοκτησίας επί του παραγωγικού δυναμικού. Τεράστιες αλυσίδες παραγωγής περικυκλώνουν τον κόσµο, µε τις εµπλεκόµενες επιχειρήσεις να συνδέονται συχνά µεταξύ τους µόνο µε συµβόλαια. Η επικεφαλής πολυεθνική καθορίζει τους όρους της αλυσίδας όσον αφορά την τιµολόγηση, την πίστωση, την τεχνολογία, την παράδοση των προϊόντων, κ.ο.κ., επιδιώκοντας υψηλά κέρδη για τον εαυτό της.

Ταυτόχρονα, η αλυσίδα επιτρέπει σε µια µικρή βιοµηχανική επιχείρηση, π.χ. στην Τουρκία ή την Ταϊλάνδη, να προσδώσει διεθνή χαρακτήρα στην παραγωγή της χωρίς να µετακοµίσει ή να χάσει την ιδιοκτησία επί του δικού της παραγωγικού δυναμικού. Τουλάχιστον τα δύο τρίτα του παγκόσµιου εµπορίου πραγµατοποιούνται µέσα σε αλυσίδες παραγωγής που κυριαρχούνται από πολυεθνικές επιχειρήσεις, ενώ υπάρχουν και αλυσίδες που προέρχονται από την περιφέρεια.

Την ίδια περίοδο, οι χρηµατοπιστωτικές δρσστηριότητες έγιναν επίσης παγκόσµιες µε πρωτοφανείς τρόπους, που συνοψίζονται ως χρηµατιστικοποίηση του καπιταλισµού. Γιγαντιαίες τράπεζες και «σκιώδεις τράπεζες», δηλαδή επενδυτικά ταμεία, κερδοσκοπικά ταμεία, και άλλα συναφή, λειτουργούν συνεχώς και σε πραγματικό χρόνο στις διεθνείς αγορές. Οι εξαγωγές κεφαλαίου είναι τεράστιες, κυρίως μεταξύ των παλαιών καπιταλιστικών χωρών, αλλά υπάρχουν επίσης σημαντικές ροές προς την περιφέρεια. Οι ροές περιλαμβάνουν κυρίως δανειακά κεφάλαια για τη χρηματοδότηση κρατών, καθώς και ιδιωτικών επιχειρήσεων. Κρίσιμο είναι ότι πλέον υπάρχουν και σημαντικές ροές ανάμεσα στις περιφερειακές χώρες.

Οι διεθνοποιημένες παραγωγικές επιχειρήσεις και οι παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις έχουν δημιουργήσει την πιο επιθετική σύζευξη κεφαλαίων στην ιστορία. Δεν συγχωνεύονται και καμία από τις δύο μορφές δεν κυριαρχεί επί της άλλης – δεν υπάρχει σήμερα χρηματιστικό κεφάλαιο κατά τον τρόπο του Λένιν ή του Χίλφερντινγκ. Αντίθετα, οι μεγάλες πολυεθνικές κατέχουν άμεσα τεράστια ρευστά κεφάλαια και τα διαθέτουν στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η Microsoft ή η Pfizer αλληλεπιδρούν συνεχώς με τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, αλλά καμία τράπεζα δεν μπορεί να τους πει τι να κάνουν.

Αυτή η σύζευξη κεφαλαίων είναι το οικονομικό θεμέλιο του σύγχρονου ιμπεριαλισμού. Δεν επιδιώκουν εδαφική αποκλειστικότητα, ούτε χρειάζονται τυπικές αυτοκρατορίες. Αυτό που χρειάζονται είναι, πρώτον, ένα θεσμικό πλαίσιο που να τους επιτρέπει να επεκτείνουν την παγκόσμια αγορά και να κυριαρχούν πάνω της και, δεύτερον, μια ασφαλή μορφή παγκόσμιου χρήματος για την εξόφληση υποχρεώσεων και την αποθησαύριση της αξίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Το κράτος που μπορεί να ανταποκριθεί με τον καλύτερο τρόπο σε αυτές τις απαιτήσεις είναι αυτό που θα διεκδικήσει με αξιώσεις την ηγεμονία.

Η ηγεμονική θέση των ΗΠΑ απορρέει από την υπεροχή τους σε πολυμερείς οργανισμούς, όπως το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα και ο ΠΟΕ, καθώς και από την ικανότητά τους να καθορίζουν το νομικό και πρακτικό πλαίσιο του διεθνούς εμπορίου, δηλαδή τους κανόνες της λογιστικής, της χρηματοδότησης, των επενδύσεων κ.λπ. Πάνω απ’ όλα, απορρέει από την ικανότητα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας να ελέγχει την πρόσβαση στο δολάριο ως παγκόσμιου χρήματος μέσω των συμφωνιών ανταλλαγής συναλλάγματος και άλλων μέσων. Φυσικά, το τελικό θεμέλιο είναι η παγκόσμια στρατιωτική τους ισχύς.

Η συνολική ισχύς των ΗΠΑ είναι έκδηλη. Τα χρηματοπιστωτικά τους ιδρύματα ελέγχουν τους πολύπλοκους μηχανισμούς των παγκόσμιων συναλλαγών, της εκκαθάρισης και των πληρωμών. Οι πολυεθνικές τους παράγουν και εμπορεύονται σε όλο τον κόσμο, με ορισμένους από αυτούς τους γίγαντες να κυριαρχούν στις αναδυόμενες νέες τεχνολογίες. Οι στρατιωτικές της δυνάμεις περικυκλώνουν τον πλανήτη, και ένας θηριώδης στρατιωτικός προϋπολογισμός επισκιάζει τους υπόλοιπους. Οι παλαιές ιμπεριαλιστικές χώρες υποτάσσονται στις ΗΠΑ από γεωπολιτική άποψη. Οι δικές τους βιομηχανικές και χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις έχουν προσαρμοστεί σε μεγάλο βαθμό στο παγκόσμιο πλαίσιο που υπαγορεύει η Ουάσινγκτον.

Η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ έχει διαμορφώσει τη σημερινή μορφή της παγκόσμιας οικονομίας και έχει αποκομίσει τεράστια οφέλη από την ηγεμονική της θέση. Πρωταρχικό της όφελος είναι η ελευθερία να ασκεί νομισματική πολιτική που επηρεάζει τον υπόλοιπο κόσμο και ταυτόχρονα να απολαμβάνει μια καθαρή μεταφορά πόρων από τις χώρες που αναγκάζονται να διατηρούν τεράστια αποθέματα δολαρίων. Ωστόσο, όπως συχνά συμβαίνει στην ιστορία, οι ΗΠΑ κατέληξαν να πληρώνουν το τίμημα της επιτυχίας τους.

Η αυξανόμενη πρόκληση

Κατά πρώτο λόγο, η διεθνοποίηση της παραγωγής και των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων επέτρεψε στην άρχουσα τάξη των ΗΠΑ, αλλά και των συμμάχων της, να ασκήσει πρωτοφανείς πιέσεις στους δικούς τους εργαζόμενους. Δεν υπάρχει «αριστοκρατία της εργασίας» σε ολόκληρη τη Δύση, η οποία υποτίθεται ότι εξαγοράζεται από πλεονάσματα που έρχονται από το εξωτερικό. Ακριβώς το αντίθετο ισχύει. Υπάρχουν τεράστιες ανισότητες στο εισόδημα και τον πλούτο, παρακμή των εγχώριων υποδομών και της κοινωνικής πρόνοιας, μια απελπισμένη μεσαία τάξη και τεράστια στρώματα εργαζόμενης φτώχειας.

Κατά δεύτερο και εξίσου σημαντικό λόγο, τυφλωμένη από την αλαζονεία της, η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ παρερμήνευσε τις παγκόσμιες εξελίξεις. Η διεθνοποίηση της παραγωγής και των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων επέτρεψε την εμφάνιση περαιτέρω κέντρων καπιταλιστικής συσσώρευσης στην περιφέρεια. Εμφανίστηκαν παραγωγικά και χρηματοπιστωτικά κεφάλαια με διεθνή προσανατολισμό, κυρίως στην Κίνα, αλλά και στη Ρωσία, την Ινδία, τη Βραζιλία και αλλού. Υποστηριζόμενα από τα κράτη τους, δημιούργησαν κέντρα δυναμικής εγχώριας συσσώρευσης και άρχισαν να ανταγωνίζονται στην παγκόσμια αγορά. Ομοίως με τους ανταγωνιστές τους στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ευρώπη και την Ιαπωνία, επιδιώκουν ευνοϊκές θεσμικές συνθήκες και ελεγχόμενη πρόσβαση σε μια αξιόπιστη μορφή παγκόσμιου χρήματος.

Η αμφισβήτηση της ηγεμονίας των ΗΠΑ πηγάζει εξ ολοκλήρου από τη θεαματικά αναδιαμορφωμένη περιφέρεια. Οι ανερχόμενες δυνάμεις απαιτούν λόγο στη θεσμική ρύθμιση της παγκόσμιας αγοράς, συμπεριλαμβανομένου του παγκόσμιου χρήματος. Σε αντίθεση με τα μεταπολεμικά χρόνια, και σε αντιστοιχία με την εποχή του Λένιν, η αναδυόμενη ηγεμονική διαμάχη δεν έχει ιδεολογικό περιεχόμενο, αλλά καθοδηγείται αποκλειστικά από τα καπιταλιστικά οικονομικά συμφέροντα. Αυτός είναι εν τέλει ο λόγος που καθίσταται εξαιρετικά επικίνδυνη η προοπτική ενός γενικευμένου πολέμου.

Δεν υπάρχει προφανής διευθέτηση στην οποία θα μπορούσαν να καταλήξουν οι ΗΠΑ με τους ανταγωνιστές τους. Η ίδια η κοινωνία τους μαστίζεται από διαφωνίες και διχασμό. Από καιρό έχασαν την παγκόσμια υπεροχή τους στη μεταποίηση. Πρόσφατα περιέπεσαν στη δεύτερη θέση στο παγκόσμιο εμπόριο. Η στρατιωτική τους μηχανή είναι γιγαντιαία, αλλά η πραγματική αποτελεσματικότητά της είναι συζητήσιμη. Σίγουρα οι ΗΠΑ διατηρούν τη χρηματοπιστωτική και τη νομισματική πρωτοκαθεδρία, αλλά αυτό δεν αρκεί για να διασφαλίσει τη θέση τους ως αδιαμφισβήτητου ηγεμόνα. Αυτές οι μέρες έχουν παρέλθει οριστικά.

Ωστόσο, θα ήταν σοβαρό λάθος να υπερεκτιμήσουμε τη δύναμη των διεκδικητών της ηγεμονίας. Η Κίνα κατέχει αποθεματικά περίπου 3 τρισ. δολαρίων, αλλά μεγάλο μέρος τους φυλάσσεται στο εξωτερικό και οποιαδήποτε σημαντική πτώση της αξίας του δολαρίου θα έβλαπτε τη χώρα άμεσα. Επιπλέον, οι διεθνείς συναλλαγές των κινεζικών τραπεζών και επιχειρήσεων διεκπεραιώνονται κυρίως σε δολάρια, με συνολική έκθεση ύψους ίσως και 2 τρισ. Όλα αυτά χωρίς καν να αναφέρουμε τα εσωτερικά προβλήματα της Κίνας, καθώς η ταχεία καπιταλιστική συσσώρευση έχει φτάσει στο τέλος της και το ποσοστό κέρδους έχει υποχωρήσει.

Για το ορατό μέλλον, οι ΗΠΑ θα παραμείνουν η κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη και η κύρια απειλή για την παγκόσμια ειρήνη, εγκλωβισμένες στον αγώνα για την υπεράσπιση της ηγεμονίας τους. Οι ανταγωνιστές τους, εξάλλου, είναι κάθε άλλο παρά φορείς μιας καλύτερης υπόσχεσης για την ανθρωπότητα. Κινούνται ξεκάθαρα από καπιταλισμό «κατακόκκινο στα νύχια και στα δόντια».

Καταλήγοντας, η διεθνοποίηση της παραγωγής και των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων των μεγάλων κεφαλαίων έχει προκαλέσει μια θανάσιμη ηγεμονική διαμάχη μέσα σε πολύ σύντομο ιστορικό διάστημα. Η απειλή του παγκόσμιου πολέμου δεν πρόκειται να υποχωρήσει με πολιτικά ή ηθικά επιχειρήματα. Είναι καθήκον της Αριστεράς να διατηρήσει την ελπίδα της ειρήνης αντλώντας από τη μακρά αντιιμπεριαλιστική και αντικαπιταλιστική της παράδοση τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη.

ΠΗΓΗ

* Οικονομολόγος, καθηγητής της Σχολής Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου