Η επιλογή μείωσης των εισφορών δεν θα πρέπει επουδενί να αφορά τις εισφορές που καταβάλλονται για κύρια και επικουρική σύνταξη.
Από κυβερνητικούς παράγοντες υποστηρίζεται ότι το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ) στην Ελλάδα είναι βιώσιμο υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα πραγματοποιηθεί κάποια παραμετρική αλλαγή. Δηλαδή, υπό την προϋπόθεση ότι: α) δεν θα αλλάξουν οι σημερινοί συντελεστές αναπλήρωσης οι οποίοι μελλοντικά θα οδηγήσουν σε μέση σύνταξη ύψους 850 ευρώ (μεικτά), β) δεν θα μεταβληθεί το ποσοστό εισφοράς 20% για την κύρια και 6% για την επικουρική σύνταξη και γ) θα εφαρμοστεί η μνημονιακή δέσμευση αύξησης του κανονικού ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 67 στα 72,5 έτη ηλικίας για πλήρη σύνταξη και από 62 έτη στα 67,5 έτη ηλικίας για μειωμένη σύνταξη. Έτσι, υπό αυτές τις προϋποθέσεις οι παράμετροι στην μελέτη που είχε εκπονήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την χώρα μας το 2021 (AWG 2021) δεν θα μεταβληθούν.
Σημειώνεται ότι η συγκεκριμένη μελέτη η οποία εκπονείται κάθε τρία χρόνια το 2021 είχε εκτιμήσει ότι η συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ θα μειωθεί από 15,7% που ήταν το 2020, σε 11,9% του ΑΕΠ το 2070. Δηλαδή κάτω από τον μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκτιμάται ότι το 2070 θα είναι 12% του ΑΕΠ, όταν το ανώτερο επιτρεπτό όριο, όπως έχει τεθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θεωρείται το 16,2% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι εάν σε κάθε κράτος-μέλος της Ε.Ε.-27 η συνταξιοδοτική δαπάνη διατηρείται κάτω από 16,2% του ΑΕΠ, τότε το ΣΚΑ θεωρείται χρηματοοικονομικά βιώσιμο. Εάν όμως υπερβεί αυτό το όριο, τότε θα πρέπει, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το κράτος-μέλος να λάβει μέτρα παραμετρικών αλλαγών για να μειωθεί.
Με άλλα λόγια από το 2021 και μετά, έχοντας ληφθεί υπόψη ο νόμος 4670/2020 με τους αυξημένους συντελεστές αναπλήρωσης και την υιοθέτηση των ασφαλιστικών κλάσεων στους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα είναι βιώσιμο. Παρόλα αυτά είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι κατά την δημόσια διαβούλευση για την σύσταση του Ταμείου της Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ), το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στην χώρα μας παρουσιάστηκε από πολιτικούς παράγοντες ως μη βιώσιμο λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.
Παράλληλα, υποστηρίχθηκε ότι η λύση για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του θα είναι το ΤΕΚΑ και η κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης. Στην νέα αντίστοιχη μελέτη του 2024 (Ageing Working Group, 2024), παρουσιάζεται ότι το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι βιώσιμο υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα γίνει καμία άλλη παραμετρική αλλαγή. Όμως το ερώτημα που τίθεται είναι, αφού στο διάστημα 2021-2023, δεν έγινε καμία από τις προαναφερόμενες παραμετρικές αλλαγές, τότε ποια ήταν η τεχνική και επιστημονική τεκμηρίωση του επιχειρήματος ότι το ΣΚΑ στην Ελλάδα δεν ήταν βιώσιμο λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.
Προφανώς, όπως προκύπτει από την πρόσφατη μελέτη (Ageing Working Group), το επιχείρημα σε όρους τεχνικούς και επιστημονικούς ήταν εκτός της πραγματικότητας του ΣΚΑ στην χώρα μας αλλά σε όρους επικοινωνιακούς ήταν σκόπιμο για την νομοθετική ψήφιση (Ν. 4826/2021) σύστασης, οργάνωσης και λειτουργίας του ΤΕΚΑ. Πράγματι, η μόνη αλλαγή που συνέβη στην κοινωνική ασφάλιση κατά την περίοδο 2021-2024, ήταν η κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης και η λειτουργία του ΤΕΚΑ, το οποίο θα επιβαρύνει (κόστος μετάβασης) τον κρατικό προϋπολογισμό με 78 δισ. ευρώ την περίοδο 2022 – 2070. Επίσης θα πρέπει να σημειωθεί ότι η επιβάρυνση λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, εκτιμάται περίπου στα 50 δισ. ευρώ.
Δηλαδή, εάν η χώρα μας ακύρωνε την διάταξη της σύνδεσης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο όριο ζωής και διατηρούσε το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης σταθερό στα 67 έτη την περίοδο 2020 – 2070, τότε η επιβάρυνση θα ήταν 50 δισ. ευρώ σε παρούσες αξίες για όλη την περίοδο των 50 ετών. Όμως, η ασκούμενη κοινωνικο-ασφαλιστική πολιτική επέλεξε ο κρατικός προϋπολογισμός να μην αναλάβει το κόστος της γήρανσης του πληθυσμού με την νομοθετική δέσμευση να αυξάνει στο μέλλον τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης και ταυτόχρονα να αναλάβει το κόστος μετάβασης των 78 δισ. για την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης.
Επιπλέον, χρησιμοποίησε, μεταξύ άλλων, ως επιχείρημα την μείωση των μελλοντικών συντάξεων εξαιτίας της εφαρμογής των μνημονιακών δεσμεύσεων, για την δημιουργία του δημόσιου κεφαλαιοποιητικού πυλώνα ως συμπληρωματικό στην κύρια σύνταξη, αφαιρώντας ουσιαστικά τον ρόλο αυτόν από τα κεφαλαιποιητικά ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης, η σύσταση και η λειτουργία των οποίων είναι συμπληρωματική στην δημόσια διανεμητική κοινωνική ασφάλιση (κύρια και επικουρική) (1ος Πυλώνας ασφάλισης).
Αντίθετα, ο πρόσφατος νόμος 5078/2023 αφαίρεσε κάθε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που έχουν τα συγκεκριμένα ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης (ΤΕΑ) τα οποία συστήνονται και λειτουργούν στο πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας μεταξύ των εργαζομένων και των εργοδοτών. Στην προοπτική της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του ΣΚΑ στην Ελλάδα υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα γίνει καμία παραμετρική αλλαγή, αναπτύσσεται η αντίφαση της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών κατά μία ή περισσότερες ποσοστιαίες μονάδες (Το Βήμα, 14/4/2024).
Στην κατεύθυνση αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η μείωση για παράδειγμα μίας ποσοστιαίας μονάδας στις εισφορές για κύρια και επικουρική σύνταξη, σημαίνει ότι η ετήσια απώλεια εσόδων εκτιμάται περίπου σε 420.000 ευρώ και σε βάθος πενήντα ετών η απώλεια του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης θα είναι περίπου 17 δισ. ευρώ σε παρούσες αξίες. Ταυτόχρονα υποστηρίζεται ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού και η γενικότερη αύξηση που προκαλεί στους μισθούς θα επιφέρει περίπου 330 εκατ. ευρώ αυξημένα έσοδα στον e-ΕΦΚΑ. Στο πλαίσιο αυτό διατυπώνεται το επιχείρημα ότι η αύξηση των εσόδων στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης λόγω της αύξησης των μισθών μπορεί να αντισταθμίσει την απώλεια από την μείωση των εισφορών.
Όμως, αυτό το επιχείρημα δεν ευσταθεί επειδή, σύμφωνα με τις μελέτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Ageing Working Group), η μακροχρόνια βιωσιμότητα του ΣΚΑ που εξασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, και από το χαμηλό μέσο επίπεδο (850 ευρώ-μεικτά) των μελλοντικών συντάξεων έχει θεωρηθεί με βάση την υπόθεση εργασίας ότι η ποσοστιαία αύξηση των μισθών θα είναι αντίστοιχη με την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ. Κατά συνέπεια εάν τα έσοδα από την αύξηση των μισθών χρησιμοποιηθούν για να χρηματοδοτήσουν την μείωση των εισφορών τότε αυτό θα προκαλέσει την περαιτέρω μείωση των συντάξεων των μελλοντικών γενεών σε επίπεδα χαμηλότερα από τα 850 ευρώ (μεικτά). Αυτό σημαίνει ότι η επιλογή μείωσης των εισφορών δεν θα πρέπει επουδενί να αφορά τις εισφορές που καταβάλλονται για κύρια και επικουρική σύνταξη.
* O Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι Ομότ. Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου
** Ο Βασίλειος Γ. Μπέτσης είναι Δρ Παντείου Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου