Εάν η Ισραηλινή καλλιτέχνιδα Ρουθ Πατίρ και οι δύο επιμελήτριες της έκθεσης Μίρα Λαπιντότ και Ταμάρ Μαργκαλίτ δεν είχαν λάβει την απόφαση να κρατήσουν κλειστό το Περίπτερο της χώρας στη Μπιενάλε Τέχνης στη Βενετία, «έως ότου επιτευχθεί συμφωνία για κατάπαυση του πυρός και απελευθέρωση των ομήρων», είναι βέβαιο πως το Περίπτερο θα παράμενε κλειστό λόγω των έμπρακτων διαμαρτυριών. Και πράγματι κατά την έναρξη του preview της Μπιενάλε πριν τα επίσημα εγκαίνια το Σάββατο 20 Απριλίου δεκάδες ακτιβιστές, με συνθήματα και χάπενινγκς -στα οποία συμμετείχαν αυθόρμητα εκατοντάδες άλλοι επισκέπτες- διαδήλωσαν επί ώρες έξω από το ισραηλινό και το διπλανό αμερικανικό Περίπτερο, αλλά και έξω από τον άλλο εκθεσιακό χώρο στο Αρσενάλε.
Θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία μικρή κατάκτηση της Τέχνης απέναντι στις πολιτικές σκοπιμότητες και τη μονομέρεια των διπλωματικών συμφερόντων που, μιλώντας για ανώτερα ιδανικά και δικαίου καταπατούν κάθε έννοια ανθρωπιάς και ηθικού κατηγορήματα. Και μάλιστα σε μία εκδήλωση όπως η Μπιενάλε που τιτλοφορείται φέτος «Ξένοι Παντού» κι υποτίθεται πως αναφέρεται στις ταυτότητες, στους μετανάστες, στο κλίμα και τα δικαιώματα ή τις παγκόσμιες υποχρεώσεις που απορρέουν και αποτυπώνονται μέσα από την Τέχνη. Ο Χέγκελ σημείωνε πως «η Τέχνη, εάν δεν μπορεί να ξεριζώσει το κακό, τουλάχιστον δύναται να προσφέρει ανακούφιση» ή πάλι μπορεί εν είδει εκπροσώπου προνομιακού του Zeitgeist να στρέψει τον προβολέα της όπου η ανθρώπινη υπόσταση συνθλίβεται κάτω από τις ανάγκες της Ιστορίας και να προσφέρει στον άνθρωπο μια νέα οπτική και να τον παρακίνησε να αναλάβει δράση, φωτίζοντας με άλλο τρόπο τα γεγονότα.
Ωστόσο μπορεί κάποιος εύκολα να παρατηρήσει πως η απόφαση της Μπιενάλε συνιστά μια στρατηγική κίνηση, για να κατευναστούν οι διαμαρτυρίες, καθώς οι συντελεστές εκφράζονται παράλληλα «ενάντια στο μποϊκοτάζ» . Και τούτο γιατί τον περασμένο Φεβρουάριο η κίνηση Art not Genocide Alliance κυκλοφόρησε κείμενό της και είχε συγκεντρώσει 23.000 υπογραφές στο αίτημα να μην επιτραπεί στο Ισραήλ να συμμετάσχει στη φετινή Μπιενάλε, την ώρα μάλιστα που είναι υπόλογο στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για «πιθανή γενοκτονία» κατά του παλαιστινιακού λαού. Η γενοκτονία στη Γάζα, με τους πάνω από 33.000 νεκρούς, που τόσο προκαλεί φρικιασμό στο σύμπαν, δεν επιτρέπεται να περνά απαρατήρητη σε ένα τέτοιο σημαντικό παγκόσμιο γεγονός, που υποτίθεται ότι προωθεί τις υψηλές αξίες της ανθρωπότητας. Και μάλιστα, όταν σε άλλη περίπτωση, το 2022, η διεύθυνση της Μπιενάλε αποφάσισε να απαγορεύσει τη ρωσική συμμετοχή. Σήμερα το ρωσικό Περίπτερο έχει παραχωρηθεί στη Βολιβία, ενώ το συνεχιζόμενο λουτρό αίματος στη Γάζα και η αμοραλιστική στρατηγική του Τελ Αβίβ, που θα δικαιολογούσαν απόλυτα μια παρόμοια απαγόρευση, δίνει το «παρών» σε παγκόσμιες εκδηλώσεις κάθε τύπου.
Άλλωστε και το 1968 και το 1993 η Νότια Αφρική είχε αποκλειστεί από τη σημαντική αυτή παγκόσμια εκδήλωση της Τέχνης για το απάνθρωπο απαρτχάιντ. Ένα καθεστώς που εύκολα μπορεί άλλωστε να συγκριθεί με την αδιάψευστη μεταχείριση των Παλαιστινίων, την Κατοχή και η αμείλικτη πολιορκία των εδαφών τους και τους διωγμούς τους, τους εξαναγκασμούς και τον καθημερινό εξευτελισμό εκατομμυρίων ανθρώπων που υφίστανται την πείνα, τη δεινοπάθεια, την εκμετάλλευση, την καταστολή και τον καθημερινό τρόμο.
Από την πλευρά της η Λαπιντότ, από το 2021 διευθύντρια του Μουσείου Τέχνης του Τελ Αβίβ δήλωσε πως «δεν είναι εκπρόσωπος» του Ισραήλ και με τη Μαργκαλίτ πρόσθεσαν ότι «η Τέχνη μπορεί να περιμένει, οι γυναίκες, τα παιδιά και τα πρόσωπα που ζούνε την κόλαση αυτή δεν μπορουν». Πάλι χωρίς να αναφέρονται ρητά στα ασύμμετρα θύματα της ισραηλινής εκδικητικότητας και τις γυναίκες, τα παιδιά, τους ανήμπορους στη Γάζα που δεν μπορούν να περιμένουν τη διεθνή βοήθεια, που όποτε ο ισραηλινός στρατός την αφήνει να περάσει ή δεν την σκοτώνει, φθάνει με το σταγονόμετρο. Βέβαια ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Μπιενάλε Άντριανου Πεντρόζα έσπευσε να επαινέσει ως «μια πολύ θαρραλέα απόφαση», την οποία και «σέβεται» με την ανακοίνωση για το κλείσιμο του ισραηλινού Περιπτέρου.
Η Ρουθ Πατίρ πάλι, ισχυρίσθηκε πως το έργο της «μιλά για την ευαλωτότητα της ανθρώπινης ζωής σε μια στιγμή που αυτή απαξιώνεται αφάνταστα». Βέβαια και η Πατίρ και οι επιμελήτριες μιλούν πως όσα πράττουν είναι μια πράξη αλληλεγγύης στους ομήρους (της Χαμάς εννοείται), χωρίς φυσικά να γίνεται παραπέρα λόγος για τους 33.000 δολοφονημένους άμαχους. Φυσικό, θα πει κανείς, όταν η κυβέρνηση του Ισραήλ χρηματοδοτεί την έκθεση στο Περίπτερο της και χρησιμοποιεί παραπλανητικά την τέχνη ως προπαγανδιστικό μέσο για να δείξει στον κόσμο πόσο «ανοικτή», σιωνιστικά ακροδεξιά όμως, κοινωνία είναι. Αλλά και το βίντεο της στην έκθεσή της Keening, που αναπαριστά αγαλματίδια θεών της γονιμότητας που εμψυχώνονται μέσα σε ένα περιβάλλον διαμελισμών και θρήνους, έχει καταγγελθεί ως οπορτουνιστικό και μονόπλευρο. Εξάλλου και η ίδια η έκθεση όταν ο ορυμαγδός των διαμαρτυριών έξω από το περίπτερο κοπάσει, η έκθεση της Πατίρ θα έχει παρακινήσει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το κοινό, που θα σπεύδει αθρόα να δει το έργο γύρω από το οποίο είχε ξεσπάσει τέτοιος σάλος.
Η υπόθεση αυτή μας γυρίζει με τρόπο επιτακτικό σε ένα από τα κύρια ζητήματα της Τέχνης, την κοινωνική της προσφορά κι αντίκτυπο και την δυνατότητα της να εκφράζει με επάρκεια και ευστοχία και προ παντός με πραγματική κοινωνική ευαισθησία, συνθέτοντας την αναπαράσταση του κόσμου και την ηθική του διάσταση μέσα από τον ενθουσιασμό (τη Swärmerei) και το Freispiel, το ελεύθερο παιχνίδισμα της φαντασίας.
Στις σημερινές συνθήκες της «χρηματιστικοποίησης» της αγοράς της τέχνης και άρα της παραγωγής, στα πρότυπα ενός οιωνεί καπιταλιστικού μοντέλου παραγωγής και καταμερισμού της εργασίας (καλλιτέχνης, γκαλερίστας, μουσεία, επιμελητές, media), όπου ακόμη και η αντίδραση μπορεί να γίνει καταναλωτικό προϊόν που αποφέρει κέρδος, η ατόφια και ανυστερόβουλη έκφραση των πολιτικό-κοινωνικών προβλημάτων μέσα από την Τέχνη τίθεται υπό συζήτηση. Ιδίως σε μία εποχή παντοκρατορίας των media και όπου τα πάντα, ακόμη κι η οικολογική συνείδηση, τα δικαιώματα (φύλου, ταυτότητας, φυλής), η μετανάστευση, γίνονται πολιτική μόδα και δόξα. Η σχετική ομοιογένεια της αναπαράστασης, των υβριδικών εγκαταστάσεων, της «κηποτεχνίας» (πραγματικά) , το φολκλόρ και το κιτς -πολλές φορές συνδυασμένο με τις δικαιωματικές (και αισθητικές) διεκδικήσεις-αποτελεί έναν αδιάψευστο μάρτυρα. Η σαρκαστική εγκατάσταση στο περίπτερο της Σερβίας, όπου το ευρωπαϊκό ιδεώδες αναπαρίσταται σα μία αλυσίδα από μάρκες, ακριβά καταστήματα, fast food, κατανάλωση κι επίδειξη, ίσως να μαρτυρά, επιφανειακά μεν, αλλά ενδεικτικά, το πόσο έχουν μεταλλαχτεί οι λειτουργίες της τέχνης, που γίνεται κι εκείνη ένα προϊόν διασκέδασης, κοσμική εκδήλωση και χρηματιστηριακό αγαθό. Σε κάποιο βαθμό, αντιδράσεις κι εξεγέρσεις-όπως αυτή που παρατηρήσαμε για το Ισραήλ- εξαντλούνται σε ένα ακτιβιστικό γεγονός και δεν εκτείνονται και σε βάθος χρόνου και κοινωνικά.
Άλλωστε κι ο Χέγκελ, για να επιστρέψουμε όπου ξεκινήσαμε, σε αυτή την αναπαράσταση (τη Vorstellung), η οποία ευαρεστείται απλώς στο να δίνει κάποια φόρμα στις έννοιες, σε αντίθεση με το Begriff, την κατανόηση τους, βλέπει την «αγεφύρωτη διαίρεση» ανάμεσα στο Εδώ και το Πέρα. Το τι πραγματικά υπάρχει και τι καταγράφεται, πώς ερμηνεύεται για να καταγραφεί και φυσικά ποιες σκοπιμότητες το διαμορφώνουν ή το αφήνουν αχαρακτήριστο κι απλά μορφοποιημένο. Ο ίδιος ο Χέγκελ θα έλεγε πως αυτή η Vorstellung, αν και δεν αποτελεί την πλήρη ολοκλήρωση του, ανήκει στο Καθολικό Πνεύμα που κανοναρχεί τη συγκεκριμένη ιστορική βαθμίδα και τις μορφές κυριαρχίας που επιτάσσει. Η υποταγμένη Vorstellung λοιπόν στις πολιτικές επιταγές και όχι στην τελεολογικά και ηθικά επισφραγισμένη καθολικότητα της καντιανής αντίληψης για την κριτική ικανότητα πρωτίστως και δευτερευόντως για το έργο τέχνης, μάλλον κρύβεται πίσω από την απόφαση, που προτάσσει τη «θυματοποιηση» (ακόμη περισσότερο και πιο υστερόβουλα) των δύσμοιρων ομήρων της Χαμάς, αφήνοντας ένα πέπλο σιωπής να καλύπτει το ο ειδών των 33.000 νεκρών και των εκατομμυρίων «ομήρων» του Ισραήλ. Έτσι για να διαφυλάξουμε το προφίλ μας και να σώσουμε τα καλλιτεχνικά προσχήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου