Του Άλεξ Κάντζιας – Ρόντε
Μετά την οικονομική κρίση, την πανδημία και τον πόλεμο η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια ακόμα σοβαρότερη απειλή. Με την θερμοκρασία να σκαρφαλώνει σε πολλές περιοχές πάνω από τους 40 βαθμούς κελσίου η ήπειρος βιώνει ένα ακραία θερμό καλοκαίρι, με μια πρωτοφανή ξηρασία, η οποία σύμφωνα με πολλούς είναι η χειρότερη των τελευταίων 500 ετών, να πλήττει τεράστια τμήματα της. Τα πράσινα λιβάδια των Άλπεων ξεραίνονται και γίνονται καφέ, ποτάμια εξαφανίζονται, σοδειές καταστρέφονται και η παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας υποχωρεί καθώς τα φράγματα αδειάζουν.
Στην Βόρειο Ιταλία ο Πο, ο μεγαλύτερος ποταμός της χώρας, φέρει μόλις το 20% της ποσότητας που κανονικά έχει τέτοια εποχή, με τη στάθμη του να είναι τόσο χαμηλή που το νερό της θάλασσας εισχώρησε στο ποτάμι σε βάθος ως και 30 χιλιομέτρων, ενώ 5 περιφέρειες έχουν κηρυχτεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Στη Γαλλία, στα 2/3 των νομών είχαν επιβληθεί περιορισμοί στην κατανάλωση του νερού στις αρχές Αυγούστου, ενώ 100 δήμοι δεν είχαν καθόλου πόσιμο νερό στην διάθεση τους και εφοδιάζονταν με το βυτίο. Παράλληλα οι αρχές ήταν σε κατάσταση συναγερμού για την ασφάλεια των πυρηνικών εργοστασίων, τα οποία ψύχουν τους αντιδραστήρες τους με τα νερά των ποταμών. Παρά τη λειψυδρία βέβαια τα γήπεδα γκολφ συνέχιζαν να λειτουργούν κανονικά, καθώς εξαιρούνταν των μέτρων εξοικονόμησης νερού.
Στη Γερμανία, χώρα στην οποία μεγάλες ποσότητες αγαθών μεταφέρονται με ποταμόπλοια, η εξαιρετικά χαμηλή στάθμη των μεγάλων ποταμών και ιδίως του Ρήνου δημιουργεί τεράστια προβλήματα στη ναυσιπλοΐα που κινδυνεύει να διακοπεί εντελώς, ενώ ήδη τα πλοία μπορούν να μεταφέρουν μόνο ένα κλάσμα του ωφέλιμου φορτίου, κάτι που δημιουργεί τεράστια προβλήματα για τον ανεφοδιασμό της βιομηχανίας με πρώτες ύλες. Επιπλέον τα λιμνάζοντα ύδατα προκαλούν ανησυχίες για την ποιότητα του νερού και αυξάνουν τους κινδύνους εξάπλωσης βακτηριδίων, άρα και ασθενειών, στις οποίες έρχονται να προστεθούν η εξασθένηση της ευρωστίας των δασών, που πλήττει την ιδιαίτερα ανεπτυγμένη παραγωγή ξυλείας, η μείωση του πληθυσμού των ψαριών και η η αύξηση των εξόδων παραγωγής για την γεωργία και την κτηνοτροφία.
Στην Ολλανδία τα διάσημα αναχώματα που προστατεύουν το 1/3 της χώρας που βρίσκεται κάτω από το επίπεδο της θάλασσας κινδυνεύουν από την διάβρωση, στην Ρουμανία στεγνώνουν λίμνες ενώ στη Μεγάλη Βρετανία η πηγή του ίδιου του Τάμεση εξαφανίστηκε εντελώς. Ήδη από το Γενάρη μεγάλες πυρκαγιές κατακαίνε τεράστιες εκτάσεις στην Πορτογαλία, την Ισπανία και τη Γαλλία, ενώ ακόμα και οι σκανδιναβικές χώρες βρίσκονται να παλεύουν με τις φλόγες. Στα περίχωρα του μητροπολιτικού Λονδίνου (Greater London) η πυροσβεστική κλήθηκε στα μέσα Ιουλίου να επέμβει σε εκατοντάδες μέτωπα, στην πιο πολυάσχολη ημέρα από την εποχή του Blitz, τις γερμανικές αεροπορικές επιδρομές κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε μέρη όπως το Wennington και το Dagenham δεκάδες σπίτια καταστράφηκαν, καθώς οι φλόγες κατάπιναν ολόκληρες γειτονιές, αφήνοντας άστεγους εκατοντάδες ανθρώπους
Είναι πλέον ξεκάθαρο πως η ταχύτητα της κλιματικής αλλαγής ανατρέπει υφιστάμενα μοντέλα και εκτιμήσεις. Τα δεδομένα είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά: το 46% της έκτασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει επηρεαστεί από τον καύσωνα ενώ το 10% των καλλιεργήσιμων εδαφών της ηπείρου απειλείται άμεσα από την ξηρασία, την ερημοποίηση και τις αμμοθύελλες. Για μια περιοχή του κόσμου που εδώ και πολλές δεκαετίες είχε συνηθίσει στο να θεωρεί την υπέρμετρη διαθεσιμότητα τροφής δεδομένη όλα αυτά γεννούν πρωτόγνωρες ανησυχίες για του τι επιφυλάσσει το μέλλον. Βέβαια η κλιματική αλλαγή και η αύξηση της θερμοκρασίας δεν συνεπάγουν απαραίτητα μια συνολική μείωση των βροχοπτώσεων, αλλά σίγουρα μια σαφή υποχώρηση τους κατά τους θερμούς μήνες του έτους.
Ταυτόχρονα έχουμε αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων, των τυφώνων και των πλημμυρών. Η ικανότητα του περιβάλλοντος να προσαρμόζεται στις μεταβολές του καιρού μειώνεται, τα εδάφη δεν μπορούν πλέον να απορροφούν το νερό όπως παλιά εξαιτίας της υπερεκμετάλλευσης και των παρατεταμένων περιόδων ξηρασίας ενώ και τα δάση είναι σε θέση να απορροφούν λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα. Ως συνέπεια η πιθανότητα τεράστιων καταστροφών, όπως η περσινή στην γερμανική περιοχή Ahrtal, αυξάνεται, έτσι που μόλις αρχίσει και βρέχει οι πολίτες βρίσκονται σε μόνιμη ανησυχία για το αν θα αντιδράσει έγκαιρα ο κρατικός μηχανισμός.
Όμως η κλιματική αλλαγή δεν μπορεί να θεωρηθεί η μοναδική αιτία γι αυτό που βιώνει η ήπειρος αυτό το καλοκαίρι. Οι αιτίες θα πρέπει να αναζητηθούν και σε μια σειρά λανθασμένων πολιτικών του παρελθόντος, πολλές από τις οποίες βέβαια επιμένουμε να συνεχίζουμε: μονοκαλλιέργεια και επικέντρωση στη βιομηχανοποιημένη και εντατική γεωργία μεγάλης κλίμακας, αποψίλωση των δασών και αποστράγγιση λιμνών και βάλτων (οι οποίοι έχουν πολλαπλάσια ικανότητα δέσμευσης διοξειδίου του άνθρακα ακόμα και από τα τροπικά δάση) προκειμένου να κερδηθούν καλλιεργήσιμες εκτάσεις (πρακτική που όμως τελικά οδηγεί σε ερημοποίηση), ανεξέλεγκτες συχνά γεωτρήσεις που «κατεβάζουν» τον υδροφόρο ορίζοντα κοκ. Τόσο οι πρακτικές στις λεγόμενες «σοσιαλιστικές» χώρες όσο και η κοινή αγροτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πλέον ξεκάθαρο πως έχουν οδηγήσει σε μια σοβαρότατη απειλή για την διατροφική μας επάρκεια.
Κοινώς άμα θέλουμε να αποτρέψουμε τα (ακόμα) χειρότερα δεν θα πρέπει να συνεχίσουμε όπως παλιά. Η γεωργία και η δασοκομία για παράδειγμα θα πρέπει να προσαρμοστούν στις νέες κλιματολογικές συνθήκες με επικέντρωση στην καλλιέργεια φυτών και δέντρων που χρειάζονται λιγότερο νερό και αντέχουν σε υψηλότερες θερμοκρασίες και θα πρέπει να υιοθετηθούν συστήματα εναλλαγής καλλιεργειών και αγρανάπαυσης ώστε να προστατευτεί η ζωτικότητα των εδαφών.
Κυρίως όμως χρειαζόμαστε ένα διαφορετικό μοντέλο παραγωγής αλλά και κατανάλωσης, το οποίο θα συνδυάζει τον κεντρικό σχεδιασμό με τις εξειδικευμένες δράσεις σε τοπική κλίμακα. Και θα πρέπει να αφαιρέσουμε τον έλεγχο της τροφής μας από τις μεγάλες εταιρίες που διαχειρίζονται κερδοσκοπικά – άρα και καταστροφικά – την αγροτική γη αλλά και να επικεντρωθούμε στην εξασφάλιση της διατροφικής επάρκειας της κάθε περιοχής ώστε να μειώσουμε την εξάρτηση των κοινωνιών μας από τις εισαγωγές, που όπως δείχνει και το πρόσφατο παράδειγμα της Ουκρανίας, δεν είναι και τόσο εξασφαλισμένες όσο νομίζαμε. Επιπλέον, καθώς και το ζήτημα αναμένεται να ξανανοίξει στα μέρη μας, η διαχείριση του νερού δεν μπορεί να αφήνεται στους ιδιώτες και το κεφάλαιο. Η ιδιωτικοποίηση των πηγών, των ταμιευτήρων και των δικτύων ύδρευσης είναι κάτι που πρέπει να αποτραπεί πάση θυσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου