του Ανδρέα Κοσιάρη
Πριν λίγες εβδομάδες, η Amazon ακύρωσε στα σιωπηλά μία από τις πιο χυδαίες πρακτικές που εφάρμοζε στις αποθήκες της, στα πλαίσια της συνεχούς παρακολούθησης των εργαζομένων της στην οποία είναι αρνητικός πρωτοπόρος. Η εταιρεία δεν θα καταγράφει πλέον τον «χρόνο εκτός εργασίας» (Time Off Task – TOT), δηλαδή τις στιγμές που ο εργαζόμενος απομακρύνεται από τον σταθμό του και δεν ασχολείται με το να πακετάρει προϊόντα.
Πρόκειται για ένα μικρό αλλά σημαντικό βήμα πίσω για έναν από τους σκληρότερους και πιο παραβιαστικούς εργοδότες στον κόσμο, το οποίο οι δημοσιογράφοι των New York Times συνέδεσαν με την αύξηση προσπαθειών για συνδικαλισμό στις αποθήκες της Amazon και την υιοθέτηση νέων κανονισμών από πολιτείες όπως η Καλιφόρνια. Μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες στον κόσμο, δηλαδή, φοβήθηκε ακόμα και την ιδέα της οργανωμένης διεκδίκησης από τους εργαζόμενούς της και έκανε ένα μικρό βήμα πίσω για να την καθησυχάσει — την ώρα που ο «καπιταλισμός της παρακολούθησης» επεκτείνεται παντού.
Η Amazon συνεχίζει να παρακολουθεί και να «αξιολογεί» τους εργαζόμενούς της μετρώντας τον ρυθμό εκτέλεσης εργασίας τους. Όμως η πολιτική TOT μετρούσε κάθε στιγμή που ο εργαζόμενος άφηνε το πόστο, για οποιονδήποτε λόγο: για να πάει στην τουαλέτα, για να επιδιορθώσει κάποια βλάβη, για να πάρει νερό να πιει κ.ο.κ. Κατέγραφε και τις στιγμές που για οποιονδήποτε λόγο ο εργαζόμενος έπαιρνε την προσοχή του μακριά από την εργασία που είχε μπροστά του, όπως πχ. για να μιλήσει με συνάδελφο. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν να απολυθούν παραγωγικότατοι εργαζόμενοι ακόμα και μετά από απλά μια μέρα κακού TOT, μια μέρα που πήγαν περισσότερο στην τουαλέτα, ή κάτι χάλασε στην αποθήκη κι έπρεπε να το φτιάξουν. Και φυσικά να τρομοκρατηθούν οι υπόλοιποι, που έφτασαν να ουρούν σε μπουκάλια για να μη φύγουν από το πόστο τους.
Αυτά τα αποτελέσματα, που ουσιαστικά είναι άσχημα και για την ίδια την παραγωγικότητα της εταιρείας, είναι κοινό χαρακτηριστικό όλων των συστημάτων «Bossware» (από το boss software, «λογισμικό αφεντικού»), δηλαδή του λογισμικού παρακολούθησης εργαζομένων για την παραγωγικότητά τους, που τελευταία ανθεί. Αφού δοκιμάστηκε στις πλάτες φτωχών «ανειδίκευτων» πλέον έχει μεταναστεύσει και στις πιο καλοπληρωμένες δουλειές γραφείου.
Υπάρχει για παράδειγμα λογισμικό που καταγράφει τον ρυθμό πληκτρολόγησης των εργαζομένων, «τιμωρώντας» τους για τα διαστήματα που δεν πληκτρολογούν, επειδή πχ. σκέφτονται τι πρέπει να πληκτρολογήσουν. Ένα από τα παραδείγματα που ανάδειξαν οι New York Times ήταν της Κάρολ Κρέιμερ, μιας οικονομικής αναλύτριας με ωρομίσθιο 200 δολαρίων. Η Κρέιμερ ανακάλυψε ότι το αφεντικό της χρησιμοποιούσε αυτό το λογισμικό για να καταγράφει την παραγωγικότητα της πληκτρολόγησής της ανά δεκάλεπτα διαστήματα, και της αφαιρούσε μισθό για τον χρόνο που άφηνε τα πλήκτρα. Για να αποφύγει να της κλέβουν τον μισθό, η μόνη λύση της Κρέιμερ ήταν να πληκτρολογεί συνέχεια, ακόμα κι αν αυτό καθυστερεί την αποδοτικότητά της.
Ο Κόρι Ντόκτοροου, δημοσιογράφος και συγγραφέας που εξειδικεύεται στην αλληλεπίδραση της τεχνολογίας με τις ζωές μας, συνέκρινε την άνθιση του Bossware με τον Τεϊλορισμό (αλλιώς «επιστημονική διαχείριση», scientific management). Πρόκειται για μία ψευδοεπιστήμη των αρχών του 20ού αιώνα, έμπνευση του Αμερικανού Φρέντρικ Γουίνσλοου Τέιλορ, ενός μηχανολόγου μηχανικού που υπήρξε ο πρώτος «σύμβουλος μάνατζμεντ». Ο Τέιλορ και οι συνεργάτες του ξεχύνονταν στα εργοστάσια, παρακολουθούσαν κάθε πτυχή της δουλειάς των εργατών, πολλές φορές τους κινηματογραφούσαν κι έπειτα κατέληγαν σε αυθαίρετους κανόνες για το πώς πρέπει να στέκονται ή να κάθονται, σε τι στάση πρέπει να βρίσκονται τα άκρα τους και πώς πρέπει να κινούνται. Ουσιαστικά, οι Τεϊλοριστές εφεύρισκαν τρόπους για να φαίνονται οπτικά πιο παραγωγικοί οι εργάτες στα μάτια των αφεντικών που συχνά δεν είχαν ιδέα για το αντικείμενο και την εργασία των υπαλλήλων τους.
Το ίδιο παπατζιλίκι πουλάνε, όπως λέει ο Ντόκτοροου, και οι σύγχρονοι Τεϊλοριστές της παραγωγής λογισμικού Bossware — υπόσχονται στα αφεντικά πρόσβαση σε δεδομένα ρυθμού εργασίας των υπαλλήλων, τα οποία όμως δεν προσφέρουν στην παραγωγικότητα ή πρέπει να ερμηνευτούν με άλλο τρόπο για να μη ζημιώσουν την επιχείρηση. Πέρα από το γεγονός ότι είναι παραβιαστικά προς τους εργαζόμενους.
Κάποια προϊόντα Bossware ρίχνουν τη μία επιχείρηση εναντίον της άλλης με όπλο αυτά τα δεδομένα. Ο Ντόκτοροου φέρνει το παράδειγμα της πασίγνωστης σουίτας γραφείου Microsoft Office 365. Η έκδοση αυτή των εργαλείων της Microsoft βρίσκεται στο «υπολογιστικό νέφος», δηλαδή στο διαδίκτυο, και πλασάρεται ως η απόλυτη λύση για να λαμβάνουν οι εργοδότες τα δεδομένα παραγωγικότητας των υπαλλήλων τους, ειδικά αν δουλεύουν από το σπίτι, όπως αυξημένα συνέβη στα χρόνια της πανδημίας.
Η Microsoft μάλιστα σου πουλάει πρόσβαση στα δεδομένα παραγωγικότητας των υπαλλήλων άλλων εταιρειών, ώστε να μπορείς να τα συγκρίνεις με τους δικούς σου υπαλλήλους. Βέβαια, αυτό σημαίνει ότι θα πουλήσει και τα δεδομένα της δικής σου εταιρείας σε άλλους, αλλά αυτό η Microsoft δεν σου το λέει. Όπως δεν σου λέει ότι η καταγραφή δεδομένων αυτή της επιτρέπει να είναι και η ίδια ανταγωνιστής όποιας εταιρείας επιθυμεί.
Όπως και στις αρχές του προηγούμενου αιώνα με τον Τεϊλορισμό, έτσι και με το Bossware, η οργανωμένη αντίδραση των εργαζομένων είναι ο μόνος δρόμος για να σταματήσει η εφαρμογή του. Τα αφεντικά είτε δεν μπορούν, είτε και δεν θέλουν να καταλάβουν πως η εφαρμογή του είναι, εκτός από κακοποιητική προς τους εργαζόμενους, βλαπτική προς την παραγωγικότητα της εταιρείας και την ποιότητα του προϊόντος ή της υπηρεσίας. Είναι πρόθυμοι να τα θυσιάσουν, εν γνώσει τους ή όχι, για τον σαδισμό του απόλυτου ελέγχου του χώρου εργασίας και των εργαζομένων.
Τέτοιου είδους λόγοι βρίσκονται και πίσω από τον πόλεμο στις ενώσεις εργαζομένων. Το παράδειγμα της Amazon, όπου ακόμα και η απειλή δημιουργίας συνδικάτων στις κατά τόπους αποθήκες της έχει οδηγήσει την εταιρεία να ξοδέψει πολλά χρήματα στην καταπολέμησή τους, αλλά και να κάνει λίγο πίσω στην παραβιαστικότητά της, είναι ενδεικτικό.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου