Εισαγωγικώς
1. Ανεξαρτήτως ιδεολογικών τοποθετήσεων, η συντριπτική, πιστεύω, πλειοψηφία των πολιτών συμφωνεί σε τούτο: ένα Κράτος πρέπει να μεριμνά, ώστε όλοι οι πολίτες να έχουν τη δυνατότητα να απολαμβάνουν μία στοιχειωδώς αξιοπρεπή διαβίωση. Στο πλαίσιο αυτό, κάποια, ελάχιστα έστω, αγαθά ή υπηρεσίες, λόγω της ζωτικής τους σημασίας αλλά και του φυσικού μονοπωλίου, πρέπει να παρέχονται στους πολίτες με γνώμονα προεχόντως την εξυπηρέτηση του δημοσίου, και όχι του ατομικού, συμφέροντος.
2. Τη διασφάλιση, όμως, της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος μόνο το Κράτος δύναται και υποχρεούται να εγγυάται (το ίδιο ή με νομικά πρόσωπα που συστήνει και ελέγχει). Και τούτο λόγω της νομικής και πραγματικής δυνατότητας να εφαρμόζει, όχι μόνο πολιτική κέρδους, αλλά προεχόντως πολιτική δημοσίου συμφέροντος και κοινωνικής αλληλεγγύης. Αντιθέτως, οι ιδιώτες αποβλέπουν κυρίως – και ευλόγως – στην εξυπηρέτηση του ατομικού τους συμφέροντος και στην αποκόμιση του μεγαλύτερου δυνατού κέρδους.
3. Ο αντίλογος είναι αφενός ότι το Κράτος (το ίδιο ή μέσω ανεξάρτητων αρχών) μπορεί να ελέγχει τους ιδιώτες και αφετέρου ότι οι ίδιοι οι ιδιώτες, στο πλαίσιο ενός πραγματικού ανταγωνισμού, αποσκοπούν στην καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των πολιτών-καταναλωτών, διότι έτσι αυξάνουν και τις πιθανότητες να προσελκύουν περισσότερους καταναλωτές και άρα να αυξάνουν και τα κέρδη τους. Αυτό εν μέρει είναι σωστό, η πραγματικότητα όμως είναι πιο σύνθετη και «σκοτεινή»: Πρώτον, διότι η ελεγκτική αρμοδιότητα του Κράτους επί αγαθών ή υπηρεσιών, που παρέχονται από ιδιώτες σε ένα καθεστώς ελεύθερης αγοράς, δύναται να διασφαλίζει (και αυτό όχι πάντοτε) ένα στοιχειώδες μόνο επίπεδο παροχής αγαθών ή υπηρεσιών και όχι να επιβάλει την καλύτερη δυνατή ικανοποίηση των αναγκών των πολιτών στην οικονομικότερη δυνατή τιμή. Δεύτερον, διότι η αρμονία και συνακολουθία μεταξύ συμφέροντος των καταναλωτών και κέρδους των προμηθευτών σπανίως λειτουργεί στην πράξη, ακριβώς λόγω της κυρίαρχης – και επιδιωκόμενης με κάθε πρόσφορο μέσο – κερδοσκοπικής φύσης της ιδιωτικής επιχείρησης (η θεωρητική, εξάλλου, έννοια του υγιούς και ανόθευτου ανταγωνισμού είναι ιδιαίτερα δύσκολη στην εφαρμογή της).
4. Αν ένα κράτος θέλει να «διασώσει» ένα αγαθό ζωτικής σημασίας από τους κανόνες της αγοράς, αυτό πρέπει να γίνει εξ αρχής. Άπαξ και ιδιωτικοποιηθεί, ό,τι κανόνες και να προσπαθήσει εκ των υστέρων να επιβάλει, πάντως η παροχή του αγαθού αυτού θα υπόκειται πλέον στους «υπερεθνικούς» κανόνες της αγοράς και άρα οι κρατικές παρεμβάσεις θα είναι εξ αντικειμένου ανεπαρκείς ή ανεφάρμοστες. Εξάλλου, σε περιπτώσεις ιδιωτικοποιήσεων, όπου αναμένονται δυσμενείς συνέπειες σε βάρος των πολιτών, αυτές συνήθως δεν επέρχονται άμεσα, αλλά σε βάθος χρόνου και όταν πια είναι αργά για ουσιαστικές παρεμβάσεις (βλ. ηλεκτρικό ρεύμα).
5. Προφανώς (ή, εν πάση περιπτώσει, κατά τη γνώμη μου) δεν είναι όλες οι ιδιωτικοποιήσεις διαβολικές, όμως πλέον έχουμε φτάσει στο άλλο άκρο: και να θέλουμε, δεν έχει απομείνει κάτι άλλο προς ιδιωτικοποίηση (πέραν του «σκληρού πυρήνα» του Κράτους, καθώς και των δημοσίων επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης, που πασχίζει η Δικαιοσύνη στοιχειωδώς να «προστατεύσει»).
Ακόμη και το νερό ;
6. Ως γνωστόν, στη Χώρα μας επιβλήθηκε από το 2010 ένας πρωτοφανής για ευρωπαϊκό κράτος οικονομικός έλεγχος – και μάλιστα κυρίως με λήψη άμεσων οριζόντιων «λογιστικών», και όχι αναπτυξιακών, μέτρων – δια του οποίου το σύνολο σχεδόν της διακυβέρνησης της Χώρας πέρασε στα χέρια των δανειστών. Τα επιβληθέντα μέτρα καθόρισαν το παρόν, αλλά και το μέλλον της Χώρας. Έτσι, μεταξύ πολλών άλλων, στο πλαίσιο του πρώτου «Μνημονίου», ιδρύθηκε, με τον ν. 3986/2011, ένα Ταμείο αξιοποίησης της περιουσίας του Δημοσίου («ΤΑΙΠΕΔ ΑΕ»), σκοπός του οποίου ήταν η πώληση του συνόλου των δημοσίων επιχειρήσεων σε ιδιωτικές εταιρείες. Ακόμη και των δημοσίων επιχειρήσεων, που είναι αρμόδιες για την παροχή του ζωτικής σημασίας αγαθού του νερού, δηλ. των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ.
7. Εξ όσων γνωρίζω, ούτε και στο ενωσιακό επίπεδο της γενικότερης απελευθέρωσης των αγορών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει μέχρι σήμερα τολμήσει να προτείνει «απελευθέρωση» του φυσικού μονοπωλίου των ζωτικής σημασίας υπηρεσιών ύδρευσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι υπηρεσίες ύδρευσης εξαιρέθηκαν ακόμη και από την Οδηγία 2014/23/ΕΕ περί ανάθεσης συμβάσεων παραχώρησης με τη ρητή αιτιολογία, στο προοίμιο αυτής, ότι οι ρυθμίσεις στον τομέα του ύδατος «απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή λόγω τηςσημασίας του ύδατος ως δημόσιου αγαθού με θεμελιώδη αξία για όλους τους πολίτες της ΕΕ». Συναφώς και στο προοίμιο της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ ορίζεται ότι το «ύδωρ δεν είναι εμπορικό προϊόν όπως όλα τα άλλα, αλλά αποτελεί κληρονομιά που πρέπει να προστατεύεται και να τυγχάνει της κατάλληλης μεταχείρισης».
8. Όσοι έχουμε παρακολουθήσει τις διαδικασίες απελευθέρωσης των αγορών (με κλασικό παράδειγμα την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας) μπορούμε εύκολα να φανταστούμε ένα δυστοπικό μέλλον και για το νερό, όπου θα δημιουργηθεί τεχνηέντως ένα σύστημα δήθεν ανταγωνισμού (εν μέσω φυσικού μονοπωλίου), με πανίσχυρες ιδιωτικές εταιρείες (λόγω της διαχείρισης του υψίστης σημασίας φυσικού αγαθού) και με μία ανεξάρτητη αρχή που θα προσπαθεί να ελέγξει ένα «απελευθερωμένο» αλλά δήθεν «ρυθμιζόμενο» σύστημα παροχής νερού, όταν οι πολίτες θα αδυνατούν πλέον να αντιληφθούν πώς εν τέλει αυξήθηκε η τιμή του νερού (σας θυμίζει κάτι;) ή/και πώς προκαλούνται συχνότερα προβλήματα στην επάρκεια ή/και στην ποιότητα του νερού. Έτσι, αν υπάρχει ακόμη χρόνος να προλάβουμε τη «διάσωση» του νερού, αυτός είναι πλέον ελάχιστος.
9. Συγκεντρώνοντας μία μικρή ομάδα πολιτών, προσέφυγα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με σκοπό, μεταξύ άλλων, να ακυρωθεί η ιδιωτικοποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης. Το ΣτΕ, με την 1906/2014 απόφαση της Ολομελείας, ακύρωσε τη μεταβίβαση των μετοχών της ΕΥΔΑΠ στο ΤΑΙΠΕΔ ως αντίθετη στο Σύνταγμα της Χώρας (η συγκεκριμένη απόφαση αφορούσε μεν στην ΕΥΔΑΠ, αλλά για την ταυτότητα του νομικού λόγου, τα ίδια ισχύουν και για την ΕΥΑΘ). Συγκεκριμένα, το ΣτΕ, αφού χαρακτήρισε το νερό ως φυσικό αγαθό που καθίσταται σπανιότερο συν των χρόνω και είναι αναγκαίο για την επιβίωση του ανθρώπου, έκρινε ότι οι υπηρεσίες ύδρευσης και αποχέτευσης, ως ζωτικής σημασίας, πρέπει να ελέγχονται ουσιαστικά και αποτελεσματικά από το Δημόσιο, κάτι που δεν μπορεί να επιτευχθεί αν το Δημόσιο δεν κατέχει τουλάχιστον την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου των δημοσίων αυτών επιχειρήσεων (ως ανωνύμων εταιρειών). Εξάλλου, μία αμιγώς ιδιωτική εταιρεία, δηλ. μία εταιρεία που ελέγχεται τουλάχιστον κατά την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου από ιδιώτες, λειτουργεί προεχόντως με γνώμονα το κέρδος των μετόχων και δεν μπορεί να διασφαλίσει την παροχή τέτοιας ζωτικής σημασίας αγαθού με όρους δημοσίου συμφέροντος, δηλ. να διασφαλίζει την απαιτούμενη ποιότητα σε προσιτή για όλους τιμή. Το ΣτΕ, μάλιστα, θωράκισε νομικά τη διαχείριση του νερού, συνδέοντας αυτήν ευθέως με το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα στην υγεία και την υποχρέωση του Κράτους να μεριμνά για αυτήν.
10. Προφανώς το ΣτΕ δεν έκρινε την κατοχή της πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου από το Ελληνικό Δημόσιο ως τη συνταγματικώς βέλτιστη διαχείριση των δημοσίων επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης (ως Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να κρίνει κάτι τέτοιο). Έκρινε την κατοχή της πλειοψηφίας ως την ελάχιστη προϋπόθεση από συνταγματικής πλευράς, ώστε να δύναται το Δημόσιο να ασκεί έναν έλεγχο υπό στοιχειώδεις όρους δημοσίου συμφέροντος, έστω υπό τους περιορισμούς που τίθενται από τα δικαιώματα των ιδιωτών μετόχων της μειοψηφίας (ήδη, το 1999 και 2001, ύστερα από σχετική νομοθετική ρύθμιση και απόφαση της τότε Κυβέρνησης, οι ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ εισήλθαν αντιστοίχως στο Χρηματιστήριο Αθηνών και το Δημόσιο, ενώ είχε το 100% του μετοχικού κεφαλαίου, απώλεσε ένα σημαντικό μέρος των μετοχών του, διατηρώντας, όμως, δια νόμου, την πλειοψηφία).
Η εμμονή των δανειστών και η αδυναμία (ή αποτυχία) της Κυβέρνησης
11. Η κρίση του ανωτάτου Δικαστηρίου της Χώρας ως προς την εν λόγω «κόκκινη γραμμή» της κατοχής της πλειοψηφίας, τουλάχιστον, του μετοχικού κεφαλαίου από το Ελληνικό Δημόσιο ήταν σαφής. Επίσης σαφές ήταν ότι με την απόφαση αυτή δεν θίγονταν σοβαρά τα συμφέροντα των δανειστών ούτε βεβαίως και η απόφαση αυτή ανέτρεπε την πληθώρα των μνημονιακών μέτρων. Αντιθέτως, η δικαστική αυτή απόφαση αυτή ήταν εκ των ελαχίστων (μαζί με τις αποφάσεις περί των συντάξεων και των ειδικών μισθολογίων) που «τολμούσε» να κρίνει ως αντισυνταγματικό ένα μνημονιακό μέτρο. Λόγω, δηλ., της ζωτικής σημασίας του φυσικού αγαθού του νερού, οι δικαστές του ανωτάτου Δικαστηρίου «είπαν»: Ε, όχι και το νερό (ο τίτλος αυτός δανειζόμενος από τους πολίτες της Θεσσαλονίκης, που οργάνωσαν με επιτυχία «άτυπο», αλλά πρωτοποριακό, δημοψήφισμα το 2014).
12. Παρά ταύτα, οι δανειστές της Χώρας – με τη γνωστή αδιάλλακτη στάση τους και την αντίστοιχη αδυναμία (ή αποτυχία) της πρώην Κυβέρνησης να αποφασίσει εξουσιαστικά για την τύχη της διαχείρισης έστω του νερού – επέβαλαν, στο πλαίσιο του τρίτου «Μνημονίου», την ίδρυση ενός νέου Υπερταμείου («Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε.» – ν. 4389/2016), στο οποίο εντάχθηκε το σύνολο της δημόσιας περιουσίας συμπεριλαμβανομένων, και πάλι, των δημοσίων επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης.
13. Το περίπλοκο και διεθνώς πρωτόγνωρο εταιρικό αυτό μόρφωμα, αν και τυπικά ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο, εν τούτοις ελέγχεται από ένα υπερεθνικό «Εποπτικό Συμβούλιο» με αποφασιστικές εξουσίες, όπως τον διορισμό των μελών του Διοικητικού του Συμβουλίου. Το «Εποπτικό Συμβούλιο», ως το κατ’ ουσίαν ανώτατο όργανο του Υπερταμείου, αποτελείται από δύο εκπροσώπους των δανειστών (δηλ. του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), ο ένας εκ των οποίων είναι και ο Πρόεδρός του, και τρεις εκπροσώπους της Χώρας και μπορεί να αποφασίζει μόνο με τη σύμφωνη γνώμη και των δύο μερών (δηλ., στην πραγματικότητα, ό,τι επιβάλλουν οι «ισχυροί» δανειστές). Σκοπός του Υπερταμείου δεν είναι η καλύτερη δυνατή διαχείριση των επιχειρήσεων, που ανήκουν σε αυτό ώστε να επιτελούν με το βέλτιστο τρόπο το δικό τους σκοπό (δηλ. για τις ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, την παροχή επαρκούς και ποιοτικού νερού σε προσιτή τιμή) αλλά να αυξήσει τα έσοδά του από τις επιχειρήσεις που ανήκουν σε αυτό, ώστε να υπηρετηθεί ο δικός του σκοπός, ήτοι κατά ποσοστό 50% επί των εσόδων να αποδίδεται για την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους και κατά 50% εν μέρει να αποδίδεται για επενδύσεις χρηματοδοτούμενες από τα ευρωπαϊκά προγράμματα στήριξης και εν μέρει να επενδύεται βάσει των αποφάσεων του Υπερταμείου (και βεβαίως μέρος των εσόδων των δημοσίων επιχειρήσεων να καλύπτει και τις δαπάνες του: μόνον οι δαπάνες των ετήσιων αποδοχών των δύο εκτελεστικών μελών του Διοικητικού του Συμβουλίου ανέρχονται σε 500 περίπου χιλιάδες ευρώ).
14. Εργαζόμενοι στις δημόσιες επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης και πολίτες, προσέφυγαν, ενώπιον του ΣτΕ, κατά της ένταξης των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ στο Υπερταμείο (στη δίκη αυτή, εκπροσωπήσαμε τους προσφεύγοντες, η συνάδελφος από τη Θεσσαλονίκη κ. Αικατερίνη Γεωργιάδου και εγώ, ενώ την ιδιότητα του διαδίκου είχαμε και οι ίδιοι προσωπικώς). Εν τέλει εκδόθηκαν οι αποφάσεις 190/2022 (για την ΕΥΔΑΠ) και 191/2022 (για την ΕΥΑΘ) της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες, με σχεδόν ομόφωνη απόφαση των δικαστών του ανωτάτου Δικαστηρίου, κρίθηκε ως αντίθετη στο Σύνταγμα της Χώρας η ένταξη των δημοσίων επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης και στο Υπερταμείο.
15. Το ΣτΕ, αφού επανέλαβε όσα είχε ήδη κρίνει με την 1906/2014 απόφασή του, έκρινε ως αντισυνταγματική την ένταξη των δημοσίων αυτών επιχειρήσεων στο Υπερταμείο για δύο λόγους:
Πρώτον, διότι το Δημόσιο δεν είναι ο πλειοψηφών μέτοχος των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, αλλά το Υπερταμείο, ενώ οι ιδρυτικές διατάξεις του Υπερταμείου δεν επιφυλάσσουν ούτε καν τον έμμεσο έλεγχο των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ από το Δημόσιο. Και τούτο διότι, αν και το Δημόσιο είναι ο μοναδικός μέτοχος του Υπερταμείου, εν τούτοις τις αποφασιστικές εξουσίες σε αυτό (όπως την εξουσία διορισμού και ανάκλησης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του Υπερταμείου) ασκεί, όχι το Δημόσιο, αλλά το υπερεθνικό «Εποπτικό Συμβούλιο».
Δεύτερον, και ανεξαρτήτως του πρώτου λόγου, διότι το Υπερταμείο δεν αποσκοπεί στη διαχείριση των δημοσίων επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης, κατά τρόπο ώστε αυτές να επιτελέσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον δικό τους σκοπό, αλλά αποσκοπεί στην αύξηση των εσόδων των επιχειρήσεων αυτών, ώστε να επιτευχθεί ο ειδικός σκοπός του ιδίου του Υπερταμείου (αποπληρωμή δημοσίου χρέους κλπ). Ο ειδικός, όμως, αυτός σκοπός του Υπερταμείου, ως αμιγώς «ταμειακός και ταμιευτικός», θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη του ζωτικής σημασίας σκοπού των δημοσίων αυτών επιχειρήσεων.
16. Έτσι, μετά και από τις δύο αυτές νέες αποφάσεις της Ολομέλειας του ανωτάτου Δικαστηρίου της Χώρας, το μήνυμα της Δικαιοσύνης έγινε ακόμη πιο αυστηρό και ξεκάθαρο: Λόγω της ζωτικής σημασίας του φυσικού αυτού αγαθού, σταματήστε επιτέλους τα «παιχνίδια» με τη διαχείρισή του. Οι φορείς, που διαχειρίζονται το νερό, πρέπει να ανήκουν, τουλάχιστον κατά την πλειοψηφία του μετοχικού τους κεφαλαίου, στο Δημόσιο, χωρίς να παρεισφρύονται άλλα νομικά πρόσωπα που δεν ελέγχει ουσιαστικά το Δημόσιο, και μάλιστα με ξένους προς την αποστολή τους σκοπούς.
Η μη συμμόρφωση της Κυβέρνησης στις αποφάσεις ΟλΣτΕ 190/2022 και191/2022
17. Μετά και από τις νέες αποφάσεις της Ολομέλειας του ανώτατου Δικαστήριου της Χώρας περί της αντισυνταγματικής ένταξης των δημοσίων επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης στο Υπερταμείο (ΟλΣτΕ 190/2022 και 191/2022), κάθε πολίτης δημοκρατικής χώρας θα ανέμενε το αυτονόητο: Άμεση απένταξη από το Υπερταμείο και επιστροφή των μετοχών στο Ελληνικό Δημόσιο.
18. Η Κυβέρνηση, όμως, επικαλούμενη τις δεσμεύσεις της Χώρας έναντι των δανειστών, δεν συμμορφώθηκε προς τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης. Πέντε μήνες μετά τη δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων «επέβαλε» στους πλειοψηφούντες κυβερνητικούς βουλευτές τη ψήφιση νέας νομοθετικής ρύθμισης (άρθρα 114 και 115 του ν. 4964/2022), με την οποία εισήχθησαν επουσιώδεις (και, από πλευράς εταιρικής διακυβέρνησης, εντελώς προβληματικές έως ανεφάρμοστες) παρεμβάσεις, καθώς και ευχολόγια (που θυμίζουν έκθεση ιδεών και όχι κανόνες δικαίου). Πιστεύω ότι παρέλκει η ανάλυση (ιδίως στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου) των επιμέρους αυτών ρυθμίσεων. Προφανώς και οι ίδιοι οι συντάκτες των εν λόγω διατάξεων αντιλαμβάνονται τη διαφορά μεταξύ της κατ’ επίφαση συμμόρφωσης και της ουσιαστικής συμμόρφωσης προς όσα ορίζουν οι δικαστικές αποφάσεις.
19. Η ουσία είναι ότι – σε ευθεία αντίθεση με όσα έκρινε η Δικαιοσύνη – με τις νέες νομοθετικές ρυθμίσεις, το Υπερταμείο παραμένει ο πλειοψηφών μέτοχος των δημοσίων επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης, οι οποίες και εξακολουθούν να υποχρεούνται να συνεισφέρουν έσοδα για την υλοποίηση του δικού του σκοπού. Η προκλητική παραβίαση των δικαστικών αποφάσεων είναι προφανής ιδίως όσον αφορά στην κρίση της Δικαιοσύνης περί των ασύμβατων, με τον ζωτικής σημασίας ρόλο των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, σκοπών του Υπερταμείου. Με τις νέες, δηλ., νομοθετικές ρυθμίσεις, παρά τα ευχολόγια περί υποχρέωσης τήρησης του Συντάγματος (!), δεν καταργούνται, κατά το μέρος που αφορά στις ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, οι διατάξεις του ιδρυτικού νόμου του Υπερταμείου περί της υποχρέωσης διαχείρισης των εσόδων των επιχειρήσεων αυτών κατά τρόπο ώστε να υλοποιούνται οι ειδικοί σκοποί του (αποπληρωμή του δημόσιου χρέους κλπ). Αντιθέτως, οι ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ παραμένουν στο ελεγχόμενο από τους δανειστές Υπερταμείο, ώστε να υπηρετούν, και οι δημόσιες αυτές επιχειρήσεις, τους σκοπούς του. Ακριβώς, δηλ. το αντίθετο από αυτό που έκρινε η Δικαιοσύνη.
20. Και όχι μόνο αυτό: με τις διατάξεις του άρθρου 115 του ως άνω νόμου, η Κυβέρνηση επιχειρεί αφενός να καταργήσει και ευθέως τις δικαστικές αποφάσεις, ορίζοντας ότι εξ αρχής η μεταβίβαση των μετοχών στο Υπερταμείο θεωρείται νόμιμη (η ίδια δηλ. μεταβίβαση που ρητώς ακυρώθηκε από το ΣτΕ) και αφετέρου να εμποδίσει την περαιτέρω προσφυγή των πολιτών στη Δικαιοσύνη, ορίζοντας ότι δεν απαιτείται η έκδοση οποιασδήποτε πράξης (σημ.: δεν προβλέπεται στο ελληνικό δίκαιο η απευθείας προσφυγή κατά διάταξης νόμου, παρά μόνον κατά των διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του νόμου).
21. Έτσι, σαν να μην εκδόθηκαν ποτέ οι αποφάσεις 190/2022 και 191/2022 της Ολομέλειας του ανωτάτου Δικαστηρίου της Χώρας, στις 30 Αυγούστου συνεδριάζει η Γενική Συνέλευση της ΕΥΔΑΠ και στις 8 Σεπτεμβρίου η Γενική Συνέλευση της ΕΥΑΘ, όπου και θα προσέλθει ως πλειοψηφών μέτοχος, και πάλι, το Υπερταμείο για να αποφασίσει επί των προτάσεων των διορισμένων από αυτό Διοικητικών Συμβουλίων των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, καθώς και να λάβει και τα μερίσματα των δημοσίων αυτών επιχειρήσεων προς υλοποίηση του δικού του σκοπού (μαζί με τα μερίσματα των προηγουμένων ετών που έχει ήδη λάβει) και βεβαίως προς κάλυψη και των δαπανών του.
22. Ενδεικτικό της βαρύτητας της συνταγματικής εκτροπής είναι και το γεγονός ότι η άρτι αποχωρήσασα (λόγω συνταξιοδότησης) Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας (και Πρόεδρος του αρμοδίου Τμήματος, στο οποίο αρχικώς εισήχθη η υπόθεση), κ. Μαρία Καραμανώφ, «υποχρεώθηκε» άμεσα να αρθρογραφήσει σημειώνοντας, μεταξύ άλλων: «Αμφιβάλλω αν στη συνταγματική ιστορία της χώρας έχει ποτέ λάβει χώρα μια τόσο κατάφωρη και προκλητική παραβίαση του δεδικασμένου και της αρχής της διάκρισης των εξουσιών».
Οι συναφείς εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις περί της διαχείρισης του νερού
23. Εν τω μεταξύ, στο ίδιο πλαίσιο της επιβολής αποφάσεων από τους δανειστές, σημειώνεται και η έκδοση της υπ’ αριθμ. οικ. 135275/19.05.2017 απόφασης της διυπουργικής επιτροπής υδάτων περί τιμολόγησης του νερού, με την οποία η πρώην Κυβέρνηση δήθεν εφάρμοσε την Ευρωπαϊκή Οδηγία-πλαίσιο 2000/60 (μετά από 17 χρόνια και ενώ υπήρχε ήδη σχετικό κανονιστικό καθεστώς) ως προς την «αρχή της ανάκτησης κόστους». Στην πραγματικότητα, όμως, η ως άνω απόφαση παραβιάζει την Ευρωπαϊκή Οδηγία και επιχειρεί να αυξήσει σταδιακά τις τιμές παροχής του νερού. Και εδώ το ΣτΕ, ύστερα από προσφυγή εργαζομένων της ΕΥΑΘ και πολιτών, απεφάνθη κατ’ αρχάς με την 92/2022 απόφασή του, ότι οι εν λόγω κανόνες τιμολόγησης είναι αντίθετοι στην ίδια την εθνική νομοθεσία, που ενσωμάτωσε την ως άνω Οδηγία (δηλ. του ν. 3199/2003 και του π.δ. 51/2007), αλλά λόγω της σπουδαιότητας της υπόθεσης, παρέπεμψε για οριστική κρίση στη μείζονα σύνθεση του Δ’ Τμήματος του Δικαστηρίου, όπου και εκκρεμεί η οριστική απόφαση.
24. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και στην παραχώρηση της διαχείρισης του μεγαλύτερου υδροδοτικού συστήματος της Χώρας σε ιδιωτική εταιρεία. Η Κυβέρνηση, πέραν των βλαπτικών για τα συμφέροντα των πολιτών αποφάσεων των δανειστών, πήρε και δική της πρωτοβουλία προς την κατεύθυνση της περαιτέρω αποδυνάμωσης της «δημόσιας» διαχείρισης του νερού. Με μία επικίνδυνα πρόχειρη και εντελώς ανεύθυνη απόφαση, εισήγαγε νομοθετική ρύθμιση (άρθρο 114 του ν. 4812/2021) και προκήρυξε διαγωνισμό με σκοπό να αφαιρέσει από την απολύτως εξειδικευμένη ΕΥΔΑΠ τη διαχείριση του μεγαλύτερου υδροδοτικού συστήματος της Χώρας (και ενός από τα πολυπλοκότερα της Ευρώπης) και να την παραδώσει σε ιδιωτική εταιρεία.
25. Το υδροδοτικό αυτό σύστημα χαρίζει ζωή στον μισό πληθυσμό της Χώρας και αποτελείται από τις πηγές ύδρευσης, δηλ. από τρεις τεχνητές λίμνες (Εύηνου, Μόρνου και Μαραθώνα) και μία φυσική λίμνη (Υλίκης) και από πλήθος υπόγειων υδατικών πόρων, από ένα εκτεταμένο σύστημα διασύνδεσης αυτών σε ακτίνα 495 χλμ και από τις εγκαταστάσεις άντλησης, αποθήκευσης, ελέγχου και ασφαλούς μεταφοράς του νερού έως την είσοδο των μονάδων επεξεργασίας.
26. Χωρίς κανένα λόγο δημοσίου συμφέροντος και χωρίς να της το επιβάλλουν οι δανειστές, η Κυβέρνηση παραδίδει τη διαχείριση του τεράστιου και περίπλοκου αυτού υδροδοτικού συστήματος της Χώρας σε ιδιωτικές εταιρείες, που εξ αντικειμένου θα έχουν πλήρη άγνοια περί της συνθετότητας και των κινδύνων εκ της διαχείρισης αυτής, δεδομένου ότι η ΕΥΔΑΠ είναι η μόνη εξειδικευμένη δημόσια επιχείρηση που το διαχειρίζεται από ιδρύσεώς της.
27. Ύστερα από προσφυγή εργαζομένων της ΕΥΔΑΠ και πολιτών, η κρίση επί της συνταγματικότητας της εν λόγω νομοθετικής ρύθμισης, εκκρεμεί, και αυτή, ενώπιον της μείζονας σύνθεσης του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (η υπόθεση συζητήθηκε στις 10.05.2022).
Επίμετρο
28. Η Δικαιοσύνη, εξαντλώντας τα όρια του δικαστικού ελέγχου, λόγω της ζωτικής σημασίας του φυσικού αγαθού του νερού – αλλά και γνωρίζοντας προφανώς την αδυναμία των Κυβερνήσεων να «αντισταθούν» στις επιταγές των δανειστών – έχει ήδη επιτελέσει το ιστορικό της καθήκον (ανεξαρτήτως της έκβασης των νέων εκκρεμών υποθέσεων). Σε ένα πραγματικά ανεξάρτητο, όμως, κράτος, που μεριμνά για την αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών του, η διαχείριση έστω του νερού θα έπρεπε να προστατεύεται από την Κυβέρνηση, χωρίς να αναγκάζονται οι πολίτες να προσφεύγουν – και γι’ αυτό – στη Δικαιοσύνη.
29. Πολύ περισσότερο, προκαλεί θλίψη και ανησυχία, όταν οι κυβερνώντες της Χώρας όχι μόνο δεν μπορούν – ή δεν θέλουν – να διαφυλάξουν, με δική τους πρωτοβουλία, την παροχή του φυσικού αγαθού του νερού με όρους δημοσίου συμφέροντος, αλλά ούτε καν να τη διαφυλάξουν έστω ως συμμόρφωση, όπως υποχρεούνται κατά το Σύνταγμα,προς όσα η Δικαιοσύνη αποφασίζει.
30. Ως γνωστόν, η Δικαιοσύνη αποτελεί το ύστατο καταφύγιο των πολιτών. Όταν μάλιστα οι θεσμοί διέρχονται κρίση, όπως συμβαίνει στη Χώρα μας ιδίως την τελευταία δεκαετία, η σημασία της, όχι μόνο για την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών, αλλά και για την ίδια τη λειτουργία του Κράτος, είναι κρίσιμη. Είναι, εν τέλει, προς το συμφέρον και των ιθυνόντων (ελπίζω ότι το κατανοούν) να μην χαθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στη Δικαιοσύνη – και μάλιστα λόγω μη εφαρμογής των αποφάσεών της (!) – διότι αλλιώς οδηγούμαστε, αργά ή γρήγορα, σε άναρχες καταστάσεις.
Και κάτι τελευταίο: αν επιτέλους οι κυβερνώντες, μετά ιδίως από τρεις αποφάσεις της Ολομέλειας του ανωτάτου Δικαστηρίου, αντιληφθούν τη σημασία της «δημόσιας» διαχείρισης του νερού και μπορέσουν να την υποστηρίξουν, ας υπηρετήσουν την επιλογή αυτή σοβαρά. Να ενδιαφερθούν, δηλ., για την υγιή διοίκηση των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ ως των τελευταίων εναπομεινασών δημοσίων επιχειρήσεων και όχι να «σαλαμοποιήσουν» τις δραστηριότητές τους, όπως επιχειρείται σήμερα με τη διαχείριση του μεγαλύτερου υδροδοτικού συστήματος της Χώρας, και να τις αφήσουν (σκόπιμα ή από αδιαφορία) να απαξιωθούν, ώστε, ακολούθως, να επικαλεστούν την «αναγκαστική» παράδοσή τους σε ιδιωτικά συμφέροντα (γνωστή και η «συνταγή» αυτή).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου