Νέα Υόρκη
Yπάρχουν ορισμένοι δημοσιογράφοι, το όνομα των οποίων συνδέεται με ένα και μόνο ρεπορτάζ ή μια μεγάλη δημοσιογραφική έρευνα. Για τον Καρλ Μπέρνσταϊν και τον Μπομπ Γούντγουορντ αυτό ήταν το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ. Οι αποκαλύψεις που έκαναν το 1972 για τις παρακολουθήσεις εναντίον του Δημοκρατικού Κόμματος στις ΗΠΑ οδήγησαν στην παραίτηση του προέδρου Νίξον και θεωρούνται, δικαίως, ως μια από τις θρυλικότερες δημοσιογραφικές έρευνες στην ιστορία. Οι δυο δημοσιογράφοι, αν και πάντα παρουσιάζονται σαν αχώριστο δίδυμο, δεν θα μπορούσαν να είναι περισσότερο διαφορετικοί μεταξύ τους. Ο Γούντγουορντ, γιος ανώτατου Ρεπουμπλικανού δικαστικού, σπούδασε στο Γιέιλ πριν καταταγεί σε πρόγραμμα έφεδρων αξιωματικών του πολεμικού ναυτικού των ΗΠΑ. Μετά το Γουότεργκεϊτ έγινε περισσότερο γνωστός σαν άτυπος βιογράφος του Τζορτζ Μπους του νεότερου (ήταν μάλιστα πεπεισμένος ότι το Ιράκ διέθετε όπλα μαζικής καταστροφής). Αντίθετα, ο Μπέρνσταϊν, παιδί Εβραίων κομμουνιστών οι οποίοι είχαν έντονη πολιτική δράση από τη δεκαετία του 1940, δεν κατάφερε καν να τελειώσει το Πανεπιστήμιο (τον απέβαλαν λόγω ιδιαίτερα χαμηλής βαθμολογίας). Ισως λόγω αυτών των καταβολών συνέχισε και μετά το Γουότεργκεϊτ να συγκρούεται δημοσιογραφικά με το αμερικανικό κατεστημένο – ήταν άλλωστε αυτός που επέμενε να φτάσει την έρευνα της Washington Post για το συγκεκριμένο σκάνδαλο έως τον Λευκό Οίκο και τον πρόεδρο Νίξον.
Το 1977, αμέσως μόλις αποχώρησε από τη Washington Post, ο Μπέρνσταϊν πέρασε έξι μήνες ερευνώντας τις διασυνδέσεις των ΗΠΑ και κυρίως της CIA και αμερικανικών πρεσβειών με δημοσιογράφους και μέσα ενημέρωσης. Το αποτέλεσμα της έρευνας –ένα κείμενο 25.000 λέξεων– δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Rolling Stone και ίσως θα έπρεπε να έχει οδηγήσει σε πολύ περισσότερες παραιτήσεις προέδρων, αξιωματούχων και δημοσιογράφων σε σχέση με τις αποκαλύψεις για το Γουότεργκεϊτ. Ξεκινώντας από την περίοδο που ακολούθησε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εντόπισε περισσότερους από 400 Αμερικανούς δημοσιογράφους, οι οποίοι είχαν συνεργαστεί με τη CIA σε μυστικές αποστολές. Οι σχέσεις τους με τις υπηρεσίες πληροφοριών ξεκινούσαν από μια απλή ενημέρωση (debriefing) για όσα μάθαιναν κατά τη διάρκεια αποστολών στο εξωτερικό και έφταναν μέχρι την ενεργή συμμετοχή σε επιχειρήσεις της CIA. Στο επίκεντρο της εμπλοκής των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών βρίσκονταν δημοσιογράφοι και αρχισυντάκτες από ορισμένα από τα σημαντικότερα MME, όπως οι New York Times, τα δίκτυα ABC και NBC, τα πρακτορεία Associated Press και Reuters και περιοδικά όπως το Newsweek.
Το ρεπορτάζ του Μπέρνσταϊν άνοιξε τις πύλες για αρκετές ακόμη έρευνες, με σημαντικότερη αυτή που δημοσίευσαν μερικούς αργότερα οι New York Times με τον τίτλο «Η CIA οικοδόμησε διεθνές δίκτυο προπαγάνδας». Σε αντίθεση με την έρευνα του Rolling Stones, οι συντάκτες της εφημερίδας δεν εστίασαν στα αμερικανικά ΜΜΕ αλλά σε ένα γιγαντιαίο δίκτυο μέσων ενημέρωσης σε όλο τον κόσμο, τα οποία χρηματοδοτούνταν, εν μέρει ή εξ ολοκλήρου, από τη CIA. Το κείμενο περιέγραφε ως εξής τον βασικό μηχανισμό λειτουργίας του δικτύου:
«Το νήμα που ένωνε τη CIA με τα προπαγανδιστικά στοιχεία που χρησιμοποιούσε ήταν το χρήμα. Αυτό το χρήμα εξασφάλιζε έναν βαθμό ελέγχου της δημοσιογραφικής παραγωγής, ο οποίος κάποιες φορές ήταν απόλυτος. Σε ορισμένες περιπτώσεις η CIA απλώς δημιουργούσε μια εφημερίδα ή ένα πρακτορείο και πλήρωνε το κόστος λειτουργίας τους μέσω κάποιας εταιρείας-βιτρίνα. Σε άλλες περιπτώσεις η υπηρεσία, άμεσα ή έμμεσα, προσέφερε κεφάλαια σε έναν επιχειρηματία ή εμφανιζόταν την κατάλληλη στιγμή για να διασώσει έναν οργανισμό που αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες».
Μεταξύ των δεκάδων μέσων ενημέρωσης που σύμφωνα με τους New York Times είχαν χρηματοδοτηθεί σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό περιλαμβάνονταν τα γαλλικά περιοδικά Paris Match και Preuves, το αυστριακό Forum, η δυτικογερμανική εφημερίδα Der Monat, η σουηδική Argumenten κ.ά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε στη Μεγάλη Βρετανία η κυκλοφορία του προοδευτικού λογοτεχνικού περιοδικού Encounter, το οποίο χρηματοδοτούνταν από τη CIA και τη βρετανική MI6, σε μια προσπάθεια να συσπειρώσει την αντισταλινική Αριστερά της χώρας.
Στη Λατινική Αμερική τα χρήματα κατευθύνονταν σε εφημερίδες όπως η Avance, η El Mundo, η El Prensa Libre, η Bohemia και η El Diario de las Americas, αρκετές από τις οποίες έπαιξαν κομβικό ρόλο στα πραξικοπήματα που οργάνωνε η Ουάσινγκτον στην περιοχή. Φυσικά, στη λίστα των επιχορηγούμενων από τη CIA ραδιοσταθμών συναντάμε το Radio Free Europe, το Radio Liberty, το Radio Free Asia και το Free Cuba Radio. Προφανώς η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση και, σύμφωνα με τους New York Times, η CIA δεν χρηματοδοτούσε απλώς αλλά είχε υπό τον απόλυτο έλεγχό της μια αγγλόφωνη εφημερίδα, η οποία δεν κατονομάζεται στο ρεπορτάζ.
Επισήμως η άμεση εμπλοκή μυστικών υπηρεσιών και πρεσβειών των ΗΠΑ στην παραγωγή δημοσιογραφικών προϊόντων εγκαταλείφθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Μπορούμε όμως να υποθέσουμε με σχετική βεβαιότητα ότι αυτό που πραγματικά «εγκαταλείφθηκε» ήταν οι δημοσιογραφικές έρευνες του επιπέδου του Καρλ Μπέρνσταϊν, που έφερναν στο φως τις σκοτεινές διασυνδέσεις μέσων ενημέρωσης με υπηρεσίες πληροφοριών και ξένες πρεσβείες.
Τις τελευταίες ημέρες στην Ελλάδα ζήσαμε μια μεγάλη στιγμή της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας από μέσα ενημέρωσης όπως το Reporters United και η «Εφημερίδα των Συντακτών». Βιώσαμε όμως και την απόλυτη απαξίωση των κυρίαρχων ΜΜΕ που επιχειρούν να συγκαλύψουν την υπόθεση. Ισως έχει έρθει η στιγμή να ακολουθήσουμε για άλλη μια φορά το παράδειγμα του Μπέρνσταϊν στρέφοντας τον ερευνητικό φακό προς την ίδια τη δημοσιογραφία.
● Το κείμενο είναι προδημοσίευση του νέου βιβλίου του Αρη Χατζηστεφάνου για τα μέσα ενημέρωσης και την παραπληροφόρηση που θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο από τις εκδόσεις Τόπος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου