Όπως είναι γνωστό, το πρωί του Σαββάτου της 20ης Αυγούστου ο Πρωθυπουργός κύριος Κυριάκος Μητσοτάκης δημοσιεύει ένα ακόμη — μαγνητοσκοπημένο — μήνυμα με το οποίο μας ενημερώνει ότι η χώρα εξέρχεται από το καθεστώς της Ενισχυμένης Ευρωπαϊκής Εποπτείας. Στο μήνυμα αυτό ταυτίζει αυτή την έξοδο με «το τέλος των μνημονίων και όσων επιβλήθηκαν στο όνομά τους».
Σε γενικές γραμμές η δημόσια συζήτηση έπειτα από αυτό το μήνυμα έχει περιστραφεί γύρω από τους γνωστούς άξονες στους οποίους κινείται κάθε παρόμοια συζήτηση: ποιος έβαλε τη χώρα στα μνημόνια, ποιος την έβγαλε και πότε, ποιος υπηρέτησε τα μνημόνια καλύτερα και ποιος λιγότερο καλά, ποιος έβλεπε τα μνημόνια ως μέρος της δικής του πολιτικής και ποιος όχι, τι ακριβώς σημαίνει η 20η Αυγούστου 2022 και αν είχε συμφωνηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση ήδη από το 2018 ή είναι ένα ακόμη επίτευγμα της τωρινής πολύ επιτυχημένης κυβέρνησης. Εδώ δεν θα ασχοληθώ με τα οικονομικά των μνημονίων και όλη αυτή τη συζήτηση, η οποία ούτως ή άλλως γίνεται με εξόχως προβληματικούς και αποπροσανατολιστικούς για την ουσία των πραγμάτων όρους. Αντίθετα, προτείνω να στρέψουμε την προσοχή μας σε δύο άλλα σημεία του μηνύματος: τα όσα είπε ο ΠΘ σχετικά με την άνοδο της Χρυσής Αυγής αλλά κυρίως σε όσα είπε για τους/τις πολίτες.
Στο μήνυμα αυτό, όσον αφορά την εμφάνιση και την άνοδο της ΧΑ, ο ΠΘ δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να αναπαράγει τη γνωστή ερμηνεία ότι η ΧΑ εμφανίστηκε και δυνάμωσε λόγω της οικονομικής κρίσης και γιγαντώθηκε από τον λαϊκισμό των πλατειών αλλά και γενικά τον λαϊκισμό που επικρατούσε στη χώρα εκείνα τα πρώτα μνημονιακά χρόνια. Αυτή είναι μία ερμηνεία της εμφάνισης και της ανόδου της ΧΑ που έχει κατασκευαστεί, προωθηθεί και επιβληθεί από το σύνολο σχεδόν όχι μόνο των δημοσιολογούντων, πολιτικών, αρθρογράφων και δημοσιογράφων αλλά και ακαδημαϊκών που πρόσκεινται στη Νέα Δημοκρατία και αρθρογραφούν περί εθνικισμού.
Η δουλειά που έχει γίνει προκειμένου να καθιερωθεί αυτή η ερμηνεία ως η μοναδική ορθή και αληθινή είναι συστηματική και μακροχρόνια, θέτοντας το πλαίσιο εντός του οποίου γίνεται πλέον η οποιαδήποτε συζήτηση όχι μόνο για τη ΧΑ αλλά και για τον ελληνικό εθνικισμό εν γένει. Αυτή η συγκεκριμένη ανάγνωση έχει πολλαπλές στοχεύσεις: από το να αποπολιτικοποιήσει την είσοδο της ΧΑ στην κεντρική πολιτική σκηνή (διαβάζοντάς την ως απλώς μια σχεδόν ενστικτώδη αντίδραση στις περικοπές μισθών και συντάξεων και στην οικονομική κρίση) μέχρι το να την αποσυνδέσει από την ιστορία της χώρας τα προηγούμενα 100 χρόνια˙ και από το να την αποσυνδέσει από το κράτος και το παρακράτος αυτών των 100 ετών μέχρι το να την αποσυνδέσει από την ελληνική δεξιά.
Αυτό επιτρέπει στους αυτοαποκαλούμενους φιλελεύθερους πολιτικούς, δημοσιογράφους και ακαδημαϊκούς να τη συνδέουν με την αριστερά, την άκρα ή εξωκοινοβουλευτική αριστερά και την αναρχία, αποκόβοντάς την από τον φυσικό της χώρο, τη δεξιά, που ειδικά στην ελληνική περίπτωση ήταν, παραμένει και θα συνεχίσει να είναι ιδιαίτερα εθνικιστική. Η ελληνική περίπτωση είναι η μοναδική — εξ όσων τουλάχιστον γνωρίζω — περίπτωση που η ακροδεξιά (και η ΧΑ δεν είναι μια τυχαία ακροδεξιά) συνδέεται με την αριστερά και την άκρα αριστερά και όχι με τη δεξιά της οποία αποτελεί προέκταση, εξ ου και το ακρο-δεξιά.
Σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριμένη ανάγνωση, αν και προβάλλεται ως επιστημονική και αντικειμενική, παραμένει ακραία ιδεολογικοποιημένη, διότι επιπλέον παραβλέπει, συνειδητά και συστηματικά, το ότι τόσο η ΧΑ όσο και όλα τα διάδοχά της σχήματα αλλά και όλα όσα κινούνται στον ευρύτερο αυτόν πολιτικό χώρο δεν αναφέρονται σε κανένα λαό παρά μόνο στο έθνος. Εν ολίγοις, η ένταξη της ΧΑ και όλων αυτών των σχημάτων στο ερμηνευτικό πλαίσιο του λαϊκισμού δεν θα μπορούσε να σταθεί σε οποιαδήποτε σοβαρή εξέταση της ιδεολογίας τους και της ρητορικής τους, αν προηγουμένως δεν είχε διαμορφωθεί από δημοσιογράφους και ακαδημαϊκούς που ασχολούνται με τη ΧΑ το σχετικό ιδεολογικό πλαίσιο ερμηνείας που τη θέλει να τρέφεται από το δήθεν άλλο άκρο.
Σε αυτό το μήνυμα ο ΠΘ δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να χρησιμοποιεί αυτό το πλαίσιο προσπαθώντας επιπλέον να αποτινάξει από πάνω τους τις ευθύνες για την ήδη υπαρκτή ή διαφαινόμενη και αναμενόμενη επανεμφάνιση στο προσκήνιο κομμάτων και σχημάτων όλου αυτού του φάσματος. Η επισημοποίηση της ρητορικής Μαρινάκη ως κεντρικής ρητορικής του κυβερνώντος κόμματος δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη για κανέναν.
Το δεύτερο σημείο αφορά την αναφορά του ΠΘ στους/στις πολίτες. Το εν λόγω μήνυμα αποτελείται από 848 λέξεις. Σε αυτές τις 848 λέξεις ο ΠΘ χρησιμοποιεί τη λέξη «πολίτης» δύο φορές. Την πρώτη φορά αναφέρει ότι «[κ]λείνει, έτσι, ένας δωδεκαετής κύκλος που έφερε πόνο στους πολίτες, καθήλωση στην οικονομία και διχασμό στην κοινωνία», ενώ τη δεύτερη αναφέρει ότι «[ε]νώ, ταυτόχρονα, οι πολίτες της έχουν, πλέον, απαλλαγεί ή ελαφρυνθεί από πολλούς φόρους που επιβλήθηκαν τα πέτρινα χρόνια».
Δεν θα σχολιάσω καθόλου το γεγονός ότι ο ΠΘ χρησιμοποιεί τον όρο «πέτρινα χρόνια» για να αναφερθεί στα μνημονιακά χρόνια, ειδικά έχοντας υιοθετήσει πλήρως τη ρητορική Μαρινάκη. Όμως, χρειάζεται να δούμε πώς χρησιμοποιεί τον όρο «πολίτης». Στην πρώτη φορά ο/η πολίτης εμφανίζεται ως το θύμα των μνημονιακών πολιτικών που τους προκάλεσε ένα αρνητικό συναίσθημα, πόνο. Στη δεύτερη αναφορά ο/η πολίτης εμφανίζεται με την ιδιότητα του φορολογούμενου,-ης. Και αυτό είναι το μήνυμα αυτού του πρωθυπουργικού μηνύματος: η μετατροπή των πολιτών σε φορολογούμενους,-ες.
Τα μνημονιακά χρόνια δεν σημαδεύτηκαν μόνο από τις περικοπές σε μισθούς, συντάξεις και επιδόματα, και από υπερφορολόγηση, από μια βίαιη δηλαδή υποτίμηση της εργασιακής αξίας των εργαζομένων, μια ακραία υπονόμευση των υλικών όρων της αξιοπρέπειάς τους και μια ταυτόχρονη ανακατανομή πλούτου από τα κάτω προς τα πάνω. Τα μνημονιακά χρόνια σημαδεύτηκαν, επίσης, από διαρκείς παραβιάσεις δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου, από συνεχή και επαναλαμβανόμενη απαξίωση και παραβίαση της δημοκρατίας τόσο σε επίπεδο διαδικασιών όσο και σε επίπεδο ουσίας και περιεχομένου, από καταστολή και δικαστική αυθαιρεσία. Τα παραδείγματα είναι πολλά και γνωστά και δεν χρειάζεται εδώ να τα υπενθυμίσουμε.
Θα περίμενε, συνεπώς, κανείς, εφ’ όσον ο ΠΘ μιλά για «το τέλος των μνημονίων και όσων επιβλήθηκαν στο όνομά τους», να αναφερθεί και σε αυτά σε αυτό το μήνυμα του αυγουστιάτικου πρωινού του Σαββάτου. Αντί αυτού, ο ΠΘ δεν κάνει ούτε μία αναφορά σε οτιδήποτε από όλα αυτά και, επιπλέον, εισάγει ουσιαστικά την έννοια του/της πολίτη υπό την αποκλειστική ιδιότητα του φορολογικού υποκειμένου: ο/η πολίτης ως taxpayer. Στο εν λόγω μήνυμα, τα μνημόνια παρουσιάζονται αποκλειστικά ως φορολογική πολιτική και στρατηγική που επιπλέον είναι και στρεβλή αποκλειστικά ως προς το κομμάτι της φορολόγησης των πολιτών. Τεχνηέντως αποκρύπτεται η κεντρική πολιτική επιλογή να μην φορολογηθούν κλάδοι με υπερκέρδη εν μέσω μνημονίων, μια επιλογή που συνεχίζεται και εν μέσω ενεργειακής κρίσης, και υπερτονίζεται το γεγονός της δυσανάλογης φορολόγησης των μεσαίων και πιο αδύναμων οικονομικά (μέσω της αύξησης φορολογικών συντελεστών και της έμμεσης φορολογίας) στρωμάτων.
Έτσι, από τη μία πλευρά, η φορολογία εμφανίζεται ως δυσβάσταχτη, απεχθής και αδικαιολόγητη (αποκρύβοντας ότι σε μια οργανωμένη πολιτεία η δίκαιη και προοδευτική φορολόγηση είναι όρος κοινωνικής αναπαραγωγής) λειαίνοντας το έδαφος για την περαιτέρω μείωσή της. Αυτή η μείωση με τη σειρά της θα οδηγήσει σε μείωση κοινωνικών παροχών και περικοπή προνοιακών πολιτικών. Αλλά, μέχρι να γίνει αυτό, θα έχει καλλιεργηθεί μέσω των γνωστών μεθόδων η πεποίθηση ότι το μεγάλο κράτος και η μεγάλη κυβέρνηση φταίνε για τα μεγάλα ελλείμματα και την υψηλή φορολογία που τα χρηματοδοτεί, και έτσι θα προκύψει ως φυσική συνέχεια η απαίτηση για μείωση της (αχρείαστης) φορολογίας, εφ’ όσον αυτή θα θεωρείται ότι χρηματοδοτεί αχρείαστες και αντιπαραγωγικές δραστηριότητες που δεν επιστρέφουν στον/στην φορολογούμενο,-η αλλά σε κάποια άλλα άτομα που επωφελούνται από αυτή χωρίς να έχουν τα ίδια συνεισφέρει.
Από την άλλη πλευρά, αυτή η πλήρης απουσία σε οποιαδήποτε αναφορά στην έννοια της πολιτικής δημοκρατίας και η μετατροπή του/της πολίτη σε taxpayer περιορίζει την έννοια της ιδιότητας του/της πολίτη στο άτομο που φορολογείται. Ο προσδιορισμός της σχέσης κράτους-πολίτη αποκλειστικά μέσω της φορολογίας δημιουργεί πολίτες δύο ταχυτήτων που ενδεχομένως θα πρέπει να έχουν και διαφορετική αντιμετώπιση από το κράτος. Επιπλέον, αυτός ο τόσο στενός προσδιορισμός μιας πολύπλοκης σχέσης απογυμνώνει την έννοια του/της πολίτη από αυτό με το οποίο αυτή είναι σύμφυτη εντός μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας: τα δικαιώματα είτε αυτά αφορούν τη συμμετοχή τους στην εκλογική διαδικασία και τη διαμόρφωση των πολιτικών του κράτους και της κυβέρνησης είτε ως πολιτικά, κοινωνικά, εργασιακά ή οποιαδήποτε άλλα δικαιώματα μπορεί να έχουν οι πολίτες μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Όταν, λοιπόν, στις 848 λέξεις του μηνύματος ενός αυτοαποκαλούμενου φιλελεύθερου ΠΘ και κόμματος δεν υπάρχει ούτε μία αναφορά σε όσα επιβλήθηκαν στο όνομα των μνημονίων — αν, φυσικά, αυτά όλα επιβλήθηκαν στο όνομα των μνημονίων και όχι με πρόσχημα τα μνημόνια — σε αυτό το επίπεδο, τότε δεν επιβεβαιώνεται απλώς ο συντηρητικός πολιτικός τους χαρακτήρας αλλά επιβεβαιώνεται επιπλέον ότι δεν υπάρχει καμία πρόθεση όσα κεκτημένα έχουν αφαιρεθεί να επιστραφούν. Επιβεβαιώνεται ότι το μέλλον επιφυλάσσει πολύ πολιτικό συντηρητισμό και, επειδή ο τελευταίος δεν πηγαίνει ποτέ μόνος του, πολύ κοινωνικό συντηρητισμό.
*Η Δήμητρα Μαρέτα είναι διδάκτωρ πολιτικής φιλοσοφίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου