© Marten van Dijl / Greenpeace |
Γράφει ο Κωστής Γριμάνης
Ξαφνικά, ο χρόνος μάλλον είναι αρκετός και οι πολίτες της χώρας μάλλον πλέον δεν βιώνουν από πρώτο χέρι τις κρίσεις: ούτε τις καταστροφικές πυρκαγιές και πλημμύρες, αλλά ούτε και τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης, η οποία είναι προϊόν της εξάρτησής μας από το ορυκτό αέριο. Μάλιστα, τώρα αποφασίσαμε να εξορύξουμε εσπευσμένα το αέριο που ίσως υπάρχει στη χώρα μας και να το μεταφέρουμε με αγωγούς από και προς την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη. Η μετάβαση αυτή για την οποία μας μιλάει ο Πρωθυπουργός, θα είναι όντως δίκαιη για τους πολίτες αυτής της χώρας σήμερα αλλά και για τις επόμενες γενιές;
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι πρωτόγνωρες καταστάσεις που ζούμε έχουν προκαλέσει κλυδωνισμούς στον τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα προχωρά με σωστό βηματισμό, από τη μία για την εξασφάλιση της ενεργειακής της αυτονομίας – ασφάλειας και από την άλλη για να πετύχει την πολυπόθητη πράσινη μετάβαση.
Φαίνεται ότι τελικά πάλι οι πολίτες θα πληρώσουν τον λογαριασμό της εντεινόμενης κλιματικής κρίσης, της εγκληματικής εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα αλλά και της γεωπολιτικής αστάθειας που δημιουργεί η εργαλειοποίησή τους, όπως μας δείχνει ξεκάθαρα ο πόλεμος στην Ουκρανία. Πάλι οι πολίτες και όχι οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων, στις οποίες ο κ. Μητσοτάκης κλείνει το μάτι πλέον ανοιχτά. Όσο κι αν λέει ο Πρωθυπουργός ότι οι εξορύξεις αερίου δεν θα επηρεάσουν τους κλιματικούς μας στόχους, κι ότι το ορυκτό αέριο είναι μόνο ένα μεταβατικό καύσιμο, η εξόρυξή του ίσως φέρει κάποια αποτελέσματα το 2028, όταν το 2030 θα πρέπει να έχουμε μειώσει τις εκπομπές μας στο μισό, σύμφωνα με την επιστήμη. Δηλαδή στην ουσία δεν δίνεται απάντηση ούτε στην ενεργειακή κρίση ούτε στην κλιματική. Άρα ποιος ωφελείται τελικά, οι κολοσσοί ορυκτών καυσίμων;
Φανταζόμασταν τα πράγματα αλλιώς: ότι τα μαθήματα της πανδημίας και των οικονομικών επιπτώσεών της, κι εν συνεχεία η παρούσα ενεργειακή κρίση και ο πόλεμος στην Ουκρανία, θα ωθούσαν τελικά τη χώρα μας στη λήψη γενναίων και απαραίτητων αποφάσεων για να σχεδιάσει σωστά την ενεργειακή της πολιτική, και αυτό όχι με όρους επικοινωνιακούς ως απάντηση σε κάθε πολιτική και οικονομική συγκυρία. Ο σχεδιασμός της ενεργειακής πολιτικής της χώρας οφείλει να είναι μακροπρόθεσμος και όχι ολιγοετής ώστε να μπορεί να αναπροσαρμόζει τους στόχους του. Κατά περίπτωση, να τους αναθεωρεί κιόλας, κρατώντας όμως τους βασικούς πυλώνες της μετάβασης σταθερούς. Δυστυχώς για την ελληνική κοινωνία, οι σημερινές εξαγγελίες του πρωθυπουργού δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις ενός τέτοιου ενεργειακού σχεδιασμού.
Αντί αυτού, βλέπουμε ότι τα βασικά εργαλεία της ενεργειακής στρατηγικής και μετάβασης, όπως ο κλιματικός νόμος και το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (που ακόμα εκκρεμούν), συνεχίζουν να εξυπηρετούν τις συνεχιζόμενες επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα. Όμως αυτό που επιτάσσει σήμερα η επιστήμη και η ζοφερή πραγματικότητα είναι το αντίστροφο. Οι επενδύσεις μας να ακολουθούν, να συμβαδίζουν και να πλαισιώνουν φιλόδοξους κλιματικούς στόχους με κοινωνικά δίκαιο και ασφαλή τρόπο.
Προτού ο κ. Μητσοτάκης προχωρήσει στη σύσταση ενιαίας δομής με σκοπό τη χάραξη εθνικής στρατηγικής για την εκμετάλλευση εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων και υποδομών μεταφοράς αερίου προς και από την Ελλάδα προς την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά και στην επιτάχυνση των ερευνών και των εξορύξεων και σε νομοθετικές πρωτοβουλίες για τη διευκόλυνσή τους, οφείλει να απαντήσει τα παρακάτω ερωτήματα προκειμένου τελικά να αξιολογήσει και ο ίδιος πόσο “μαύρη” ή “πράσινη” είναι η μετάβαση που ευαγγελίζεται:
- Τι ποσοστό κατέχει η εφαρμογή της αρχής της “ενεργειακής αποδοτικότητας και εξοικονόμησης ενέργειας” στον ενεργειακό σχεδιασμό της χώρας ώστε να θωρακιστούν ενεργειακά τα νοικοκυριά, να καταστούν τα ίδια παραγωγοί της ενέργειας που καταναλώνουν και να σταματήσει η επιδοματικού τύπου εξάρτησή τους – και δη των πιο ευάλωτων – από τα ακριβά και ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα;
- Τι διασπορά έχει και σε τι ποσοστό βρίσκεται η παραγωγή καθαρής ενέργειας στη χώρα;
- Πώς αποτιμάται η κοινωνική αποδοχή, η συμμετοχή και τα οικονομικά οφέλη που προκύπτουν για τους τοπικούς πληθυσμούς και την περιφέρεια από τον ενεργειακό σχεδιασμό της χώρας;
- Ποιο είναι το ακριβές χρονοδιάγραμμα για την απεξάρτηση από έργα και υποδομές ορυκτού αερίου για τη χώρα μας, όταν τα προτεινόμενα έργα ξεπερνούν τα 8 δις ευρώ κατατάσσοντας την Ελλάδα στην πρώτη θέση ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ ως προς το εκτιμώμενο κόστος για μελλοντικά έργα αγωγών και τερματικών αερίου; Είναι σίγουρος ο Πρωθυπουργός ότι αυτές οι επενδύσεις δεν θα καταστούν αχρηστευμένα κεφάλαια;
- Πώς αποτιμάται μέχρι τώρα η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ώς προς την αυτοπαραγωγή, την εξοικονόμηση, τη διασυνδεσιμότητα, τα δίκτυα υποδομών, και εν κατακλείδι την κοινωνική συμμετοχή;
- Κατά πόσο ο ενεργειακός χωροταξικός σχεδιασμός λαμβάνει υπόψή του τη βέλτιστη επιστήμη, την εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης για την αποφυγή επιπτώσεων στη βιοποικιλότητα, την κλιματική κρίση, την ενεργειακή ασφάλεια και τη συμπερίληψη των τοπικών κοινωνιών και αρχών, ώστε η μετάβαση να επιτελεστεί με την κοινωνία και όχι εκ μέρους της;
- Με ποιον τρόπο θα καταστεί αποτελεσματικός ο έλεγχος και η εποπτεία των αγορών ενέργειας;
Ειλικρινής απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα μπορεί και πρέπει να δοθεί, ώστε η ενεργειακή πολιτική της χώρας να καταστεί οικονομικά και περιβαλλοντικά βιώσιμη και ταυτόχρονα ανθεκτική σε επόμενες κρίσεις που θα ακολουθήσουν. Σε πρόσφατη ομιλία του, ο Πρωθυπουργός υποστήριξε ότι οι όποιες μικρές, διορθωτικές παρεμβάσεις (αναφορικά με την επέκταση της χρήσης & εξόρυξης λιγνίτη τα επόμενα 2 χρόνια) γίνουν στο Εθνικό Σχέδιο Ενέργειας και Κλίματος, σε καμία περίπτωση δεν θα θέσουν σε αμφισβήτηση τους στόχους που έχει θέσει η κυβέρνηση για τη μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% το 2030 και βέβαια την κλιματική ουδετερότητα έως το 2050. Είναι “προσωπικό του στοίχημα”, δήλωσε ο Κ. Μητσοτάκης. Δυστυχώς όμως τα στοιχήματα αυτά, όπως και τα παραπάνω σχέδια για εξόρυξη και πλεονάζουσες υποδομές αερίου, είναι πολύ επικίνδυνα όταν παίζονται στις πλάτες της κοινωνίας που θα επωμιστεί τις συνέπειες το 2030 και το 2050, όταν ο κ. Μητσοτάκης δεν θα είναι πλέον πρωθυπουργός.
Το πρόβλημα της ενεργειακής αυτάρκειας της χώρας αλλά και της Ευρώπης οφείλει να τεθεί υπό το πρίσμα της απελευθέρωσής μας από τα ορυκτά καύσιμα, ώστε οι νέες και πιο φτηνές καθαρές τεχνολογίες ανανεώσιμης ενέργειας να προχωρήσουν όχι αποκλειστικά και μόνο ως κίνητρο για επενδύσεις μεγάλης κλίμακας και για την επιχειρηματική δραστηριότητα. Στο επίκεντρο της μετάβασης, και δη της ενεργειακής, βρίσκονται, είτε το θέλουμε είτε όχι, οι ίδιοι οι πολίτες, τους οποίους δυστυχώς η πολιτεία μέχρι τώρα αγνοεί επιδεικτικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου