Οι Κυκλάδες είναι μοναδικές –όλοι το ξέρουμε.

Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς άλλον τόπο στον οποίο να τέμνονται τόσο συγκλονιστικά το φυσικό κάλλος, ο πολιτισμός, η βιοποικιλότητα, αλλά και η άυλη πολιτιστική κληρονομιά (δηλαδή όλα εκείνα τα στοιχεία που υπάρχουν διάχυτα στη ζωή των τοπικών κοινωνιών, από τη γαστρονομία τους και τις παραδοσιακές τέχνες και πρακτικές, μέχρι τα έθιμά τους και τις κοινωνικές τελετουργίες τους, και της προσδίδουν την ιδιαίτερη ταυτότητα και γοητεία της).

Είναι εξάλλου η σπάνια σύζευξη αυτών των στοιχείων που ανέδειξε τις Κυκλάδες σε κορυφαίο ταξιδιωτικό προορισμό παγκοσμίως και τις κατέστησε, στο συλλογικό φαντασιακό, συνώνυμο της ανεπιτήδευτης ομορφιάς, του μέτρου, της απλότητας, της απόδρασης από τα δεινά του αστικού τρόπου ζωής. Γι’ αυτό και οι Κυκλάδες αποτελούν χωριστό κεφάλαιο στη συζήτηση που έχει ανοίξει, τόσο διεθνώς όσο και στην ελληνική δημόσια σφαίρα, για τις σοβαρότατες επιπτώσεις του υπερτουρισμού.

Μας το υπενθύμισε με τον πιο δραματικό τρόπο η πρόσφατη ένταξη τριών εμβληματικών νησιών του ελληνικού αρχιπελάγους, της Σίφνου, της Σερίφου και της Φολεγάνδρου, στον κατάλογο των επτά πιο απειλούμενων μνημείων και τόπων πολιτιστικής κληρονομιάς στην Ευρώπη για το 2024, από την Europa Nostra και το Ινστιτούτο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.

Μας το υπενθύμισε, παρεμπιπτόντως, και η πρόσφατη συνέντευξη του Κάρλο Ράτι, του διακεκριμένου αρχιτέκτονα και πολιτικού μηχανικού που θα επιμεληθεί την επόμενη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας: πρέπει να διασφαλίσουμε, είπε ο Ράτι, πως ό,τι χτίζουμε θα συνεργάζεται ολοένα και περισσότερο με τη φύση, αντί να στρέφεται εναντίον της. Και υπογράμμισε: «Η οικοδόμηση δεν αποτελεί στόχο του 21ου αιώνα».

Τα νέα, ωστόσο, φαίνεται ότι δεν έχουν φτάσει στις Κυκλάδες.

Η οικοδόμηση έχει αναχθεί σε πρωταρχικό στόχο στο παρόν μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στον τουρισμό: πέραν των «συνήθων» οικοδομικών αδειών, ο αριθμός των οποίων έχει παρουσιάσει κατακόρυφη αύξηση, οι ειδήσεις για φαραωνικά «στρατηγικά» σχέδια ακόμα και σε νησιά που μέχρι πρότινος γνώριζαν μια πιο ήπια τουριστική ανάπτυξη είναι τον τελευταίο καιρό καταιγιστικές.

Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του κράτους, ακόμα κι όταν είναι αποφασισμένοι να κάνουν σωστά τη δουλειά τους, αποδεδειγμένα δεν επαρκούν για τον αποτελεσματικό έλεγχο των πολεοδομικών και περιβαλλοντικών παραβάσεων (που διαπιστώνονται πλέον μέχρι και μέσα σε ζώνες Natura), με αποτέλεσμα τη διαρκή υποβάθμιση των νησιωτικών οικοσυστημάτων.

Τα προβλήματα υποδομής στον νησιωτικό χώρο είναι γνωστά και μακροχρόνια, μόνο που τώρα τα νησιά έχουν να αντιμετωπίσουν και την εξάντληση των φυσικών τους πόρων, καθώς και τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής (η λειψυδρία ήδη αποτελεί υπαρξιακό ζήτημα για πολλά εξ αυτών). Και, ταυτόχρονα, καθώς οι κοινωνικές συνέπειες του υπερτουρισμού στα νησιά εντείνονται και η πραγματική ζωή που ανθούσε σε αυτά αποψιλώνεται, η άυλη πολιτιστική τους κληρονομιά, πυρηνικό στοιχείο της αυθεντικότητάς τους, γίνεται απλό τουριστικό φολκλόρ. Τα  timelines των influencers μπορεί να γεμίζουν με stories, όμως η ποιότητα της αληθινής εμπειρίας από χρόνο σε χρόνο χειροτερεύει. Οι Κυκλάδες χάνουν λίγο λίγο την ψυχή τους.

Η κεντρική εξουσία πετάει συχνά το μπαλάκι στις τοπικές κοινωνίες. Πλην όμως (και χωρίς να παραβλέπουμε τον καίριο ρόλο των τοπικών παραγόντων και κοινοτήτων), δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο στρατηγικός προσανατολισμός της εθνικής οικονομίας αποτελεί ευθύνη της Πολιτείας και όχι της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Εστω και όψιμα, είναι αναγκαίο να ξεκινήσει, με τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων μερών, μια ευρεία διαβούλευση προκειμένου να χαραχθεί μια νέα εθνική νησιωτική πολιτική με όρους βιωσιμότητας.

Το ερώτημα είναι αν υπάρχει πραγματικά στην (πολυνησιακή) χώρα μας η πολιτική βούληση για μια σταδιακή απαγκίστρωση της οικονομίας των νησιών από τον υπερτουρισμό και την παροχή κινήτρων για την ενθάρρυνση της τοπικής επιχειρηματικότητας (αντί της υπέρμετρης παροχής κινήτρων στις τουριστικές επενδύσεις, όπως τα σύνθετα τουριστικά καταλύματα) και την ολιστική τους ανάπτυξη, με τη δημιουργία οικονομιών κλίμακας σε υπηρεσίες και προϊόντα.

Ταυτόχρονα, ας τονίσουμε το αυτονόητο: η διαμαντόπετρα των Κυκλάδων είναι το φυσικό τους περιβάλλον. Εάν δεν ληφθεί αμέσως μέριμνα από τους αρμοδίους για τη βελτίωση και τη δρακόντεια τήρηση της πολεοδομικής και περιβαλλοντικής νομοθεσίας, πολύ σύντομα η ήδη επελθούσα ζημία θα καταστεί μη αναστρέψιμη. Οσο δύσκολo κι αν φαντάζει, πρέπει επιτέλους να προσδιορίσουμε και να συμφωνήσουμε ποια είναι η φέρουσα ικανότητα των νησιών μας.

Οσον αφορά τον πολιτισμό, είναι απολύτως αναγκαίο πέρα από την προστασία και ανάδειξη του πολιτιστικού αποθέματος των νησιών να ενθαρρυνθεί μέσω προγραμμάτων η ενεργή συμμετοχή τους στη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς τους: σημαντική, λ.χ., η εγγραφή στο Εθνικό Ευρετήριο Αϋλης Πολιτιστικής Κληρονομίας της παραδοσιακής τυροκομίας των Κυκλάδων, αλλά ακόμα σημαντικότερο το να διασφαλιστεί ότι θα εξακολουθήσει να υπάρχει και στο μέλλον.

Μαγικές λύσεις προφανώς δεν υπάρχουν, όπως σε όλα τα πολυδιάστατα προβλήματα. Είναι όμως σαφές το τι επείγει να κάνουμε για τα νησιά μας, εάν δεν είναι ήδη αργά: να ξαναβρούμε το χαμένο μέτρο.

* Ο Φοίβος Μπότσης είναι νομικός, συγγραφέας, ειδικός σε θέματα πολιτικής του πολιτισμού