Ορμος - Στρατόπεδο Δ’. Ιούνιος 1948. Σε πρώτο πλάνο η διανομή του φαγητού και στο βάθος καταναγκασική εργασία από τους κρατούμενους των άλλων Ορμων |
«Χωρίς τη μνήμη δεν είμαστε τίποτα· οι άνθρωποι και τα έργα τους δεν υπάρχουν»**
Το νησί Γυάρος ή Γιούρα βρίσκεται στις Κυκλάδες, «ανάμεσα Σύρο και Τζιά» όπως λέει και το τραγούδι· είναι βραχώδες, άνυδρο και ακατοίκητο. Στη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου (1946-1949) χρησιμοποιήθηκε ως «ανοικτή φυλακή», επειδή όλες οι φυλακές της χώρας ήταν υπερπλήρεις. Λειτούργησε σχεδόν παράλληλα με τη Μακρόνησο: τον Απρίλιο του 1947 έστειλαν στη Γυάρο 300 σκαπανείς, οι οποίοι προσπαθώντας να ισοπεδώσουν το επικλινές έδαφος για να στήσουν τις σκηνές τους, λέγεται ότι ανακάλυψαν αρχαίους τάφους· τον Ιούλιο επέστρεψαν στη Μακρόνησο.
Τα Γιούρα είχαν χαρακτηριστεί «Εγκληματικαί Φυλακαί», που σημαίνει ότι οι κρατούμενοι ήταν καταδικασμένοι με βαριές ποινές· έστελναν όμως επιλεκτικά και υπόδικους, καθώς και ανήλικους. Τον Ιούνιο του 1948, ενώ δεν υπήρχε σχεδόν καμιά υλική υποδομή, είχαν μεταφερθεί 8.111 κρατούμενοι. Εμεναν σε σκηνές. Φρουρούνταν από χωροφύλακες (όπως στις εξορίες, που ανήκαν στην αρμοδιότητα του υπουργείου Δημόσιας Τάξης) αλλά και από δεσμοφύλακες (όπως στις φυλακές, που ανήκαν στο υπουργείο Δικαιοσύνης).
Ο εγκλεισμός στη Γιούρα παρουσιάζει ομοιότητες με τη Μακρόνησο: απροκάλυπτη βία, χρησιμοποίηση «ποινικών», «ανανηψάντων» ή «εθνικοφρόνων» για την απόσπαση δηλώσεων μετανοίας από τους «αμετανόητους» κομμουνιστές, καθώς και καταναγκαστική εργασία. Σε αντίθεση όμως με τη Μακρόνησο, όπου οι επισκέψεις βασιλιάδων, υπουργών, στρατιωτικών και άλλων «επισήμων» ήταν πολύ συχνές, στη Γυάρο, σύμφωνα με το υπόμνημα των κρατουμένων «ουδέποτε επετράπη εις ιδιώτην ή εις δημοσιογράφον να επισκεφθή την νήσον ταύτην του θανάτου». Τα στοιχεία και κυρίως τις φωτογραφίες τις έχουμε από τις εκθέσεις των εκπροσώπων του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού (ΔΕΣ).
Οι πέντε όρμοι - στρατόπεδα βρίσκονταν στα νοτιοανατολικά του νησιού και ήταν περιτριγυρισμένοι με τοίχο και αγκαθωτό σύρμα. Οι κρατούμενοι έμεναν σε σκηνές που είχαν στηθεί ανάμεσα στα βράχια και στη θάλασσα, πάνω σε κτιστές βάσεις για να αντιμετωπίσουν κυρίως τα νερά της βροχής. Υπήρχε Πειθαρχείο και η «Ελ-Τάμπα», ένα συρμάτινο υπαίθριο κλουβί. Από τα χειρότερα βασανιστήρια ήταν το κρέμασμα στη συκιά που βρισκόταν στον Α’ όρμο. Συχνά ήταν τα καψόνια, για εξευτελισμό των κρατουμένων, όπως «το πήδημα της γαϊδάρας» ή το καθάρισμα των αποχωρητηρίων με τα χέρια.
Ορμος - Στρατόπεδο Β’. Αύγουστος 1950. Το καλοκαίρι του 1948 είχε 904 κρατούμενους ηλικιωμένους ή ανίκανους για εργασία. Τον Αύγουστο του 1950 είχε 1.482 πολιτικούς κρατούμενους. |
Το καλοκαίρι του 1948 στον Α’ όρμο βρίσκονταν 3.717 άντρες· εκεί κατασκεύαζαν τα τούβλα. Στον Δ’ όρμο ήταν 2.318 άντρες, κυρίως ημιειδικευμένοι εργάτες· εκεί υπήρχε και η ηλεκτρογεννήτρια. Με την άφιξη των κρατουμένων, ανάμεσα στους ξυλοδαρμούς, γινόταν κάποιου είδους ξεδιάλεγμα. Στον Δ’ όρμο έστελναν τους πιο νέους. Στον Β’ όρμο ήταν 904 ηλικιωμένοι ή/και ανίκανοι για εργασία. Οι όρμοι/στρατόπεδα όμως άλλαζαν χρήσεις: από τον Δεκέμβρη του 1948 στον Β’ όρμο συγκέντρωσαν «εθνικόφρονες» και ανανήψαντες. Ο Γ’ όρμος αποκαλείτο των «διανοουμένων»: είχε 689 κρατούμενους που ήταν απαλλαγμένοι από τις χειρωνακτικές εργασίες. Ο Ε’ όρμος ιδρύθηκε τελευταίος, τον Απρίλιο 1948: εκεί –σύμφωνα με την Εκθεση του ΔΕΣ- είχαν μεταφέρει 483 εξειδικευμένους τεχνικούς και μηχανικούς. Αργότερα οι κρατούμενοι τον αποκάλεσαν «όρμο των μαρτυρίων» και «τάφο των ζωντανών».
Στο διάστημα 1947-1952 οι κρατούμενοι υποχρεώθηκαν να κτίσουν τη φυλακή τους, τα κτίρια της διοίκησης, το νοσοκομείο, καθώς και άλλα αναγκαία ή μη οικοδομήματα. Το θεσμικό πλαίσιο απαγόρευσε την επιβολή καταναγκαστικής εργασίας, γι’ αυτό -τυπικά- η εργασία ήταν «εθελουσία και αμειβόμενη»· η αμοιβή ήταν λίγο παραπάνω ψωμί που δεν δινόταν πάντα και σε όλους. Η καταναγκαστική εργασία συνοδευόταν από βρισιές και χτυπήματα, ακόμα και με συρμάτινο βούρδουλα. Επιπλέον, η οργάνωση των έργων δεν ήταν αποτελεσματική, γιατί πρωταρχικός στόχος ήταν το «καψόνι». Η εξόρυξη και το κουβάλημα της πέτρας στόχευε στην ταλαιπωρία των κρατουμένων, γι’ αυτό και τα δρομολόγια ήταν -αναίτια- μακριά. Στην «Πειθαρχική Ομάδα» το κουβάλημα γινόταν τροχάδην και οι πέτρες ήταν ογκόλιθοι.
Οι κρατούμενοι φορούσαν τα ρούχα που τους έστελναν οι οικογένειές τους, αλλά οι ελλείψεις ήταν τεράστιες. Δέματα με ρούχα και τρόφιμα έστελναν ο ΔΕΣ, ο ΕΣ Ιρλανδίας και Ελβετίας, καθώς και η Λίγκα για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα, με έδρα το Λονδίνο, φιλικά διακείμενη προς το ΚΚΕ. Οι πολιτικοί κρατούμενοι κατηγορούσαν τη διοίκηση ότι έκλεβε τα τρόφιμα και τα φάρμακα και ότι μοίραζε τα δέματα στους δικούς της: τους δωσίλογους και τους βασανιστές.
Γενικότερα, το πρόβλημα τροφοδοσίας ήταν πολύ σοβαρό, γιατί με την κακοκαιρία του χειμώνα και τα μελτέμια του καλοκαιριού δεν μπορούσαν να αράξουν τα πλοία. Το πόσιμο νερό, από τα πηγάδια, δεν επαρκούσε· η προσωπική καθαριότητα γινόταν κυρίως στη θάλασσα. Οι μερίδες του ψωμιού και του φαγητού καθορίζονταν, όπως και στις άλλες φυλακές, από το υπουργείο Δικαιοσύνης, αλλά λόγω της σκληρής εργασίας και των ατασθαλιών της διοίκησης, οι κρατούμενοι ζούσαν σε κατάσταση υποσιτισμού. Δεν υπήρχαν κανάτια για νερό ούτε πιάτα, ούτε τραπεζαρία. Ετρωγαν στις σκηνές, μέσα σε άδεια κουτιά από κονσέρβες. Υπήρχε καντίνα, υπό τον έλεγχο της διοίκησης του στρατοπέδου: η Αποστολή του ΔΕΣ βρήκε τις τιμές πολύ ακριβές και οι κρατούμενοι πίστευαν ότι γίνονταν «ρεμούλες».
Η επικοινωνία με τον «έξω κόσμο» ήταν από ελάχιστη έως ανύπαρκτη. Ο πατήρ Προκόπιος που ερχόταν, μία φορά την εβδομάδα, από τη Σύρο, έκανε χριστιανικά κηρύγματα, αλλά αδιαφορούσε για τα βασανιστήρια των κρατουμένων. Δεν υπήρχε ούτε ραδιόφωνο, ούτε κάποιο θέαμα, ούτε βέβαια βιβλιοθήκη. Τα επισκεπτήρια ήταν ανύπαρκτα, ενώ τα γράμματα που μπορούσαν να στείλουν οι κρατούμενοι ήταν περιορισμένα και λογοκριμένα· μπορούσαν όμως να δέχονται γράμματα, δέματα και επιταγές, αν είχαν βέβαια οι συγγενείς τους να τους στείλουν. Κάποιοι κρατούμενοι έκαναν χειροτεχνήματα και η διεύθυνση των φυλακών επωφελείτο, παίρνοντας ποσοστά από τις πωλήσεις των έργων τους.
Στρατόπεδο Ε’. Γενική άποψη. Διακρίνονται οι λαχανόκηποι, οι οποίοι δεν μπορούσαν να ευημερήσουν, γιατί το νερό δεν έφτανε ούτε για να πιούν οι κρατούμενοι |
Η ιατρική περίθαλψη ήταν στοιχειώδης και η έλλειψη φαρμάκων μεγάλη. Το νοσοκομείο στεγαζόταν σε σκηνές. Η πιο διαδεδομένη αρρώστια ήταν η φυματίωση. Στο τέλος του 1949, ενώ η ένοπλη σύγκρουση είχε λήξει, εγκατέστησαν ένα ακτινολογικό μηχάνημα, που απέδειξε ότι η φυματίωση είχε θερίσει το στρατόπεδο. Τότε έγινε μεταγωγή σε 500 περίπου φυματικούς.
Η πρώτη φάση της Γυάρου είναι συνδεδεμένη με το όνομα του «Γλάστρα», ο οποίος δεν διέθετε τα τυπικά προσόντα για διευθυντής, αλλά διέθετε «προϋπηρεσία»: στην Κατοχή είχε προσφέρει τις υπηρεσίες του στους Γερμανούς στο Στρατόπεδο Παύλου Μελά, στη Θεσσαλονίκη. Τον Μάρτιο του 1949 ανέλαβε διευθυντής ο Μπουζάκης, πρώην διευθυντής των Φυλακών Ανηλίκων Κηφισιάς. Στην περίοδο «Γλάστρα» η βία ήταν ωμή, στην περίοδο Μπουζάκη συγκαλυμμένη και καλύτερα οργανωμένη· πριν αναλάβει είχε πάει στη Μακρόνησο για «μετεκπαίδευση».
Μετά τις εκλογές του Μαρτίου 1950, οπότε ανέλαβαν οι κεντρώες κυβερνήσεις, μόλις έφτασαν οι εκπρόσωποι του υπουργείου Δικαιοσύνης στο νησί, οργανώθηκε μια μεγάλη διαμαρτυρία με κεντρικά συνθήματα: «Να καταργηθή η Γιούρα», «Γενική Αμνηστεία», «Νερό» και «Είμαστε Φυματικοί». Οι πολιτικοί κρατούμενοι κατέθεσαν 3.000 αναφορές και υπομνήματα στον γενικό γραμματέα του υπουργείου Δικαιοσύνης, ο οποίος συμφώνησε ότι το στρατόπεδο–φυλακή έπρεπε να καταργηθεί. Για περίπου τρεις μήνες το στρατόπεδο βρισκόταν σε αναβρασμό: άρνηση των κρατουμένων για δουλειά και υπογραφή αντιδηλώσεων, απόσυρση δηλαδή των δηλώσεων μετανοίας που είχαν κάνει. Τον Ιούνιο 1950 το θέμα συζητήθηκε με ένταση στη Βουλή, αλλά η Γυάρος δεν έκλεισε. Εγκαταστάθηκε όμως εκεί ένα κλιμάκιο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (ΕΕΣ), με δύο γιατρούς και έξι νοσοκόμες.
Από τον Απρίλιο του 1950 η εργασία έγινε «εθελούσια». Οι κρατούμενοι όμως ήταν υποχρεωμένοι να ξεφορτώνουν τα καράβια και να κάνουν τις αναγκαίες αγγαρείες για τα μαγειρεία. Κάθε στρατόπεδο απέκτησε καντίνα που τη διαχειριζόταν ένας κρατούμενος. Στις σκηνές, εκτός από τις κτιστές βάσεις, έφτιαξαν και κρεβάτια. Το νερό εξακολουθούσε να είναι λιγοστό, αλλά έρχονταν και υδροφόρες. Οι δυσκολίες εφοδιασμού εξακολουθούσαν να υπάρχουν: ένα φορτίο με ντομάτες πετάχτηκε, γιατί είχε σαπίσει.
Τον Αύγουστο του 1950, οι κρατούμενοι ήταν 6.842· είχαν μειωθεί κατά 2.000. Οι πολιτικοί κρατούμενοι ήταν περίπου 5.500: στον Α’ όρμο (3.629) στον Β’ (1.483) και στον Γ’ 495 «διανοούμενοι». Στον Δ’ όρμο κρατούνταν 955 δηλωσίες και δωσίλογοι· στον Ε’ Ορμο, 280 που κατασκεύαζαν το κτίριο των φυλακών και τρέφονταν λίγο καλύτερα: όπως οι άρρωστοι. Φορούσαν στολές από κάμποτο και κάποιοι έπαιρναν και μεροκάματο, οπότε μπορούσαν να ψωνίζουν από την καντίνα ή να πληρώσουν τον κουρέα ή τον ράφτη.
Το καλοκαίρι του 1950 ο ΕΕΣ σύστησε υγειονομική υπηρεσία για την ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη των κρατουμένων με πέντε γιατρούς, έναν χειρουργό, μια αδελφή προϊσταμένη και μία πρακτική νοσοκόμα. Το ποσοστό των αρρώστων εξακολουθούσε να είναι πολύ μεγάλο. Οι γιατροί είπαν στο εκπρόσωπο του ΔΕΣ ότι έφταιγε το κλίμα αλλά και η διατροφή. Τα γεύματα ήταν συνεχώς τα ίδια και οι κρατούμενοι πάθαιναν αβιταμίνωση, γιατί δεν έτρωγαν φρέσκα φρούτα και λαχανικά, ούτε έπαιρναν αρκετές πρωτεΐνες, λάδι και ζάχαρη.
Το 1950 η κατάσταση, σε σχέση με το 1948, ήταν λίγο διαφορετική: υπήρχε βιβλιοθήκη με 500 βιβλία, ραδιόφωνο, θέατρο (Καραγκιόζης) και ποδοσφαιρικές ομάδες που διοργάνωναν αγώνες· είχαν και παπά. Εντυπωσιακή ήταν η αλλαγή κυρίως στις σκηνές του Α’ όρμου: είχαν μετατραπεί σε «σπίτια», με πόρτες, παράθυρα και κουζίνες. Το πιο μεγάλο πρόβλημα ήταν η απαγόρευση των επισκέψεων.
Οι τρεις όρμοι των αριστερών (Α’, Β’ και Γ’) διέθεταν εκπροσώπηση και κατέθεταν γραπτά τα αιτήματά τους· αυτά αφορούσαν κυρίως την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Ο φόβος της φυματίωσης εξακολουθούσε να στοιχειώνει το στρατόπεδο. Τον Οκτώβριο 1950, οι κρατούμενοι υποστήριζαν ότι πάνω από το 80% ήταν φυματικοί, ενώ ο υπεύθυνος της ιατρικής υπηρεσίας υποστήριζε ότι υπήρχαν 60 φυματικοί, από τους οποίους οι τέσσερις ήταν σε βαριά κατάσταση.
Εκτός από τους φυματικούς και ο αριθμός των νεκρών παρουσιάζει αποκλίσεις. Ο εκπρόσωπος του ΔΕΣ αναφέρει ότι στο κοιμητήριο της Γυάρου υπήρχαν τρεις τάφοι και ότι συνολικά οι νεκροί ήταν 12-14. Οι κρατούμενοι υποστήριζαν ότι οι νεκροί ήταν 126 και παρέθεταν 97 ονόματα: οι 20 πέθαναν στη Γιούρα και οι υπόλοιποι στο νοσοκομείο της Σύρου ή σε άλλες φυλακές. Ως αιτίες θανάτου αναφέρονται η καρδιακή συγκοπή από τα βασανιστήρια, οι αυτοκτονίες, καθώς και διάφορες αρρώστιες λόγω των κακών συνθηκών διαβίωσης και της έλλειψης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Επίσης, σε υπόμνημα που κατατέθηκε στον ΟΗΕ, αναφέρονται τα ονόματα τεσσάρων νεκρών από βασανιστήρια καθώς και τα ονόματα των βασανιστών τους.
Τα Γιούρα έκλεισαν το 1952 αλλά άνοιξαν ξανά την περίοδο 1955-1961, με αιτιολογικό την απόδραση των 27 στελεχών του ΚΚΕ από τις φυλακές των Βούρλων, τον Ιούλιο του 1955.
Στη διάρκεια της δικτατορίας (1967-1974) τα Γιούρα λειτούργησαν ως τόπος εξορίας και «φιλοξένησαν» και άντρες και γυναίκες πολιτικούς/ες κρατούμενους/ες.
Στα τέλη του 2001, με απόφαση του τότε υπουργού Αιγαίου και του υπουργού Πολιτισμού, η νήσος Γυάρος ή Γιούρα χαρακτηρίστηκε ως ιστορικός τόπος και όλα τα κτίρια ως διατηρητέα, με το σκεπτικό ότι το νησί «Αποτελεί ζωντανή μαρτυρία των αγώνων του ελληνικού λαού για ελευθερία και δημοκρατία, σύμβολο καταδίκης των βασανιστηρίων και του περιορισμού των δημοκρατικών ελευθεριών». Το 2005 εγκρίθηκε μελέτη του ΕΜΠ για τη διατήρηση της ιστορικής του μνήμης. Μέχρι τώρα, παρ’ όλο που δύο πρωθυπουργοί επισκέφτηκαν το νησί, κανένα έργο δεν έχει υλοποιηθεί, ούτε προωθήθηκε σχετικό Προεδρικό Διάταγμα που να ορίζει με ακρίβεια τις χρήσεις γης.
*Ιστορικός με ερευνητική
δραστηριότητα που επικεντρώνεται στην κοινωνική ιστορία της δεκαετίας
1940 και της μεταπολεμικής κοινωνίας.
**And time future contained in time past / Και το παρελθόν περιέχει το μέλλον T. S. Elliot, Four Quartets, «Burnt Norton»/ Μετάφραση Γιώργος Σεφέρης
♦ Το κείμενο αυτό αποτελεί μια σύμπηξη από το βιβλίο «Τασούλα Βερβενιώτη, Αναπαραστάσεις της Ιστορίας. Η Δεκαετία 1940 μέσα από τα Αρχεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού», Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα, Αθήνα 2009, σελ. 134-143. Από εκεί προέρχονται και οι φωτογραφίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου