08 Ιανουαρίου 2023

Διονύσης Τεμπονέρας*: Η αύξηση του κατώτατου μισθού και η μεγιστοποίηση της κοροϊδίας

Σε σύνολο 4.138.133 εργαζομένων σε δημόσιο κα ιδιωτικό τομέα, η αύξηση του κατώτατου θα αφορά, το 15.7% των εργαζομένων στην χώρα, δηλαδή μόλις, 1 στους 7 εργαζόμενους.

Διονύσης Τεμπονέρας*

 

Ο Πρωθυπουργός κ.Μητσοτάκης, εξήγγειλε πριν από λίγες ημέρες, την αύξηση του κατώτατου μισθού από τον προσεχή Απρίλιο, επισπεύδοντας την προγραμματισμένη διαδικασία, κατά ένα μήνα.

Το βασικό σενάριο, κάνει λόγο για αύξηση στα 751 ευρώ, στα επίπεδα δηλαδή, που ήταν ο κατώτατος μισθός το 2012. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, η επιτάχυνση της αύξησης, γίνεται λόγω της τουριστικής περιόδου, δηλαδή, για να δουν την νέα αύξηση, οι εργαζόμενοι, στην τουριστική βιομηχανία.

Από τα φιλοκυβερνητικά μέσα, δημιουργείται η εντύπωση, της οριζόντιας αύξησης των αποδοχών των εργαζομένων, η αλήθεια όμως, είναι εντελώς διαφορετική:

1. Σήμερα περίπου 650.000 μόνο, είναι οι εργαζόμενοι πλήρους και μερικής απασχόλησης, που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό στον ιδιωτικό τομέα. Σε σύνολο λοιπόν 4.138.133 εργαζομένων σε δημόσιο κα ιδιωτικό τομέα, η αύξηση θα αφορά, το 15.7% των εργαζομένων στην χώρα, δηλαδή μόλις, 1 στους 7 εργαζόμενους.

2. Στο δημόσιο τομέα, καμία αύξηση αποδοχών δεν προβλέπεται, μέσω αλλαγής του Ενιαίου Μισθολογίου, το οποίο ο Πρωθυπουργός έχει ανακοινώσει ότι θα αναμορφώσει (μετά το πέρας της συνταγματικής θητείας της κυβέρνησης του!) από το 2024. Συνεπώς, θα συνεχίσει να ισχύει το παράδοξο, ο εισαγωγικός μισθός του δημοσίου, να είναι κατά πολύ κατώτερος, από το μισθό του ιδιωτικού τομέα(780 ευρώ στο δημόσιο και 876 ευρώ στον ιδιωτικό τομέα, με τα «δώρα»).

Η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 5,5% (είχε προηγηθεί αύξηση κατά 9,7% μέσα στο 2022) θα ισχύσει από την Πρωταπριλιά του 2023. Σωρευτικά, αν αθροίσει κανείς τις αυξήσεις 2022 και 2023, φτάνει σε ένα ποσοστό, της τάξεως του 15,2%, ποσοστό που σε άλλες συνθήκες, θα ήταν σημαντικό. Στην τρέχουσα συγκυρία όμως, είναι παντελώς ανεπαρκές, για να καλύψει, την απώλεια εισοδημάτων που έχουν οι εργαζόμενοι, λόγω της ενεργειακής κρίσης και της ακρίβειας.

Σύμφωνα με έρευνα της ΓΣΕΕ, η αγοραστική δύναμη των κατώτατων μισθών σήμερα, καταγράφει απώλεια της τάξεως του 19% , εξαιτίας του κύματος ακρίβειας. Απώλεια καταγράφει και ο μέσος μισθός κατά 9,9% ενώ ο μέσος μισθός μερικής απασχόλησης έχασε το 28% της αγοραστικής του δύναμης. Συνεπώς ο πληθωρισμός, ροκανίζει την όποια αύξηση στους μισθούς και μάλιστα πολύ περισσότερο, στους χαμηλόμισθους, που βιώνουν κατά εντελώς διαφορετικό τρόπο, τις συνέπειες της κρίσης.

3. Στους υπόλοιπους εργαζόμενους, η κατάσταση είναι εξίσου δύσκολη. Η προστασία των εργαζομένων στην Ελλάδα από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είναι αξιοσημείωτα περιορισμένη. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι, σχετική οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ορίζει ότι το ποσοστό κάλυψης των εργαζόμενων από συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις θα πρέπει να είναι στο 80%, στα κράτη-μέλη. Για να ικανοποιήσει τη δέσμευση αυτή, η Ελλάδα πρέπει να αυξήσει το ποσοστό κάλυψης των συλλογικών συμβάσεων, κατά 54,2 ποσοστιαίες μονάδες, καθότι βρίσκεται στο 25,8%. Εξ αυτού του λόγου στην χώρα μας παρατηρείται το εξής παράδοξο: Ο κατώτατος μισθός ανεβαίνει, αλλά αυτό τελικά, αφορά ελάχιστους εργαζόμενους, αφού τα ενδιάμεσα μισθολογικά κλιμάκια έχουν καταρρεύσει, εξαιτίας της ανυπαρξίας του βασικού πυλώνα στήριξης των μισθών, που είναι οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις. Χαρακτηριστικό είναι ότι, την τετραετία 2018-2021, το πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ κατέγραψε αύξηση του μέσου μισθού μόλις 4,3% (από 1.072 σε 1.118 ευρώ) παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού, που μεσολάβησε, κατά 11%.

4. Φυσικά το πρόβλημα εντοπίζεται και στο «ξεπάγωμα» των τριετιών που παραμένουν εξαφανισμένες για τους νέους εργαζόμενους, μέχρι η ανεργία να μειωθεί κάτω από το 10%, γεγονός που δεν προβλέπεται να συντελεστεί άμεσα, αφού η ανεργία είναι σήμερα στο 11,6%.

5. Η διαδικασία του καθορισμού του κατώτατου μισθού έχει εξελιχθεί σε καρικατούρα. Υποτίθεται ότι οι οικονομικοί και κοινωνικοί φορείς, οι λεγόμενοι τεχνοκράτες, διαβουλεύονται για να αποφασίσουν-γνωμοδοτήσουν για το ποσοστό της αύξησης του κατώτατου μισθού, όμως η διαδικασία εξευτελίζεται συνεχώς, αποδεικνύοντας ότι στο σύστημα του νομοθετικού καθορισμού, δεν λειτουργεί. Οι φορείς διατυπώνουν αφενός εξαιρετικά αποκλίνοντα πορίσματα, αλλά και οι κυβερνήσεις, εντάσσουν την διαδικασία στις εκλογικές ή πολιτικές τους επιδιώξεις. Ποιος αλήθεια πιστεύει ότι, η επίσπευση της διαδικασίας φέτος, δεν συνδέεται με το χρόνο διενέργειας των εκλογών; Οι φορείς είναι απλά ο «φερετζές» νομιμοποίησης μιας διαδικασίας που πάσχει. Για το λόγο αυτό αλλά κυρίως για να έχει νόημα η συνταγματικά κατοχυρωμένη συνδικαλιστική ελευθερία, πρέπει την αύξηση να την αποφασίζουν οι κοινωνικοί εταίροι-ανταγωνιστές.

6. Για να έχει νόημα η αύξηση του κατώτατου μισθού, πρέπει να υπάρχει ελεγκτικός μηχανισμός , που να επιτηρεί την εφαρμογή του. Η Επιθεώρηση Εργασίας (ως ανεξάρτητη αρχή πλέον) που δήθεν θα αποκτούσε λειτουργική αυτονομία, όπως ισχυριζόταν ο κ.Χατζηδάκης, είναι άφαντη και αδύναμη. Η εργοδοτική αυθαιρεσία κυριαρχεί και οι εργαζόμενοι είναι απροστάτευτοι. Και δεν αναφερόμαστε σε ειδικά θέματα, αλλά για παράδειγμα στην καταβολή του επιδόματος γάμου, το οποίο δεν το πληρώνουν οι επιχειρήσεις, όπως και για τις αθέμιτες πρακτικές, που γίνονται μέσω των γνωστών εκβιασμών.

7. Τέλος , για να μπορούν να αυξηθούν οι μισθοί, πρέπει να υπάρχουν συνδικάτα. Ο νόμος «Χατζηδάκη» έχει ποινικοποιήσει την απεργία και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, με αποτέλεσμα η χώρα μας να διατηρεί την τελευταία θέση , στο ποσοστό συνδικαλιστικής κάλυψης εργαζομένων (κοντά στο 10%). Δίχως συνδικάτα η εργοδοσία γίνεται ασύδοτη. Η πλάστιγγα «παραγέρνει» υπέρ του εργοδότη, σε μια κατά τεκμήριο άνιση σχέση, με τον εργαζόμενο, ενώ οι αξιώσεις και τα παρακάλια για μια ατομική μικροαύξηση τελειώνουν, όταν κλείσουν οι πόρτες των διευθυντικών γραφείων και αρχίσει το γνωστό «man to man». Ποιος θα πιέσει για καλύτερους μισθολογικούς και μη μισθολογικούς όρους, αν δεν υπάρχει συνδικάτο και αν το συνδικάτο δεν έχει τα εργαλεία για να πιέσει (συλλογικές συμβάσεις και απεργία) ποιος τελικά είναι ο λόγος ύπαρξής του και γιατί να θέλει να ενταχθεί ένας νέος εργαζόμενος στους κόλπους του;

Συμπερασματικά, η αύξηση του κατώτατου μισθού, είναι μια «σταγόνα στον ωκεανό» και δεν πρόκειται να βοηθήσει καθόλου την πολύ δύσκολη κατάσταση που βιώνουν οι εργαζόμενοι.

Είναι μια αύξηση αρχικά ανεπαρκής και αναντίστοιχη της οικονομικής πραγματικότητας.

Είναι μια αύξηση, που έρχεται πολύ αργά και αφορά πολύ λίγους.

Είναι μια αύξηση, με άρωμα προεκλογικής εξαπάτησης, αφού δεν συνοδεύεται από μόνιμα και ουσιαστικά μέτρα στήριξης των μισθών.

Είναι μια αύξηση, που θα πλήξει και την κατανάλωση, άρα και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Είναι μια αύξηση, που έχει το χαρακτήρα της «κατωτατοποίησης» των μισθών, αφού όλα τα ενδιάμεσα κλιμάκια παραμένουν σταθερά ή συρρικνώνονται.

Είναι τελικά μια περαιτέρω αύξηση της κοροϊδίας και του εμπαιγμού, απέναντι στους εργαζόμενους και για αυτό, απορρίπτεται οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά.

* Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι Δικηγόρος – Εργατολόγος

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου