18 Ιανουαρίου 2023

Εργασία: Τι κρύβεται κάτω από το χαλί της «μεγάλης παραίτησης»

Η καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου, Γεωργία Πετράκη
Χριστίνα Κοψίνη


Στις έρευνες βλέπουμε εργαζόμενους, που ενώ έχουν τα προσόντα να μπουν στη λογική της επιτυχίας κι ενώ έχουν το κατάλληλο εκπαιδευτικό επίπεδο, δεν επιλέγουν τη λογική της καριέρας. Αρνούνται να μπουν σε αυτό το στρατηγικό σχέδιο της επιχείρησης. Από τις συνεντεύξεις τους βλέπουμε ότι αυτή η άρνησή τους συνδέεται και με μία άλλη σχέση που οικοδομούν με την αναπαραγωγή. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πιο προοδευτικά συνδικάτα στην Ευρώπη συνδέουν τις 29 ώρες εργασίας με μία φεμινιστική κριτική στην εργασία.

ΜΕΡΟΣ Α΄

Οι νέοι αρνούνται να ενταχθούν στο στρατηγικό σχέδιο επιχειρήσεων στις οποίες κυριαρχούν νέες μορφές ελέγχου και πειθαρχίας που οδηγούν σε ένα διευρυμένο αίσθημα υποβάθμισης της εργασίας, ακόμη κι όταν οι συνθήκες υγείας και ασφάλειας βελτιώνονται, εκτιμά η καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου, Γεωργία Πετράκη. «Το φαινόμενο της “μεγάλης παραίτησης” καταταδεικνύει ότι οι νέοι αρνούνται να μπουν στο στρατηγικό σχέδιο της επιχείρησης. Αυτό αποκαλύπτει την αποτυχία του, αλλά επικαιροποιεί εκ νέου την αίτημα για δημοκρατική διακυβέρνηση των επιχειρήσεων».

«Αυτή η απαρέσκεια των νέων απέναντι στην εργασία είναι μία μορφή αντίστασης που νοηματοδοτείται διαφορετικά στην κάθε χώρα και στην κάθε κοινωνική ομάδα, αλλά αποτυπώνει μία αποτυχία της στρατηγικής χρήσης της εργασίας με τον τρόπο που καθοδηγείται από το ηγεμονικό πρόσταγμα στους χώρους εργασίας» αναφέρει η κ. Πετράκη ξεκινώντας μία από τις πιο ενδιαφέρουσες συζητήσεις που είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε αναζητώντας το «νέο» σε αυτό που καθιερώθηκε να αποκαλείται «μεγάλη παραίτηση» από την εργασία.

«Το βασικό χαρακτηριστικό είναι το καπιταλιστικό σχέδιο που βασίζεται στην υπερεντατικοποίηση, στη συμμετοχικότητα και στη μείωση του κόστους, βάζει σε δοκιμασία τους τρόπους ζωής και είναι κοινό σε όλες τις χώρες» προσθέτει η κ. Πετράκη και εξηγεί το γιατί:

«Η κοινωνική αναπαραγωγή βρίσκεται συνθλιμμένη κάτω από τους όρους που διέπει την παραγωγή. Κι αυτό αφορά τους χρόνους ζωής, τους χρόνους που διαθέτουν οι άνθρωποι στα παιδιά τους, στην οικογένειά τους. Στη Δύση, υπάρχει ήδη μία διάσταση σε σχέση με την έννοια και την προοπτική της καριέρας. Κάποιες κοινωνικές κατηγορίες -κι όχι πάντα οι πιο ευνοημένες- διαφοροποιούνται από το να επενδύσουν στην καριέρα. Στις έρευνες βλέπουμε εργαζόμενους που ενώ έχουν τα προσόντα να μπουν στη λογική της επιτυχίας (γιατί, φυσικά, υπάρχουν και οι χαμένοι όταν γίνεται ένας τεχνολογικός εκσυγχρονισμός, μία αναδιάρθρωση) κι ενώ έχουν το κατάλληλο εκπαιδευτικό επίπεδο, δεν επιλέγουν τη λογική της καριέρας. Αρνούνται να μπουν σε αυτό το στρατηγικό σχέδιο της επιχείρησης. Από τις συνεντεύξεις τους βλέπουμε ότι αυτή η άρνησή τους συνδέεται και με μία άλλη σχέση που οικοδομούν, με την αναπαραγωγή. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πιο προοδευτικά συνδικάτα στην Ευρώπη συνδέουν τις 29 ώρες εργασίας με μία φεμινιστική κριτική στην εργασία».

 Εννοείτε το 4ήμερο;

Oχι, το 29ωρο δεν έχει καμία σχέση με το 4ήμερο. Οι 29 ώρες προωθούνται από συνδικάτα στη Γαλλία ως διεκδίκηση για τη συνολική μείωση του χρόνου εργασίας στον οικογενειακό προϋπολογισμό που θα επιτρέψει και στους άνδρες να ασχολούνται με την οικογένεια. Δηλαδή, η κριτική στον χρόνο εργασίας γίνεται πλέον και από μία φεμινιστική σκοπιά που μέχρι τώρα δεν είχε γίνει. Η τηλεργασία, παρόλο που θεωρείται κάτι αρνητικό, είναι μία διαδικασία που επιτρέπει στους άνδρες να έλθουν σε επαφή με την αναπαραγωγή. Ακόμη κι αν στον τόπο μας ουσιαστικά δεν λειτούργησε, έγινε στις άλλες χώρες. Υπήρξαν φεμινιστικές ομάδες που έστειλαν επιστολές στα υπουργεία Κοινωνικών Υπηρεσιών και έλεγαν «μας χρωστάτε τόσα». Δηλαδή αποτιμούσαν το κόστος της οικιακής οικονομίας σε χρήμα που εξοικονομεί η κυβέρνηση μέσα από τις πολιτικές για την αντιμετώπιση του Covid.

 Μήπως, η «μεγάλη παραίτηση» είναι προνόμιο των πιο ευνοημένων νέων που υποστηρίζονται από οικονομικά ανθεκτικές οικογένειες;

Υπάρχει μια συνολική αλλαγή στον συνολικό συσχετισμό δύναμης. Κι αυτό φαίνεται τόσο στο συνολικό ποσοστό ανεργίας και στην Ευρώπη και στην Αμερική, στην έλλειψη εργατικού δυναμικού σε όλους τους κλάδους. Ακόμη και στην Ελλάδα, αυτήν τη στιγμή δεν έχουμε μετανάστες για τις δουλειές στον αγροτικό τομέα, κι όχι μόνο. Ακόμη και οι μετανάστες που ήρθαν τη δεκαετία του ’90 είναι πενηντάρηδες. Τα παιδιά τους εκπατρίζονται, γιατί θα βρουν καλύτερο μεροκάματο στο εξωτερικό, ή σπουδάζουν. Επίσης, τα παιδιά κάνουν σπουδές, μορφώνονται. Δηλαδή, μιλάμε για μία κοινωνία που είναι υπερεκπαιδευμένη. Οχι πως δεν υπάρχουν ανισότητες και αδικίες, αλλά δεν μιλάμε με τους όρους του ’50. Σας τα λέω αυτά γιατί, προσωπικά, δεν πιστεύω ότι το φαινόμενο που περιγράφετε ως «μεγάλη παραίτηση» αφορά μόνο αριστοκρατικές μερίδες. Στην Αμερική το είδαμε και στους senior. Δηλαδή σε 50ρηδες που παραιτούνται για να κάνουν άλλη ζωή.

 Αναζητούν μία άλλη νοηματοδότηση ζωής;

Ακριβώς, καθώς και ποιότητα στην εργασία. Στην Ευρώπη εδώ και 15 χρόνια έχει τεθεί το θέμα «οδύνη στην εργασία». Ορος που έχει χρησιμοποιηθεί και στη βρετανική βιβλιογραφία και στη γαλλική κι έχει αναδειχτεί μέσα από τις έρευνες που κάνει το Ευρωπαϊκό Ιδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας (Εurofound). Σε αυτές εντοπίστηκε ένα υποκειμενικό αίσθημα υποβάθμισης των όρων εργασίας, το οποίο δηλώνεται από όλους τους εργαζόμενους στην Ευρώπη. Αίσθημα που έρχεται σε αντίφαση με το γεγονός ότι από άποψη συνθηκών υγείας και ασφάλειας τα πράγματα βελτιώνονται. Αρχισαν να αναπτύσσονται έρευνες για το πού οφείλεται αυτό το υποκειμενικό αίσθημα υποβάθμισης. Και υπάρχει μία μεγάλη βιβλιογραφία που δείχνει ότι ενώ οι επιχειρήσεις μετασχηματίζονται και εισάγουν το εμπορικό μοντέλο, το οποίο απαιτεί διασύνδεση και αλληλεπίδραση με την αγορά, συγχρόνως διατηρούν και την πυραμιδοειδή δομή και έτσι οι μισθωτοί υφίστανται περιορισμούς βιομηχανικού και εμπορικού τύπου. Δηλαδή υφίστανται τον προϊστάμενο, συγχρόνως με τον προμηθευτή, που τους λέει «πρέπει να παραδώσεις τότε» και δημιουργούνται νέες μορφές πειθαρχιών και ελέγχων. Κι αυτό δεν μπορούν να το διαχειριστούν οι εργαζόμενοι. Σας θυμίζω ότι η France Τelecom καταδικάστηκε για 20 αυτοκτονίες εργαζομένων.

 Η πίεση αποτελεί, κατά τη γνώμη σας, και μία έκφραση της παραδοσιακής μαρξιστικής παραδοχής για την ασφυξία που προκαλούν οι παραγωγικές σχέσεις στις παραγωγικές δυνάμεις;

Εδώ έχουμε νέες μορφές ελέγχου και ιεραρχίας. Εχουμε την ιεραρχία της νόρμας, η οποία είναι η παραδοσιακή, του προϊστάμενου που σου τραβά το μανίκι, αλλά και την πειθαρχία που πρέπει να έχεις και σε σχέση με τον πελάτη. Γιατί στα καινούργια μοντέλα, τα πελατοκεντρικά των επιχειρήσεων, η βάση της πυραμίδας έρχεται σε επαφή με τους πελάτες, οι πελάτες απαιτούν και, με αυτόν τον τρόπο, η κοινωνία εισβάλλει στην επιχείρηση. Το πώς οι παραγωγικές σχέσεις ξεπροβάλλουν μέσα στις παραγωγικές δυνάμεις είναι ένα σχήμα το οποίο έχουμε διαβάσει σαν μαρξιστική κατεύθυνση. Αυτό που θα έλεγα εγώ εικονοκλαστικά είναι ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμενων είναι και προβληματική. Πρέπει να τεθεί και κάτω από ποιοτικά κριτήρια της κοινωνίας. Αυτή η λατρεία της τεχνολογίας «τείνει» να αυτονομηθεί, γιατί εκείνοι που αποφασίζουν είναι οι μηχανικοί και οι διευθυντές. Και όλοι οι σοβαροί κοινωνικοί επιστήμονες σκέπτονται ότι πρέπει να βάλουμε ένα φρένο. Γιατί η τεχνολογία δεν «τρώει» μόνο την επαναλαμβανόμενη αλλά και τη ζωντανή εργασία... Και μετά, το προϊόν γίνεται όλο και πιο σκοτεινό, αδιαπέραστο. Σπαταλώνται ζωντανές δυνάμεις.

 Μήπως αυτό είναι ένα όνειρο απατηλό;

Υπάρχει ένα ευρύτερο πρόβλημα του πώς το πρότζεκτ «επιχείρηση» θα ενταχθεί στο δημοκρατικό κοινωνικό σχέδιο. Γιατί η διακυβέρνηση της επιχείρησης εκπροσωπείται μόνο από τους εκπροσώπους του κεφαλαίου, ενώ η δράση της έχει επιπτώσεις σε όλους, στο περιβάλλον, τους εργαζόμενους, στους καταναλωτές.

 Μα το δημοκρατικό κοινωνικό σχέδιο απέτυχε όταν εφαρμόστηκε από τη σοσιαλδημοκρατία.

Δεν απέτυχε το σχέδιο, απέτυχε η προσπάθεια. Δείτε τι συμβαίνει σήμερα: οι τράπεζες ανακεφαλοποιήθηκαν χωρίς όρους. Αυτή τη στιγμή οι επιχειρήσεις ζητάνε επιβίωση και ενώ δανειοδοτούνται μόνο οι μεγάλες επιχειρήσεις ταυτοχρόνως αυτές είναι που προχωρούν σε μαζικές απολύσεις. Το κράτος πρέπει να παίξει ένα ρόλο σε αυτό. Με ποιους όρους ενισχύουμε τις επιχειρήσεις; Δεν μπορεί οι εργαζόμενοί και η υπόλοιπη κοινωνία να είναι εκτός διακυβέρνησης των επιχειρήσεων.

 Τι απαντάτε σε αυτούς που θεωρούν ότι αυτά τα περί δημοκρατίας στην επιχείρηση είναι πολυτέλεια;

Υπάρχει ένα θέμα που τίθεται πανευρωπαϊκά και εμείς το αγνοούμε, γιατί στον τόπο μας έχουμε μία πολύ κυριαρχική θέση του κεφαλαίου και τα συνδικάτα μας ήταν πάντα επικεντρωμένα στον χρόνο εργασίας και την αμοιβή.

 Εννοείτε προσανατολισμένα στον οικονομισμό;

Ναι. Δεν αναδείχτηκε το αίτημα για την ποιότητα της εργασίας που περιλαμβάνει και τη δημοκρατία στην εργασία. Δηλαδή ένα σχέδιο σοσιαλδημοκρατικό, όπως είπατε, το οποίο απέτυχε όχι γιατί απέτυχε το πρότζεκτ, αλλά γιατί απέτυχε η σοσιαλδημοκρατία μετά την εισχώρησή της στο στρατηγικό σχέδιο του νεοφιλελευθερισμού. Ομως το αίτημα για τη δημοκρατία στην εργασία, που ήταν ένα αίτημα που ετέθη στη δεκαετία του ’60 όταν υπήρχαν άλλοι συσχετισμοί, δεν απέτυχε και είχε πολύ ενδιαφέρον αποτέλεσμα στις επιχειρήσεις. Βέβαια αυτό έμεινε σε ένα επίπεδο ελίτ, στενής αγοράς κι όχι σε ένα επίπεδο μαζικής παραγωγής. Αλλά το αίτημα παραμένει και είναι ζωντανό και αναγκαίο σήμερα.

 «Πόσο κοντά είμαστε στη μείωση του χρόνου εργασίας μετά τη μεγάλη παραίτηση;» Aπαντήσεις, στη συνέχεια της συνέντευξης της καθηγήτριας του Παντείου Πανεπιστημίου, Γεωργίας Πετράκη.

«Το κεφάλαιο κάτι πρέπει να δώσει»

Στη Γαλλία διεκδικούν 28-29 ώρες, στην Ισπανία εφαρμόζουν ένα πρόγραμμα μείωσης του χρόνου εργασίας χωρίς να μειώσουν τον μισθό. Φοβάμαι ότι στη χώρα μας, το γεγονός πως υπάρχει εκτεταμένη «μαύρη» οικονομία μάς οδηγεί στο φαινόμενο να μην παίρνουν πολύ σοβαρά υπόψη τους μισθωτούς.

ΜΕΡΟΣ Β΄

Τα ψηφιακά άλματα, με τη μεγάλη επίδρασή τους στην παραγωγικότητα, η επέκταση της κατ’ οίκον εργασίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά και η αποκαλούμενη «μεγάλη παραίτηση» (πεδίο το οποίο εξετάσαμε στο πρώτο μέρος της συνέντευξης με την καθηγήτρια Γ. Πετράκη στο φ. 14-15/1 ΜΕΡΟΣ Α΄) φέρνουν συνεχώς στην επικαιρότητα το αίτημα μείωσης του χρόνου εργασίας.

Δεδομένων των πιλοτικών προγραμμάτων που είναι σε εξέλιξη στην Ισπανία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και η πρόσφατη έκθεση του ILO (Διεθνής Οργάνωση Εργασίας) ανοίγουν το κεφάλαιο «μείωση του χρόνου εργασίας» που «μπορεί» να οδηγήσει σε συμφιλίωση την εργασιακή με την επαγγελματική ζωή. Στο δεύτερο μέρος της συνέντευξης με την κ. Πετράκη αναζητάμε απαντήσεις στο ερώτημα: Ακόμη κι αν το αίτημα είναι ώριμο, πόσο έτοιμο είναι το σύστημα να εκχωρήσει περισσότερο ελεύθερο χρόνο στους μισθωτούς;

• Παρότι η αναγκαιότητα μείωσης του χρόνου εργασίας κάτω από τις 40 ώρες την εβδομάδα τίθεται και από τον ILO, δεν βλέπουμε αυτό να συνοδεύεται από την αντίστοιχη πρόταση για διατήρηση των αποδοχών. Εχουμε την αίσθηση ότι περισσότερο προκύπτει ως ένα άλλοθι συμπίεσης των χρόνων με το αιτιολογικό της «συμφιλίωσης οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής». Ποια είναι η γνώμη σας;

Τη συμφιλίωση δεν μπορούμε να την πετάξουμε. Ετσι κι αλλιώς είναι κάτι χρήσιμο. Βέβαια έχει θεωρηθεί ότι λειτουργεί σε βάρος των γυναικών και όχι των ανδρών. Γιατί μπορεί να βελτιώνει την εμπορευματική εργασία, την αμειβόμενη εργασία, αλλά δεν βελτιώνει τις σχέσεις των φύλων στη μη αμειβόμενη εργασία.

Στις σημερινές συνθήκες της συμπίεσης του χρόνου εργασίας και της ενίσχυσης του κεφαλαίου φαίνεται ότι οι εργαζόμενοι θέλουν να αντιδράσουν, αλλά υπάρχει μια κατίσχυση του κεφαλαίου, το οποίο, όμως, αντιλαμβάνεται ότι κάτι πρέπει να δώσει. Τώρα, από τον συσχετισμό δυνάμεων εξαρτάται κάθε φορά αν θα δώσουν λιγότερα ή περισσότερα. Στη Γαλλία διεκδικούν 28-29 ώρες, στην Ισπανία εφαρμόζουν ένα πρόγραμμα μείωσης του χρόνου εργασίας χωρίς να μειώσουν τον μισθό. Φοβάμαι ότι στη χώρα μας, το γεγονός πως υπάρχει εκτεταμένη «μαύρη» οικονομία μάς οδηγεί στο φαινόμενο να μην παίρνουν πολύ σοβαρά υπόψη τους μισθωτούς.

• Το αίτημα μείωσης του χρόνου εργασίας, αυτό καθαυτό, είναι ώριμο, κοινωνικά και οικονομικά;

Kατά τη γνώμη μου είναι κορυφαίο θέμα το πώς η αύξηση της παραγωγικότητας μέσα από τις νέες τεχνολογίες θα επιστρέψει στον κόσμο που παράγει αυτή τη γνώση και πώς αυτό πρέπει να εννοιολογηθεί από τα συνδικάτα και τα κόμματα. Δικαιούμαστε να δουλεύουμε λιγότερο χρόνο γιατί συμβάλαμε σε αυτή την εξοικονόμηση κόπου, χρόνου καθώς και στην αύξηση της παραγωγής. Είναι καιρός και οι εργαζόμενοι να επωφεληθούν από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.

Αλλωστε αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Αν ανατρέξετε στην ιστορία της παραγωγικότητας της εργασίας θα δείτε ότι όσο αυτή αυξάνεται τόσο μειώνεται ο χρόνος εργασίας και περνάμε από την απόλυτη στη σχετική υπεραξία. Από αυτή την άποψή, κατά τη γνώμη μου, αυτή η περίοδος έχει ευνοϊκά στοιχεία. Και ξέρετε γιατί;

Γιατί οι καινούργιες γενιές έρχονται πιο αρματωμένες. Δεν έχουμε δει όλη την περπατησιά τους, αλλά εμάς θα μας παρασύρει το κύμα. Οσο για τα συνδικάτα, θα τολμήσω να μιλήσω για εντυπωσιακή παρακμή. Ποιες ομάδες εργαζομένων περιλαμβάνουν εκτός από αυτές των μεγάλων επιχειρήσεων και του δημόσιου τομέα; Βεβαίως εμείς επικαλούμαστε και τα συνδικάτα γιατί θέλουμε και τους θεσμούς. Αλλά οι νέοι έχουν μπροστά τους πολύ δρόμο. Δεν υπάρχουν έτοιμα πράγματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου