10 Ιουνίου 2024

Ευρωεκλογές 2024: Η ακροδεξιά ξανά στην «καρδιά» της Ευρώπης - Στην Ελλάδα: Καταδίκη στο υπάρχον με υψηλή την αποχή, ανάγκη για ανατροπή

Η νεοφασίστρια πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι, κοιτά με ένα δυσερμήνευτο βλέμμα την απερχόμενη και φερέλπιδα για επανεκλογή πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Το κόμμα της ακροδεξιάς Ιταλίδας εμφανιζεται ως ρυθμιστής ισορροπιών στο Ευρωκοινοβούλιο έπειτα από τις Ευρωεκλογές του 2024.

 

του Ανδρέα Κοσιάρη

 
Οι Ευρωεκλογές του 2024 έφεραν στην Ευρώπη εδραίωση της ακροδεξιάς με προέλευση την «καρδιά της» και στην Ελλάδα άλλο ένα επίπεδο απονομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος.

Η πολιτική ελίτ της Ευρώπης, που με τις πολιτικές της προμόταρε και συνεχίζει να προμοτάρει την ακροδεξιά, εμφανίζεται «ελαφρώς σοκαρισμένη» από την εκλογική άνοδο της ίδιας ακροδεξιάς που με επιμέλεια τόσο καιρό καλλιεργεί.

Θα ήταν αστείο εάν δεν επρόκειτο για την τραγική πραγματικότητα της επόμενης ημέρας των Ευρωεκλογών του 2024, που είδαν την ακροδεξιά να εδραιώνεται στη Γηραιά Ήπειρο, προερχόμενη από μερικές από τις πιο «γηραιές» τής χώρες.

Η συντριπτική πρωτιά του κόμματος της Μαρίν ΛεΠεν στη Γαλλία, η νίκη του κυβερνώντος νεοφασισμού της Μελόνι στην Ιταλία και η δεύτερη θέση του νεοναζιστικού AfD στη Γερμανία, έχουν ιδιαίτερη σημασία όχι τόσο για τον αντικατοπτρισμό των αριθμητικών τους δεδομένων σε έδρες στο κοινοβούλιο — αλλά για το γεγονός πως οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της ΕΕ ταΐζουν με περισσή αντιδραστικότητα τον αντιπροσωπευτικό της θεσμό.

Φυσικά, ο δήθεν «φόβος» των πολιτικών ελίτ για την άνοδο της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς είναι καταφανώς κάλπικος. Στην Ελλάδα, λόγου χάριν, είδαμε να εκφράζουν στα τηλεοπτικά πάνελ τις «ανησυχίες» τους για την άνοδο της ακροδεξιάς κυβερνητικά στελέχη όπως ο Μάκης Βορίδης (τον οποίο πάντρεψε ο πατέρας της ΛεΠεν, διαβόητος Γάλλος νεοναζί Ζαν-Μαρί ΛεΠεν), ο Θάνος Πλεύρης (ο ζητών νεκρούς στα σύνορα και υιός του πατρός του, ινστρούκτορα του ελληνικού νεοναζισμού Κωνσταντίνου Πλεύρη) και ο Σπυρίδων-Άδωνις Γεωργιάδης.

Η άνοδος αυτή ήταν και είναι, άλλωστε, επιδίωξη αυτών των ίδιων ελίτ — είναι μάλλον περιττό να επαναλάβουμε πώς η υιοθεσία των συνθημάτων και των πολιτικών προτάσεων της ακροδεξιάς, σε συνδυασμό με οικονομικές πολιτικές ακραίας όξυνσης ανισοτήτων, είναι μια «συνταγή» με πλούσιο παρελθόν και δεδομένη επιτυχία. Δεν δίστασε, μάλιστα, το ευρωπαϊκό κατεστημένο να προμοτάρει εντελώς ανοιχτά και ορισμένες πτυχές της ακροδεξιάς, σπρώχνοντας τον «καλό» νεοφασισμό της Μελόνι επί παραδείγματι, η οποία προωθείται ποικιλοτρόπως ως το «νέο, σύγχρονο πρόσωπο της ευρωπαϊκής δεξιάς». Το ότι η πολιτική πρόταση της Μελόνι είναι συνέχεια εκείνης του Μουσολίνι δεν αφορά αυτό το κατεστημένο, που επιθυμεί διακαώς να κερδίσει την Ιταλίδα νεοφασίστρια από τις αγκάλες της Γαλλίδας ομοϊδεάτισσάς της.

Το αποτέλεσμα βολεύει απίστευτα το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, που μπορεί πλέον να προσμένει ακόμα ευρύτερη στήριξη των πολιτικών του από το υπόλοιπο αποκαλούμενο «κέντρο», καθώς ο «φόβος της ακροδεξιάς» θα κινήσει τους Σοσιαλιστές & Δημοκράτες και το Renew προς συνεργασίες. Αλλά μπορεί επίσης να προσμένει πως θα μπορέσει να στρίψει το «καράβι» της ΕΕ ακόμα πιο ακροδεξιά, εκμεταλλευόμενο την πίεση από μία ισχυρότατη — αν και διασπασμένη προς το παρόν — ακροδεξιά.

Το παραπάνω αντικατοπτρίστηκε στις δηλώσεις της απερχόμενης προέδρου της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, που μίλησε για «μια καλή ημέρα για το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα». «Όμως είναι επίσης αλήθεια», συμπλήρωσε η χαρακτηρισμένη ως χειρότερη πρόεδρος στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που ελπίζει στην επανεκλογή της, «πως τα άκρα στην αριστερά και τη δεξιά έχουν κερδίσει υποστήριξη. Και γι’ αυτό το αποτέλεσμα συνοδεύεται από μεγάλη ευθύνη για τα κόμματα του κέντρου. Μπορεί να διαφωνούμε σε επιμέρους σημεία. Αλλά όλοι μας έχουμε συμφέρον από τη σταθερότητα».

Ο προσεκτικός αναγνώστης θα προσέξει δύο σημεία: α) την τόσο γνώριμη επιτακτική ανάγκη χρήσης της «θεωρίας των δύο άκρων», που οδηγεί την Ούρσουλα στο σημείο να πει ψευδώς πως «τα άκρα στην αριστερά» ανέβηκαν κι αυτά και, β) την κεκαλυμμένη «απειλή» προς «τα κόμματα του κέντρου» να συναινέσουν διότι αλλιώς το ΕΛΚ ίσως και να αναζητήσει την πολυπόθητη «σταθερότητα» αλλού.

Είναι βέβαια αυτή ακριβώς η «σταθερότητα» την οποία εφάρμοσε και η φον ντερ Λάιεν — με τους ηγέτες της ΕΕ να μιλούν πλέον τακτικά για μια «πολεμική οικονομία», με το κόστος ζωής σε εξωφρενικά επίπεδα και τα κέρδη των πολυεθνικών στα ύψη, με την κλιματική κατάρρευση να είναι ήδη εδώ και το κεφάλαιο να κερδοσκοπεί ακόμα κι από αυτήν, με την απόλυτη αποσύνδεση των αναγκών των λαών της Ευρώπης από τις πολιτικές τους ηγεσίες — που δημιούργησε το εύφορο έδαφος για να καλλιεργηθεί ο νέος ευρωπαϊκός φασισμός· και θα συνεχίσει απρόσκοπτα να το λιπαίνει.

Χαρακτηριστική σε αυτό είναι και η ευθύνη των κομμάτων εξουσίας της λεγόμενης «κεντροαριστεράς», αλλά και η πλήρης αδυναμία των μικρότερων κομμάτων της αριστεράς να επικοινωνήσουν με τη δυσαρέσκεια των λαϊκών στρωμάτων — χαρακτηριστικό και πάλι το παράδειγμα της Γαλλίας, όπου το κόμμα Μελανσόν κινήθηκε σε χαμηλά επίπεδα, κάτω και από την κεντροαριστερά.

Παρά το γεγονός πως οι αλλαγές στη σύνθεση του Ευρωκοινοβουλίου δεν ήταν σεισμικές, εντούτοις προκάλεσαν τουλάχιστον έναν μεγάλο μεγέθους «σεισμό», με τη βαριά ήττα του κόμματος Μακρόν να οδηγεί τον Γάλλο πρόεδρο στην ανακοίνωση διάλυσης της βουλής και προκήρυξης βουλευτικών εκλογών για το τέλος του μήνα και τις αρχές του επόμενου. Αν η δυναμική της ΛεΠεν μεταφερθεί από τις ευρωεκλογές στις βουλευτικές, κάτι διόλου απίθανο, ο Μακρόν θα πρέπει να συγκυβερνήσει για κάποιο διάστημα με μία κυβέρνηση της αντιπάλου του, επιβεβαιώνοντας την απουσία μεγάλων διαφορών από τις πολιτικές τους προτάσεις.

Εν τέλει, το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών θα επιταχύνει την πορεία στην οποία ήδη βρισκόταν η ΕΕ — πολεμικός παροξυσμός, ρατσισμός και ξενοφοβία, κορπορατοκρατία και ανισότητες θα είναι το μενού της επόμενης ημέρας, όπως ήταν και την προηγούμενη.

Η νομιμοποιητική απονομιμοποίηση

Για την Ελλάδα δεν μπορεί να εξαχθεί κανένα συμπέρασμα που να μην συνυπολογίζει τη δεδομένη απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος στα μάτια των πολιτών. Η συμμετοχή, που μετά βίας πέρασε το 40% των εγγεγραμμένων, δεν αφορά απλά μια διαχρονική αδιαφορία για την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή — η συμμετοχή είναι εδώ και χρόνια χαμηλή, αλλά ποτέ τόσο χαμηλή.

Αφορά ίσως πρώτιστα την απόρριψη του εγχώριου πολιτικού συστήματος από τη συντριπτική πλειοψηφία — ΄΄οχι μόνο της κυβερνώσας ΝΔ, που έχασε περίπου 1 εκατομμύριο ψήφους από τις εθνικές εκλογές, αλλά του συνόλου. Σε απόλυτους αριθμούς, κανένα κόμμα πλην των μικρών ακροδεξιών δεν κατάφερε να αυξήσει τις ψήφους του μέσα σε ένα έτος. Από μεγάλες αυξήσεις, όπως αυτή του τηλεπωλητή κηραλοιφών και επιστολών Ιησού, Κυριάκου Βελόπουλου, μέχρι μικρές όπως αυτή της ακραιορθόδοξης Νίκης, μέχρι την είσοδο στον πολιτικό χάρτη μιας νεαρής ακροδεξιάς με ψήφους των (πρώην Χρυσαυγιτών) ψηφοφόρων των Σπαρτιατών και τη φημολογούμενη στήριξη μεγαλοεπιχειρηματιών. Οι υπόλοιποι, στην καλύτερη, παρέμειναν σε μία πτωτική σταθερότητα της βάσης τους, όπως το ΚΚΕ και το ΠΑΣΟΚ.

Είναι ίσως υπερβολικά αισιόδοξες οι αναλύσεις που προσδίδουν στον όγκο της αποχής ιδεολογικά χαρακτηριστικά — στην πραγματικότητα, το πλειοψηφικό ρεύμα εντός της είναι η αδιαφορία και η απολίτικη απογοήτευση, στοιχεία που καλλιεργήθηκαν κι αυτά επιμελώς. Διαχρονικά, μέσω της ασυνέπειας πολιτικών λόγων και πράξεων, αλλά και προεκλογικά, με μία πολιτική και μιντιακή εμμονή σε ήσσονος σημασίας ζητήματα που στόχευαν στη συσπείρωση των «οπαδών». Και θα είναι, αυτή η γιγαντιαία αποχή, επιβεβαίωση των τακτικών του πολιτικού συστήματος που την επιδιώκει, όσο δεν συνδέεται με συμμετοχή σε άλλους τομείς της πολιτικής διαδικασίας.

Η επόμενη μέρα των Ευρωεκλογών βρίσκει και την Ελλάδα σχεδόν όπως την άφησε η προηγούμενη. Με μία κυβέρνηση να προσπαθεί αλαζονικά να διασκεδάσει το κόντεμα της αλαζονείας της και με μία αντιπολίτευση εν πολλοίς ανύπαρκτη, με το κάθε μαγαζάκι να ενδιαφέρεται κυρίως να συγκρίνει ποσοστά με τα άλλα συγγενικά μαγαζάκια.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί πιθανότατα να νιώθει ικανοποιημένος, πως παρά τον οξύ ταξικό πόλεμο, την εφαρμογή των πιο υγρών νεοφιλελεύθερων ονείρων και το γκρέμισμα της (όποιας) ανεξαρτησίας των ΜΜΕ και της Δικαιοσύνης, θα μπορεί όχι μόνο να διαλαλεί πως νίκησε, αλλά και να στρέψει την πολιτική του (ακόμα πιο) ακροδεξιά ώστε να περισυλλέξει ξανά τις διαρροές του.

Η απονομιμοποίηση δεν τον ενοχλεί — άλλωστε είναι εκ των επιδιώξεών του για τη διατήρηση της ηγεμονίας του. Όσο αυτή η απονομιμοποίηση δεν μεταφράζεται σε έμπρακτη αμφισβήτηση, δεν συμφέρει κανέναν παρά την εξουσία.

ΠΗΓΗ

***

Λίγες ώρες μετά τις Ευρωεκλογές και σε λίγες γραμμές ας προσπαθήσουμε να προβούμε σε μια πρώτη αποτίμηση των αποτελεσμάτων των Ευρωεκλογών στην Ελλάδα:

  1. Με συμμετοχή περίπου στο 40%, η απονομιμοποίηση των ίδιων των ευρωεκλογών αλλά και των κατεξοχήν συστημικών πολιτικών εκφάνσεων του συστήματος εξουσίας είναι σαφής και εκκωφαντική. Η συμμετοχή στις εθνικές εκλογές του 2023 ήταν 53%. Στις Ευρωεκλογές του 2019 ήταν πάνω από 58%. Φυσικά και η επιλογή της αποχής είναι αυτοκαταστροφική καθώς δε θα ληφθεί υπόψη και σίγουρα όχι με τον τρόπο που θα συνέβαινε αν αυτές και αυτοί που απείχαν εμφανίζονταν στις κάλπες για να εκφράσουν εκεί την αποδοκιμασία τους. Όμως έστω κι έτσι, το πράγμα είναι σαφές: όποτε τίθεται σε κάλπη οποιοδήποτε διακύβευμα που αφορά την Ε.Ε. αποδοκιμάζεται. Όποτε οι συστημικές δυνάμεις νομίζουν ότι διαμορφώνουν μια σταθερή ισορροπία υπέρ τους, προκύπτει μέσα από διαφορετικούς δρόμους μια σαφέστατη αμφισβήτηση και απόρριψή της. Το σύστημα εξουσίας αναγκάζεται να στρατολογεί διαφορετικούς συνδυασμούς ευεπίφορων στην εξαγορά και στον πειθαναγκασμό ανθρώπων και κομματικών δυνάμεων προκειμένου να κερδίζει χρόνο απέναντι στις συνθήκες οι οποίες ωριμάζουν σε μαζική κλίμακα τις συνθήκες ανατροπής του. Ο κατεστημένος τρόπος άσκησης πολιτικής, εντελώς αποκομμένος από το κοινωνικό στοιχείο και περίκλειστος μεταξύ κυνικών καριεριστών απορρίπτεται ξανά και ξανά.
  2. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δέχτηκε πολλαπλά χτυπήματα. Έχασε πάνω από 10 μονάδες από τις εθνικές εκλογές, βρέθηκε κάτω από το ποσοστό των προηγουμένων Ευρωεκλογών, κάτω από τον πήχη τον οποίο οι επικοινωνιολόγοι είχαν συμβουλεύσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη να θέσει και καταγράφει ένα ιστορικό χαμηλό σε επίπεδο αριθμού ψήφων. Οι αιτίες της ήττας είναι πολλαπλές: η ακρίβεια, η διαφθορά, η οικονομική κρίση για τα λαϊκά στρώματα, η ανισότητα, το παρακράτος, η αλαζονεία, τα Τέμπη, η απόλυτη ταύτιση με τις ΗΠΑ σε Ουκρανία, Παλαιστίνη, ελληνοτουρκικά, οι επιλογές της σε ζητήματα ταυτοτισμού κλπ., αφήνουν τα σημάδια τους. Η ΝΔ του Μητσοτακισμού δε θα ανακάμψει. Αν ο πρωθυπουργός ήθελε να είναι συνεπής με όσα είχε προεκλογικώς πει και επιπλέον να αιφνιδιάσει τους αντιπάλους του, θα έπρεπε να προκηρύξει πρόωρες εκλογές. Επειδή όχι μόνο δεν κάνει κάτι τέτοιο αλλά επιπλέον υποκρίνεται ότι πήρε το μήνυμα των εκλογέων θα συνεχίσει την πορεία της φθοράς της κυβέρνησής του και μάλιστα με εντεινόμενο ρυθμό.
  3. Ποσοστιαίως, η ΝΔ από τη μια και ο κορμός της κεντροαριστεράς (ή «κεντροαριστεράς») από την άλλη βρίσκονται σε άλλο σημείο ισορροπίας από ό,τι στις τελευταίες εθνικές εκλογές: ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ-Νέα Αριστερά βρίσκονται πάνω από τη ΝΔ. Στον άξονα (κέντρο)αριστεράς- (κέντρο)δεξιάς ο συσχετισμός επανέρχεται χονδρικώς στο 55%-45%. Δεν υπήρξε καμία σαρωτική άνοδος της ακροδεξιάς στην Ελλάδα, ούτε καν της δεξιάς. Περισσότερο έχουμε εσωτερικές διαιρέσεις στο εσωτερικό της δεξιάς (μεταξύ νεοφιλελεύθερης δεξιάς από τη μια και της παραδοσιοκρατικής δεξιάς από την άλλη), παρά μια σαρωτική άνοδο της (πολυχρησιμοποιημένης πια έννοιας της) ακροδεξιάς.
  4. Η λεγόμενη «κεντροαριστερά» αποδοκιμάζεται για μια ακόμα φορά. Αποδοκιμάζονται τα πρόσωπα, τα προγράμματα, η οργανωτική συγκρότηση, οι (ο θεός να τις κάνει) ιδεολογίες. Σε συνθήκες υποχώρησης της ΝΔ, τα δύο (έως τρία) κόμματα τα οποία φιλοδοξούν να εκφράσουν την κεντροαριστερά κατέγραψαν ιστορικώς χαμηλά και εν γένει μίζερα αποτελέσματα, τόσο εν γένει όσο και λαμβάνοντας υπόψιν την υποχώρηση της ΝΔ. Το μήνυμα είναι τόσο σαφές, για τόσο καιρό ώστε μόνο οι εντελώς ανόητοι και οι εντελώς καρεκλοκένταυροι υποκρίνονται ότι δεν το βλέπουν: η «κεντροαριστερά» της ταύτισης με τη δεξιά σε ό,τι αφορά τον αμερικανοκεντρισμό, τον σιωνισμό, την άνευ όρων προσχώρηση στην Ε.Ε., τα μνημόνια, τη μη αμφισβήτηση του νεοφιλελευθερισμού και των ιδιωτικοποιήσεων, τις δοσοληψίες με την ολιγαρχία (και πολλά άλλα ων ουκ έστιν αριθμός) δεν έχει κανένα μέλλον. Είναι αρκετά πιθανό να έχουμε από εδώ και πέρα κινήσεις στελεχών τα οποία θα αποπειραθούν μια άθροιση των ποσοστών των τριών κομμάτων. Τέτοιες γραφειοκρατικές και κατ’ ουσίαν ψηφοθηρικές προσεγγίσεις απλώς θα δέσουν τη μία πέτρα με τις άλλες προκειμένου όλοι μαζί να βυθιστούν μια ώρα αρχύτερα. Η κεντροαριστερά όπως και εν γένει η αριστερά χρειάζεται επανίδρυση. Σε συνθήκες παγκοσμίου πολέμου, μακρόχρονης οικονομικής κρίσης, τέλους του νεοφιλελευθερισμού και της «δυτικής» ηγεμονίας, περιστολής των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων,  «επέλασης» των νέων τεχνολογιών, ο λαός απαιτεί μια γνήσια απελευθερωτική και ουσιαστικώς επαναστατική δύναμη. Ο «εκσυγχρονισμός», ο «αντιλαϊκισμός» και τα συμπαρομαρτούντα έχουν φάει τα ψωμιά τους. Αν θα παίξει το ρόλο που θέλει και χρειάζεται ο λαός, η κεντροαριστερά, θα επιβιώσει και θα ηγεμονεύσει. Αλλιώς θα μας αφήσει χρόνους.
  5. Η κρίση συνεχίζεται και βαθαίνει. Η επισφαλής ισορροπία που πέτυχε το σύστημα εξουσίας στη βάση της αναγκαστικής συναίνεσης της δήθεν μετά-μνημονιακής εποχής και της προδοσίας του ΣΥΡΙΖΑ φθίνει. Ωστόσο ακόμα δεν έχει βρεθεί κανένα άλλο πλαίσιο ισορροπίας. Για το επόμενο διάστημα προβλέπεται περισσότερη καταστολή.
  6. Η κατάσταση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο είναι αυτή ενός υπό εξαφάνιση δεινοσαύρου. Οι «από πάνω» παραμένουν απολύτως συνασπισμένοι γύρω από τα συμφέροντα των πλουσιοτέρων και των ΗΠΑ αλλά η σχέση των «από πάνω» και των «από κάτω» καθίσταται ολοένα συγκρουσιακότερη. Η ίδια η Ε.Ε. ως δημιούργημα του ψυχρού πολέμου βρίσκεται εκτός επικαιρότητας. Είναι ασήμαντη από πλευράς διεθνούς πολιτικής ενώ βρίσκεται πολύ μακριά από την όποια κεϋνσιανή ανάμνηση. Το σύστημα εξουσίας της Ε.Ε. δεν πολεμά την ακροδεξιά: είναι ακροδεξιό.

Με άλλα λόγια και συμπερασματικώς ο κόσμος μίλησε: καταδίκασε το υπάρχον και απαίτησε την ανατροπή του. Είδε επίσης ότι καμία πολιτική δύναμη δε θέλει και δεν μπορεί την ανατροπή και τη μετάβαση σε ένα άλλο μοντέλο αυτήν τη στιγμή. Το λαϊκό αίτημα παραμένει αναπάντητο. Το ποιος και πώς θα απαντήσει μένει να φανεί. Μέχρι τότε θα έχουμε κρίση και έναν εσμό κρατικών αξιωματούχων που θα ορμήσουν στη λεία σαν ν μην υπάρχει αύριο για αυτούς, επειδή όντως είναι πολύ πιθανό να μην υπάρχει αύριο.

***

- ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης:

periptero nd evroekloges
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ/EUROKINISSI

Εχασε η Νέα Δημοκρατία, νίκησε η... αποχή


Η πολιτική ηγεμονία της Ν.Δ. τίθεται πλέον υπό αμφισβήτηση και ο μεγάλος κίνδυνος είναι το ιστορικό υψηλό της αποχής να μην αποδειχτεί προσωρινό, αλλά ένα μόνιμο τραύμα για το πολιτικό σύστημα.....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου