Dreamstime.com |
Την τελευταία εβδομάδα απασχόλησαν έντονα την επικαιρότητα τρεις ειδήσεις φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους. Η πρώτη σχετίζεται με την κακοποίηση μιας γυναίκας από τον σύζυγό της, η δεύτερη με την άγρια γυναικοκτονία με κατσαβίδι από σύζυγο που μετά επιχείρησε να αυτοκτονήσει και η τρίτη (ίσως αυτή που απασχόλησε λιγότερο τα ΜΜΕ) με τις αποκαλύψεις του BBC σχετικά με τα push backs και τον θάνατο προσφύγων.
Κι ενώ για τις δύο πρώτες ειδήσεις τα τηλεοπτικά δίκτυα αφιέρωσαν εκτενείς αναλύσεις και ρεπορτάζ, η τρίτη θάφτηκε ή υπονομεύτηκε ως προπαγάνδα διαφόρων «στοιχείων» με «ανθελληνικές τάσεις». Μήπως όμως όλα αυτά συνδέονται μεταξύ τους σαν διάσπαρτα κομμάτια ενός σύνθετου παζλ;
Οι δύο πρώτες υποθέσεις έφεραν ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα της πατριαρχίας, τις βαθιές κοινωνικές και πολιτισμικές του ρίζες και απολήξεις. Πρόκειται για υποθέσεις που δεν εξαντλούνται στην ιδιωτική σφαίρα, στο «άρρωστο» οικογενειακό περιβάλλον, ούτε πολύ περισσότερο αποτελούν εκδήλωση μιας «θυμωμένης», «ναρκισσιστικής» και «διαταραγμένης» προσωπικότητας. Το πρόβλημα, όπως υπογραμμίζει ήδη από τη δεκαετία του 1970 ο ριζοσπαστικός φεμινισμός, είναι βαθιά κοινωνικό και ως εκ τούτου βαθιά πολιτικό.
Αντί, λοιπόν, να αναπαράγονται επιχειρήματα περί «αυτοδημιούργητων», «επιτυχημένων» ανδρών που έχουν πρόβλημα διαχείρισης θυμού, καλό θα ήταν να στραφεί η δημόσια συζήτηση στους δομικούς όρους επώασης και αναπαραγωγής του φαινομένου, στις πολιτικές, πολιτισμικές και θεσμικές πρακτικές που επικυρώνουν και κανονικοποιούν τις έμφυλες ανισότητες, τον ρατσισμό, την πατριαρχία, τη μάτσο αρρενωπότητα, την ετεροκανονικότητα και εν τέλει την κοινωνική βία.
Να δούμε με σοβαρότητα την ευκολία αναπαραγωγής του σεξιστικού, πατριαρχικού και ρατσιστικού λόγου στην κοινωνία, την εργασία, την εκπαίδευση, στα ΜΜΕ, στο Κοινοβούλιο. Ασφαλώς και η νομική αναγνώριση του όρου γυναικοκτονία είναι θεμιτή και έχει ιδιαίτερη αξία. Οι λεκτικές έννοιες και οι νομικοί ορισμοί δεν είναι ουδέτεροι, άνευ πολιτισμικού βάρους. Αποτελούν επίδικα της κοινωνικής σύγκρουσης, μετέχουν σε μία σύνθετη διαδικασία ηγεμονίας, νοηματοδοτούν το κοινωνικό πεδίο, διαμορφώνουν κοινωνικές αντιλήψεις και υπαγορεύουν θεσμικές παρεμβάσεις.
Το εάν επιλέξουμε να προσεγγίσουμε αυτά τα φαινόμενα ουδέτερα με όρους γενικής εγκληματικότητας ή έμφυλα φωτίζοντας τις σχέσεις εξουσίας/κυριαρχίας που τα στηρίζουν αποτελεί μία πολιτική επιλογή. Στην πρώτη περίπτωση, κάθε περιστατικό μοιάζει με στατική φωτογραφία ξεκομμένη από τον χώρο και τον χρόνο, το πολιτισμικό, θεσμικό και νομικό πλαίσιο. Αποτελεί μια καταδικαστέα πράξη, περιοριζόμενη στα όρια της ατομικής ευθύνης, στα όρια της διαπροσωπικής-ιδιωτικής σχέσης δράστη και θύματος. Στη δεύτερη, φωτίζονται οι εξουσιαστικές δομές, οι κυριαρχικές σχέσεις, το σύστημα πατριαρχίας που το υποδαυλίζει.
Ωστόσο, η αυστηρότερη αντιμετώπιση δεν αποτελεί τη λύση αλλά μέρος του προβλήματος, εγκλωβίζοντας το φεμινιστικό κίνημα στη λογική του «νόμου και της τάξης». Το πρόβλημα όμως δεν είναι ο νόμος, αλλά η εφαρμογή του και η πλήρης απουσία πολιτικών κοινωνικής πρόληψης. Οι γυναικοκτονίες και οι κακοποιήσεις γυναικών δεν θα σταματήσουν εάν οδηγήσουμε σε κοινωνικό ή βιολογικό θάνατο τους παραβάτες. Οι εξοντωτικές ποινές και η χωρίς όρια καταστολή δεν έχουν σοβαρό αποτρεπτικό αποτέλεσμα.
Η αλόγιστη στροφή προς την τιμωρητικότητα και η ευκολία με την οποία η Πολιτεία υιοθετεί νέα κατασταλτικά μέτρα πρέπει να μας προβληματίσουν και να μας υποψιάσουν. Το ποινικό Σύστημα από ultimum refugium της έννομης τάξης έχει μετατραπεί στην Κολυμβήθρα του Σιλωάμ για την εκτελεστική εξουσία. Κάθε φορά, οι εκπρόσωποί της επιχειρηματολογούν για τα μέτρα που άμεσα υιοθέτησαν. Για τις νέες αλλαγές που με μεγάλη ευκολία πέρασαν στους ποινικούς κώδικες, για τις αυστηρότερες ποινές, για τη μείωση των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων και κρατουμένων. Κάπως έτσι η συζήτηση μένει στην επιφάνεια, μέχρι το επόμενο μοιραίο γεγονός.
Από την άλλη, σε πρόσφατο ντοκιμαντέρ και δημοσίευμα του BBC υποστηρίζεται ότι η Ελληνική Ακτοφυλακή εμπλέκεται σε θανάτους προσφύγων, εκ των οποίων κάποιοι πετάχτηκαν ζωντανοί στο νερό δεμένοι με χειροπέδες. Η δημοσιογραφική αυτή αποκάλυψη συνέπεσε χρονικά με τη δημοσιοποίηση της ετήσιας έκθεσης για το 2023 του Μηχανισμού Καταγραφής Περιστατικών Ατυπων Αναγκαστικών Επιστροφών που δημιουργήθηκε από την Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ).
Η έκθεση είναι ντροπιαστική για τη λειτουργία ενός κράτους δικαίου, καθώς περιλαμβάνει μαρτυρίες που παραβιάζουν σειρά άρθρων της ΕΣΔΑ (άρ. 3 και 5) και του Ποινικού Κώδικα, όπως απειλή (333 Π.Κ.), παράνομη βία (330 Π.Κ.), βασανιστήρια και προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (137Α §4 Π.Κ.), αρπαγή (322 §1 Π.Κ.), βίαιη εξαφάνιση (322 §2 Π.Κ.), έκθεση σε κίνδυνο (306 Π.Κ.), παράλειψη προσφοράς βοήθειας (307 Π.Κ.), σωματικές βλάβες (308-312 Π.Κ. & 314 Π.Κ.), ανθρωποκτονία (302, 299 Π.Κ.), λεκτική βία, σεξουαλική παρενόχληση, εξευτελιστική μεταχείριση, αφαίρεση προσωπικών αντικειμένων και ταυτοποιητικών εγγράφων. Ταυτόχρονα, περιλαμβάνονται μαρτυρίες για τη δράση παραστρατιωτικών ομάδων με την ανοχή, αν όχι ενθάρρυνση, του κράτους.
Στις αιτιάσεις αυτές η ελληνική πολιτεία κωφεύει, επιλέγοντας τον δρόμο της διαστρέβλωσης και της κατηγορίας των καταγγελλόντων. Η στάση της αποτελεί τυπικό παράδειγμα των τεχνικών άρνησης στις οποίες καταφεύγουν τα κράτη για να μη λογοδοτήσουν [βλ. αναλυτικά S. Cohen (2021), «Καταστάσεις άρνησης: Μαθαίνοντας για τις θηριωδίες και τον πόνο», Αθήνα: εκδ. Τόπος]. Οι ανωτέρω ειδήσεις αντανακλούν μια Πολιτεία που καταρρέει συντονισμένα και συστηματικά, κραδαίνοντας την ακραία καταστολή ως τον μοναδικό λόγο μονιμοποίησής της.
Ταυτόχρονα, όμως, αποκαλύπτει και μια κοινωνία σε βαθιά κρίση και μετασχηματισμό, που παρακολουθεί, αμήχανα, αποστασιοποιημένα και παθητικά. Μια κοινωνία που έχει εξοικειωθεί με τη βία και την αναπαράγει συνειδητά ή ασυνείδητα στον συνάδελφο, τον μετανάστη, τον γείτονα, τον ευάλωτο, τον περιθωριακό, σε οποιονδήποτε μετουσιώνει τα χαρακτηριστικά του «άλλου», του «αποκλίνοντος», του «διαφορετικού», του «απειλητικού».
Με την αποθέωση του ατομικισμού, του εύκολου και γρήγορου πλουτισμού, της επίδειξης, της κουλτούρας της επιβολής του ισχυρότερου, του κοινωνικού αυτοματισμού, του εθνικισμού, του ρατσισμού, των εσωτερικών εχθρών και ταυτόχρονα της διάλυσης του κοινωνικού κράτους, της παιδείας, της εργασίας, της Δικαιοσύνης, των δικαιωμάτων και του πολιτισμού οι σχέσεις κυριαρχίας, εξουσίας και εκμετάλλευσης εμπεδώνονται, διευρύνονται και επεκτείνονται.
Μια κοινωνία χωρίς κοινωνικά ερείσματα, χωρίς συλλογικότητες, αίσθημα ευθύνης, κοινωνική μέριμνα και κοινωνική αλληλεγγύη εύκολα μεταβολίζει και εξοικειώνεται με τη βία εντός και εκτός των τειχών. Τρώει τη σάρκα της, κακοποιεί και κακοποιείται. Και πραγματικά αναρωτιέται κανείς, πώς είναι δυνατόν μια Πολιτεία που ρίχνει κακοποιημένους ανθρώπους αλυσοδεμένους στη θάλασσα να λύσει το ζήτημα της πατριαρχίας; Ασχετα ζητήματα, θα μου πείτε. Ισως όμως και πολύ σχετικά.
*Επίκουρη καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής ΔΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου