18 Ιουλίου 2024

Για τα ζώα – και τη «βιολογική βάση»: Απάντηση σε πρόσφατη δήλωση του αναπληρωτή υπουργού Υγείας, Δημήτρη Βαρτζόπουλου, σχετικά με τη «βιολογική βάση» της επιθετικότητας και της γυναικοκτονίας - Άρθρο των Νίκου Σμιτ* και Μαρίνας Παπαδοπούλου** στα ελληνικά και στα αγγλικά


 

Γράφουν οι Νίκος Σμιτ* και Μαρίνα Παπαδοπούλου** 

 

Η πρόσφατη δήλωση του αναπληρωτή υπουργού Υγείας, Δημήτρη Βαρτζόπουλου, σχετικά με τη «βιολογική βάση» της επιθετικότητας και της γυναικοκτονίας, αντανακλά αντιεπιστημονικές απόψεις για τις σχέσεις μεταξύ των φύλων στους ανθρώπους και τα ζώα. Είναι θεμελιωδώς εσφαλμένη, καθώς αγνοεί δεκαετίες έρευνας στην εξελικτική βιολογία, τη συμπεριφορική οικολογία, την ανθρωπολογία, τις νευροεπιστήμες και άλλους κλάδους. Θα θέλαμε να επισημάνουμε την επιστημονική (μη) εγκυρότητα της δήλωσης, εστιάζοντας σε ορισμένα από τα επιχειρήματά της από «βιολογική σκοπιά». Παρουσιάζοντας παραδείγματα της μεγάλης ποικιλομορφίας των σχέσεων των φύλων σε διάφορα είδη ζώων, στοχεύουμε στην αποδόμηση της δήλωσης και ελπίζουμε να αποτρέψουμε μελλοντικούς ισχυρισμούς σχετικά με τη «φύση των πραγμάτων» στις ανθρώπινες σχέσεις.

«Και λέω συνειδητά στις γυναίκες τους, γιατί αντιλαμβάνεστε ότι σε όλη, σε όλη, την πανίδα, σε κάθε μορφή εμβίων όντων το αρσενικό είναι πάντοτε επιθετικό. Είναι πιο επιθετικό γιατί…».

Η έμφαση του ισχυρισμού ότι σε όλη (σε όλη!) την πανίδα τα αρσενικά είναι πιο επιθετικά από τα θηλυκά υποδηλώνει μια ψευδή καθολικότητα. Τα θηλυκά σε διάφορα είδη μπορεί να είναι πιο επιθετικά από τα αρσενικά1,2. Σε ορισμένα είδη ψαριών, τα άτομα μπορούν ακόμη και να αλλάξουν φύλο κατά τη διάρκεια της ζωής τους προς διαφορετικές κατευθύνσεις (από αρσενικό σε θηλυκό, από θηλυκό σε αρσενικό ή σειριακά/αμφίδρομα)3,4 και τα πιο επιθετικά θηλυκά συχνά γίνονται πιο επιθετικά αρσενικά5. Το παράδειγμα αυτό υποδεικνύει ότι η επιθετικότητα μπορεί να είναι ατομικό (βλ. μελέτες προσωπικότητας σε ζώα6) και όχι σχετιζόμενο με το φύλο γνώρισμα, κάτι που παρατηρείται περιστασιακά και στα πρωτεύοντα θηλαστικά7. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η επιθετικότητα αποτελεί μέρος ενός σύνθετου συμπεριφορικού ρεπερτορίου κάθε ατόμου που μπορεί να επηρεαστεί από το περιβάλλον — η δήλωση αγνοεί ότι η συμπεριφορά δεν είναι προβλέψιμη αποκλειστικά από τα γονίδια8.

Τα αρσενικά δεν είναι πάντα πιο επιθετικά και δεν είναι πάντα κυρίαρχα επί των θηλυκών, δηλαδή δεν κερδίζουν σταθερά τις συγκρούσεις εναντίων των θηλυκών. Η ιεραρχία στις κοινωνίες των ζώων κυμαίνεται σε ένα συνεχές φάσμα από την απόλυτη κυριαρχία όλων των αρσενικών επί όλων των θηλυκών, έως την απόλυτη κυριαρχία όλων των θηλυκών επί όλων των αρσενικών, και μπορεί να διαφέρει ακόμη και μεταξύ πληθυσμών του ίδιου είδους9,10. Στους μπονόμπο, έναν από τους δύο πλησιέστερους συγγενείς του ανθρώπου (μαζί με τους χιμπατζήδες), τα θηλυκά κερδίζουν την πλειονότητα των συγκρούσεων εναντίων των αρσενικών και είναι συνήθως κυρίαρχα11. Επίσης, οι άνθρωποι κυνηγοί-συλλέκτες ζουν συνήθως σε κοινωνίες χωρίς ιεραρχίες βασισμένες στο φύλο12,13. Τέλος, η κυριαρχία δεν μεταφράζεται απαραίτητα σε υψηλότερη κοινωνική επιρροή κατά τη διάρκεια ομαδικών αποφάσεων: ακόμη και όταν τα αρσενικά είναι γενικά κυρίαρχα επί των θηλυκών, δεν καταλαμβάνουν πάντα ηγετικούς ρόλους στις ομάδες τους. Στους ελέφαντες και σε άλλα θηλαστικά, η επιρροή των θηλυκών στη συλλογική συμπεριφορά της ομάδας είναι μεγαλύτερη από αυτή των αρσενικών και τα θηλυκά ηγετικά μέλη της ομάδας αναδεικνύονται χωρίς εξαναγκασμό14. Σε άλλα είδη, η επιλογή κατεύθυνσης για την κίνηση της ομάδας καθορίζεται συχνά συλλογικά από τα άτομα μέσω αυτο-οργάνωσης, ανεξάρτητα από το φύλο ή την ιεραρχική τους κατάταξη15,16.

«… γιατί αυτό (το αρσενικό) είναι το οποίο στη φύση κυνηγάει την τροφή και αναλαμβάνει την επιθετική διεκδίκησή της ή την άμυνά της.»

Αν και η μελέτη του επιθετικού ανταγωνισμού εντός φύλου έχει επικεντρωθεί κυρίως στα αρσενικά17, τα θηλυκά στα πρωτεύοντα και άλλες ταξινομικές ομάδες μπορεί να ανταγωνίζονται επιθετικά με άλλα θηλυκά18-20 ή αρσενικά21 για την πρόσβαση στην τροφή και μπορεί να έχουν προτεραιότητα στην πρόσβαση στην τροφή έναντι των αρσενικών22,23. Τα θηλυκά ανταγωνίζονται επίσης με άλλα θηλυκά για την πρόσβαση στα αρσενικά24-26 — αμφισβητώντας την παραδοσιακή αντίληψη περί «παθητικών θηλυκών». Ο ανταγωνισμός μεταξύ θηλυκών για τα αρσενικά είναι συχνός όταν η πατρική φροντίδα (η φροντίδα των αρσενικών για τους απογόνους τους) είναι εξέχουσα27,28. Επίσης, η δήλωση αγνοεί ότι σε διάφορα είδη τα θηλυκά ζουν μοναχικά ή σε ομάδες με πολλά άλλα θηλυκά (και ίσως κανένα, ένα ή λίγα αρσενικά)29, απορρίπτοντας εκ των πραγμάτων σενάρια περί «αρσενικών κουβαλητών».

«Το θηλυκό είναι για άλλες δουλειές, για να τίκτει και να στηρίζει τη μορφή, είτε γίνεται στην αγέλη…».

Το επιχείρημα ότι «το αρσενικό» πρέπει να βρίσκει, να διεκδικεί και να υπερασπίζεται την τροφή, ενώ «το θηλυκό είναι για άλλες δουλειές» είναι (επιεικώς) παραπλανητικό. Περιγράφει μια εικόνα «θηλυκών σπιτονοικοκυρών» που φροντίζουν τους απογόνους στις φωλιές/δέντρα/λαγούμια/σπηλιές περιμένοντας τα αρσενικά να φέρουν την τροφή. Στην πραγματικότητα, τα θηλυκά στα περισσότερα είδη ζώων αναζητούν τροφή για τον εαυτό τους, ενώ τα αρσενικά μπορεί περιστασιακά να είναι οι μόνοι προμηθευτές τροφής των απογόνων σε ορισμένα αμφίβια, πτηνά και είδη άλλων ταξινομικών ομάδων28,30-32. Στις φάλαινες-δολοφόνους, τα θηλυκά μοιράζονται τη λεία τους με τους γιους τους και άλλα συγγενικά αρσενικά — αυξάνοντας την πιθανότητα επιβίωσης αυτών των αρσενικών33,34. Οι λέαινες κυνηγούν συνεργατικά, συχνά χωρίς τη βοήθεια των αρσενικών, ενώ τα αρσενικά περιστασιακά τρέφονται με τα θηράματα των θηλυκών35. Σε κάποια είδη ψαριών, τα αρσενικά είναι μόνιμα προσκολλημένα στα -πολύ μεγαλύτερα τους- θηλυκά και εξαρτώνται από αυτά για την πρόσβασή τους σε τροφή («σεξουαλικός παρασιτισμός»)36.

«…είτε γίνεται στη δυαδική μορφή που έχουμε στο homo sapiens.»

Αναφερόμενη στο «Homo sapiens», η δήλωση δημιούργησε αναπόφευκτα συνειρμούς σχετικά με το εξελικτικό παρελθόν των σύγχρονων ανθρώπων — υπονοώντας δύο λανθασμένες ιδέες. Πρώτον, οι άνθρωποι ζουν σε κοινωνικές ομάδες των οποίων τα μέλη συχνά μοιράζονται την τροφή και το καταφύγιο τους37-39. Δεν ζουν σε ζεύγη, όπως κάνουν άλλα είδη, και επομένως η αναφορά στη «δυαδική μορφή που έχουμε στον homo sapiens» στο πλαίσιο της τροφοληψίας και του καταμερισμού της εργασίας είναι λανθασμένη. Δεύτερον, και σε σχέση με την προηγούμενη ιδέα, η δήλωση συγχέει το σύστημα ζευγαρώματος (που το περιγράφει ως «δυαδικό», εννοώντας μάλλον μονογαμικό) με την κοινωνική οργάνωση των ανθρώπων. Αν και οι άνθρωποι αναπαράγονται συχνά μονογαμικά, συνήθως περιγράφονται ως συνεργατικοί αναπαραγωγοί, δηλαδή οι απόγονοι λαμβάνουν φροντίδα όχι μόνο από τους γονείς τους, αλλά και από άλλα μέλη της ομάδας («βοηθούς»). Σε συνδυασμό με την πατρική φροντίδα, αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί τους ανθρώπους από τους άλλους πιθήκους και έχει διαδραματίσει θεμελιώδη ρόλο στην ανθρώπινη κοινωνική και γνωστική εξέλιξη40-42.

«Άρα είναι η φύση των πραγμάτων το αρσενικό να είναι το επιθετικό. Κατά συνέπεια η έννοια της γυναικοκτονίας πραγματικά έχει μια βιολογική βάση.»

Η δήλωση καταλήγει, με ένα λογικό άλμα, να υποστηρίξει ότι η έννοια της γυναικοκτονίας έχει «βιολογική βάση». Οι έννοιες δεν έχουν «βιολογική βάση» — τα συμπεριφορικά ή άλλα χαρακτηριστικά, έχουν («προσαρμοστικά χαρακτηριστικά»). Ένα γνώρισμα είναι προσαρμοστικό όταν προσφέρει εξελικτικό πλεονέκτημα στο άτομο που το εμφανίζει, καθιστώντας το άτομο καλύτερα προσαρμοσμένο στο περιβάλλον του, αυξάνοντας την αρμοστικότητά του, δηλαδή την πιθανότητα επιβίωσης ή την αναπαραγωγική του επιτυχία (για παράδειγμα, την ικανότητά του να παράγει περισσότερους απογόνους ή απογόνους καλύτερης ποιότητας). Στη συνέχεια, τα άτομα που εμφανίζουν αυτό το χαρακτηριστικό έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να επιβιώσουν ή/και να παράγουν περισσότερους απογόνους από τα άτομα που δεν εμφανίζουν το χαρακτηριστικό, οι απόγονοι έχουν και αυτοί υψηλότερη αρμοστικότητα και ούτω καθεξής. Με αυτόν τον τρόπο, η «φυσική επιλογή» καθορίζει την καθιέρωση και τη συχνότητα των χαρακτηριστικών43. Η συζυγοκτονία είναι απίθανο να είναι προσαρμοστική, καθώς στερεί από τα αρσενικά τις ευκαιρίες αναπαραγωγής, εκτός από το προφανές κόστος για τα θηλυκά. Γενικότερα, όταν ένα άτομο σκοτώνει τον/τη σύντροφό του (ή άλλο οικείο μέλος του άλλου φύλου) είναι απίθανο να αυξάνει τη δική του αρμοστικότητα και σχετικά φαινόμενα απουσιάζουν στα περισσότερα ζώα44. Επομένως, η ιδέα μιας «βιολογικής βάσης» της γυναικοκτονίας είναι θεμελιωδώς λανθασμένη.

Σε μη επιστημονικό πλαίσιο, οι συζητήσεις σχετικά με την εξελικτική προέλευση της (μεταξύ φύλων) επιθετικότητας στον άνθρωπο τροφοδοτούν τον κοινωνικό δαρβινισμό, δηλαδή τις θεωρίες που εφαρμόζουν τις βιολογικές έννοιες της φυσικής επιλογής («επιβίωση του ισχυρότερου») στην οικονομία και την πολιτική, διαιωνίζοντας κοινωνικά πρότυπα και προκαταλήψεις που εισάγουν διακρίσεις και τελικά δικαιολογούν την κοινωνική ανισότητα45. Τέτοιου είδους συζητήσεις είναι προβληματικές όταν διεξάγονται δημοσίως ακόμη και από ειδικούς, λόγω της ευαισθησίας και της πολυπλοκότητας του θέματος αλλά και του τρόπου με τον οποίο τα σχετικά επιστημονικά επιχειρήματα γίνονται αντιληπτά από το ευρύ κοινό — πόσο μάλλον όταν διεξάγονται από άτομα που δεν διαθέτουν σχετικό επιστημονικό υπόβαθρο και τροφοδοτούν τη συζήτηση με ψευδοεπιστημονικά επιχειρήματα.

Τα παραδείγματα σε αυτό το κείμενο αναδεικνύουν την εξελικτική ποικιλομορφία των σχέσεων μεταξύ των φύλων. Η επιλογή παραδειγμάτων με μεροληπτικό τρόπο και η επινόηση ψευδών καθολικοτήτων προκειμένου να υποστηρίξει κάποιος/-α τη γνώμη του/-ης είναι κατάφωρα αντιεπιστημονική — ανεξάρτητα από το εκπαιδευτικό του/-ης υπόβαθρο. Η δήλωση του αναπληρωτή υπουργού ήταν ανησυχητικά αντιεπιστημονική.


*ο Νίκος Σμιτ είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ για την Εξελικτική Ανθρωπολογία. Μεταξύ άλλων, μελετά τις σχέσεις ιεραρχίας μεταξύ θηλυκών και αρσενικών, τις στρατηγικές σεξουαλικού εξαναγκασμού και τον ανταγωνισμό μεταξύ θηλυκών πρωτευόντων. 

**η Μαρίνα Παπαδοπούλου είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Σουόνσι. Μεταξύ άλλων, μελετά την αυτοοργάνωση κοινωνικών συστημάτων, με εξειδίκευση στη συλλογική συμπεριφορά των ζώων — όπως τα κοπάδια ψαριών, τα σμήνη πουλιών και οι ομάδες πρωτευόντων. Μελετά επίσης τη μεροληψία λόγω φύλου στην έρευνα, χρησιμοποιώντας μοντέλα επεξεργασίας φυσικής γλώσσας και μηχανική μάθηση.

επιμέλεια μετάφρασης: Ανδρέας Κοσιάρης

ακολουθεί το άρθρο στην πρωτότυπη, αγγλική του εκδοχή, και οι σημειώσεις του


Regarding the “biological basis” of femicide and such statements

Nikos Smit & Marina Papadopoulou

The recent statement of the deputy minister of health, Dimitris Vartzopoulos, about the “biological basis” of aggression and femicide reflects unscientific views on human and non-human animal intersexual relationships. It is fundamentally flawed as it ignores decades of research in evolutionary biology, behavioural ecology, anthropology, neuroscience and other fields. Here, we would like to discuss the scientific (in)validity of the statement, focusing on some of its arguments from a “biological point of view”. By presenting examples of the great diversity of intersexual relationships across species, we aim to deconstruct the statement and hopefully prevent future claims about the “nature of things” in human intersexual relationships and beyond.

«Και λέω συνειδητά στις γυναίκες τους, γιατί αντιλαμβάνεστε ότι σε όλη, σε ολη, την πανίδα, σε κάθε μορφή εμβίων όντων το αρσενικό είναι πάντοτε επιθετικό. Είναι πιο επιθετικό γιατί…»

The emphasis of the claim that in all (in all!) fauna males are more aggressive than females suggests a false universality. Females in different species can be more aggressive than males1,2. In some species of fish, individuals can even change sex during their lifetime in different directions (male-to-female, female-to-male, or serial/ bidirectional)3,4, and more aggressive females might become more aggressive males5. This example suggests that aggressiveness can be an individual (see animal personality studies6) rather than a sex-specific trait, as it is also occasionally seen in primates7. Ultimately, aggressiveness is part of a complex behavioral repertoire of individuals which can be influenced by environment – the statement ignores that behaviour is not predictable from genes alone8.

Males are not always more aggressive and they are not always dominant over females, i.e., they do not consistently win intersexual agonistic interactions. Intersexual dominance in animal societies ranges along a continuum from strictly male- to strictly female-biased, and it might even vary within species9,10. In bonobos, one of the two closest living relatives of humans (along with chimpanzees), females win the majority of intersexual conflicts and they are usually dominant over males11. Importantly, human hunter-gatherers commonly live in societies without sex-biased dominance hierarchies12,13. Finally, dominance doesn’t necessarily translates to higher social influence during group decisions: even when males are generally dominant over females, they do not always occupy leading roles in their groups. In elephants and other mammals, the influence on the group collective behavior is female-biased, and female leaders emerge without coercion14. In other species, group movement is often determined collectively by individuals, independent of sex or dominance rank15,16.

«…γιατί αυτό (το αρσενικό) είναι το οποίο στη φύση κυνηγάει την τροφή και αναλαμβάνει την επιθετική διεκδίκησή της ή την άμυνά της.»

Although the study of intra-sexual aggressive competition has mostly focused on males17, females in primates and other taxa may aggressively compete with other females18–20 or with males21 over access to food and they can have feeding priority over males22,23. Importantly, females also compete with other females for access to males24–26 – challenging the traditional view of “passive females”. Female-female competition for males is common when paternal care (the care of males for their offspring) is pronounced27,28. Ultimately, the statement ignores that in various species females live solitary or in groups with multiple other females (and maybe none, one or few males)29, de facto preventing scenarios of “male breadwinners”.

«Το θηλυκό είναι για άλλες δουλειές, για να τίκτει και στηρίζει τη μορφή, είτε γίνεται στην αγέλη…»

The argument that “the male” needs to find, claim and defend food, while “the female has other roles” is, charitably, misleading. It draws a picture of “animal housewives” where females in nests/trees/burrows/caves nurture their offspring waiting for males to bring in food. In reality, females in most animal species forage (search for food) for themselves, while males can occasionally be the only offspring carers and food providers in certain amphibians, birds and species from other taxa28,30–32. In killer whales, females share their prey with their sons and other related males – increasing their survival probability33,34. Lionesses hunt cooperatively, often with no help from males, while males occasionally feed on the kills of females35. In various species of anglerfish, males are permanently attached to much larger females and depend on them for food (“sexual parasitism”)36.

«…είτε γίνεται στη δυαδική μορφή που έχουμε στο homo sapiens.»

Referring to “Homo sapiens”, the statement inevitably created connotations about the evolutionary past of modern humans – implying two incorrect ideas. First, humans live in social groups often sharing food and shelter37–39. They do not live in intersexual pairs as other species do and thus, referring to the “dyadic form we have in homo sapiens” in the context of foraging and division of labor is irrelevant. Second, and in relation to the previous idea, the statement confuses the mating system (that considers it “dyadic”, meaning probably monogamous) with the social organization of humans. Although humans commonly reproduce monogamously, they are typically described as cooperative breeders, that is, offspring receive care not only from their parents, but also from other group members (“helpers”). In addition to paternal care, this is a defining aspect that differentiates humans from other apes and it has played a fundamental role in human social and cognitive evolution40–42.

«Άρα είναι η φύση των πραγμάτων το αρσενικό να είναι το επιθετικό. Κατά συνέπεια η έννοια της γυναικοκτονίας πραγματικά έχει μια βιολογική βάση»

The statement ends, with an intuitive leap, suggesting that the concept of femicide has a “biological basis”. Concepts do not have a “biological basis”, but behavioural or other traits might do (referred to as “adaptive traits”). A trait is adaptive when it offers an evolutionary advantage to the individual that exhibits it, rendering the individual better adapted to its environment increasing its fitness, that is, its survival probability or reproductive success (i.e., its ability to produce more offspring or offspring of better quality). Then, individuals that exhibit this trait have greater chances to survive and/or produce more offspring than individuals that do not exhibit the trait, these offspring have higher fitness themselves and so on. This way, “natural selection” determines the establishment and frequency of traits43. Uxoricide (wife-killing) is unlikely to be adaptive since it deprives males from reproductive opportunities, besides the obvious costs for females. More generally, when an individual kills its partner (or another familiar member of the other sex) is unlikely to increase its own fitness and relevant phenomena are absent in most animals44. Therefore, the idea of a “biological basis” of femicide is fundamentally misleading.

In a non-scientific context, discussions relevant to the evolutionary origins of (intersexual) aggression in humans, can feed into social Darwinism, that is, theories that apply biological concepts of natural selection (“survival of the fittest”) to economics and politics, perpetuating discriminating cultural norms and social prejudices and ultimately justifying social inequality and injustice45. Such discussions are troublesome when performed publicly even by specialists, due to the sensitivity and complexity of the topic and the way relevant scientific arguments are perceived by the general public; let alone when they are performed by people lacking relevant scientific background fueling the discussion with pseudo-scientific arguments.

The examples in this text showcase the evolutionary diversity in intersexual relationships across animals. Choosing examples in a biased manner and inventing false universalities in order to support one’s opinion is flagrantly unscientific – regardless their education background. The statement of the deputy minister was alarmingly unscientific.

Notes

1. Balshine-Earn, S. & Mcandrew, B. J. Sex-Role Reversal in the Black-Chinned Tilapia, Sarotherodon Melanotheron (RÜPpel) (Cichlidae). Behaviour 132, 861–874 (1995).

2. Boiten, G., van Iersel, R., Pinxten, R. & Eens, M. Females Are More Aggressive Than Males towards Same- and Opposite-Sex Intruders in the Blue Tit (Cyanistes caeruleus). Animals 13, 585 (2023).

3. Warner, R. R., Robertson, D. R. & Leigh, E. G. Sex Change and Sexual Selection. Science 190, 633–638 (1975).

4. Todd, E. V., Liu, H., Muncaster, S. & Gemmell, N. J. Bending Genders: The Biology of Natural Sex Change in Fish. Sexual Development 10, 223–241 (2016).

5. Sprenger, D., Dingemanse, N. J., Dochtermann, N. A., Theobald, J. & Walker, S. P. W. Aggressive females become aggressive males in a sex-changing reef fish. Ecology Letters 15, 986–992 (2012).

6. Briffa, M. & Weiss, A. Animal personality. Current Biology 20, R912–R914 (2010).

7. Reinhardt, V. Are male rhesus monkeys more aggressive than females? Primates 28, 123–125 (1987).

8. Gräff, J. & Mansuy, I. M. Epigenetic codes in cognition and behaviour. Behavioural Brain Research 192, 70–87 (2008).

9. Kappeler, P. M. et al. Sex and dominance: How to assess and interpret intersexual dominance relationships in mammalian societies. Front. Ecol. Evol. 10, 918773 (2022).

10. Davidian, E., Surbeck, M., Lukas, D., Kappeler, P. M. & Huchard, E. The eco-evolutionary landscape of power relationships between males and females. Trends in Ecology & Evolution (2022) doi:10.1016/j.tree.2022.04.004.

11. Surbeck, M. & Hohmann, G. Intersexual dominance relationships and the influence of leverage on the outcome of conflicts in wild bonobos (Pan paniscus). Behav Ecol Sociobiol 67, 1767–1780 (2013).

12. Dyble, M. et al. Sex equality can explain the unique social structure of hunter-gatherer bands. Science 348, 796–798 (2015).

13. Deb, A. et al. Bargaining between the sexes: outside options and leisure time in hunter-gatherer households. Evolution and Human Behavior (2024) doi:10.1016/j.evolhumbehav.2024.05.003.

14. Smith, J. E., Ortiz, C. A., Buhbe, M. T. & van Vugt, M. Obstacles and opportunities for female leadership in mammalian societies: A comparative perspective. The Leadership Quarterly 31, 101267 (2020).

15. Papageorgiou, D. & Farine, D. R. Shared decision-making allows subordinates to lead when dominants monopolize resources. Science Advances 6, eaba5881 (2020).

16. Strandburg-Peshkin, A., Farine, D. R., Couzin, I. D. & Crofoot, M. C. Shared decision-making drives collective movement in wild baboons. Science 348, 1358–1361 (2015).

17. Ah-King, M. The history of sexual selection research provides insights as to why females are still understudied. Nat Commun 13, 6976 (2022).

18. Barton, R. A. & Whiten, A. Feeding competition among female olive baboons, Papio anubis. Animal Behaviour 46, 777–789 (1993).

19. Watts, D. P. Agonistic relationships between female mountain gorillas (Gorilla gorilla beringei). Behav Ecol Sociobiol 34, 347–358 (1994).

20. Jarvey, J. C. et al. Aggression rates increase around seasonally exploited resources in a primarily grass-eating primate. Behavioral Ecology arad079 (2023) doi:10.1093/beheco/arad079.

21. Koenig, A., Miles, A., Riaz, D.-E.-A. & Borries, C. Intersexual Agonism in Gray Langurs Reflects Male Dominance and Feeding Competition. Front. Ecol. Evol. 10, 860437 (2022).

22. White, F. J. & Wood, K. D. Female feeding priority in bonobos, Pan paniscus, and the question of female dominance. American Journal of Primatology 69, 837–850 (2007).

23. White, F. J. et al. Female dominance and feeding priority in a prosimian primate: experimental manipulation of feeding competition. American Journal of Primatology 69, 295–304 (2007).

24. Huchard, E. & Cowlishaw, G. Female–female aggression around mating: an extra cost of sociality in a multimale primate society. Behavioral Ecology 22, 1003–1011 (2011).

25. Smit, N. & Robbins, M. M. Female gorillas compete for food and males. Under review.

26. Liker, A., Freckleton, R. P. & Székely, T. The evolution of sex roles in birds is related to adult sex ratio. Nat Commun 4, 1587 (2013).

27. Clutton-Brock, T. H. The Evolution of Parental Care. vol. 10 (Princeton University Press, 1991).

28. Henshaw, J. M., Fromhage, L. & Jones, A. G. Sex roles and the evolution of parental care specialization. Proceedings of the Royal Society B: Biological Sciences 286, 20191312 (2019).

29. Kappeler, P. M. A framework for studying social complexity. Behav Ecol Sociobiol 73, 13 (2019).

30. Eens, M. & Pinxten, R. Sex-role reversal in vertebrates: behavioural and endocrinological accounts. Behavioural Processes 51, 135–147 (2000).

31. Emlen, S. T. & Wrege, P. H. Division of labour in parental care behaviour of a sex-role-reversed shorebird, the wattled jacana. Animal Behaviour 68, 847–855 (2004).

32. Oring, L. W. & Lank, D. B. 2. Polyandry in Spotted Sandpipers: The Impact of Environment and Experience. in 2. Polyandry in Spotted Sandpipers: The Impact of Environment and Experience 21–42 (Princeton University Press, 2014). doi:10.1515/9781400858149.21.

33. Wright, B. M., Stredulinsky, E. H., Ellis, G. M. & Ford, J. K. B. Kin-directed food sharing promotes lifetime natal philopatry of both sexes in a population of fish-eating killer whales, Orcinus orca. Animal Behaviour 115, 81–95 (2016).

34. Nattrass, S. et al. Postreproductive killer whale grandmothers improve the survival of their grandoffspring. Proc. Natl. Acad. Sci. U.S.A. 116, 26669–26673 (2019).

35. Chakrabarti, S., Banerjee, K. & Jhala, Y. The role of food and mates in shaping asiatic lion societies. in Social strategies of carnivorous mammalian predators: Hunting and surviving as families 47–88 (Springer, 2023).

36. Pietsch, T. W. Dimorphism, parasitism, and sex revisited: modes of reproduction among deep-sea ceratioid anglerfishes (Teleostei: Lophiiformes). Ichthyol Res 52, 207–236 (2005).

37. Gurven, M. To give and to give not: The behavioral ecology of human food transfers. Behavioral and Brain Sciences 27, 543–560 (2004).

38. Kaplan, H. S., Hooper, P. L. & Gurven, M. The evolutionary and ecological roots of human social organization. Philosophical Transactions of the Royal Society B: Biological Sciences 364, 3289–3299 (2009).

39. Jaeggi, A. V., Burkart, J. M. & Van Schaik, C. P. On the psychology of cooperation in humans and other primates: combining the natural history and experimental evidence of prosociality. Philosophical Transactions of the Royal Society B: Biological Sciences 365, 2723–2735 (2010).

40. Marlowe, F. Paternal investment and the human mating system. Behavioural Processes 51, 45–61 (2000).

41. Burkart, J. M., Hrdy, S. B. & Van Schaik, C. P. Cooperative breeding and human cognitive evolution. Evolutionary Anthropology: Issues, News, and Reviews 18, 175–186 (2009).

42. Kramer, K. L. Cooperative Breeding and its Significance to the Demographic Success of Humans. Annual Review of Anthropology 39, 417–436 (2010).

43. Darwin, C. The Origin of Species by Means of Natural Selection. vol. 247 (EA Weeks, 1859).

44. Smit, N. Strategies, costs and counter-strategies to sexual coercion. (Under review).

45. Rudman, L. A. & Saud, L. H. Justifying Social Inequalities: The Role of Social Darwinism. Pers Soc Psychol Bull 46, 1139–1155 (2020).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου