Δριμύ κατηγορώ στις πολιτικές και οικονομικές ελίτ των πλουσιότερων χωρών της υφηλίου –και στην άνιση φορολόγησή τους που το αποτέλεσμά της είναι η εκτόξευση των ανισοτήτων και ο στραγγαλισμός της δημοκρατίας– απηύθυνε για ακόμη μία φορά η Oxfam.
Σε ανάλυσή της –η οποία δημοσιεύτηκε στο περιθώριο της πρώτης φετινής συνάντησης των υπουργών Οικονομικών και των κεντρικών τραπεζιτών των χωρών του G20 αυτό το διήμερο στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας– η γνωστή ΜΚΟ που μάχεται κατά της φτώχειας αποκαλύπτει ότι στις τελευταίες περίπου 4 δεκαετίες το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού των χωρών τού G20 είδε τους ανώτερους συντελεστές φορολόγησης των εισοδημάτων τους να μειώνονται κατά 32%, παρότι αύξησε το μερίδιό του στο εθνικό εισόδημα κατά 45%.
Η Οxfam υπογραμμίζει ειδικότερα ότι ο μέσος ανώτερος συντελεστής φορολόγησης εισοδήματος στις πλούσιες οικονομίες της Ομάδας των 20 μειώθηκε από περίπου 60% το 1980 σε 40% το 2022. Στην ίδια περίοδο το πλουσιότερο 1% αυτών των χωρών (που αποτελεί και το βασικό αντικείμενο του εν λόγω συντελεστή) αύξησε το μερίδιό του στο εθνικό εισόδημα από 11% (το 1980) σε 16% (το 2022). Το πλουσιότερο 1% είχε το 2022 συνολικά εισοδήματα μεγαλύτερα των 18 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, ποσό το οποίο ξεπερνά το ΑΕΠ της Κίνας.
Το αποτέλεσμα αυτής της τεράστιας συρρίκνωσης της φορολογικής επιβάρυνσης των πλουσίων ήταν να στραφούν οι κυβερνήσεις για την άντληση των αναγκαίων εσόδων στην έμμεση φορολογία. Τριάντα δύο σεντ από κάθε δολάριο φόρου που εισπράττεται σήμερα στις χώρες-μέλη του G20 προέρχονται από φόρους σε αγαθά και υπηρεσίες, όπως ο ΦΠΑ, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης και άλλοι έμμεσοι φόροι που επιβαρύνουν κυρίως τα χαμηλότερα και μεσαία εισοδήματα. Αντίθετα, οι φόροι που εισπράττονται από τη φορολόγηση του πλούτου, όπως οι φόροι ιδιοκτησίας και κληρονομιάς που επιβαρύνουν κυρίως τους πλουσίους, αντιστοιχούν μόλις στο 7,6% των συνολικών φορολογικών εσόδων. Με άλλα λόγια, λιγότερα από 8 σεντ από κάθε δολάριο εισπραττόμενου φόρου προέρχονται από τη φορολόγηση του πλούτου.
Το αποτέλεσμα είναι σε αρκετές χώρες του G20, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Βραζιλία, οι υπερπλούσιοι να φορολογούνται σήμερα με πραγματικό συντελεστή χαμηλότερο από αυτόν που επιβαρύνει έναν μέσο εργαζόμενο.
Η Οxfam τονίζει ότι όλο αυτό που συμβαίνει στις τελευταίες 4 δεκαετίες είναι ένας «πόλεμος κατά της δίκαιης φορολόγησης», ο οποίος διόλου τυχαία συμπίπτει με έναν πόλεμο ενάντια στη δημοκρατία, με συνέπεια περισσότερος πλούτος και δύναμη να «έρχονται» στα χέρια μιας πολύ μικρής ελίτ η οποία τρέφεται από την ανισότητα.
«Θα διεκδικήσουν ξανά τις δημοκρατίες τους οι υπουργοί Οικονομικών των μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου που συνεδριάζουν αυτό το διήμερο φορολογώντας τους υπερπλούσιους;» ρωτά εύλογα η επικεφαλής της Oxfam Βραζιλίας, Katia Maia. «Ενα δίκαιο φορολογικό σύστημα μπορεί να περιορίσει την ανισότητα και να ενισχύσει πιο υγιείς κοινωνίες, χωρίς αποκλεισμούς», τονίζει προσθέτοντας ότι «υψηλότεροι φόροι για τους υπερπλούσιους σημαίνει ότι [οι υπουργοί] μπορούν να επενδύσουν σε εργαζόμενες οικογένειες, να προστατεύσουν το κλίμα και να καταστήσουν διαθέσιμες σε όλους σημαντικές δημόσιες υπηρεσίες, όπως η εκπαίδευση και η υγειονομική περίθαλψη, και να απαλύνουν το πλήγμα μελλοντικών κρίσεων».
Η Oxfam εκτιμά, για παράδειγμα, ότι η επιβολή ενός φόρου περιουσίας της τάξης του 5% στους πολυεκατομμυριούχους και τους δισεκατομμυριούχους των χωρών του G20 θα μπορούσε να αποφέρει έσοδα 1,5 τρισ. δολαρίων ετησίως. Ποσό το οποίο θα ήταν αρκετό για να τερματίσει οριστικά την πείνα στον πλανήτη, να βοηθήσει στην προσαρμογή του χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος χωρών της υφηλίου στην κλιματική αλλαγή, να επαναφέρει την ανθρωπότητα σε τροχιά επίτευξης των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (SDG), ενώ θα περισσέψουν και πάνω από 546 δισ. δολάρια για επενδύσεις σε δημόσιες υπηρεσίες που μειώνουν την ανισότητα και για δράση για το κλίμα στις χώρες του G20».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου