Γράφει ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΨΑΛΗΣ
Πάντοτε οι κυβερνήσεις που αντιστρέφουν τα αφηγήματα για να εδραιώσουν τις πολιτικές τους και να κυριαρχήσουν κοινωνικά, απεχθάνονται τον τεκμηριωμένο λόγο. Σε καμία κυβέρνηση δεν θα άρεσε η θέση επιστημόνων όπως ο Στίβεν Χόκινς ή ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, που είχαν αντιταχθεί ανοιχτά στον καπιταλισμό, εκφράζοντας τους προβληματισμούς τους αναφορικά με την πορεία και την επιβίωση της ίδιας της ανθρωπότητας κάτω από τις τωρινές συνθήκες. Και αυτή είναι μια άλλη ακόμα πτυχή που βρίσκεται στον πυρήνα της κυβερνητικής πολιτικής για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια.
Οι συνταγματικές παραβιάσεις από τις κυβερνήσεις δεν θα έπρεπε να μας σοκάρουν πια. Ο Καταστατικός Χάρτης απεικονίζει και καθορίζει τις εκάστοτε δυναμικές σχέσεις μέσα στην κοινωνία και στην πράξη κουρελιάζεται κατά βούλησιν όποτε αυτές πρέπει να επαναπροσδιοριστούν προς την κατεύθυνση που εξυπηρετεί την πορεία του καπιταλισμού. Και χρειάστηκαν σκληροί αγώνες κάθε φορά που κάποιες κοινωνικές κατακτήσεις αποτυπώθηκαν σε κάποιο Σύνταγμα.
Όπως τις ζωές μας καθόρισαν πολιτικές αποφάσεις που ορίστηκαν από τα Μνημόνια, με τους αντισυνταγματικούς τους νόμους, καταστρέφοντας τον κοινωνικό ιστό και διαλύοντας την έννοια του κοινωνικού κράτους, η παράκαμψη του άρθρου 16 και η απόφαση της κυβέρνησης να επιτραπεί η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων δεν θα έπρεπε να μας ξαφνιάζει. Ούτε η σιωπή στο δημόσιο διάλογο σχετικά με την αντισυνταγματικότητα αυτή, όχι μόνο από τον Τύπο αλλά και θεσμικά, από τους κατεξοχήν εγγυητές του Συντάγματος όπως η Πρόεδρος της Δημοκρατίας – πόσο μάλλον όταν έχει χρηματίσει πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας. Το έχουμε ξαναδεί να συμβαίνει και η πορεία των πραγμάτων οδηγεί με βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι θα το ξαναδούμε, εφόσον το επιτρέπουμε να συμβαίνει, αντιπαλεύοντας τις κοινωνικές ομάδες που ορθώνουν το ανάστημά τους σε αυτές τις παραβιάσεις ή με τη σιωπή και την απάθεια στον αγώνα τους. Μην αμφιβάλλει κανείς ότι η κοινή γνώμη γίνεται πολύ εύκολα η γνώμη εκείνου που διαθέτει τα μέσα για να την χειραγωγεί και άρα απαιτείται μεγάλη προσπάθεια για να αντισταθεί κανείς ακόμα και συνειδησιακά.
Η κυβερνητική επίθεση στα Πανεπιστήμια δε συμβαίνει μόνο για την προφανή μπίζνα, την εξομοίωση δηλαδή των τίτλων που παρέχουν τα Κολλέγια – ΙΕΚ με τα πανεπιστημιακά πτυχία, με το μανδύα μιας αδιόρατης συνεργασίας με “κορυφαία” πανεπιστήμια του εξωτερικού. Και πρόκειται αναμφίβολα για μπίζνα που δεν φαίνεται να προκύπτει από κάποιο κενό που αφήνουν τα δημόσια πανεπιστήμια, ούτε καν σαν επιταγή του ιδιωτικού τομέα για εκσυγχρονισμό των προγραμμάτων σπουδών. Κάτι τέτοιο, αν ήταν αναγκαίο για να ακολουθήσουμε τις εξελίξεις, θα το “ρύθμιζε η αγορά από μόνη της” όπως ισχυρίζονται οι θιασώτες της αυτορρύθμισης καθώς τα ευέλικτα, σε αντίθεση με το δυσκίνητο δημόσιο πανεπιστήμιο, ιδιωτικά κολλέγια θα προσάρμοζαν τα δικά τους προγράμματα στις απαιτούμενες σύγχρονες ειδικότητες και οι απόφοιτοί τους θα είχαν ουσιαστικό πλεονέκτημα έναντι εκείνων του δημοσίου πανεπιστημίου. Αν πραγματικά υπήρχε τέτοια ακάλυπτη ανάγκη, το δημόσιο πανεπιστήμιο θα είχε εδώ και καιρό περάσει στο περιθώριο, δεδομένης και της συνεχούς υποχρηματοδότησής του, ενώ τα κολέγια θα βρίσκονταν στην αιχμή, προσφέροντας στους αποφοίτους τους περισσότερα εφόδια και ουσιαστικές δεξιότητες για να κυριαρχήσουν στην αγορά εργασίας. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει επιβεβαιώνοντας την κυβερνητική εμμονή: “Δουλίτσες να γίνονται”. Για να συνειδητοποιήσουμε άλλωστε το μέγεθος που μπορεί να φτάσει αυτή η μπίζνα πρέπει να συμπεριλάβουμε και παραμέτρους που ακόμα δεν έχουμε εξετάσει όπως την αγορά που θα δημιουργήσουν οι τράπεζες, με τα “φιλικά” ως προς τους όρους φοιτητικά δάνεια για αποπληρωμή διδάκτρων. Μην πέφτουμε στην πλάνη ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα απευθύνονται μόνο σε όσους έχουν να πληρώσουν. Αν και “μη κερδοσκοπικά”, θα απευθυνθούν και σε εκείνους που μπορούν να δανειστούν, που είναι περισσότεροι.
Και ενώ είναι δεδομένη η οικονομική συνδιαλλαγή πίσω από αυτή την πολιτική, η διασφάλιση μιας σιωπηρής κοινωνικής συναίνεσης μέσω της αποχαύνωσης ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας, θα επιτρέψει να επαναληφθούν οι τραγελαφικές καταστάσεις με παρόχους επιπέδου Αριστείας “Σκόιλ Ελικικού” που έχουμε δει στο παρελθόν. Αυτή όμως η σιωπή που επικρατεί σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, με τη μοναξιά των φοιτητών που κύριο λόγο εξεγείρονται ενάντια σε έναν απαράδεκτο νόμο, επιβεβαιώνει την κυριαρχία μιας εξουσίας που πλέον νομοθετεί ανενόχλητη, δίχως να λογοδοτεί για αυτό ούτε στο κοινοβούλιο – αυτό άλλωστε από καιρό το είχαν διαλύσει οι εφαρμοζόμενες κομματικές πειθαρχίες, ακόμα και τις εποχές που υπήρχε στο κοινοβούλιο περισσότερη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση της μειοψηφίας, αλλά και οι εμφανείς ομοιότητες ανάμεσα στα κόμματα που απαρτίζουν το αστικό πολιτικό φάσμα. Η κυβέρνηση πέτυχε να επικρατήσει πείθοντας ότι οι ιδεοληψίες της είναι οι μόνες ρεαλιστικές πολιτικές. Δίχως καμία τεκμηρίωση σε αυθαίρετες αποφάσεις, με τις στρατιές των ΜΜΕ να σιγοντάρουν αδιέξοδα αφηγήματα
Είναι αυτός ο αντιδιανοουμενισμός που χαρακτηρίζει κάθε ακροδεξιά ή νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση κι έχει καταδειχθεί πολύ πρόσφατα και στις ΗΠΑ. Μια κυβέρνηση που ρέπει προς την ακροδεξιά – όσο και αν προβάλλεται ως φιλελεύθερη – δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίσει ευμενώς χώρους ελεύθερης διακίνησης ιδεών. Πριν λίγες μέρες ο Άδωνης Γεωργιάδης έλεγε: «η βία της άκρας Αριστεράς είναι ένας από τους λόγους που η ανάγκη ίδρυσης μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων, είναι ακόμη πιο επιτακτική. Για να απαλλαγούμε από όλες αυτές τις νοοτροπίες. Με το νόμο αυτό κάπου τελειώνει το τελευταίο άπαρτο κάστρο της άκρας Αριστεράς, στην Ελλάδα. Δεν τους έχει μείνει άλλο». Καμία αναφορά στη Γνώση, στην αναβάθμιση του επιπέδου σπουδών ή στην αδυναμία κάλυψης των σύγχρονων αναγκών. Αντ’αυτού μια σταθερή ρητορική, όμοια με εκείνη των Τραμπικών στις Ηνωμένες Πολιτείες ώστε να μην εγκλωβιστούμε στις κορώνες τοπικών επαγγελματιών προβοκατόρων. Έχει ενδιαφέρον το μοτίβο.
Πολλά μέλη της κυβέρνησης Τραμπ ήταν στο ίδιο άρμα με “ακτιβιστές της ακροδεξιάς” όπως ο Ντέιβιντ Χόροβιτς, γνωστός από τη δεκαετία του ’80 για την κριτική του απέναντι στις μαρξιστικές ιδέες που αναπτύσσονται στα πανεπιστήμια. Το 2006 είχε εκδώσει το βιβλίο “The Professors: The 101 Most Dangerous Academics in America” όπου κατονόμαζε τους 101 πιο επικίνδυνους καθηγητές πανεπιστημίου στις ΗΠΑ. Αριστεροί ή και φιλελεύθεροι που εξέφραζαν κατά καιρούς την αντίθεσή τους στην πολιτική των ΗΠΑ, όπως την υποστήριξη των εγκλημάτων του Ισραήλ στην Παλαιστίνη. Τρία χρόνια μετά στο βιβλίο του “One-party Classroom: How Radical Professors at America’s Top Colleges Indoctrinate Students and Undermine Our Democracy” πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα κατονομάζοντας τα 150 πιο επικίνδυνα μαθήματα στην Αμερική. Θα είχε ενδιαφέρον να βρει κανείς εκεί τί πιστεύει ο Χόροβιτς για την Κοινωνιολογία και τα Λατινικά και φυσικά γίνεται ακόμα πιο τρομαχτικό αν δει κανείς την κεντρική άποψη που προτάσσει τόσο ο ίδιος όσο και οι συνοδοιπόροι του επικαλούμενοι απουσία της πολυφωνίας από τα πανεπιστήμια και φίμωσης της αντίθετης άποψης, όταν αυτή δεν είναι αριστερή.
Η σχέση μίσους της ακροδεξιάς με τη διανόηση δεν ήταν ποτέ κρυφή ενώ η νεολαία των πανεπιστημίων βρισκόταν συχνά αντιμέτωπη με τον αυταρχισμό μέσω κινημάτων διαμαρτυρίας και αμφισβήτησης άδικων ή απολυταρχικών στην ουσία τους πολιτικών. Από τη στάση τους στο κίνημα κατά του πολέμου στο Βιετνάμ τη δεκαετία του ’60 μέχρι και το Black Lives Matter στις μέρες μας, τα αμερικανικά πανεπιστήμια υπήρξαν ένα αγκάθι της επιδιωκόμενης ομαλότητας, εκ μέρους του κυρίαρχου κατεστημένου, αναφορικά με την κοινωνική αποδοχή για πολιτικές αποφάσεις των αμερικανικών κυβερνήσεων και του κοινωνικού αντίκτυπού τους. Η πανεπιστημιακή κοινότητα, προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές, καθηγητές, ερευνητές, συνεργάτες, διαθέτει θεωρητικά τις προϋποθέσεις ώστε να αναπτυχθεί ένας ελεύθερος διάλογος και να προκύπτουν παρεμβάσεις στην κοινωνία, με μια προϋπόθεση, την πολιτική και οικονομική αυτοτέλεια.
Ο καπιταλιστικός τρόπος ανάπτυξης είναι σε τελική ανάλυση εκείνος που επιβάλλει την επίθεση απέναντι σε ένα πανεπιστήμιο μόρφωσης και προσωπικής ανάπτυξης. Όλες οι μεταρρυθμίσεις των εκπαιδευτικών συστημάτων ανά τον κόσμο έχουν μία κοινή συνισταμένη, που αντιτίθεται ακριβώς σε εκείνες τις αρχές που έχουν δομηθεί οι σύγχρονες κοινωνίες, ή που ισχυρίζονται ότι το έχουν κάνει, τον Διαφωτισμό. Όχι γιατί προτάσσουν έναν Νέο Διαφωτισμό, που στην αναγκαιότητα της εποχής εξελίσσει τις αρχές του σύμφωνα με τις σύγχρονες ανάγκες. Απεναντίας αναιρούν τις θεμελιώδεις αρχές του εισάγοντας ανερυθρίαστα τη βιομηχανία της Παιδείας, πηγή κέρδους και εσόδων – τόσο ως μοντέλο μετακίνησης φοιτητών, όσο και ως από την κατά παραγγελία δημιουργία αποφοίτων. Και εκεί, δεν αποτελεί κύριο μέλημα τόσο η επιστημονική κατάρτιση αλλά η εμπόδιση της διαμόρφωσης της προσωπικότητας του νέου ως πολιτικού όντος.
Η παιδεία δεν θα μπορεί να είναι μια ανατρεπτική, απελευθερωτική διαδικασία αλλά αντιθέτως το άτομο που μετέχει σε αυτή θα λαμβάνει τεχνικές γνώσεις, σε ευθυγράμμιση με τις ανάγκες της αγοράς χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα να καλλιεργούνται άλλες συνιστώσες, απαραίτητες για τη συγκρότηση της προσωπικότητας ενός επιστήμονα όπως για παράδειγμα η κοινωνικοποίηση ή η καλλιτεχνική καλλιέργεια, αυτές σε τελική ανάλυση που συνιστούν αυτό που αποκαλούμε Μόρφωση.
Ένα πανεπιστήμιο που δεν θα συνδράμει στην καλλιέργεια του φοιτητή αλλά θα λειτουργεί ως εργοστάσιο χορήγησης πιστοποιήσεων, που θα στρέφεται προς ελκυστικές εξειδικεύσεις χωρίς απαραίτητα να εξασφαλίζει εργασία με βάση την παρεχόμενη πιστοποίηση. Ο κοινωνικός αντίκτυπος θα είναι σημαντικός καθώς με τη συνεχιζόμενη υποβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου, θέτοντας και αυτό στο ίδιο πλαίσιο, στην κούρσα δηλαδή της βιομηχανίας πτυχίων ώστε να επιβιώσει οικονομικά, τα δίδακτρα ή μέρος της χρηματοδότησης των σπουδών από τους φοιτητές ίσως να είναι το επόμενο βήμα. Με τον τρόπο αυτό η χειραγώγηση της κοινωνίας θα είναι ακόμα πιο άμεση, πέρα από τον προφανή έλεγχο των προγραμμάτων σπουδών και των κοινωνικών δραστηριοτήτων εντός των ιδρυμάτων αυτών αλλά και της μέγγενης του φοιτητικού δανεισμού, που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την ομηρία των νέων.
Ο καπιταλισμός θα προτιμούσε έναν Αϊνστάιν χωρίς καμία κοινωνική ευαισθησία, χωρίς καμία δεύτερη σκέψη για την χρήση του επιστημονικού του έργου για τη δημιουργία όπλων που θα αφάνιζαν χιλιάδες ανθρώπους. Έναν Χόκινς που θα διαφωνούσε με την συγκέντρωση της τεχνολογίας στα χέρια του κεφαλαίου. Το κυριότερο όμως, ανθρώπους δίχως κριτική σκέψη και συγκροτημένη προσωπικότητα που θα στέκονται κριτικά στην αυθαιρεσία και την προπαγάνδα. Για να εφαρμόζεται ευκολότερα αυτό που έγραφε ο Χίτλερ πριν από έναν αιώνα:
Η προπαγάνδα πρέπει να είναι λαϊκή και να προσαρμόζει το διανοητικό της επίπεδο στη δεκτική ικανότητα του λιγότερο διανοούμενου ανάμεσα σε εκείνους στους οποίους επιθυμεί να απευθυνθεί. Έτσι πρέπει να βυθίζει το νοητικό της επίπεδο κατ’αναλογία με το πλήθος της μάζας, την οποία στοχεύει να επηρεάσει. [..] Η δεκτική ικανότητα των μαζών είναι πολύ περιορισμένη, καθώς και η κατανόησή τους μικρή. Από την άλλη πλευρά, έχουν μεγάλη δύναμη να ξεχνούν. Αφού είναι έτσι, η αποτελεσματική προπαγάνδα είναι ανάγκη να περιορίζεται σε πολύ λίγα σημεία, τα οποία πρέπει να διατυπώνονται με τη μορφή συνθημάτων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου