24 Μαρτίου 2024

H κεφαλαιοποιητική σύνταξη στην Ελλάδα και τη Γερμανία - Των Σάββα Γ. Ρομπόλη και Βασίλειου Γ. Μπέτση



Των

Σάββα Γ. Ρομπόλη, Ομότ.Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου

Βασίλειου Γ. Μπέτση Δρ. Παντείου  Πανεπιστημίου

 

Αξιολογώντας την λειτουργία των πρώτων 26 μηνών του Ταμείου Επικουρικής  Κεφαλαιοποιητικής  Ασφάλισης (ΤΕΚΑ)  στην  Ελλάδα, διαπιστώνεται, σύμφωνα με τα στοιχεία του  συγκεκριμένου Ταμείου, ότι  έχουν ασφαλιστεί 350.000 εργαζόμενοι με μέση ηλικία 25 ετών.

Όμως,   αυτό  το  οποίο  είναι  πραγματικά  ανησυχητικό είναι το  χαμηλό  επίπεδο  των  κεφαλαίων που έχουν συσσωρευτεί στους ατομικούς λογαριασμούς των νέων ασφαλισμένων  τα οποία  είναι μόλις 112 εκατομ. ευρώ, δηλαδή μόλις  0,05% του ΑΕΠ όταν η αναλογιστική μελέτη του σχετικού με την κεφαλαιοποίηση της  επικουρικής  ασφάλισης  Ν. 4826/2021, προέβλεπε ότι στις αρχές του 2024 θα είχαν  συσσωρευτεί  κεφάλαια ύψους 0,11% του ΑΕΠ, δηλαδή  διπλάσια από αυτά που πραγματικά έχουν συσσωρευτεί. Αυτό συμβαίνει   επειδή οι 350.000 νέοι ασφαλισμένοι  με μέση ηλικία 25 ετών, έχουν μέσο μισθό 390 ευρώ.

Έτσι,  αναδεικνύεται  η  πρώτη  αρνητική  αξιολόγηση  του  επιχειρήματος  του  ΤΕΚΑ ότι  η  σύσταση  και η λειτουργία του  συγκεκριμένου  Ταμείου  θα  συνέβαλε, μεταξύ  άλλων,  στην  καταπολέμηση τόσο της υποασφαλισμένης, όσο και της μαύρης εργασίας. Αντίθετα  διαπιστώνεται  ότι,  γνωρίζοντας τον αριθμό των ασφαλισμένων, το ύψος (6%) της εισφοράς  και  το  ύψος (112  εκατομ. ευρώ) των  συσσωρευμένων   κεφαλαίων,   ο μέσος μηνιαίος  μισθός των νέων ασφαλισμένων στο ΤΕΚΑ  είναι μόλις 390 ευρώ (μεικτά)  και  αντιστοιχεί  στο  ήμισυ  του κατώτατου μισθού των 780 ευρώ (μεικτά)  στην  Ελλάδα.

Οι  εισοδηματικές  αυτές  συνθήκες  της  αγοράς  εργασίας  των  νέων  ασφαλισμένων  στο ΤΕΚΑ  συνδέονται, μεταξύ άλλων,  με το υψηλό επίπεδο της ανεργίας (10,4%) στην Ελλάδα  και ιδιαίτερα  των νέων (22,9%), την εκτεταμένη  ευελιξία  της  απασχόλησης  και  την  έλλειψη  του  εργατικού δυναμικού.  Επιπλέον  σοβαρούς   προβληματισμούς   προκαλούν οι ισχυρισμοί ότι  η  σύσταση  και η λειτουργία της  κεφαλαιοποιητικής  σύνταξης   θα   εξασφαλίσουν  υψηλότερες συντάξεις  από το υπάρχον διανεμητικό σύστημα στην χώρα μας. Κι’ αυτό   επειδή, σύμφωνα με τους  σχετικούς ισχυρισμούς, η χρηστή και η επαγγελματική διαχείριση των αποθεματικών  κεφαλαίων της  κεφαλαιοποιητικής  επικουρικής  ασφάλισης θα επιτύχουν  υψηλές επενδυτικές αποδόσεις  οι οποίες  θα επιφέρουν μηνιαίες  επικουρικές συντάξεις ύψους  από 326 μέχρι και 479 ευρώ (μεικτά)).

Όμως, το  ύψος αυτό  των  κεφαλαιοποιητικών  συντάξεων  προϋποθέτει    ότι  ο μέσος  μηνιαίος  μισθός  θα  είναι  1.000 ευρώ  και  οι ετήσιες πραγματικές αποδόσεις για 40 συνεχόμενα έτη θα είναι 4,5% και 6,5% (σε ονομαστικές τιμές 6,5% και 8,5% αντίστοιχα). Αντίθετα,  το Ageing Working Group το  οποίο  εκπονεί τις αναλογιστικές μελέτες για τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης των ευρωπαϊκών χωρών λαμβάνει υπόψη  ως μέση ετήσια μακροχρόνια πραγματική απόδοση 2% και αυτό επειδή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή  βασίζεται  στην αρχή  της συνετούς διαχείρισης των εισφορών των ασφαλισμένων (prudent person principle).

Έτσι  με αυτή την μέση μακροχρόνια απόδοση  των επενδύσεων  το  ύψος  των  μηνιαίων   συντάξεων  του ΤΕΚΑ δεν θα υπερβαίνει τα 185 ευρώ και αυτό λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ασφαλισμένος θα έχει 40 χρόνια που θα καταβάλλει εισφορές και μέσο  μηνιαίο  μισθό 1.000 ευρώ, όταν ο μέσος  μηνιαίος  μισθός των νέων είναι  390 ευρώ. Εάν λάβουμε υπόψη και τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης τότε η μέση επικουρική  κεφαλαιοποιητική  σύνταξη των νέων γενεών δεν θα υπερβαίνει  τα 130 ευρώ. Παράλληλα  υποστηρίζεται ότι ο κίνδυνος των αγορών δεν είναι τόσο υψηλός όσο παρουσιάζεται και αυτό λόγω του μακροπρόθεσμου χρονικού ορίζοντα της επένδυσης των αποταμιεύσεων.

Αυτή η άποψη παρουσιάζεται ως ένας «γνωστός κανόνας επενδύσεων». Όμως, αυτή η διαδεδομένη  άποψη με την οποία συμβουλεύονται οι επενδυτές δεν επιβεβαιώνεται  από  την επιστημονική βιβλιογραφία  η   οποία  θεωρεί   ότι είναι λανθασμένη (Essential of Investments 7th Edition, Bodie – Kane – Markus, pg 178). Η λανθασμένη αυτή θεώρηση  βασίζεται  στην άποψη ότι όσο ο χρονικός ορίζοντας αυξάνεται τόσο μειώνεται η πιθανότητα να υπάρξει απώλεια των αποταμιεύσεων του ασφαλισμένου. Το λάθος όμως είναι ότι δεν λαμβάνεται  υπόψη και το ύψος των αποταμιεύσεων του ασφαλισμένου. Η απόδειξη της λανθασμένης αυτής άποψης έρχεται από την θεωρία και τη  πρακτική της ασφάλισης χαρτοφυλακίου. Έτσι, εάν ένας ασφαλισμένος θελήσει να ασφαλιστεί από πιθανή απώλεια των αποταμιεύσεων του, τότε το κόστος της ασφάλισης είναι υψηλότερο όσο ο χρονικός ορίζοντας της επένδυσης είναι μεγαλύτερος.

Επιπλέον, η κεφαλαιοποιητική επικουρική σύνταξη του ΤΕΚΑ, δημιουργεί σημαντικές ανισότητες. Για παράδειγμα, εάν έχουμε δύο ασφαλισμένους που έχουν και οι δύο 40 έτη εργασίας και έχουν το ίδιο μέσο μηνιαίο  μισθό στον εργασιακό τους βίου ύψους 1.000 ευρώ  και  εάν  ο ένας είχε ξεκινήσει την εργασία του στα 22 έτη της  ηλικίας του και συνταξιοδοτηθεί στα 62 έτη και ο δεύτερος είχε ξεκινήσει στα 27 έτη της ηλικίας του  και συνταξιοδοτηθεί στα 67 έτη, τότε ο πρώτος θα λάβει  μηνιαία  σύνταξη 156 ευρώ, ενώ ο δεύτερος 185 ευρώ, παρά  το  γεγονός   ότι  θα έχουν εργασθεί  τα ίδια έτη και θα έχουν το ίδιο  μηνιαίο  μισθό. Κι’ αυτό  θα  συμβεί  επειδή  ο πρώτος θα έχει συνταξιοδοτηθεί στα 62, ενώ ο δεύτερος στα 67 έτη της  ηλικίας  του.

Από  την  άποψη  αυτή  είναι  ενδιαφέρον  να  σημειωθεί  ότι αντίστοιχες  ανισότητες και  μειωμένο επίπεδο συντάξεων της κεφαλαιοποιητικής σύνταξης προκύπτουν από πρόσφατη αξιολόγηση της 20-ετούς λειτουργίας της κεφαλαιοποιητικής σύνταξης Riester στην Γερμανία (Arnaud Lechevalier, Alternatives Economiques,11/3/2024). Πράγματι, το 2001 η Γερμανία, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού εισήγαγε στο δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης μια νομοθετική  παρέμβαση  αλλαγής παραδείγματος. Πιο  συγκεκριμένα, λόγω της μείωσης του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας προέβλεπε ότι οι εισφορές θα έπρεπε να αυξηθούν μέχρι το 2030 στο 26% και προκειμένου να διατηρήσει το ποσοστό στο 20% αποφάσισε να μειώσει τους συντελεστές αναπλήρωσης του αναδιανεμητικού συστήματος, θεσπίζοντας ταυτόχρονα ένα συμπληρωματικό πυλώνα προαιρετικής κεφαλαιοποιητικής σύνταξης με ποσοστό εισφοράς 4%.

Οι υποστηρικτές της   συγκεκριμένης  νομοθετικής  παρέμβασης στην  Γερμανία ισχυρίζονταν   ότι  οι μειώσεις  που θα είχαν στις συντάξεις τους οι συνταξιούχοι από το αναδιανεμητικό σύστημα θα αναπληρώνονταν από το συμπληρωματικό κεφαλαιοποιητικό πυλώνα προαιρετικής ασφάλισης.

Μάλιστα η  επιλογή  ασφάλισης στον προαιρετικό κεφαλαιοποιητικό πυλώνα  συνοδεύτηκε  από  το  κίνητρο  έκπτωσης  από το  φορολογητέο  εισόδημα  των   εισφορών  που καταβάλλονται από  τους  ασφαλισμένους. Τελικά, μετά από 20 έτη λειτουργίας της κεφαλαιοποιητικής σύνταξης Riester (ο υπουργός εργασίας που εισήγαγε την κεφαλαιοποιητική σύνταξη το 2001), μόνο  ένας  στους  τέσσερις εργαζόμενους έχει επιλέξει τη  συγκεκριμένη  σύνταξη Riester  παρά τις επιδοτήσεις ύψους 35 δις ευρώ  του γερμανικού δημοσίου.

Επιπλέον, μετά από  είκοσι  χρόνια λειτουργίας της  κεφαλαιοποιητικής  σύνταξης Riester στην Γερμανία, το ποσοστό φτώχειας των συνταξιούχων  άνω  των  65  ετών  αυξήθηκε  στο 16%,  παρά τις  υποσχέσεις των  υποστηρικτών  για υψηλότερες  συντάξεις, με  αποτέλεσμα  σήμερα  να  είναι υψηλότερο από τον αντίστοιχο  μέσο όρο της Ευρωπαϊκής  Ένωσης (14%) (Α. Lechevalier, 11/3/2024). Δηλαδή, επιχειρήματα που διατυπώθηκαν και δεν  επαληθεύτηκαν  και  στην  περίπτωση  νομοθέτησης  της  κεφαλαιοποιητικής  σύνταξης  στην  Χιλή  αλλά  και  πρόσφατα (2021)  στην  χώρα  μας. 

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου