Tο ζήτημα βελτίωσης του επιπέδου της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων αναδεικνύεται στην Ελλάδα και στα άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε.27 το σημαντικότερο και το σοβαρότερο της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής
Οι πρόσφατες ανακοινώσεις των προκαταρκτικών στοιχείων της Eurostat αναδεικνύουν, μεταξύ των άλλων, ότι ο μέσος πληθωρισμός στην Ευρωζώνη τον Σεπτέμβριο του 2022 διαμορφώθηκε στο 10,1% από 9,1% που ήταν τον Αύγουστο του 2022, με τον ενεργειακό πληθωρισμό να είναι 41%.
Αντίστοιχα στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία της Eurostat, ο πληθωρισμός τον Σεπτέμβριο αυξήθηκε στο 12,1% από 11,2% τον Αύγουστο του 2022, με τον ενεργειακό πληθωρισμό να είναι 53%. Έτσι, το επίπεδο του πληθωρισμού στην Ελλάδα παραμένει κατά 19,8% υψηλότερο απ’ αυτό της Ευρωζώνης. (βλ. Διάγραμμα).
Παράλληλα, ο μέσος πληθωρισμός στην Ελλάδα κατά το 9-μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2022 διαμορφώθηκε στο 9,7%. Με αυτό το επίπεδο του μέσου πληθωρισμού κατά το συγκεκριμένο 9-μηνο, για να διαμορφωθεί ο ετήσιος πληθωρισμός στο 8,8% (Προσχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού 2023), θα πρέπει κατά τους επόμενους τρείς μήνες ο μέσος πληθωρισμός να είναι της τάξης του 5,9%, γεγονός που θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο. Αναλυτικότερα ο μέσος πληθωρισμός το πρώτο τρίμηνο του 2022 ήταν στο 6,2%, το δεύτερο τρίμηνο αυξήθηκε στο 11,2% και στο τρίτο τρίμηνο στο 11,7%.
Στην προοπτική αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι στο σενάριο 1 όπου κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2022 οι τιμές χονδρικής που αυξήθηκαν στο 32% απορροφηθούν από τις τιμές λιανικής και ο μέσος πληθωρισμός του συγκεκριμένου τριμήνου (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2022) από 11,7% το τρίτο τρίμηνο θα αυξηθεί στο 12,2% συνεχίζοντας την αυξητική τάση, τότε ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός το 2022 θα διαμορφωθεί στο 10,3%%. Αντίστοιχα, στο σενάριο 2 όπου ο μέσος πληθωρισμός κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2022 θα αυξηθεί στο 13%, τότε ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός του 2022 θα διαμορφωθεί στο 10,5%.
Από την ανάλυση αυτών των στοιχείων αναδεικνύεται ότι ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός το 2022 στην χώρα μας δύσκολα θα διαμορφωθεί κάτω από το επίπεδο του 10%. Στις συνθήκες αυτές, οι πρόσφατες ανακοινώσεις κυβερνητικών στελεχών ότι οι συντάξεις θα αυξηθούν κατά 7% το 2023, σημαίνουν ότι ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ το 2022 θα είναι 5,3% (Προσχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού 2023), δεδομένου ότι, σύμφωνα με τον Ν.4670/2020, η αύξηση των συντάξεων ισούται με το άθροισμα του 50% της αύξησης του ΑΕΠ και του 50% της αύξησης του πληθωρισμού και δεν μπορεί να υπερβαίνει το ετήσιο ποσοστό του πληθωρισμού.
Έτσι, εάν στην περίπτωση που ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός το 2022 διαμορφωθεί στο 10,3% (σενάριο 1) και στο 10,5% (σενάριο 2) και το ΑΕΠ αυξηθεί κατά 5,3%, τότε η αύξηση των συντάξεων θα πρέπει να είναι 7,8% (σενάριο 1) και 7,9% (σενάριο 2). Σε αυτές τις περιπτώσεις η αύξηση των συντάξεων θα υστερεί του επιπέδου του πληθωρισμού κατά 2,5 (σενάριο 1) και κατά 2,6 (σενάριο 2) ποσοστιαίες μονάδες. Στις συνθήκες αυτές των πολεμικών συγκρούσεων της Ρωσίας στην Ουκρανία, της αυστηροποίησης – σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες (αύξηση των επιτοκίων) και της αναποτελεσματικής ενεργειακής πολιτικής των επιδοτήσεων, παρατηρείται, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, ότι πλήττεται σημαντικά το εισόδημα και η αγοραστική δύναμη, ιδιαίτερα, των μισθωτών και των συνταξιούχων.
Έτσι, το ζήτημα βελτίωσης του επιπέδου της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων αναδεικνύεται στην Ελλάδα και στα άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε.27 το σημαντικότερο και το σοβαρότερο της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Κι’ αυτό γιατί απομακρύνεται ανησυχητικά ο χρόνος επιστροφής στα ουδέτερα επίπεδα του πληθωρισμού της τάξης του 1%-2%, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για το βιοτικό επίπεδο και την κοινωνική συνοχή στην χώρα μας και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην προοπτική αυτή, η αγοραστική δύναμη των συνταξιούχων το 2023 θα υποστεί περαιτέρω επιδείνωση, δεδομένου ότι το 2023 εκτιμάται (Προσχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού 2023) ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα θα διαμορφωθεί στο 3% και κατά την εκτίμηση επενδυτικών οίκων θα διαμορφωθεί στο επίπεδο του 4%.
Έτσι, με βάση τον μαθηματικό τύπο της αναπροσαρμογής των συντάξεων στην χώρα μας, στις περιπτώσεις που η αύξηση του ΑΕΠ υπερβαίνει τον πληθωρισμό τότε η αναπροσαρμογή των συντάξεων θα είναι ίση με τον πληθωρισμό. Ενώ, στην αντίθετη περίπτωση, όπως συμβαίνει με το έτος (2022) που διανύουμε, όταν ο πληθωρισμός υπερβαίνει την αύξηση του ΑΕΠ, τότε η αγοραστική δύναμη των συνταξιούχων θα μειώνεται αφού η αύξηση των συντάξεων θα είναι μικρότερη από τον πληθωρισμό.
Ουσιαστικά, όταν το ΑΕΠ θα υπερβαίνει τον πληθωρισμό η αύξηση θα ισούται με τον πληθωρισμό, ενώ στην αντίθετη περίπτωση δεν θα συμβαίνει αυτό, με αποτέλεσμα οι συνταξιούχοι να υφίστανται την μείωση της αγοραστική τους δύναμης. Με άλλα λόγια, η λογική αυτή του μαθηματικού τύπου αναπροσαρμογής των συντάξεων εκφράζει σε πραγματικούς όρους την επικρατούσα περιοριστική οικονομική πολιτική, η οποία υλοποιείται στον άξονα του πληθωρισμού ενάντια στον πληθωρισμό με τίμημα, μεταξύ των άλλων, την ύφεση, την ανεργία, την ζήτηση και την επιδείνωση της αγοραστικής δύναμης του εισοδήματος των μισθωτών και των συνταξιούχων.
(*) Ο κ. Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι ομότιμος καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου και ο κ. Βασίλης Γ. Μπέτσης δρ Παντείου Πανεπιστημίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου