Ταϊβάν: Οι 18 ώρες που έκαναν πιο επικίνδυνο τον κόσμο - Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Μέσα στις μόλις 18 ώρες που κράτησε η πολύκροτη επίσκεψή της στην Ταϊβάν, η Νάνσι Πελόζι κατάφερε να ανοίξει το κουτί της Πανδώρας στο πιο επικίνδυνο σημείο του πλανήτη, το πιο πιθανό να γίνει επίκεντρο πολεμικής σύγκρουσης Αμερικής – Κίνας. Πέρα από τις βιτριολικές, φραστικές επιθέσεις της εναντίον της Κίνας, αυτή καθ’ εαυτήν η επιλογή της να επισκεφθεί τη νήσο των 23 εκατομμυρίων κατοίκων, που βρίσκεται σε απόσταση μόλις 100 μιλίων από τις κινεζικές ακτές και θεωρείται από το Πεκίνο αναπόσπαστο τμήμα της εθνικής επικράτειας, μεταφράστηκε ως ευθεία ενθάρρυνση των αποσχιστικών τάσεων.
Το πρώτο απτό αποτέλεσμα από την επίσκεψη της προέδρου της αμερικανικής Βουλής ήταν να τεθεί η Ταϊβάν σε καθεστώς στρατιωτικής περικύκλωσης. Την περασμένη Πέμπτη, λίγες ώρες μετά την αναχώρηση της Πελόζι, η Κίνα ξεκίνησε πρωτοφανούς έκτασης στρατιωτικά γυμνάσια γύρω από την Ταϊβάν, που ισοδυναμούν με πλήρη αεροπορικό και ναυτικό αποκλεισμό και συνοδεύονται από εκτοξεύσεις βαλλιστικών πυραύλων. Ουσιαστικά πρόκειται για γενική πρόβα πολέμου με στόχο την κατάληψη της νήσου, κάτι που προφανώς είχαν σχεδιάσει από καιρό τα στρατιωτικά επιτελεία του Πεκίνου. Η επίσκεψη της Πελόζι τους προσέφερε την ιδανική δικαιολογία για μια αποφασιστική επίδειξη ισχύος.
Τη διεθνή ανησυχία για τα μελλούμενα ενισχύουν οι νωπές μνήμες από την προηγούμενη μεγάλη κρίση στα Στενά της Ταϊβάν, που πυροδοτήθηκε από επίσκεψη του τότε προέδρου της Ταϊβάν, Λι Τενγκ Χούι, στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο Κορνέλ, το 1995. Θεωρώντας ότι πρόκειται για προάγγελο εγκατάλειψης της πολιτικής της «μιας Κίνας» και αναγνώρισης της Ταϊβάν ως ανεξάρτητου κράτους από τις ΗΠΑ, οι Κινέζοι απάντησαν με σειρά εκφοβιστικών ασκήσεων και εκτοξεύσεις πυραύλων επί σειρά μηνών. Η αλήθεια είναι ότι ο τότε Αμερικανός πρόεδρος Μπιλ Κλίντον δεν ήθελε να επισκεφθεί ο Λι τις ΗΠΑ για να μην ερεθίσει το Πεκίνο. Μάλιστα, ένα χρόνο νωρίτερα, τον είχε ταπεινώσει όταν το αεροπλάνο του έκανε στάση ανεφοδιασμού στη Χαβάη, αλλά οι ΗΠΑ αρνήθηκαν να του δώσουν βίζα. Ωστόσο η Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου τα αντικινεζικά αισθήματα ήταν ισχυρότατα, ψήφισε υπέρ της χορήγησης βίζας στον Λι για την επίσκεψή του στο Κορνέλ με 396 ψήφους υπέρ, καμία κατά και 38 αποχές. Υστερα από αυτό, ο Κλίντον έδωσε το πράσινο φως για την επίσκεψη, τα γυμνάσια της Κίνας δημιούργησαν πολεμική ατμόσφαιρα και η Αμερική έφτασε στο χείλος του πολέμου με την Κίνα, καθώς έστειλε δύο αεροπλανοφόρα στα Στενά.
Από μια άποψη, η Ιστορία μοιάζει να επαναλαμβάνεται, καθώς και αυτή τη φορά ήταν το Κογκρέσο και η πρόεδρός του (Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί σε Βουλή και Γερουσία στήριξαν την Πελόζι) που άναψαν τη φωτιά. Ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Τζέικ Σάλιβαν και όλο το επιτελείο του, όπως και το Πεντάγωνο, ήταν εναντίον της επίσκεψης. Ο ίδιος ο Μπάιντεν δήλωσε ότι «ο στρατός πιστεύει ότι δεν είναι καλή ιδέα αυτή τη στιγμή». «Εντελώς ανεύθυνη» χαρακτήρισε την επίσκεψη Πελόζι από τις στήλες των New York Times ο πρώην σύμβουλος της Χίλαρι Κλίντον, Τόμας Φρίντμαν. «Ενας μόνο σπινθήρας μπορεί να μετατρέψει αυτή την εύφλεκτη κατάσταση σε στρατιωτική σύγκρουση, και η επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι θα μπορούσε να είναι αυτός ο σπινθήρας», έγραψαν στην ίδια εφημερίδα δύο αναλυτές από το American Enterprise Institute και το German Marshall Fund, από τα πιο σοβαρά ινστιτούτα του αμερικανικού κατεστημένου. Κεντρικό στοιχείο στην επιχειρηματολογία τους ήταν ότι μια εξοργισμένη Κίνα μπορεί να στραφεί πιο αποφασιστικά στο πλευρό της Ρωσίας και να την εφοδιάσει με πολεμικό υλικό –κάτι που έχει αποφύγει να κάνει μέχρι τώρα– τη στιγμή που ο πόλεμος στην Ουκρανία βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή.
Τα κίνητρα
Επομένως, γιατί το έκανε η Πελόζι; Η εύκολη απάντηση είναι ότι ενόψει των εκλογών του φθινοπώρου για το Κογκρέσο, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί διαγωνίζονται στο ποιος θα εμφανιστεί πιο αποφασιστικός έναντι της Κίνας. Ωστόσο, οι αποφασιστικοί παράγοντες μάλλον είναι βαθύτεροι. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι ο Μπάιντεν ενοχλήθηκε από τη χρονική στιγμή της επίσκεψης, είναι ο ίδιος εκείνος που ύψωσε από την πρώτη στιγμή της προεδρίας του τη σημαία της αντικινεζικής σταυροφορίας, ρίχνοντας το σύνθημα «Δημοκρατία ή Απολυταρχισμός». Το διαβόητο σύμφωνο AUKUS, που εξόργισε και τους Γάλλους, έχει ως μοναδική αποστολή την αναχαίτιση της Κίνας στον Ινδοειρηνικό. Στην ορκωμοσία του Μπάιντεν παρέστη ο επιτετραμμένος της Ταϊβάν, κάτι που συνέβη για πρώτη φορά από το 1978. Τον Απρίλιο, οι ΗΠΑ χαλάρωσαν τους περιορισμούς σε επαφές Αμερικανών επισήμων με αξιωματούχους της Ταϊβάν που ίσχυαν επί δεκαετίες, ενώ μέλη του Κογκρέσου πιέζουν για ανακήρυξη της Ταϊβάν σε «μείζονα σύμμαχο εκτός ΝΑΤΟ», με τελικό στόχο την επίσημη αναγνώρισή της.
Οι Ευρωπαίοι και οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας δεν εννοούν να συστρατευθούν σε αντικινεζικό μέτωπο με την Αμερική, καθώς οι επιπτώσεις της ρήξης με τη δεύτερη οικονομία του πλανήτη θα ήταν ολέθριες.
Βάσει αυτών, το Πεκίνο δικαιολογημένα σκέφτεται ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν σταδιακά ροκανίζει την πολιτική της «μιας Κίνας» και ότι είναι υποχρεωμένο να χαράξει με σαφήνεια τις κόκκινες γραμμές του πάνω στην άμμο προτού είναι αργά. Πλάι στη στρατιωτική πίεση διαρκείας, όπου θα ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος ανάφλεξης έστω από ατύχημα, είναι βέβαιο ότι θα χρησιμοποιήσει το χαρτί των οικονομικών κυρώσεων, κάτι που θα μπορούσε να έχει παγκόσμιες επιπτώσεις. Αρκεί να σκεφτούμε ότι τα Στενά της Ταϊβάν είναι ένας από τους κυριότερους διαύλους της διεθνούς ναυσιπλοΐας και ότι στα χυτήρια της νήσου κατασκευάζεται το 60% των τσιπ που χρησιμοποιεί όλος ο κόσμος για οποιαδήποτε συσκευή εφοδιασμένη με ηλεκτρονικά, από καφετιέρες μέχρι αυτοκίνητα και αεροπλάνα.
Αν κάτι πέτυχε η Πελόζι ήταν να κάνει κομμάτια και θρύψαλα το αντικινεζικό μέτωπο που πασχίζει να χτίσει ο Μπάιντεν. Η Ε.Ε. πήρε αποστάσεις από τις ΗΠΑ, τονίζοντας ότι μένει πιστή στη «μια Κίνα» αφού, ύστερα από το βαρύ τίμημα που πλήρωσε για τη συστράτευσή της στο Ουκρανικό, δεν εννοεί να γυρίσει την πλάτη στις κινεζικές επενδύσεις. Ακόμη και ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, την ημέρα που η Πελόζι βρισκόταν στην Ταϊπέι, έπλεκε το εγκώμιο της Κίνας για την ουδετερότητά της στον πόλεμο. Οι χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας που μετέχουν στο ASEAN εξέφρασαν την ανησυχία τους και ο πρόεδρος της Νότιας Κορέας, Γιουν Σουκ Γιολ, αρνήθηκε να διακόψει τις διακοπές του για να συναντηθεί με την Πελόζι στη Σεούλ.
Μετά την κρίση του ’95-’96, οι αμερικανικές ελίτ στοχάστηκαν πόσο κοντά βρέθηκαν σε πόλεμο με την Κίνα και άλλαξαν γραμμή. Ο Κλίντον υποδέχτηκε τον Κινέζο ηγέτη Ζιανγκ Ζεμίν στη χώρα του το 1997 και, τρία χρόνια αργότερα, έδωσε το πράσινο φως για την ένταξη του ασιατικού γίγαντα στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Τότε η Κίνα δεν είχε κανένα αεροπλανοφόρο, σήμερα έχει τρία. Τότε το κινεζικό ΑΕΠ ήταν το ένα δέκατο του αμερικανικού, σήμερα είναι ισοδύναμο με τα τρία τέταρτα, ενώ η Κίνα μπορεί να τινάξει στον αέρα το δολάριο (με τεράστιο κόστος για την ίδια) καθώς κρατάει στα χέρια της ένα τρισ. αμερικανικού χρέους. Η απλή λογική λέει ότι για όλους αυτούς τους λόγους, μια σύγκρουση μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων θα έπρεπε να είναι αδιανόητη. Η αμείλικτη λογική της γεωπολιτικής, όμως, συχνά παρασύρει τις μεγάλες δυνάμεις στην τρελή της πορεία, σαν τους επιβάτες της κλινάμαξας που δεν ξυπνούν παρά τη στιγμή της σύγκρουσης.
*****
Η Ταϊβάν και εμείς - Του Δημήτρη Καλτσώνη, καθηγητή θεωρίας κράτους και δικαίου, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Οι τελευταίες εξελίξεις με αφορμή την επίσκεψη Πελόζι στην Ταϊβάν επιβεβαιώνουν ότι οι ΗΠΑ έχουν επιλέξει το δρόμο της αντιπαράθεσης. Η αμερικάνικη υπερδύναμη, βρισκόμενη στη δύση της, επιχειρεί δια της βίας (οικονομικής και στρατιωτικής) να κρατήσει τα κεκτημένα ή και να τα διευρύνει. Η Κίνα, από την άλλη, είναι η ανερχόμενη δύναμη. Σε λίγο θα είναι η πρώτη ισχυρότερη οικονομία στον πλανήτη ενώ μειώνει σταδιακά και το στρατιωτικό χάσμα ισχύος που τη χωρίζει από τις ΗΠΑ.
Είναι προφανές ότι η αντιπαράθεση για την Ταϊβάν είναι απλώς ένα μέρος της όλης σύγκρουσης, η οποία εκτείνεται από οικονομική άποψη σε όλο τον πλανήτη: από την Ασία και την Αφρική μέχρι τη Λατινική Αμερική και σε ένα βαθμό και την Ευρώπη, όπου η κινεζική οικονομική παρουσία έχει αυξηθεί και συνεχίζει να αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς. Χωρίς να παραγνωρίζεται η σημαντική οικονομική και γεωστρατηγική θέση και σημασία της Ταϊβάν, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η συγκεκριμένη διένεξη λειτουργεί σε ένα βαθμό προσχηματικά και σίγουρα ως θρυαλλίδα της γενικότερης σύγκρουσης.
Σύντομο ιστορικό
Για τη διευκρίνιση του ζητήματος έχουν σημασία μερικά βασικά ιστορικά δεδομένα. Το 1949, όταν επικράτησε η επανάσταση στην Κίνα, τα υπολείμματα του στρατού του εθνικιστικού Κουομιντάγκ μεταφέρθηκαν με τη βοήθεια των ΗΠΑ στην Ταϊβάν. Εκεί οι ακροδεξιοί εθνικιστές δεν ήταν διόλου ευπρόσδεκτοι από τους κατοίκους του νησιού καθώς το επαναστατικό κίνημα είχε αναπτυχθεί ραγδαία κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, όπως ακριβώς και στην ηπειρωτική Κίνα. Αυτό που ακολούθησε ήταν ένα λουτρό αίματος. Τα εθνικιστικά στρατεύματα κατέσφαξαν χιλιάδες κομμουνιστές, αντιιμπεριαλιστές, προοδευτικούς, δημοκράτες και άλλους αντιτιθέμενους στη δικτατορία του Κουομιντάγκ. Η δικτατορία του διάρκεσε μέχρι το 1987 όταν έδωσε τη θέση της σε μια μορφή ελεγχόμενου αστικού πολυκομματισμού.
Έτσι λοιπόν η Ταϊβάν, με τη στρατιωτική στήριξη των ΗΠΑ αποσχίστηκε από την υπόλοιπη Κίνα και αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος. Στο έδαφός της, πέρα από τα άλλα αμερικανικά οπλικά συστήματα, κατά καιρούς φιλοξενήθηκαν αμερικανικοί πυρηνικοί πύραυλοι οι οποίοι στόχευαν ευθέως τη ΛΔ Κίνας. Η Κίνα και η διεθνής κοινότητα δεν την αναγνώρισαν διπλωματικά ποτέ μέχρι σήμερα.
Πρέπει να σημειωθεί ότι στην Ταϊβάν σήμερα, εκτός από το τμήμα της άρχουσας τάξης που ιστορικά είναι συνδεδεμένο με τις ΗΠΑ, υφίσταται και ένα άλλο τμήμα το οποίο προσβλέπει στην ενίσχυση των δεσμών με την Κίνα και προοπτικά στην επανενσωμάτωση της Ταϊβάν στην υπόλοιπη Κίνα. Αυτό το ρεύμα έχει ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια καθώς η οικονομική ισχυροποίηση της Κίνας καθιστά προσοδοφόρα και ελκυστική αυτή την προοπτική.
Ιστορικά η de facto απόσχιση της Ταϊβάν είναι ουσιαστικά ένα κατάλοιπο της αποικιοκρατίας, προϊόν ιμπεριαλιστικής επέμβασης. Για τη σημερινή Κίνα βέβαια, η Ταϊβάν δεν είναι αποκλειστικά θέμα εθνικής ολοκλήρωσης. Στη χώρα δεν επικρατεί το σοσιαλιστικό σύστημα του 1950 αλλά ένας ιδιόμορφος γραφειοκρατικός, ισχυρός καπιταλισμός (βλ. Δ. Καλτσώνης, Το κράτος στην Κίνα (1949-2019), εκδ. Τόπος, 2019 και την εκεί παραπεμπόμενη βιβλιογραφία). Εκ των πραγμάτων η σύγχρονη Κίνα ενδιαφέρεται όχι μόνο για την Ταϊβάν αλλά για το συνολικό πλέγμα αντιθέσεων και συμφερόντων που τη χωρίζουν από τις ΗΠΑ.
Ποια διπλωματική θέση;
Σε κάθε περίπτωση η απόσχιση της Ταϊβάν αντιβαίνει τις θεμελιώδεις αρχές του Χάρτη του ΟΗΕ περί σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών. Αποτελεί παραβίαση παρόμοια με εκείνη του ψευδοκράτους στην κατεχόμενη Κύπρο, με την προσπάθεια ανακήρυξης του Κοσόβου ως ανεξάρτητου κράτους υπό τη σκέπη των νατοϊκών όπλων, ή με τη συνεχιζόμενη κατοχή της Παλαιστίνης.
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα η Ελλάδα δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να ακολουθήσει τις επικίνδυνες επιλογές των ΗΠΑ και των άλλων ΝΑΤΟϊκών συμμάχων για όξυνση των σχέσεων με την Κίνα. Η χώρα μας πρέπει να εργαστεί για την ειρήνη, να ταχθεί σθεναρά ενάντια στις αμερικανικές προκλήσεις στην Ταϊβάν, να διακηρύξει την προσήλωσή της στο διεθνές δίκαιο και στις αρχές του Χάρτη του ΟΗΕ. Αυτό σημαίνει στήριξη μιας πολιτικής ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών, άρα της ειρηνικής επίλυσης του ζητήματος της Ταϊβάν.
Σημαίνει επίσης, σε διπλωματικό επίπεδο, στήριξη της κινεζικής θέσης για μια Κίνα, την οποία στα λόγια τουλάχιστον αναγνωρίζουν όλες οι χώρες ακόμη και οι ΗΠΑ. Ως μικρή και ανίσχυρη χώρα έχουμε κάθε συμφέρον να επιμείνουμε στις αρχές του σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας όλων των κρατών, χωρίς βέβαια αυταπάτες για τις προθέσεις και το ρόλο της Κίνας.
Η υποστήριξη μιας τέτοιας πολιτικής είναι στην πραγματικότητα ασύμβατη με την παραμονή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, στον επιθετικό αυτό οργανισμό που συστηματικά παραβιάζει το διεθνές δίκαιο όπου γης. Αυτό είναι το ζητούμενο για τον ελληνικό λαό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου