Ο κύβος ερρίφθη και η κυβέρνηση διαμέσου του Υπουργείου Πολιτισμού προχωράει με σχέδιο νόμου που είναι ήδη έτοιμο στην αλλαγή του νομικού καθεστώτος πέντε μεγάλων μουσείων της χώρας στο όνομα της ευελιξίας, της αυτοχρηματοδότησης και προπάντων της αγοράς, αφού η λειτουργία της θα υπόκειται σε ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Αθήνας και το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο στην Αθήνα, το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη και το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου θα μετατραπούν σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου κατά το πρότυπο – πιλότος του Μουσείου Ακρόπολης.
Δηλαδή, όπως πριν από ένα χρόνο επεσήμανε ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων η κυβέρνηση:
- υπονομεύει τον δημόσιο χαρακτήρα των μουσείων και μετατρέπει τα δημόσια Μουσεία σε κυβερνητικά υποχείρια με διορισμένα από την εκάστοτε κυβέρνηση μέλη ΔΣ, κατά τη βούληση του εκάστοτε Υπουργού.
- ανοίγει τον δρόμο για την εφαρμογή ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων λειτουργίας, την ανάθεση λειτουργιών (φύλαξη, καθαριότητα, εκθεσιακή λειτουργία, προβολή, εκπαιδευτικά προγράμματα κ.ά.) σε ιδιώτες, αλλά και την αναζήτηση εσόδων με αύξηση εισιτηρίου και αντίτιμο σε λειτουργίες του Μουσείου που σήμερα παρέχονται δωρεάν (πχ ξεναγήσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα),
- αποδυναμώνει τον επιστημονικό και παιδευτικό ρόλο των Μουσείων και τη λειτουργία τους ως κέντρα παραγωγής επιστημονικού έργου,
- θέτει σε κίνδυνο την επαρκή χρηματοδότηση και στελέχωσή τους,
- καταργεί την αναγκαστική λογοδοσία, που ισχύει σήμερα μέσω των διατάξεων του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα και του δημόσιου λογιστικού,
- αποκόπτει τα Μουσεία από τον κορμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, αλλά και την Αρχαιολογική Υπηρεσία από τα πιο σημαντικά εργαλεία επικοινωνίας της με το κοινό,
- ανοίγει το δρόμο για την εξαγωγή των Συλλογών των πέντε μεγάλων
ελληνικών δημόσιων Μουσείων σε ιδιωτικά μουσεία του εξωτερικού για 50
χρόνια (!) σύμφωνα με τις απαράδεκτες διατάξεις που ψηφίστηκαν στο νόμο
4761/20,
Θέλουν να μετατρέψουν και τα μεγάλα δημόσια Μουσεία σε υποχείρια της εκάστοτε κυβέρνησης, με διορισμένα ΔΣ, με πιέσεις για “δανεισμούς” αρχαιοτήτων στο εξωτερικό, με πιέσεις για “εκδηλώσεις” και “γκαλά” που θα επιβάλλονται από τους ισχυρούς προστάτες της εκάστοτε κυβέρνησης στο όνομα των “ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων”.
Όλα τα παραπάνω, τα οποία επί σειρά ετών διατυπώνουν οι αρχαιολόγοι, είναι η συνόψιση μιας παραδοχής: η νομική διάσταση του θέματος είναι το μέσο με το οποίο αναδεικνύεται το ιδεολογικό και πολιτικό ζήτημα αυτής της εξέλιξης. Η ενιαία προστασία της Πολιτιστικής Κληρονομίας, έτσι όπως τη γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, υπήρξε διαχειριστική επιλογή σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές και υπό την πίεση άλλων συσχετισμών δύναμης στο κίνημα και όχι αδιαπραγμάτευτη αρχή για το αστικό σύστημα. Η μόνη και απαράβατη αρχή είναι εκείνη της εξασφάλισης του κέρδους και της λειτουργίας της «αγοράς». Αποτέλεσμα αυτής της «αρχής» είναι ότι και τα μουσεία συνιστούν εν δυνάμει οικονομικά «φιλέτα» και ως τέτοια πρέπει να αξιοποιηθούν.
Ηρθε, επομένως, η ώρα και η Πολιτιστική Κληρονομιά να προσδεθεί στο αγοραίο άρμα της εμπορευματοποίησης, αποσπώντας τα Μουσεία από τον οργανικό κορμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.
Είναι σκόπιμο να θυμίσουμε ότι αυτοί οι σχεδιασμοί δεν είναι καινούργιοι. Παραπάνω από μία 20ετία το αστικό πολιτικό σύστημα, είτε με κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ, είτε με κυβέρνηση τη ΝΔ, επιχειρεί να παραδώσει τα Μουσεία στη αγορά, συναντώντας τη σθεναρή αντίσταση της προοδευτικής επιστημονικής κοινότητας. Μια αντίσταση που παραμένει ζώσα και ισχυρή.
Η θεσμική αρχή έγινε με τον Οργανισμό του υπουργείου Πολιτισμού (επί υπουργίας Βενιζέλου στις αρχές της δεκαετίας του 2000) όταν το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, μετατράπηκε σε «ειδική περιφερειακή μονάδα» του υπουργείου Πολιτισμού μαζί με μερικά ακόμη μεγάλα κρατικά μουσεία. Στόχος ήταν εξαρχής, όπως διαπιστώνεται σήμερα, η αυτονόμηση των μεγάλων κρατικών μουσείων από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Ακολούθησε το 2005 η ΝΔ, με υπουργό Πολιτισμού τον Πέτρο Τατούλη, όπου σε νομοσχέδιο για τον Οργανισμό του Υπουργείου Πολιτισμού προβλεπόταν η μετατροπή σε ΝΠΔΔ 10 μουσείων (!) με πλήρη διοικητική, δημοσιονομική και λειτουργική αυτοτέλεια. Συγκεκριμένα επρόκειτο για τα: Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο , Μουσείο Ακροπόλεως, Βυζαντινό και Χριστιανικό, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, Μουσείο Ασιατικής Τέχνης, Νομισματικό Μουσείο , Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας – Μουσείο Ιστορίας Ολυμπιακών Αγώνων και Μουσείο Δελφών.
Αυτός ο σχεδιασμός δεν υλοποιήθηκε καθώς συνάντησε την αντίδραση των εργαζομένων του Υπουργείου Πολιτισμού, αλλά στο μεταξύ υλοποιήθηκε το Νέο Μουσείο Ακρόπολης, ως πιλότος και ναυαρχίδα αυτής της αντίληψης για τα Μουσεία.
Ηδη από το 2007 το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (ICOM), στο πλαίσιο των εργασιών της 21ης Γενικής Συνόδου στη Βιέννη τόνιζε ότι «ο ρόλος των μουσείων μέσα στην κοινωνία αλλάζει πλήρως και γρήγορα» και είναι όλο και περισσότερο εκτεθειμένος στα αριθμητικά και οικονομικά κριτήρια». Και συνέχιζε «Τα μουσεία αντιμετωπίζουν τα αντικείμενα των συλλογών τους όχι για τη νομισματική αξία τους, αλλά για να τα εξηγήσουν και να τα χρησιμοποιήσουν για να αυξήσουν τη γνώση για τα ανθρώπινα και πολιτιστικά επιτεύγματα των προηγούμενων γενιών (“κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας”) και για να τα καταστήσουν προσιτά στο κοινό. Η ποσοτικοποίηση της εργασίας και της “παραγωγής” των μουσείων και η εστίαση μόνο στα αριθμητικά κριτήρια είναι παραπλανητικές. Η ποσότητα δεν είναι απαραιτήτως καλή, η επέκταση είναι όχι πάντα σοφή».
Μετά από 17 χρόνια η κυβέρνηση θεωρεί ότι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να καταφέρει ένα τεράστιο πλήγμα στην προστασία των αρχαιοτήτων και τη λειτουργία των Μουσείων με ό,τι αυτό σημαίνει και για μελλοντικούς σχεδιασμούς εμπλοκής του κεφαλαίου στη διαχείριση της Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Και αυτό παρά τις επίμονες αντιδράσεις της ελληνικής και διεθνούς επιστημονικής κοινότητας, αλλά και νομικών.
Πριν από ένα χρόνο ακριβώς 487 Έλληνες και ξένοι επιστήμονες εγνωσμένου κύρους από κορυφαία ιδρύματα 25 χωρών του κόσμου που διαθέτουν μεγάλη εμπειρία και βαθιά γνώση της αρχαιολογικής και μουσειακής πραγματικότητας στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έχουν συνεργαστεί με πλήθος Μουσείων διεθνώς ζήτησαν με επιστολή τους προς τον Πρωθυπουργό να μην επιτρέψει την αποκοπή των μεγάλων Μουσείων από την Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Ανέφεραν μεταξύ άλλων: «Γνωρίζουμε ότι οι συλλογές των
μουσείων αυτών αναδεικνύουν την ιστορία όλων των γεωγραφικών περιοχών
του ελληνικού κράτους, αλλά και το συνολικό εύρος του ελληνικού
πολιτισμού, ακόμη και πέραν της ελληνικής επικράτειας, όπως συμβαίνει με
τις περιπτώσεις του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και του Βυζαντινού
και Χριστιανικού Μουσείου. Έχουμε παρακολουθήσει το εντυπωσιακό τους
έργο μέσα από πλήθος εκθέσεων, επιστημονικών καταλόγων και άλλων
εκδόσεων, εκπαιδευτικών και πολιτιστικών δράσεων, και, βεβαίως, μέσα από
τις προσεγμένες επανεκθέσεις των μόνιμων συλλογών τους και τις διεθνείς
βραβεύσεις των τελευταίων δεκαετιών. Αναγνωρίζουμε, επίσης, ότι τόσο η
διάσωση του ελληνικού αρχαιολογικού πλούτου σε μια εποχή διάλυσης πολλών
μουσειακών συλλογών παγκοσμίως όσο και η διάδοση της αρχαιολογικής
έρευνας χρωστούν πολλά στους κρατικούς αυτούς οργανισμούς και, βεβαίως,
στην τρέχουσα ελληνική νομοθεσία υπό την οποία λειτουργούν.
Η
εξαγγελθείσα αλλαγή του νομικού καθεστώτος των πέντε μουσείων μάς
προκαλεί βαθύ προβληματισμό. Ως αρχαιολόγοι, ιστορικοί, μουσειολόγοι,
ιστορικοί της τέχνης, ως ακαδημαϊκοί, πανεπιστημιακοί καθηγητές και
ερευνητές της αρχαιότητας, έχουμε βάσιμους λόγους ανησυχίας πως με την
επικείμενη μετατροπή θα τεθεί σε δεύτερη μοίρα ο πρωταρχικός προορισμός
των μουσείων ως χώρων διαφύλαξης των συλλογών για τις επόμενες γενιές,
τεκμηρίωσης του παρελθόντος, έρευνας, προαγωγής της επιστήμης και
διάχυσης της γνώσης. Θεωρούμε ότι θα δοθεί μονομερής έμφαση στις
παρεχόμενες υπηρεσίες εμπορικού χαρακτήρα στα μουσεία, π.χ. πωλητήρια,
καφέ, εστιατόρια, ενοικιάσεις εκθεσιακών χώρων, κλπ., υπηρεσίες
σημαντικές μεν, ωστόσο δευτερεύουσες. Ο στόχος των Μουσείων πρέπει να
είναι υψηλότερος εκείνου της οικονομικής κερδοφορίας: οφείλει να είναι η
παιδεία των πολιτών».
Η Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Μαρία Καραμανώφ, σε δημόσια συζήτηση για τα ελληνικά αρχαιολογικά μουσείο που διοργάνωσε ο ΣΕΑ έλεγε σχετικά:
«Βρίσκεται λοιπόν προ των πυλών μια θεμελιώδης μεταβολή στο νομικό καθεστώς των κορυφαίων αρχαιολογικών Μουσείων της χώρας με τη μετατροπή τους σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Πρόκειται για μία ρήξη, στην κυριολεξία της λέξης, ακριβώς γιατί διασπάται η δομική και λειτουργική ενότητα του Υπουργείου Πολιτισμού ως ενιαίου συστήματος διοίκησης και διαχείρισης της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, κεντρικό συστατικό στοιχείο της οποίας είναι από καταβολής ελληνικού κράτους τα αρχαιολογικά Μουσεία. Και για να μιλήσουμε με όρους διοικητικής επιστήμης, προκειμένου να επιτελέσει το έργο της η Αρχαιολογική Υπηρεσία απαιτείται άμεση, συνεχής και απρόσκοπτη ροή πληροφορίας μεταξύ των οργανικών μονάδων της. Τι είδους πληροφορίας; Πρώτα απ’ όλα πληροφορίας επιστημονικής, που αποκτάται επί του πεδίου και διαχέεται σε όλες τις υπηρεσίες για να αποτελέσει το επιστημονικό έρεισμα των αποφάσεών τους. Γιατί επιτρέπεται κάτι, γιατί απαγορεύεται κάτι άλλο, με ποιους όρους θα πραγματοποιηθεί ό,τι επιτρέπεται.
Δεύτερον, πληροφορίας διοικητικής, η οποία εκφράζεται με εισηγήσεις, αντιρρήσεις, εκθέσεις, γνωμοδοτήσεις, αποφάσεις όχι απαραίτητα εκτελεστές, που προετοιμάζουν όμως την έκδοση της εκτελεστής διοικητικής πράξης και εγγυώνται την ορθότητά της. Και φυσικά, δεδομένου ότι οι αρμοδιότητες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας δεν ασκούνται επί χάρτου, απαιτείται ιδίως ροή των υλικών αντικειμένων στα οποία αφορά η ανωτέρω πληροφορία. Απαιτείται απρόσκοπτη και χωρίς γραφειοκρατικές διατυπώσεις πρόσβαση στα αντικείμενα που φυλάσσονται στα Μουσεία και αποφασιστική αρμοδιότητα για την τύχη τους. Αν η αρμοδιότητα αυτή ανατεθεί σε άλλο νομικό πρόσωπο, ο αναγκαίος συντονισμός μεταξύ Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και Μουσείου είτε δεν θα υπάρχει καθόλου, πράγμα αδιανόητο, είτε θα χρειαστεί να προβλεφθούν τόσοι νέοι κόμβοι αποφάσεων (λ.χ. προηγούμενες άδειες, συναρμοδιότητες, εγκρίσεις κ.λπ.) ώστε μόνον ευελιξία δεν θα προκύψει. Για να πούμε ένα απλό παράδειγμα, αν π.χ. προκύψει διαφωνία για τη μεταχείριση ενός αντικειμένου ή μιας συλλογής, ποιος θα έχει τον τελευταίο λόγο; Η αρμόδια επαγγελματική Διοίκηση, δηλαδή η Αρχαιολογική Υπηρεσία, ή το Διοικητικό Συμβούλιο του Μουσείου στο οποίο θα ανήκει πλέον η αποφασιστική αρμοδιότητα για τη διοίκηση και διαχείριση των αντικειμένων αυτών; Είναι προφανές ότι η ασφαλής, επιστημονική και αποτελεσματική διαχείριση της αρχαιολογικής κληρονομίας σύμφωνα με τον προορισμό της απαιτεί ενιαία πολιτική, η οποία σχεδιάζεται με συνολικά κριτήρια, συνεκτιμά και εναρμονίζει ανάγκες και ιδιαιτερότητες, ιεραρχεί προτεραιότητες και κατανέμει ανάλογα τους πόρους και το ανθρώπινο δυναμικό».
Στο μεταξύ οι εργαζόμενοι των αρχαιολογικών μουσείων της χώρας, πριν ένα χρόνο, με δημόσιες επιστολές τους, εξέφραζαν τη αντίδρασή τους, τεκμηριώνοντας το ρόλο, της λειτουργία, αλλά και τις δράσεις των μουσείων.
Οι εργαζόμενοι του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου έγραφαν: «Παράλληλα,
οι δεκάδες περιοδικές εκθέσεις μεγάλης επισκεψιμότητας και ευρέος
θεματικού φάσματος (από τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο και την Κίνα των Tang μέχρι τον Warhol και τον Dali),
οι δωρεάν παρεχόμενες εκπαιδευτικές δράσεις για κάθε πληθυσμιακή
κατηγορία, οι εκδόσεις και τα ερευνητικά προγράμματα, η πληθώρα
επιστημονικών εκδηλώσεων και εξωστρεφών δράσεων, οι διακρατικές
συνεργασίες και τα ευρωπαϊκά προγράμματα, οι καινοτόμες δράσεις σε κάθε
τομέα της σύγχρονης μουσειολογικής συζήτησης, καθιστούν το Βυζαντινό και
Χριστιανικό Μουσείο ένα υπόδειγμα και πρότυπο λειτουργίας για την
Ελλάδα και το εξωτερικό.
Το Βυζαντινό και Χριστιανικό
Μουσείο, βραβευμένο και από την Ελληνική Πολιτεία με το “Βραβείο
Ποιότητας και Αποδοτικότητας για τις Δημόσιες Υπηρεσίες”, επιτελεί στο
ακέραιο, με την πολυσχιδή δράση του και τη συμβολή του προσωπικού του
όλων των κλάδων και ειδικοτήτων, τον επιστημονικό, εκπαιδευτικό,
πολιτιστικό και κοινωνικό του ρόλο».
Ενώ ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων απαντώντας στο αφήγημα περί «αυτοχρηματοδοτούμενου πολιτισμού» τόνιζε ότι «Ακόμη και εάν δεχθούμε ότι τα μουσεία είναι θεμιτό να είναι αυτοχρηματοδοτούμενα, αυτός ο σκοπός δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Μία τέτοια απαίτηση, όπως δείχνει η διεθνής εμπειρία, είναι απόλυτα αβάσιμη. Κανένα μεγάλο μουσείο στο εξωτερικό δεν βγάζει τα έξοδά του, όλα τα μουσεία χρειάζονται επιπλέον χρηματοδότηση, όποιος ισχυρίζεται το αντίθετο παραπληροφορεί συνειδητά τη κοινή γνώμη.
»Περισσότερο αβάσιμη, όμως, την καθιστά η ίδια η ελληνική εμπειρία με μουσεία Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου, τα οποία αντιμετωπίζουν συστηματικά λειτουργικά προβλήματα (βλ. την Εθνική Πινακοθήκη και το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης). Είναι η εμπειρία του Μουσείου Μπενάκη και του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, δύο ιδιωτικών –και επιχορηγούμενων από το Κράτος– οργανισμών που αναγκάστηκαν το μεν πρώτο να περιορίσει τις μισθολογικές και άλλες δαπάνες και το δε δεύτερο να αναστείλει τη λειτουργία του απολύοντας τους εργαζομένους του, για να συγχωνευθεί εν τέλει με το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Είναι ακόμη και αυτού του Μουσείου Ακρόπολης, το οποίο μετά από τόσα χρόνια λειτουργίας και συρροής επισκεπτών δεν μπόρεσε να γίνει αυτοχρηματοδοτούμενο, ακόμη και αν αυτός ο στόχος τέθηκε με την ίδρυσή του και παρά τα άπειρα πλεονεκτήματα που αυτό το μουσείο έχει έναντι των υπολοίπων, πλεονεκτήματα για τα οποία δεν έχει γίνει ποτέ κάποια δημόσια συζήτηση.
»Τα Αρχαιολογικά Μουσεία της χώρας έχουν έως σήμερα μια υγιή και απόλυτα βιώσιμη πορεία. Ο πολιτισμός, όπως και η ποιοτική εκπαίδευση, απαιτούν χρηματοδότηση και συνεχή επιδότηση. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση απλά σημαίνει παραίτηση της Πολιτείας από τη συνταγματική της υποχρέωση έναντι των πολιτιστικών αγαθών και αποκαλύπτει την πρόθεσή της να μετατρέψει τον Πολιτισμό σε χώρο οικονομικής δραστηριότητας τρίτων που θα επιχειρήσουν να κεφαλαιοποιήσουν το πολιτισμικό απόθεμα. Εάν εφαρμοστεί το προτεινόμενο μοντέλο, σε λίγα χρόνια θα ακούσουμε τα πρώτα σκάνδαλα. Το colpo grosso με την πολιτιστική κληρονομιά θα έχει ξεκινήσει»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου