Όπως τονίζεται στην απόφαση των χιλιάδων σελίδων, στην Χρυσή Αυγή τα θύματα της επιλέγονταν ανάμεσα σε κατηγορίες ανθρώπων που είχαν χαρακτηριστεί ως «εχθροί», είτε ήταν πρόσφυγες και μετανάστες, είτε ήταν πολιτικοί αντίπαλοι. Η στοχοποίηση των ατόμων αυτών, εκφράζεται μέσω της ρητορικής μίσους και της διαδικασίας «απανθρωποποίησης» των εχθρών. Στη συνέχεια, το σχέδιο εξόντωσης των «εχθρών» υλοποιούταν μέσω των επιθέσεων των ταγμάτων εφόδου, τα οποία εφόσον ουσιαστικά υλοποιούσαν την πολιτική της Χρυσής Αυγής, επιβραβεύονταν και επικροτούνταν.

Στοχευμένη και οργανωμένη η δολοφονία του Π. Φύσσα

Το δικαστήριο κάνει εκτενή αναφορά σε κάθε υπόθεση ξεχωριστά, ξεκινώντας με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, για την οποία συμπεραίνεται ξεκάθαρα ότι το σχέδιο επίθεσης σε βάρος του ήταν στοχευμένο και οργανωμένο. Μάλιστα, η αναφορά συνδέει άμεσα τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα με τον αρχηγό της Χρυσής Αυγής, Νίκο Μιχαλολιάκο, καθώς όπως αναφέρεται, καμία από τις εγκληματικές ενέργειες δεν θα μπορούσε να γίνει κόντρα στη θέληση της ηγεσίας της οργάνωσης και χωρίς τη γνώση της.

Μάλιστα, σχετικά με τον Γ. Ρουπακιά, οι δικαστικοί λειτουργοί επισημαίνουν: “Ο εν λόγω δράστης δεν είχε οποιαδήποτε προσωπική σχέση, αντιπαλότητα, αντιδικία η αντιπαράθεση με το θύμα αλλά η εγκληματική του ενέργεια αποτέλεσε εκτέλεση συγκεκριμένου σχεδίου και εντολής. Ειδικότερα από τις νόμιμες καταγεγραμμένες συνομιλίες των μελών της Χρυσής Αυγής από την ΕΥΠ προκύπτει ότι ο Παύλος Φύσσας ήταν στόχος της Χρυσής Αυγής στην περιοχή του Πειραιά”.

Στην απόφαση γίνεται εκτενής αναφορά στην ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας – νεκροτομής του Παύλου Φύσσα αναφέροντας ότι τα τραύματα του “αποδεικνύουν ότι το θύμα δέχτηκε επίθεση και χτυπήματα από τα μέλη της Χρυσής Αυγής, πριν το θανάσιμο τραυματισμό του. Χαρακτηριστικές και ενδεικτικές για την κατάσταση που επικρατούσε στο σημείο, όπου έλαβε χώρα το τραγικό περιστατικό, είναι οι σχετικές διαβιβάσεις από και προς την ομάδα Δίας, την άμεση δράση και την ασφάλεια Πειραιά από τις 10:30 το βράδυ της 17ης έως τις 00:30 το πρωί της 18ης Σεπτεμβρίου 2013”.

Στόχος ήταν ο αιφνιδιασμός του Φύσσα από τον Ρουπακιά

Σύμφωνα με το δικαστήριο, ο Παύλος Φύσσας δεν πρόλαβε να αντιδράσει απέναντι στον Ρουπακιά, ο οποίος ενεργώντας βάση σχεδίου κινήθηκε πράγματι κυκλωτικά, σε σχέση με τους υπόλοιπους επιτιθέμενους Χρυσαυγίτες που με τα αλλεπάλληλα κύματα επιθέσεων σε βάρος του Παύλου Φύσσα, ανέμεναν το Ρουπακιά να έρθει από διαφορετική κατεύθυνση και να αιφνιδιάσει τον Παύλο Φύσσα όπως και έγινε.

Στην απόφαση γίνεται επίκληση των καταθέσεων των μαρτύρων καταλήγοντας ότι ο Ρουπακιάς δεν έδρασε μόνος του και αυτοβούλως, ενώ “η ανθρωποκτονία του Παύλου Φύσσα ήταν αποτέλεσμα της οργανωμένης κινητοποίησης της ασφάλειας της τοπικής οργάνωσης Νίκαιας της Χρυσής Αυγής, το δε κίνητρο ήταν πολιτικό-ιδεολογικό”.

Ο κατηγορούμενος Γεώργιος Ρουπακιάς – κατά τους δικαστές- “δεν ήταν ένας απλός ψηφοφόρος της Χρυσής Αυγής ούτε ένας τυχαίος περαστικός από τα γραφεία, όπως ισχυρίστηκε σε δηλώσεις του ο γενικός γραμματέας Νικόλαος Μιχαλολιάκος”, αλλά μέλος της τοπικής Νίκαιας ήδη από τον Ιούλιο του 2012 και μάλιστα μέλος του πενταμελούς της τοπικής Νικαίας της Χρυσής Αυγής και συγκεκριμένα ήταν ταμίας.

Πώς δημιούργησαν οι 15 τις «ευνοϊκές συνθήκες δολοφονίας»

Για τους υπόλοιπους 15 συγκατηγορούμενους του Γ. Ρουπακιά, που καταδικάστηκαν για συνεργεία στην ανθρωποκτονία του Π. Φύσσα, το δικαστήριο έκρινε ότι “δημιούργησαν ευνοϊκές συνθήκες” για την τέλεση του κακουργήματος. Συγκεκριμένα, ο στόχος ήταν η δημιουργία ενός κλίματος γενικότερης σύγχυσης και οχλαγωγίας, έντασης και εκφοβισμού του ευρισκομένου στο σημείο Παύλου Φύσσα καθώς και της ολιγομελούς παρέας του, στην οποία συμμετείχαν και δύο νεαρές γυναίκες, οι οποίες και οποίοι προπηλακίστηκαν με ύβρεις και ξυλοδαρμό από μέλη του τάγματος εφόδου, με στόχο να προετοιμαστεί το έδαφος για την μοιραία παρέμβαση του Ρουπακιά. Ο τελευταίος παρεμβαίνει όταν ο Παύλος Φύσσας είναι εγκλωβισμένος και ευάλωτος. Αντίθετα, ο δολοφόνος του ενδυναμώνεται και ενθαρρύνεται ψυχικά, ενώ αποκτά την αίσθηση της αριθμητικής υπεροχής, της δύναμης και της ασφάλειας. Τότε, χτυπά τον Παύλο Φύσσα αιφνιδιαστικά και απρόκλητα, επανειλημμένως στο αριστερό ημιθωράκιο, πράξη που αποτέλεσε τη μόνη και αποκλειστική αιτία θανάτου του.

Ναζιστική ιδεολογία

Στην απόφαση γίνεται εκτενής αναφορά στη δράση της Χρυσής Αυγής από την ίδρυση της το 1980, κάνοντας λόγω για “ολιγάριθμη ομάδα εθνικοσοσιαλιστικής επιμόρφωσης με επικεφαλής τον Νικόλαο Μιχαλολιάκο η οποία στη συνέχεια μετεξελίχθηκε σε πολιτικό σχηματισμό κατά τα πρότυπα του γερμανικού εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος με την επωνυμία «Λαϊκός Σύνδεσμος Χρυσή Αυγή».”.

Το δικαστήριο επισημαίνει ότι «η ναζιστική αυτή ιδεολογία δεν άλλαξε από το 1992, ούτε υποστηρικτές αυτής απομακρύνθηκαν, όπως αβάσιμα οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται», επικαλούμενο δηλώσεις, έγγραφα, φωτογραφίες, βίντεο, ναζιστικά σύμβολα, ναζιστικό χαιρετισμό, ομιλίες εντός των γραφείων αλλά και δημόσια όπως ενδεικτικά απόσπασμα δημοσιεύματα στην εφημερίδα Χρυσή Αυγή του 2006 δηλώσεις του Νικ. Μιχαλολιάκου ομιλίες του και άλλα.

Μάλιστα, τονίζεται ότι την ναζιστική ιδεολογία τους ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής την καθιστούσαν εμφανή πλην άλλων και με δερματοστιξία, όπως ο ναζιστικός αετός του Ιωάννη λαγού, η σβάστικα του Ηλία Κασιδιάρη, το «Sieg Heil» του Παναγιώτη Ηλιόπουλου, όπως και με άλλους τρόπους μεταξύ των οποίων και η εκπαίδευση ενηλίκων με το «Χάιλ Χίτλερ».

Μίσος και απροκάλυπτη βία – Στρατιωτικού τύπου δράση «εξ ονόματος και για λογαριασμό του κόμματος»

Οι δικαστές αναφέρουν στο σκεπτικό τους και την επιθετική δημόσια ρητορική που είχαν οι χρυσαυγιτες καταδικασθέντες, υποστηρίζοντας ότι ήταν «γεμάτη μίσος και απροκάλυπτη βία», με αποτέλεσμα να διαμορφώνει σε ορισμένους οπαδούς, μέλη και στελέχη που δρούσαν στα πλαίσια μιας οργάνωσης με αυστηρή ιεραρχία, πίστη σε πολιτικές και συνθήματα όπως “Αίμα – τιμή – Χρυσή Αυγή”, πειθαρχία και απόλυτη υπακοή των κατώτερων στους ανώτερους όπως τις στρατιωτικές μονάδες, συνείδηση που υποβιβάζει σε κατώτερα ανθρώπινα όντα τον αντιφρονούντα, τον πολιτικό αντίπαλο, τον μετανάστη, πυροδοτούσε και διευκόλυνε την τέλεση των εγκληματικών πράξεων προς υλοποίηση των καταστατικών της οργάνωσης στόχων, ενοχοποιώντας το θύμα».

Και συνεχίζει η απόφαση εξηγώντας ότι: «η ρητορική αυτή αποκρυπτογραφούσε το «μήνυμα», το «γενικό πλαίσιο εντολής» εντός του οποίου έπρεπε να κινηθούν οι δράστες των εγκληματικών ενεργειών. Ελεγχόμενοι οι δράστες πλήρως από το κόμμα και τα ιδεολογικά του όργανα και δρώντας έξ ονόματος και λογαριασμό του κόμματος και της πολιτικής τους ιδεολογίας, μετά από κάθε μία αξιόποινη πράξη αποτελούσαν, θεωρούσαν ότι παρείχαν εξαιρετική υπηρεσία στην πατρίδα και στο κόμμα τους, ότι επέτυχαν «νίκη» στη μάχη του εθνικιστικού κινήματος, πίστευαν δε ότι μέσω της παράνομης και εγκληματική τους δράση μετατρέπονται σε άτομα σημαντικά και υπολογίσιμα».

Η δράση αυτή, όπως τονίζεται – ανεξάρτητα εάν πρόκειται για μέλη του κόμματος κατά την τυπική του όρου έννοια, υποστηρικτές ή οπαδούς ή φίλους του κόμματος, αφού για το κόμμα όλα αυτά τα άτομα είναι ενεργά και ισότιμα μεταξύ τους, σε όλα τα περιστατικά βίας που αναφέρονται δεν έδρασαν αυτοβούλως αλλά προγραμματισμένα και οργανωμένα κατά κανόνα ως μέλη «ταγμάτων εφόδου» κάποιες τοπικές οργανώσεις και κυρίως δε εκείνον της Νίκαιας, του Περάματος και του Πειραιά, πάντοτε υπό την εποπτεία και καθοδήγηση κάποιου βουλευτή του κόμματος ή αλλού ηγετικού στελέχους κάποιες από τις εμπλεκόμενες τοπικές οργανώσεις.

Ενεργούσαν εξ ονόματος και για λογαριασμό του κόμματος, όπως δήλωναν άλλωστε και κατά τις επιθέσεις τους, όπως έγινε κατά τις επιθέσεις αυτόν στον κοινωνικό χώρο Αντίπνοια, σε βάρος των Αιγύπτιων Αλλιεργατών, σε βάρος των συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ κι αλλού, εφαρμόζοντας πιστά τις ιδεολογικές αρχές του, τις ιδεολογικές διακηρύξεις του Αρχηγού, των βουλευτών του και υψηλόβαθμων στελεχών του, τις οποίες προέβαλαν με κάθε ευκαιρία και σε κάθε εκδήλωση.

Τέλος, στο σκεπτικό των δικαστών αναφέρονται επίσης και τα εξής:

Για τις ρατσιστικές επιθέσεις: “η ρητορική αυτή αποτέλεσε “μήνυμα”, “σήμα” ότι “το έθνος που κινδυνεύει” πρέπει να απαλλαγεί από τους μη ανήκοντες στην φυλή. Έτσι οι δράστες επιδόθηκαν υπό την κάλυψη της ηγεσίας του κόμματος σε εγκληματικές πράξεις – ρατσιστικές επιθέσεις σε βάρος αλλοδαπών εκλαμβάνοντας ως υποχρέωση και καθήκον τους ως εθνικιστές να υλοποιήσουν την εξόντωση τους, συμβάλλοντας στην κάθαρση της φυλής. Από την συνεκτίμηση και στην αξιολόγηση όλων των ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι καμία από τις εγκληματικές ενέργειες δεν θα είχε γίνει σε αντίθεση με τη θέλησή της ηγεσίας και χωρίς τη γνώση της.

Για την ιεραρχική δομή: Η εγκληματική τους δράση που σκοπό είχε την διά της βίας αντιμετώπιση των αλλοδαπών, των ιδεολογικών αντιπάλων, των αντιφρονούντων και δια του τρόπου αυτού την επιβολή και διάδοση πολιτικών ιδεών και θεωριών, εκδηλωνόταν μέσω των τοπικών οργανώσεων και πάντα υπό την καθοδήγηση ανώτερου στην ιεραρχία στελέχους της. Η ιεραρχική δομή της Χρυσής Αυγής ήταν τέτοια ώστε να εξασφαλίζει όχι μόνο ότι κάθε κατώτερο όργανο θα υπακούει στις εντολές του ανώτερου, αλλά περαιτέρω ότι καμιά κομματική ενέργεια δεν θα υλοποιείται χωρίς την ρητή εκ των προτέρων εντολή του ανώτερου οργάνου που φτάνει ως την κεντρική διοίκηση. Η αρχή αυτή επαναλαμβάνεται από τα στελέχη της οργάνωσης και αποτελεί αντικείμενο εγκυκλίων.

Μάλιστα, αναφέρονται αποσπάσματα από ομιλίες και δηλώσεις του Νίκου Μιχαλολιάκου, του Ηλ. Παναγιώταρου, του Ιω. Λαγού, του Γ. Πατέλη και άλλων, τα οποία επιβεβαιώνουν πλήρως την ιεραρχία από τον Αρχηγό μέχρι τον τελευταίο υποστηρικτή και την απαρέγκλιτη τυφλή και απόλυτη πειθαρχία των κατώτερων στους ανώτερους, χωρίς δικαίωμα έκφρασης αντιλογίας ακόμα και απορίας, πειθαρχία απαραίτητη για την υλοποίηση των καταστατικών σκοπών και στόχων της εγκληματικής οργάνωσης.

Για την αρχή του Αρχηγού: αποδεικνύεται ότι διαπερνά την ιεραρχική δομή της εγκληματικής οργάνωσης από την αρχή της ίδρυσης της. Ο γενικός γραμματέας, ο Αρχηγός ο Ανώτατος Ηγέτης, ο Νίκος Μιχαλολιάκος έχει την απόλυτη απεριόριστη και αδιαμφισβήτη εξουσία ως και την απόλυτη ευθύνη των τελικών αποφάσεων. Η πίστη στον Αρχηγό ανάγεται σε επίπεδο μεταφυσικής, εκδηλώνεται δε πανηγυρικά και με τη διαδικασία όρκου.

Για τα τάγματα εφόδου: Η επιχειρησιακή δράση της Χρυσής Αυγής έναντι τρίτων υλοποιείται όπου “επίλεκτες ομάδες στελεχών, μελών, υποστηρικτών που ασπάζονται τους σκοπούς της και την ιδεολογία της, για την οποία τακτικές ήταν οι ιδεολογικού προσανατολισμού επιμορφωτικές συναντήσεις, όπου αναλύονται θέματα σχετικά με τις απόψεις και τους στόχους της Χρυσής Αυγής από ειδικούς ομιλητές”. Περιγράφονται ως “ομάδες ατόμων που συμμετείχαν σε παραστρατιωτικές εκπαιδεύσεις, έφεραν ομοιόμορφη στρατιωτική ενδυμασία, κατείχαν σχεδόν όλοι παράνομα όπλα και επιτίθονταν σε συγκεκριμένες ομάδες – στόχους. Στα εξωτερικά γραφεία της Χρυσής Αυγής οι ομάδες αυτές αναφέρονται ως ομάδες ασφαλείας, σε μπλούζες Χρυσαυγιτών αναγράφεται ομάδες κρούσης, οι μάρτυρες της αποκαλούσαν τάγματα εφόδου, ενώ οι κατηγορούμενοι ομάδες περιφρούρησης”.

Για το modus operandi: Οι επιθέσεις τους είχαν πάρα πολλά κοινά στοιχεία. Ο αριθμός των δραστών ήταν μεγαλύτερος από αυτόν των θυμάτων. Οι δράστες φορούσαν μπλούζες της Χρυσής Αυγής, δήλωναν την ταυτότητά τους και έφεραν μαχαίρια, κοντάρια, ξύλα και σίδερα ως όπλα. Δρούσαν γρήγορα, με μέσο χρόνο εκτέλεσης 10 με 15 λεπτά, ενώ συχνά προηγούταν παράγγελμα τέλους επίθεσης. Τα θύματα ήταν πάντα ιδεολογικοί αντίπαλοι της Χρυσής Αυγής ή μετανάστες. Αυτό ήταν το modus operandi των ομάδων αυτών, των οποίων οι επιθέσεις σημειώθηκαν σε όλη την Ελλάδα. Τα μέλη των ομάδων εξασκούνταν με όπλα διαφόρων ειδών και τύπων με σκοπό να εκπαιδευτούν και να εξοικειωθούν με αυτά. Κινούνταν συντεταγμένα ως παραστρατιωτικές ομάδες με στρατιωτικά παραγγέλματα και στρατιωτικό βηματισμό.

Η ομοιόμορφη αμφίεση τους αποτελούμενη κυρίως από ρούχα παραλλαγής, μαύρα ρούχα, αρβύλα, κράνη, ο εξοπλισμός τους με κοντάρια όπου ήταν τυλιγμένες σημαίες, σιδερολοστούς, ασπίδες και ρόπαλα, ο στρατιωτικός βηματισμό τους, τα παραγγέλματα, οι κραυγές, οι αρχές και τα συνθήματα όπως «Αίμα, Τιμή, Χρυσή Αυγή» και γενικά ο τρόπος που ενεργούσαν, είχε σκοπό να προκαλέσει τον φόβο σε όποιον ήθελε να βρεθεί στο δρόμο τους. Οι ομάδες αυτές -που σε κάποιες περιπτώσεις ήταν ολιγομελείς, αποτελούμενες από δύο έως πέντε άτομα- δρούσαν άλλοτε προγραμματισμένα και άλλοτε στο πλαίσιο των καθημερινών τους δραστηριοτήτων, πάντοτε όμως με την ευρεία πεποίθησή ότι ενεργούν ως γνήσιοι Χρυσαυγίτες, υλοποιώντας τις καταστατικές αρχές και επιδιώξεις της εγκληματικής αυτής οργάνωσης.

Για την εκπαίδευση: Βασική μέριμνα της ηγεσίας της χρυσής Αυγής ήταν η εκπαίδευση -κυρίως η σωματική- των μελών, στελεχών αλλά και υποστηρικτών της και ειδικότερα όσων συγκροτούσαν τις προαναφερόμενες ομάδες. Επρόκειτο για σκληρή σωματική εκπαίδευση στην ύπαιθρο, όπως στον ποταμό της Νέδας, στη λίμνη Δόξα, στο Φενεό Κορινθίας και αλλού όπου εκτός από τις βιοσωματικές ασκήσεις και εκτέλεση στρατιωτικών ασκήσεων και γυμνασίων, έκαναν καταρρίχηση, έρπινγκ, αναρρίχηση κι άλλα. Εκπαιδεύονταν επίσης στη χρήση πυροβόλων όπλων και μαχαιριών. Βασικό ρόλο εκπαιδευτή είχε αναλάβει ο Ηλίας Κασιδιάρης, ρόλο τον οποίο του είχε αναθέσει ο ίδιος ο Νικόλαος Μιχαλολιάκος με δήλωσή του στο ξενοδοχείο Στάνλεϊ όπου ανέφερε χαρακτηριστικά «ο Κασιδιάρης θα αναλάβει το κομμάτι της ιδεολογίας και εκπαίδευση στελεχών του κόμματος».

Για τον παράνομο οπλισμό: Αποδεικνύεται ότι μέλη, οπαδοί και στελέχη ηγετικά και μη του κόμματος εφοδιάζονταν με παράνομα όπλα, και εξασκούνταν σε αυτά, με στόχο αφενός την τόνωση της ψυχολογίας της βίας και της υπεροχής και αφετέρου φρόντιζαν να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι και ετοιμοπόλεμοι στη μάχη του εθνικισμού και την επίτευξη των σκοπών της εγκληματικής αυτής οργάνωσης”.

ΠΗΓΗ