Εκφωνήθηκε από τον συγγραφέα στην εκδήλωση για την Παλαιστίνη «Η Γάζα δεν είναι μακριά» που διοργάνωσε η δημοτική παράταξη Χαλανδρίου «Πρωτοβουλία Πολιτών “Χαλάνδρι Ενάντια”» στις 8 Νοεμβρίου 2023, με συνομιλητές τους Μαρουάν Τουμπάσι (πρώην πρέσβη τής Παλαιστινιακής Αρχής στην Ελλάδα, πρώην διοικητή τής Ραμάλα), Βαγγέλη Πισσία (ομότιμο καθηγητή, επικεφαλής της πρωτοβουλίας «Ένα καράβι για τη Γάζα»), και διαδικτυακή συμμετοχή του Νικόλα Κοσματόπουλου (καθηγητή Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Πολιτικής στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυττού).
Το Διεθνές Δίκαιο, στο όνομα του οποίου ομνύουν όλες οι κυβερνήσεις του κόσμου, και ιδίως οι κυβερνήσεις της συλλογικής «Δύσης», ορίζει ορισμένες πράξεις ως «εγκλήματα πολέμου», και τα βαρύτερα ανάμεσά τους είναι η εθνοκάθαρση και η γενοκτονία. Ένα κράτος, το Ισραήλ, τελεί αυτή τη στιγμή πράξεις που ανταποκρίνονται ακριβώς στους ορισμούς της «εθνοκάθαρσης» και της «γενοκτονίας», και μάλιστα διακηρυγμένα τέτοιες, προφορικώς και γραπτώς, και όλοι εκείνοι που ομνύουν στο Διεθνές Δίκαιο κλείνουν μάτι και του δίνουν το πράσινο φως να συνεχίζει, όχι επειδή αρνούνται το Διεθνές Δίκαιο αλλά υποστηρίζοντας ότι ένα κράτος και μόνο αυτό έχει δικαίωμα να εξαιρείται. Και γιατί αυτό το κράτος έχει δικαίωμα να εξαιρείται; Επειδή ο λαός στο όνομα του οποίου προσπαθεί να νομιμοποιηθεί, έχει στο παρελθόν υποστεί εθνοκάθαρση και γενοκτονία από εκείνους οι οποίοι σήμερα συνεχίζουν να υπερασπίζονται το Διεθνές Δίκαιο και ταυτόχρονα του δίνουν το δικαίωμα να εξαιρείται – και συνεπώς να διαπράττει εθνοκάθαρση και γενοκτονία, όχι εναντίον εκείνων που ήταν υπεύθυνοι για τα δικά του δεινά στο παρελθόν αλλά εναντίον κάποιων άλλων που ήταν αμέτοχοι σε αυτά.
Με συγχωρείτε, αλλά αυτό ισοδυναμεί με μια δεύτερη σφαγή. Πέρα από τη φρικώδη σφαγή του ανυπεράσπιστου παλαιστινιακού λαού που είδαμε να τελείται εν ψυχρώ από μια θηριώδη στρατιωτική μηχανή και από τις ένοπλες συμμορίες που την πλαισιώνουν, συντελείται μία σφαγή της λογικής και της ικανότητάς μας για έλλογη επιχειρηματολογία και κρίση· και θύματα αυτής της σφαγής είμαστε εμείς – όλοι μας. Αυτή είναι η πιο σκοτεινή και ύπουλη πτυχή του πολέμου που έχει εξαπολύσει η συλλογική «Δύση» κατά της ανθρωπότητας τις τελευταίες δεκαετίες, μια επιχείρηση συστηματικής πρόκλησης παραφροσύνης, που διασφαλίζεται από πραγματικούς —και πρωτόγνωρους— μηχανισμούς εξόντωσης όσων διατηρούν ένα ίχνος ευθυκρισίας κι επιχειρούν να προβάλουν αντιστάσεις στο ενορχηστρωμένο αφήγημα: όπως ακριβώς την τελευταία τριετία, όσοι καταγγείλαμε την «πανδημική» σκηνοθεσία που θέλησε να μεταβάλει την παγκόσμια κοινωνία σε ένα υγειονομικά ελεγχόμενο Άουσβιτς συκοφαντηθήκαμε, διασυρθήκαμε και λιντσαριστήκαμε κοινωνικά με πολλούς τρόπους, και όπως προσφάτως, όποιος επιχείρησε να δείξει ποιος είναι ο αληθινός επιτιθέμενος στην Ουκρανία φιμώθηκε και αντιμετώπισε μέχρι και τον κίνδυνο να στερηθεί τα μέσα του βιοπορισμού του, έτσι σήμερα, στην Ευρώπη και στη Βόρειο Αμερική, όποιος διαδηλώνει τη συμπαράστασή του στη δοκιμαζόμενη Παλαιστίνη στιγματίζεται ως «αντισημίτης», «υποδαυλιστής μίσους», «υποστηρικτής τής τρομοκρατίας» —λες και όλ’ αυτά έχουν το ίδιο νόημα, ή καν σταθερά προσδιορισμένο νόημα— και αντιμετωπίζει ακόμη και το ενδεχόμενο ποινική δίωξης.
Δυστυχώς εμείς, αιχμάλωτοι του δικού μας καθεστώτος ολοκληρωτισμού, δεν μπορούμε να βοηθήσουμε την Παλαιστίνη σε αυτό που περισσότερο έχει ανάγκη, υλική και πολεμική υποστήριξη. Ο μόνος τρόπος που έχουμε να βοηθήσουμε, εμείς που ζούμε στην Ευρώπη και στη Δύση, είναι να πολεμήσουμε ασυνθηκολόγητα την Ευρώπη και τη Δύση με τους τρόπους που μπορούμε: να την απονομιμοποιήσουμε και να την αποδυναμώσουμε ιδεολογικά και πολιτικά, ξεσκεπάζοντας την μεθοδευμένη ψευδολογία της και γελοιοποιώντας την ξεδιάντροπη ρητορική της.
Για να μην καταχραστώ τον χρόνο σας και τον χρόνο των συνομιλητών του, που έχουν ίσως να πουν σημαντικότερα πράγματα, θα περιοριστώ σε τρία τέτοια χονδροειδή ιδεολογήματα που πρέπει επειγόντως να ανασκευαστούν.
1) Ότι το Ισραήλ βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε πόλεμο, όχι με τον παλαιστινιακό λαό ή με την παλαιστινιακή αντίσταση, αλλά με μια τρομοκρατική ισλαμιστική οργάνωση, τη Χαμάς· και παράλληλα ότι, αν υπάρχουν κατακριτέες ενέργειες εκ μέρους του Ισραήλ, δηλαδή ασύμμετρη χρήση βίας στο κατά τα άλλα νόμιμο δικαίωμά του σε «αυτοάμυνα», οφείλονται μόνο και μόνο στην «εκτροπή» μιας ισραηλινής «ακροδεξιάς» που αυτή τη στιγμή κυβερνάει.
Κατ’ αρχάς και οι τρεις όροι, «πόλεμος», «τρομοκρατική» και «ισλαμιστική», περιπαίζουν τη νοημοσύνη μας. Όταν το Ισραήλ θέλει να δικαιολογήσει την κλίμακα της δράσης του μιλάει για «πόλεμο»· όταν όμως τότε καλείται να σεβαστεί ένα δίκαιο του πολέμου, αρνείται ν’ αποδώσει στον αντίπαλο του status ισότιμο με αυτό κρατικής αρχής, που είναι προϋπόθεση για να νοηθεί η σύγκρουση ως «πόλεμος», και αντ’ αυτού μιλάει για «τρομοκρατία». Αλλά πόλεμος, αν δεν κάνω λάθος, μπορεί να εννοηθεί μόνο η αναμέτρηση μεταξύ ενόπλων – όχι μια αδιάκριτη σφαγή άοπλου κι αιχμάλωτου πληθυσμού που θυμίζει μάλλον κυνήγι... Ο όρος «τρομοκρατία», τώρα, ξέρουμε πώς χρησιμοποιείται στη πολιτική και διπλωματική γλώσσα της Δύσης: σαν τρόπος νομιμοποίησης οποιασδήποτε μορφής δράσης εναντίον μη κρατικών δρώντων —δηλαδή, κάθε είδους κοινωνικών αγώνων και κινημάτων— και αναγωγής σε έγκλημα των ίδιων των επαναστάσεων στην πρόσφατη, όσο ακριβώς και στην παρελθούσα, ιστορία. Όλο αυτό βέβαια βασίζεται στην αόριστη χρήση του όρου στους δημόσιους λόγους και τις συζητήσεις, ποντάροντας μόνο και μόνο στους συγκινησιακούς συνειρμούς που εγείρει η λέξη «τρόμος». Βλέπω εσχάτως δημόσιες συζητήσεις που εξαντλούνται στο αν η Χαμάς είναι ή δεν είναι «τρομοκρατική οργάνωση», χωρίς να τίθεται βάσει ποιου ορισμού της «τρομοκρατίας» είναι δυνατόν να συζητηθεί αυτό. Ο συχνότερος ορισμός τέλος πάντων, που δίνεται τις περισσότερες φορές εν παρόδω, έχει να κάνει με τη άσκηση βίας εναντίον αμάχων. Τότε όμως ρωτώ: τί ήταν οι πυρηνικές βόμβες στο Ναγκασάκι και τη Χιροσίμα στο τέλος τού δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, ή βομβαρδισμός της Δρέσδης από του Συμμάχους την ίδια περίοδο, ή ο μαζικός εμπρησμός των αγροτών της Ινδοκίνας στον πόλεμο του Βιετνάμ, ή το ένα εκατομμύριο του Ιράκ στον τελευταίο Πόλεμο του Κόλπου – για να μην προχωρήσω σέ δεκάδες άλλα παραδείγματα από την πρακτική των ΗΠΑ και των συμμάχων τους (του ίδιου τού Ισραήλ περιλαμβανομένου) ώς τις ημέρες μας; Ποιος ήταν εκείνος που καθιέρωσε ως τρέχον πολεμικό ήθος στον εικοστό αιώνα τη μαζική εξόντωση αμάχων σαν μέσον πίεσης σε εχθρικές κυβερνήσεις και πρακτική αποτροπής εξεγέρσεων; Και γιατί όσοι θρηνούν για «τα εγκλήματα της 7ης Οκτωβρίου» δεν θυμούνται ότι αυτό που η ισραηλινή κοινωνία έζησε στις 7 Οκτωβρίου αυτής της χρονιάς οι Παλαιστίνιοι το ζουν καθημερινά εδώ κι 75 χρόνια; Ή θα πρέπει λοιπόν να αποδώσουμε την κατηγορία πρωτίστως σε κράτη, και πρωτίστως στις HΠΑ και τους συνεργούς τους, ή να βρούμε έναν άλλον ορισμό της «τρομοκρατίας».
Τώρα, εάν ο πόλεμος του Ισραήλ είναι με την «τρομοκρατική» Χαμάς, που δεν αντιπροσωπεύει τη θέληση του λαού της Παλαιστίνης, ούτε καν της Γάζας, πώς δικαιολογείται το κύμα αβυσσαλέας εκδίκησης για τα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου ενάντια σε όλον τον άμαχο πληθυσμό Γάζας, ενάντια στους κατοίκους της Δυτικής Όχθης, κι ενάντια σε κάθε Παλαιστίνιο, ακόμη και τύποις πολίτη του κράτους τού Ισραήλ; Και γιατί η κυβέρνηση του Ισραήλ δεν συνομιλεί μ’ εκείνη που υποτίθεται πως αναγνωρίζει ως επίσημη Παλαιστινιακή αρχή, την οποία φροντίζει την ίδια στιγμή ν’ απαξιώνει μέχρι εξαφανίσεως;
Η αλήθεια είναι ότι το Ισραήλ δεν πολεμάει με τη Χαμάς ούτε με καμία άλλη από τις υπάρχουσες «ισλαμιστικές» οργανώσεις, όπως δεν πολεμούσε ούτε με την PLO ή το PFLP ή με οποιαδήποτε άλλη από τις οργανώσεις που περιστασιακά βρέθηκαν να εκπροσωπούν τον αγώνα της απελευθέρωσης των Παλαιστινίων από την υποτέλεια και την κατοχή, αλλά με τον ίδιον τον παλαιστινιακό λαό στο σύνολό του. Ποτέ το Ισραήλ δεν θέλησε να υπάρχει επίσημος εκπρόσωπος των Παλαιστινίων (γι’ αυτό και έκανε ό,τι μπορούσε για να προκαλέσει διασπάσεις μέσα στην παλαιστινιακή αντίσταση), διότι αν υπήρχε τέτοιος εκπρόσωπος θα έπρεπε να διαπραγματευθεί μαζί του· και αν διαπραγματευόταν θα έπρεπε να οδηγηθεί σε κάποιου είδους συμφωνία που θα είχε στον ορίζοντα ένα παλαιστινιακό κράτος της μιας ή της άλλης μορφής – και αυτό ακριβώς ήταν που δεν ήθελε. Από τη ματωμένη ίδρυση του Ισραήλ το 1948 μέχρι σήμερα, επιθυμία και σχέδιο όλων των ισραηλινών κυβερνήσεων είναι η ολοκληρωτική εκτόπιση των Παλαιστινίων και η διαρκής επέκταση του σιωνιστικού κράτους σε όσα εδάφη μπορεί ν’ αποσπάσει με τη στρατιωτική του ισχύ από τις γειτονικές αραβικές χώρες. Και αυτό είναι πολιτική όλων των ισραηλινών κυβερνήσεων, «δεξιών» και «αριστερών», με παραλλαγή μόνο στις ρητορικές αποχρώσεις και στο μίγμα διπλωματίας και ισχύος που χρησιμοποιούν. Γιατί άραγε κάποιοι από αυτούς που ακούμε να υποστηρίζουν και πάλι σήμερα ότι το Ισραήλ πρόσφερε πολιτική λύση —και φέρνουν σαν παράδειγμα τις Συμφωνίες του Όσλο (1993-5) ή τις δεύτερες συνομιλίες του Καμπ Νταίηβιντ (2000)— την οποία τάχα οι Παλαιστίνιοι απέρριψαν, δεν μας λέει τί ακριβώς προέβλεπαν αυτές οι συμφωνίες; Αν ξέρουν, δηλαδή...
2) Ότι η Χαμάς είναι μια ισλαμιστική, «τζιχαντιστική» οργάνωση τύπου ISIS, κάτι που θεωρείται συνώνυμο βέβαια του «τρομοκρατική», και αυτό είναι κατά κάποιον τρόπο παρεπόμενο του θρησκευτικού σκοταδισμού, της μισαλλοδοξίας και της ροπής στον φονταμενταλισμό που χαρακτηρίζει το Ισλάμ στο σύνολό του, το οποίο στέκει απέναντι στη Δύση και τις δημοκρατικές αξίες της.
Δεν χρειάζεται εδώ να σταθώ στα πραγματολογικά γεγονότα –ότι η Χαμάς έχει μεν ισλαμιστικές αφετηρίες, από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, αλλά δεν κήρυξε ποτέ «τζιχάντ» εναντίον των μη μουσουλμάνων, με τους οποίους συμβιώνει αρμονικότατα στη Λωρίδα της Γάζας· ότι ακόμα και, παρά τις κατά καιρούς πύρινες διακηρύξεις της, έχει εμπράκτως αποδεχθεί το δικαίωμα ύπαρξης ενός ισραηλινού κράτος, πράγμα που προσφάτως διατύπωσε και ρητά· ούτε ότι, παρά μία βραχυπρόθεσμη ταλάντευσή της μεταξύ 2012-14, έχει συμμαχήσει εντέλει μ’ εκείνες τις δυνάμεις του μουσουλμανικού κόσμου που εξολόθρευσαν τον ISIS, δηλαδή με το Ιράν και τις σιιτικές πολιτοφυλακές του Λιβάνου και της Συρίας– ενώ ήταν το Ισραήλ αυτό που θέλοντας να διαλύσει το καθεστώς Άσαντ έδωσε κάθε βοήθεια στον ISIS, ο οποίος άλλωστε ποτέ δεν μίλησε κατά του Ισραήλ ούτε έπληξε ισραηλινούς στόχους...
Θα σταθώ κυρίως στην τερατώδη εικόνα του «Ισλάμ» που ζωγραφίζουν τα δυτικά μέσα δημοσιότητας -και αυτό είναι μια πολύ παλιά ιστορία, που φτάνει πίσω έως τον καιρό των Σταυροφοριών- και στην τραγικά παραπλανητική αντίληψη πως υπάρχει ένας ενιαίος ισλαμικός κόσμος, με κοινές αντιλήψεις και συμφέροντα, ο οποίος είναι εχθρικός σε μια εξίσου ενιαία «Δύση» και στον πολιτισμό της, άρα οφείλουμε να τον αντιμετωπίζουμε συλλήβδην σαν ενεργεία ή δυνητικό εχθρό. Δυσκολεύεται κανείς να το πιστέψει... Όμως ακριβώς αυτός ο νηπιακός τρόπος σκέψης κυριαρχεί στα κυβερνητικά κλιμάκια των χωρών της Δύσης, αλλά και στους πολιτικούς και γεωστρατηγικούς αναλυτές, στους πάσης φύσεως ειδήμονες των διεθνών σχέσεων, σε νυν ή πρώην στρατιωτικούς και διπλωμάτες που ακούμε αυτές τις ημέρες να μιλούν στα κανάλια και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είτε την εκφράζουν με απερίφραστη ηλιθιότητα είτε την υποβάλλουν συγκεκαλυμμένα στους ακροατές και στο κοινό τους. Εκείνο που δεν λένε, βέβαια, είναι ότι στη δεκαετία τού ’60 και του ’70 οι ίδιες οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, στο πλαίσιο του ψυχροπολεμικού αντικομμουνιστικού αγώνα, ενίσχυαν παντού νεοσυντηρητικά ή θρησκευτικά φονταμενταλιστικά κινήματα για να αποδυναμώσουν σοσιαλιστικά ή μαρξιστικά ρεύματα στο αραβομουσουλμανικό κόσμο (πράγμα που όντως πέτυχαν)· δεν υπολόγισαν όμως ότι το δημιούργημά τους θα μπορούσε να ξεφύγει από τα χέρια τους και να γίνει ο προσεχής ενσαρκωτής τού αντιιμπεριαλιστικού αγώνα, έστω και αν δεν χρησιμοποιούσε μαρξιστικό λεξιλόγιο. Γιατί, όπως ξαναέλεγα, το αίτημα των ανθρώπων για ισότητα και αυτοδιάθεση είναι οιονεί φυσικό φαινόμενο, και ποτέ δεν μπορεί να κατασταλεί: όταν φράζεις τη κοίτη του ποταμού, τα νερά του βρίσκουν άλλον δρόμο.
Είναι ανοησία ασύλληπτου μεγέθους να σκέφτεται κάποιος σήμερα τις κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις του κόσμου μας με θρησκευτικούς ή εθνοφυλετικούς όρους. Αλλά αυτή ακριβώς η ηλιθιότητα πλήττει ιδίως τον ελληνικό κόσμο, για την πλειονότητα του οποίου ο όρος «Ισλάμ» μεταφράζεται αυτομάτως σε «Τουρκία». Αυτή η αρχική πλάνη οδηγεί σε εγκληματικές συνέπειες στη χάραξη εξωτερικής πολιτικής. Σε αυτήν στηρίχτηκε η παράλογη ιδέα που πρυτανεύει ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, ότι, ενόψει της -πραγματικής ή φαντασιούμενης- τουρκικής απειλής, είναι προς το συμφέρον της Ελλάδα η συμμαχία με το Ισραήλ. Γιατί; Η Τουρκία έχει στενά και άρρηκτα συμφέροντα με το Ισραήλ, όσο και με τη ΝΑΤΟϊκή Δύση: από κοινού με το Ισραήλ (και τους Αμερικανούς) πολέμησε -και ακόμα πολεμά- για να καταστρέψει τη Συρία του Άσαντ, στο πλαίσιο του οποίου πολέμου στήριξε (από κοινού με το Ισραήλ και τους Αμερικανούς) το αληθινό ισλαμοφασιστικό μόρφωμα του ISIS· από κοινού με το Ισραήλ συνέδραμε -και ακόμα συνδράμει- το Αζερμπαϊτζάν στην εθνοκάθαρση των Αρμενίων του Αρτσάχ· η Τουρκία εξακολουθεί να τροφοδοτεί το Ισραήλ με το 40% των πετρελαϊκών αναγκών του (με αζερικό πετρέλαιο), και αυτές ακριβώς τις ημέρες, τη στιγμή που ο πρόεδρος Ερντογάν εξαπολύει πύρινους λόγους κατά του Ισραήλ καταγγέλλοντάς το για τις ίδιες ακριβώς πρακτικές που και η Τουρκία ασκεί στους κουρδικούς πληθυσμούς εντός και πέριξ των συνόρων της, όταν ο ιρανός υπουργός εξωτερικών τού ζήτησε να διακόψει την παροχή ενέργειας στο Ισραήλ, αρνήθηκε. Οι σχέσεις που διατηρεί η Τουρκία με παλαιστινιακές οργανώσεις αντίστασης όπως η Χαμάς (και μόνο με το πολιτικό της σκέλος, όχι με το στρατιωτικό, πρέπει να πούμε) και η αντιδυτική της ρητορική είναι κατάφωρο εργαλείο χειραγώγησης του μουσουλμανικού κόσμου, στο εσωτερικό της όσο και στο εξωτερικό, σε όποιον βαθμό αυτό υπηρετεί τα δικά της νεο-αυτοκρατορικά σχέδια. Και είναι γελοίο να βλέπει κανείς μία χορωδία ελληνικών φωνών να φωνάζουν με αγανάκτηση στη Δύση και στο ΝΑΤΟ «Μα δεν βλέπετε τί κάνει;», τη στιγμή που αυτός ακριβώς ο διπλός ρόλος της Τουρκίας είναι που αυξάνει τη διπλωματική της αξία στους δυτικούς σχεδιασμούς για έλεγχο της Μέσης Ανατολής.
3) Ότι όποιος καταγγέλλει τις πολιτικές του ισραηλινού κράτους ή κινητοποιείται για την ανάσχεση αυτών των πολιτικών, είτε είναι απροκάλυπτα αντισημίτης είτε ενισχύει αντισημιτικά αισθήματα και πρακτικές.
Είναι το πιο παλιό και ξεθυμασμένο ιδεολόγημα του σιωνιστικού εθνικισμού, ο οποίος, προσπαθώντας ν’ αντλήσει υπεραξία από τα δεινά των εβραϊκών κοινοτήτων στη μισαλλόδοξη και ρατσιστική χριστιανική Ευρώπη, μήτρα της αποικιοκρατίας και του ολοκληρωτισμού, κλείνει το μάτι σε αυτήν ακριβώς τη ρατσιστική Ευρώπη τής οποίας σήμερα το Ισραήλ θέλει να είναι η προέκταση. Αυτό το ιδεολόγημα -το είδαμε μόλις να ξαναπαίζεται στους σαλτιμπαγκισμούς του ισραηλινού πρέσβη στα Ηνωμένα Έθνη που φιγουράρισε με κίτρινο αστέρι στο στήθος- έχει απήχηση μόνο σε όσους τρέφουν ενοχές για τον αληθινό αντισημιτισμό τους: και, θα έλεγα, το μέτρο στο οποίο κάποιοι επηρεάζονται απ’ αυτό (όπως ένα μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής «αριστεράς» – δείτε για παράδειγμα τη Γερμανία) είναι ένδειξη του λανθάνοντος και «δυστονικού προς το εγώ», όπως λέμε, αντισημιτισμού τους. Αποκαλυπτικό είναι άλλωστε το πόσο αυτό έχει εξοργίσει -και εξοργίζει- ριζοσπάστες Εβραίους σε όλον τον κόσμο οι οποίοι δεν έχουν ταμπού να μαστιγώνουν τις ολοκληρωτικές πρακτικές του Εβραϊκού κράτους.
Ο αντισημιτισμός άλλωστε -το έχουμε πει πολλές φορές- δεν είναι φυλετικό ζήτημα. Είναι μια ειδική έκφραση ρατσιστικών ανακλαστικών, τα οποία είναι παροιμιωδώς εύπλαστα και αλλάζουν με υπερβολικά ευκολία αντικείμενο και στόχο, προς οποιονδήποτε έχει τα χαρακτηριστικά του διαφορετικού και αδύναμου. Σήμερα, ο αντισημιτικός ρατσισμός του δυτικού κόσμου κατευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά ενάντια στους «Άραβες» και τους «Μουσουλμάνους», και η ισραηλινή προπαγάνδα, που ενεργεί πλέον σαν κομμάτι της ισχυρής και «λευκής» Δύσης, είναι ο δραστικότερος μηχανισμός αυτής της ανακατεύθυνσης. Δεν πρέπει να μας διαφύγει άλλωστε ότι όλες σχεδόν οι ακροδεξιές και νεοφασιστικές ομάδες στην Ευρώπη, ανατολική και δυτική, λατρεύουν το Ισραήλ και μισούν τους Μουσουλμάνους.
Για να επανέλθω λοιπόν σε αυτά που συμβαίνουν τώρα στην Παλαιστίνη, ο βαθύς πόνος μας για όλον αυτόν τον κατακρεουργούμενο κόσμο συνοδεύεται από το αγωνιώδες ερώτημα: αυτή η τρομακτική θυσία, αυτό το ολοκαύτωμα, μπορεί άραγε να αντιστρέψει την καταστροφική πορεία των πραγμάτων, να έχει συνέπειες που θ’ αναγγείλουν μια καλύτερη μέρα για τον δοκιμαζόμενο λαό της Παλαιστίνης; Σε ένα άρθρο μου που δημοσίευσα πρόσφατα αναρωτιόμουν τί κέρδισε η Παλαιστίνη από την τρομερά επιτυχημένη ενέργεια των μαχητών τής 7ης Οκτωβρίου· και κατέληγα:
- Πρώτον, αποσόβησε τη ρυμούλκηση των πλουσιότερων αραβικών χωρών στο ιμπεριαλιστικό άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ μέσω των λεγόμενων «Συμφωνιών του Αβραάμ»: ένα δόλιο σχέδιο που ακύρωνε όλες τις συμφωνίες του ΟΗΕ και στην πράξη έδινε χρήματα στους Παλαιστινίους για να παραιτηθούν από κάθε άλλο δικαίωμα ή αυτονομία. Η επιτυχία του θα εξαφάνιζε οριστικά το παλαιστινιακό ζήτημα από τη διεθνή ατζέντα και θα παγίωνε ένα status για τον παλαιστινιακό λαό συγκρίσιμο με το καθεστώς σταβλισμένου ζώου (προσχέδιου εκείνου που κάποιοι ονειρεύονται ίσως για τη συντριπτική πλειονότητα της ανθρωπότητας – δείτε τη Μεγάλη επανεκκίνηση του Κλάους Σβαμπ).
- Δεύτερον, επιτάχυνε κατά ένα αποφασιστικό βήμα τη διαφαινόμενη πτώση του πλέγματος των δυνάμεων που αυτή τη στιγμή συνιστούν τη μεγαλύτερη απειλή για την ειρήνη και την ασφάλεια του πλανήτη -των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ, της ΕΕ και των δορυφόρων τους- ισχυροποιώντας το διογκούμενο παγκόσμιο μπλοκ που είναι αποφασισμένο να θέσει όρια στη μονοπώληση της στρατιωτικής και οικονομικής δύναμης εκ μέρους της τυχοδιωκτικής και αδίστακτης κεφαλαιοκρατικής μητρόπολης. Δεν είναι ασφαλώς ένα αντικαπιταλιστικό μπλοκ, αλλά δίνει την μόνη προς στιγμήν εφικτή δυνατότητα στην ανθρωπότητα να αναπνεύσει.
- Τρίτον, προσφέρει ένα μοναδικό μάθημα στους ηττημένους και καταπτοημένους λαούς του κόσμου ότι η ωμή ισχύς δεν είναι ανίκητη· ότι ο ατέρμονος αγώνας της ανθρωπότητας για ισότητα και ελευθερία μπορεί να ανοίγει νέους δρόμους μέσ’ από τις ρωγμές της ολοκληρωτικής συσσωμάτωσης καπιταλισμού και τεχνοεπιστήμης, που το ένα της πρόσωπο είναι ο διαρκής πόλεμος, το άλλο η χειραγώγηση των συνειδήσεων, ο ασφυκτικός έλεγχος και ο βιοπολιτικός προγραμματισμός μέχρι εξαλείψεως της ανθρώπινης φύσης. Αυτά τα «ζώα» της εβραιοφασιστικής ρητορικής, που «αποφάσισαν να πληρώσουν οποιοδήποτε τίμημα για μιαν αχτίδα ελευθερίας» (λόγια του Giddeon Levy), στέλνουν σε όλους μας ρίγη συγκίνησης και αναπτερώνουν την τσαλακωμένη ελπίδα ότι το ανθρώπινο ζώο δεν θα γίνει ποτέ μηχανή, ούτε θα της μοιάσει.
Τώρα, κάποιος αναγνώστης -που δεν τον γνωρίζω προσωπικά, μου κοινοποιήθηκε η ανταπόκρισή του μέσω ενός κοινού φίλου- έγραψε: «Με το κείμενο Τερζάκη δεν μπορώ να πω ότι συμφωνώ συνολικά. Φυσικά όχι λόγω της φιλοπαλαιστινιακής τοποθέτησης αλλά της θέσης ότι "η σφυρηλατούμενη συμμαχία Ρωσίας και Κίνας" και ευρύτερα το "διογκούμενο παγκόσμιο μπλοκ", παρότι “δεν είναι ασφαλώς ένα αντικαπιταλιστικό μπλοκ [...] δίνει την μόνη προς στιγμήν εφικτή δυνατότητα στην ανθρωπότητα να αναπνεύσει". Πίσω από ένα τέτοιο σκεπτικό, δεν μπορώ να δω την ανάσα μιας ελεύθερης Παλαιστίνης αλλά τη σκιά ενός τρίτου παγκοσμίου πολέμου».
Η απειλή ενός τρίτου παγκόσμιου πολέμου είναι το μόνο σίγουρο. Τα ερωτήματά μου όμως, που απευθύνω στον φίλο αυτόν και σ’ εσάς, και με τα οποία θα κλείσω, είναι:
Τί άλλο μπορεί να γίνει αυτή τη στιγμή για να μην καταπνιγούν οριστικά τα δίκαια των λαών κάτω από τη ανελέητη ισχύ; Και ειδικότερα σε ό,τι αφορά την Παλαιστίνη, είναι δυνατόν ποτέ να συναινέσει το Ισραήλ σε μια δίκαιη πολιτική λύση στο πρόβλημα της κατοχής (που δεν θα είναι ασφαλώς η δημιουργίας ενός «παλαιστινιακού» ψευτοκράτους-μπαντουστάν) εάν δεν δεχθεί ένα ισχυρό στρατιωτικό πλήγμα; Και είναι ποτέ δυνατόν να ηττηθεί στρατιωτικά το Ισραήλ εάν δεν τσακιστεί η πολεμική μηχανή που το κρατά όρθιο στα πόδια του, ο αμερικανικός Λεβιάθαν; Και ποιος ή τί μπορεί να τσακίσει την αμερικανική παντοκρατορία που έχει αποβεί εδώ και πάνω μισό αιώνα μάστιγα της ανθρωπότητας; Δεν είναι υποκριτικό να επιζητούμε με κάθε τρόπο τη ειρήνη και μόνο την ειρήνη, όταν αυτή δεν υπόσχεται τίποτα περισσότερο από τη διαιώνιση του τρόμου και της υποτέλειας;
* Συγγραφέας, μεταφραστής και εκδότης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου