19 Δεκεμβρίου 2023

Πολιτική ορατότητα και πολιτική ορθότητα στα Αμερικανικά πανεπιστήμια


της Εύης Μπίρμπα


Αν και έχουν περάσει δύο εβδομάδες από την κοινοβουλευτική ακρόαση των προέδρων τριών κορυφαίων πανεπιστημίων της Αμερικής, στη διάρκεια της οποίας κλήθηκαν να δώσουν απαντήσεις για το πώς χειρίστηκαν περιστατικά αντισημιτισμού στα πανεπιστήμιά τους, οι αντιδράσεις παραμένουν ισχυρές. Έχουν μάλλον να κάνουν με την άρνηση της προέδρου του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, Ελίζαμπεθ Μαγκίλ, και της προέδρου του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, Κλοντίν Γκέι, να δώσουν μία μονολεκτική απάντηση στην επίμονη ερώτηση της Ρεπουμπλικανής Αντιπρόσωπου από τη Νέα Υόρκη, Ελίζ Στέφανικ, για το εάν το κάλεσμα για τη γενοκτονία των Εβραίων παραβιάζει τους κώδικες συμπεριφοράς των πανεπιστημίων. Παρόλο που στη σχεδόν πεντάωρη ακρόαση και οι δύο (μαζί με την πρόεδρο του ΜΙΤ, Σάλι Κόρνμπλουθ) πήραν επανειλημμένα θέση υπέρ της ελευθερίας του λόγου και καταδίκασαν τη ρητορική μίσους και τον αντισημιτισμό, οι επικριτές τους δεν καθησυχάστηκαν. Αντιθέτως, η μεν Μαγκίλ οδηγήθηκε στην παραίτηση, ανοίγοντας μια μεγάλη συζήτηση γύρω από την ελευθερία του λόγου, ενώ, παρά την αυξανόμενη αναστολή αρκετών φοιτητικών οργανώσεων για την προάσπιση των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων, οι φοιτητικές διαμαρτυρίες που ζητούν κατάπαυση του πυρός στη Γάζα συνεχίζονται αμείωτα.

Συνδυάζοντας την υψηλή ποιότητα του ερευνητικού τους έργου με έναν ανοιχτό, δημοκρατικό χαρακτήρα στους χώρους τους, σχεδόν κανείς δεν αμφισβητεί ότι τα Αμερικανικά πανεπιστήμια επιτελούν ένα σημαντικό εκπαιδευτικό ρόλο, που οφείλει όμως να είναι και πολιτικά φορτισμένος, εφόσον έχουν την ευθύνη, όπως επισημαίνει ο Henry Giroux, να αφυπνίζουν και να αμφισβητούν την κάθε είδους εξουσία. Η πολιτική υπό αυτή την έννοια (που δίνει τη δυνατότητα για ανάπτυξη πληθώρας απόψεων, αλλά και αξιολόγηση της πραγματικότητας, όπως ερμηνεύει ο Gerta Biesta τη σχέση ανάμεσα στη δημοκρατία και την εκπαίδευση) καμία σχέση δεν έχει με την υπέρ-πολιτικοποίηση της συζήτησης για την εκπαίδευση από την οποία η πολιτική επιστήμονας και φιλόσοφος Wendy Brown διαπιστώνει ότι πάσχει πλέον ο Αμερικανικός ακαδημαϊκός χώρος. Δείγμα του ευτελισμού της πολιτικής, φανερώνει την πρόθεση της ακροδεξιάς, σε συνεργασία με συγκεκριμένα μέσα, εταιρείες, ομάδες στο πανεπιστήμιο, ιδιωτικές ομάδες προώθησης συμφερόντων αλλά και χορηγούς με ισχυρή θέση και επιρροή, να «επανακαταλάβει» τον ακαδημαϊκό χώρο που θεωρεί ότι είναι πολύ αριστερός (“liberal”) και άρα δεν μπορεί να προωθήσει την κρυφή της ατζέντα. Στην προσπάθειά της αυτή δεν διστάζει να αξιοποιήσει έννοιες όπως η κουλτούρα της ακύρωσης (“cancel culture”), η εγρήγορση έναντι φυλετικών διακρίσεων (“wokeness”) ή να κακοποιήσει άλλες, σκόπιμα συγχέοντας για παράδειγμα την ακαδημαϊκή ελευθερία με την ελευθερία λόγου.

Εάν και δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό, είναι ωστόσο πιο επιζήμια ακόμα και από την εποχή του Μακαρθισμού, όπως συντείνουν πολλοί ακαδημαϊκοί, αφού στην πραγματικότητα αυτό που κάνει η δεξιά σήμερα, σύμφωνα με την Brown, είναι να «κινητοποιεί κρατική ισχύ και να χρησιμοποιεί εταιρικά χρήματα σε μια προσπάθεια να περιορίσει την ακαδημαϊκή ελευθερία στο όνομα της ελευθερίας του λόγου». Και εάν η αποδέσμευση από εξωτερική εποπτεία ή παρέμβαση και η επιλογή του διδακτικού προσωπικού ως προς τι θα ερευνά και τι θα διδάσκει οφείλει να είναι διακριτή από το ατομικό, πολιτικό δικαίωμα του να εκφράζεσαι όπως θέλεις στη δημόσια σφαίρα, χωρίς κρατικές ή άλλες παρεμβάσεις, η αντιπαράθεση γύρω από το ποιος λόγος χρήζει προστασίας και ποιος συνιστά ρητορική μίσους σίγουρα δεν προσφέρεται για εύκολες απαντήσεις. Σύμφωνα με την ερμηνεία που δίνει η Nadine Strossen, η οποία διετέλεσε πρόεδρος της ACLU (Αμερικανική Ένωση για τις πολιτικές ελευθερίες), στην πρώτη τροπολογία του συντάγματος της χώρας, από την οποία δεσμεύονται τα δημόσια πανεπιστήμια, η κυβέρνηση θέτει εκτός νόμου τον λόγο που είναι ο πιο επικίνδυνος﮲ λόγος που συνάδει με την αρχή της «επείγουσας ανάγκης» και που μπορεί άμεσα να αποβεί επιβλαβής. Η προειδοποίηση της δε ότι είναι επικίνδυνο να παραχωρείται ελευθερία στην κυβέρνηση να τιμωρεί τον «μη επείγοντα» λόγο, όσο και εάν εκφράζει μη αποδεκτές ιδέες ή μπορεί στο μέλλον να προκαλέσει κακό, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος κατάπνιξης των φωνών και των απόψεων μειονοτήτων, αφορά εξίσου και τα ιδιωτικά και τα δημόσια πανεπιστήμια.

Υπό αυτό το πρίσμα, οι απαντήσεις των τριών πρυτάνεων ενώπιον της Επιτροπής για την Παιδεία και το Εργατικό Δυναμικό δεν αποτελούν παρά προάσπιση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής για ελεύθερη έκφραση της γνώμης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συνθήματα για παγκοσμιοποίηση της ιντιφάντα – που σημαίνει εξέγερση – ή το “From the river to the sea, Palestine will be free,” που επικαλέστηκε η Stefanik, δεν είναι παρά γεωγραφία και έκφραση επιθυμίας να δοθούν τα εδάφη στους Παλαιστίνιους πρόσφυγες. Όσο και εάν Εβραίοι φοιτητές ή διδάσκοντες τα εκλαμβάνουν ως ευθεία απειλή για τη ζωή τους, ενδεχόμενες απαγορεύσεις ή εφαρμογή κωδίκων συμπεριφοράς θα έθεταν όπως έχει επισημάνει και η Αμερικανική Ένωση Αμερικανών καθηγητών ένα επικίνδυνο προηγούμενο που δεν ευνοεί την ανεκτικότητα. Το πραγματικά ανησυχητικό όμως στα Αμερικανικά πανεπιστήμια είναι η αύξηση των περιστατικών αντισημιτισμού και ισλαμοφοβίας και άρα η διάχυση ενός κλίματος φόβου και ανελευθερίας. Το πως συνδέεται με μια ευρεία και άμεση καταδίκη φοιτητών και καθηγητών που παίρνουν θέση υπέρ των Παλαιστινίων και κατά του Ισραήλ – είναι χαρακτηριστικές οι απειλές θανάτου εις βάρους τους και οι δημοσιεύσεις των προσωπικών τους στοιχείων – είναι ενδεικτικό της σύγχυσης που υπάρχει στους φοιτητές ως προς τα όρια: τι είναι ιδιωτικός και τι δημόσιος χώρος, ιδιαίτερα στις Αμερικανικές πανεπιστημιουπόλεις; Τι μπορεί να υποστηρίζεται και πώς πρέπει να φέρονται στον καθένα από αυτούς; Η ελευθερία τους φτάνει άραγε μέχρι το σημείο να ζητούν την απομάκρυνση καθηγητών που εκφέρουν διαφορετική άποψη από αυτούς και μάλιστα εκτός αιθούσης; Μπορούν να ζητούν τι να διδάσκονται;

Εκτός από το πόσο μπερδεμένοι είναι οι φοιτητές γύρω από βασικές έννοιες, οι ερωτήσεις φανερώνουν και την ύπουλη προσπάθεια να αφαιρεθεί η αυτενέργεια από τους διδάσκοντες. Υπό διαρκή ανασφάλεια οι περισσότεροι εφόσον δεν έχουν σταθερή θέση, ήδη νιώθουν την πίεση να ικανοποιούν το ακροατήριό τους, με την επιλογή του διδακτικού υλικού και τη διαμόρφωση του αναλυτικού προγράμματος να αποτελούν έξτρα βαρίδια στη δουλειά τους. Χαρακτηριστικό περιστατικό κλιμάκωσης της έντασης και επιπρόσθετης παρέμβασης σε αυτό που ο Giroux αποκαλεί κριτική παιδαγωγική είναι η – όπως μας μεταφέρει η Independent – αίτηση της φοιτήτριας του πανεπιστημίου Κολούμπια Maya Platek να απομακρυνθεί από τη θέση του ο Joseph Massad, που διδάσκει σύγχρονη αραβική πολιτική, γιατί, όπως υποστηρίζει, με τις θέσεις του σε άρθρο του στον ιστότοπο, the electronic intifada, την έκανε να νιώσει μη ασφαλής. Όπως αποκάλυψε βέβαια ο ίδιος ιστότοπος, η ίδια υπήρξε διαχειρίστρια των social media του Ισραηλινού στρατού για δύο χρόνια (2028 -2020). Η ζημιά όμως είχε γίνει, με 75.000 υπογραφές να συνοδεύουν την αίτηση της και μια γενικότερη ρωγμή να διαρρηγνύει την αίσθηση ακαδημαϊκής ελευθερίας. Από πότε οι ζώνες άνεσης (“comfort zones”) των φοιτητών οριοθετούν την τελευταία;

Όσο δύσκολες και εάν φαίνονται οι απαντήσεις σε όλες αυτές τις ερωτήσεις, τόσο πιο εύκολα θα έπρεπε να αντιτάσσεται η πρόταξη της περισσότερης ελευθερίας απέναντι στα αυξανόμενα κρούσματα ανελευθερίας και μη ανεκτικότητας. Είναι ίσως προτιμότερη από τις ύποπτες προσπάθειες επαναπροσδιορισμού της ακαδημαϊκής ελευθερίας.

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου