28 Δεκεμβρίου 2023

Η εποχή των αρνητικών ισοδυνάμων: Η επίθεση στην απεξάρτηση και στη Μεταπολίτευση

 
 
Η κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης «ενιαίας σκέψης» και η επίθεση στα «παράλογα» δικαιώματα.

H πραγματικά ζοφερή και αποκρουστική συντηρητική πολιτικοϊδεολογική μετατόπιση έχει μετατρέψει σε παρωχημένες διάφορες λογικές συνεπαγωγές των παλαιότερων χρόνων. Πλέον, το zeitgeist του νεοφιλελευθερισμού τις αντιμετωπίζει ανοιχτά ως (τουλάχιστον) οπισθοδρομικές και αμφιλεγόμενες. Οι λόγοι είναι πολλαπλοί αλλά τα παραδείγματα ενδεικτικά.

Οι υποχωρήσεις και οι ήττες των λαϊκών τάξεων (και των πολιτικοϊδεολογικών τους εκφράσεων) αποτυπώνονται σε όλα τα επίπεδα, με αποτέλεσμα την αναδιοργάνωση συνολικά της πολιτικής σκηνής. Ο πρόλογος εξυπηρετεί την πολύ απλή ανάγκη να παρουσιαστεί μέσω παραδειγμάτων μια τόσο αποκρουστική συνθήκη, που αφορά κυρίως την επίθεση σε συγκεκριμένα κεκτημένα (και κατ’ επέκταση, έννοιες με τις οποίες μπορεί να εκφραστεί μια πολιτική, μια κατεύθυνση κ.ο.κ.) και ταυτόχρονα μια σημαντική συσκότιση/σύγχυση καταστάσεων, στοχεύσεων, στρατηγικών από την οποία ο μοναδικός κερδισμένος είναι η κυβέρνηση και τα συμφέροντα που εξυπηρετεί.

Ο νεοφιλελευθερισμός ούτως ή άλλως ως γενέθλια πράξη έχει την κήρυξη πολέμου στα κατώτερα στρώματα και σε όλες τις οργανωμένες μορφές έκφρασής τους, είτε πολιτικές, είτε ιδεολογικές, είτε κοινωνικές. Μια εξαιρετικά ραφηναρισμένη προσθήκη στην φαρέτρα του ήταν τα social media και ο τρόπος με τον οποίο όποιος δύναται/επιθυμεί να διαβάσει/γράψει πάνω από 120 χαρακτήρες λογίζεται από διανοούμενος έως παρωχημένος.  Η δε συσκότιση εννοιών και η αφαίρεση του νοήματός τους (ας σκεφτούμε με πόση ευκολία χρησιμοποιείται η λέξη φασισμός και στη συνέχεια ας ανατρέξουμε σε «επαναστατικά» εσώρουχα) έχει ως βασικό στόχο την απαξίωση κάποιων  εξ αυτών και το ξέπλυμα κάποιων άλλων. Τεράστιο μερίδιο ευθύνης φέρει σε αυτό προφανώς και η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ με την δυσώδη αμαύρωση του ονόματος της αριστεράς (για να μιλήσουμε σύντομα και για αυτό το κεφάλαιο), συμβάλλοντας στην περαιτέρω α) φθορά εννοιών που δομικά αντανακλούν υπαρκτούς διαχωρισμούς (η ταξική φύση των οποίων δεν έχει αλλάξει) και β) στην ευρύτερη συσκότιση οποιασδήποτε συζήτησης. Μια συγκροτημένη κουβέντα για το παραμικρό ζήτημα επικαιρότητας κινδυνεύει να χαθεί σε έναν χυλό από σχόλια, καλοπροαίρετους «δικηγόρους του διαβόλου» (μια διαχρονική μάστιγα) και ηθελημένους, στρατηγικού τύπου γκεμπελισμούς (που άλλωστε δίνουν και τον τόνο).

Αυτό προφανώς είναι το σύμπτωμα (ένα από τα αιτιατά): η λογική συνεπαγωγή χρόνιων κοινωνικών διεργασιών και κοπιαστικής δουλειάς συγκεκριμένων μηχανισμών αναιρούν γενικότερες σταθερές τόσο του κεϋνσιανού (σοσιαλδημοκρατικού ενδεχομένως) συμβιβασμού, όσο και γενικότερα των μεταπολεμικών κεκτημένων των λαϊκών τάξεων. Η αναγνώριση των υποτελών ως συνομιλητών του κρατικού μηχανισμού, των δομών πρόνοιας κ.ο.κ. αποτέλεσε ένα από αυτά.

Ας επανέλθουμε στα όσα παραπάνω αναπτύσσονται, δηλαδή στην διαλυτοποίηση εννοιών, διαλόγου κ.ο.κ, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συντηρητικοποίησης και υποχώρησης ακόμη και στο επίπεδο θεωρητικών και ιδεολογικών ζητημάτων. Η μεθοδολογία της εις άτοπον υπαγωγής υπήρξε ανέκαθεν, για σοβαρά ζητήματα, τρόπος μαζικής παρέμβασης (τουλάχιστον στα δικά μου μάτια), γιατί βασιζόταν μεν στην αίσθηση κοινής λογικής αλλά, το σημαντικότερο, σε έναν υπαρκτό βαθμό πολιτικοποίησης. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί κανείς να μην τρέμει από τα αποκρουστικά αισθήματα που γεννά ο εν μια νυκτί εκδημοκρατισμός του ΝΑΤΟ και του ναζισμού στο όνομα της ειρήνης (ειδικά σε όσους έχουν ως μνήμη τον «εκδημοκρατισμό» της Γιουγκοσλαβίας και του Ιράκ). Η δε επίκληση του ορθολογισμού έναντι του κοινωνικά/πολιτικά ορθού (όχι με την έννοια της νεοφιλελεύθερης καραμέλας), υγιούς ή προοδευτικού, είναι τρομακτική («είναι λογικό να εφαρμόζονται κυρώσεις», «τι περιμένατε, να μη υπήρχαν αντίποινα ?» κ.ο.κ.). Συνιστά μεγάλη ιδεολογική υποχώρηση, στον βαθμό που αντί να εξετάζεται η σκοπιμότητα και το συμφέρον πίσω από κάθε κίνηση (ούτε καν η ηθική πτυχή της), όλα ανάγονται στο λογικό ή στο παράλογο (κάτι με μικρή αξία, εάν αναλογιστεί κανείς πως οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές δεν στερούνται εσωτερικής λογικής).  

Η επίθεση στην απεξάρτηση ως πλευρά της επίθεσης στη Μεταπολίτευση

Ακόμη και σε χώρες-σύμβολα του σοσιαλδημοκρατικού συμβιβασμού (Σουηδία, Φινλανδία), η εικόνα τοξικοεξαρτημένων ανθρώπων εγκαταλελειμμένων στην λογική συνεπαγωγή της συνεχούς χρήσης (την περιθωριοποίηση και τον θάνατο), στην θέση της ασπίδας παλαιότερων θεσμών πρόνοιας ενός κράτους παρόντος σε όλες τις αναγκαίες πτυχές, είναι προφανώς ανατριχιαστική. Ειδικά εάν μιλάμε για κράτη που παλαιότερα η δημόσια χρηματοδότηση έδινε την ευκαιρία για συνεχή έκφραση,  ακόμη και σε πιο «εξαγώγιμα» προϊόντα (δημόσια χρηματοδότηση των τεχνών, των μνημείων ομορφιάς π.χ. του Μπέργκμαν κ.ο.κ.).

Η παραπάνω αναφορά στον εκδημοκρατισμό του ΝΑΤΟ είναι επειδή πολύ απλά η Νέα Δημοκρατία και η δεξιά γενικότερα (κυρίως) σε αυτή τη χώρα, ποτέ δεν θα ενδιαφερθούν για την απεξάρτηση (ως ουσία, ως έννοια, ως στόχο). Με το ίδιο μίσος που χτυπάνε την Μεταπολίτευση και το ιστορικό γεγονός που την γέννησε (Πολυτεχνείο), χτυπάνε και τα παράγωγά της, αυτές τις διάσπαρτες οάσεις άνοιξης που έδειξαν μια δυνατότητα κρατικής πρόνοιας έναντι της μετεμφυλιακής, εθνικόφρονης κτηνωδίας. Όπως το Ε.Σ.Υ., το μεγαλύτερο κεκτημένο ίσως σε επίπεδο κατοχύρωσης κρατικής πρόνοιας όσον αφορά τα κατώτερα στρώματα, εξωθείται εντελώς σκόπιμα, μεθοδικά και συντεταγμένα (με «φιλότιμο και μεράκι»  για να μιλήσω στην γλώσσα των αρμόδιων τότε υπουργών) στα όρια της διάλυσης, έτσι και ένα σύνολο εννοιών, σταθερών και δομικών παροχών σοδομίζεται στα πλαίσια ενός ευθυγραμμισμού με τον νεοφιλελεύθερο 21ο αιώνα. 

Όπως ο νεοφιλελευθερισμός την περίοδο της πανδημίας δήλωσε πως η εργασία απελευθερώνει και όποιος δεν εργάζεται δεν χρειάζεται (να ζει),  και οριακά κουνήθηκαν τα φθινοπωρινά φύλλα από τέτοιες χυδαιότητες (ελλείψει κανονικής αντιπολίτευσης, που θα έλεγε τα πράγματα με το όνομά τους: νεοφιλελεύθερη ευγονική ως απόγονος του εθνικοσοσιαλισμού) έτσι και η σταδιακή αποκτήνωση της κυβερνητικής πολιτικής στο επίπεδο των δομών πρόνοιας φθάνει στην κορύφωσή της.

Όσο μισεί η κυβέρνηση και η δεξιά το Ε.Σ.Υ., άλλο τόσο μισεί την απεξάρτηση ως έννοια. Η απεξάρτηση και η αποτοξίνωση δεν είναι σε καμία περίπτωση το ίδιο (ούτε καν χρονικά στην ζωή ενός ανθρώπου) και όποιος γνωρίζει τον τρόπο λειτουργίας των τέτοιων μονάδων, κατανοεί πως η συγκεκριμένη διάκριση είναι απλώς αλφαβήτα. Για να μιλήσει κανείς για την χρήση των ουσιών θα πρέπει να εισάγει την σχέση αίτιο-αιτιατό σε ένα επίπεδο διακριτό από το βιολογικό/κληρονομικό (ειδάλλως χτυπάμε στον τοίχο της τελεολογίας και της απόγνωσης).  Εάν όμως καταδειχθούν δομικοί παράγοντες αντί της ατομικής ευθύνης (όσο υπεύθυνη κι αν μπορεί να θεωρηθεί η κληρονομικότητα…), όπως κοινωνικοί παράγοντες σαν το άγχος, αλλά και ζητήματα ψυχικής υγείας και κοινωνικών/διαπροσωπικών σχέσεων, τότε οι παραδοχές που πρέπει να γίνουν είναι διακριτές. Θα μιλήσουμε για τα φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας, για περιθωριακές/αντικοινωνικές πρακτικές, τις δομές και τις σχέσεις/συνθήκες που τις κάνουν να ανθίζουν και να αυξάνονται σε συχνότητα. Μια τέτοια συζήτηση δεν μπορεί να σχετίζεται με την ατομική ευθύνη, παρά μόνον εάν ο στόχος είναι να αποσυρθεί τελείως το κράτος από οποιαδήποτε μέριμνα για αυτή την ασθένεια και για τους ανθρώπους που υποφέρουν. Είναι αντικειμενικό πως, στον βαθμό που οι τοξικοεξαρτημένοι ούτως ή άλλως αντιμετωπίζουν έναν διαρκώς εντεινόμενο στιγματισμό (από την λεκτική βία έως τις πιο ακραίες μορφές φυσικής βίας και περιθωριοποίησης), καμία τέτοια κίνηση δεν γίνεται με στόχο την βελτίωση της παρεχόμενης βοήθειας.

Το ΚΕΘΕΑ, ως «ανορθογραφία» σε καιρούς υποβάθμισης του κράτους πρόνοιας

Εάν ανατρέξει κανείς στα απλά νούμερα που παραθέτει π.χ. το ΚΕΘΕΑ, σχετικά με τον αριθμό των ανθρώπων που λαμβάνουν βοήθεια πανελλαδικά από τα προγράμματά του, θα δει μια εικόνα εκπληκτική – παρά α) την τρομακτική έλλειψη χρηματοδότησης και β) την συνεχή προσπάθεια υποβάθμισης αυτών των φορέων γενικότερα. Το δίκτυο αυτό δρα αποτελεσματικά ακριβώς επειδή αντιμετωπίζει την εξάρτηση ως ένα πολυπαραγοντικό ζήτημα το οποίο δεν γεννάται εν μια νυκτί ούτε μπορεί να θεωρηθεί θεομηνία (όρος τόσο προσφιλής, για να δικαιολογηθούν εγκληματικές άγνοιες των κυβερνώντων). Η υποτίμηση του έργου οργανισμών όπως το ΚΕΘΕΑ, με την υπαγωγή τους σε ένα «αθηνοκεντρικό» οργανισμό αποκομμένο πλήρως από τις τοπικές κοινωνίες (όπου το πρόβλημα μπορεί να λαμβάνει ιδιαίτερη/διακριτή έκταση, ή και να μην αντιμετωπίζεται καν ως πρόβλημα) σίγουρα διαιωνίζει παθογένειες και δεν επιλύει κάποιο «υπαρκτό πρόβλημα», το οποίο προκύπτει από την «κατακερματισμό τους».

Φόβοι για την επιστημονική αυτοτέλεια των φορέων αυτών (που άλλωστε μετράνε πραγματικές, ηρωικές επιτυχίες βοηθώντας χιλιάδες ανθρώπους) είναι απολύτως δικαιολογημένοι, μιας και πρόκειται για μια κυβέρνηση που έχει ως πυξίδα, πέραν του άκρατου νεοφιλελευθερισμού, σκοταδιστικές και ακραία συντηρητικές αντιλήψεις, βγαλμένες από το γνωστό τρίπτυχο. Η εντελώς ατεκμηρίωτη (όπως ορθότατα δηλώνει η ανακοίνωση των επικεφαλής των προγραμμάτων του ΚΕΘΕΑ) αυτή επίθεση στις δομές απεξάρτησης παραποιεί κανονικά τα δεδομένα (π.χ. γίνεται λόγος για πολλές λίστες αναμονής,  που  «στην Ελλάδα το φαινόμενο είναι εξαιρετικά περιορισμένο, και γίνεται λόγος για μόνο 145 (!) θέσεις θεραπείας την ώρα που το ΚΕΘΕΑ, για παράδειγμα, διατηρεί σήμερα ενεργή θεραπευτική σχέση με σχεδόν 6.000 άτομα» (από την προαναφερθείσα ανακοίνωση).

Η επικίνδυνη αυτή συνθήκη λαμβάνει χώρα στα πλαίσια της σύγκρουσης με τα υλικά, ιδεολογικά, κοινωνικά, πολιτικά κεκτημένα της μεταπολίτευσης. Η πρόνοια για την απεξάρτηση, η ίδια η αναγνώριση της απεξάρτησης και όχι απλώς της αποτοξίνωσης, δεν έχουν θέση στην Ελλάδα που οραματίζεται η κυβέρνηση. Στην Ελλάδα τον καρκινοπαθών που αντιμετωπίζουν κλειστές πόρτες, οι τοξικοεξαρτημένοι δεν μπορούν να ελπίζουν σε κάτι. Αξιοποίησαν την προσωπική τους ελευθερία, και έχασαν, και ως ηττημένοι θα βιώσουν τις συνέπειες του νεοφιλελεύθερου. Vae victis. Μέσω της συγχώνευσης των οργανισμών αυτών σε ένα μοντέλο καθαρά προληπτικού χαρακτήρα με ενδεχόμενη έμφαση στην χορήγηση φαρμάκων/υποκαταστάτων (διαδικασία που περισσότερη σχέση έχει με ένα κάποιο μοντέλο αποτοξίνωσης και όχι με την απεξάρτηση ως στόχο), αναιρείται και η βασική ουσία που καθιστούσε την δράση κέντρων όπως το ΚΕΘΕΑ, μια τόσο λαμπρή σελίδα στην ιστορία των κεκτημένων αυτού του λαού: την δυνατότητα δηλαδή, έστω περιορισμένη, να αποσυνδεθεί η συζήτηση για τη χρήση ουσιών από το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα της επιτακτικής ανάγκης για παραγωγικότητα, και να συνδεθεί με την απεξάρτηση, την επανένταξη, την λειτουργικότητα στα πλαίσια της κοινωνικής ζ ω ή ς, της ψυχικής και σωματικής υ γ ε ί α ς.  

Πρέπει να γίνει κατανοητό: όπως η ΝΔ δεν ενδιαφέρεται ούτε στο ελάχιστο για τους τοξικοεξαρτημένους, τους αστέγους κ.ο.κ., όσες φορές κι αν φωτογραφηθούν στελέχη της και χαϊδεμένοι της με τέτοιους ανθρώπους, έτσι και εδώ η επίθεση δεν αφορά ούτε την καλύτερη λειτουργία των κέντρων αυτών, ούτε στοχεύει στην πραγματική φύση του προβλήματος. Η επίθεση στο ΚΕΘΕΑ και σε αντίστοιχες μονάδες συνιστά ευθεία επίθεση στην έννοια της απεξάρτησης, δηλαδή την πιο ελπιδοφόρα, υλιστική, αποτελεσματική προσέγγιση σε ένα τόσο κρίσιμο και πολυδιάστατο ζήτημα. Είναι μια επίθεση σε μια αλλά ταυτόχρονα και επίθεση σε όσα υλικά και απτά αντιπροσωπεύει αυτή η έννοια.

Στα πλαίσια των τεκτονικών αλλαγών που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια, επιχειρείται να κλείσει με κάθε τρόπο (ακόμη κι αιματοβαμμένο) μια ιστορική περίοδος που, μέσα σε όλες της τις αντιφάσεις, αποτέλεσε χωροχρονική μήτρα για τεράστια άλματα προς τα εμπρός, όσον αφορά τα κεκτημένα των λαϊκών τάξεων. Να μην το ξεχάσουμε αυτό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου