altersyros: Με αφορμή τις συνεχιζόμενες στάσεις που προκήρυξαν και προκηρύσσουν οι εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες, ΔΟΕ και ΟΛΜΕ, κατά της αξιολόγησης εκπαιδευτικών/σχολείων, παραθέτουμε δύο ενδιαφέροντα αναλυτικά άρθρα του Στέφανου Μακρυγιάννη*, που "αλιεύσαμε" από τον "Παρατηρητή της Θράκης":
- Γιατί οι εκπαιδευτικοί λέμε όχι στην
αξιολόγηση που ετοιμάζει το ΥΠΑΙΘ (2)(2)
Πηγή : www.paratiritis-news.gr [ https://www.paratiritis-news.gr/koinonia/giati-oi-ekpaideftikoi-leme-ochi-stin-axiologisi-pou-etoimazei-to-ypaith-2/ ](2)
Πηγή : www.paratiritis-news.gr [ https://www.paratiritis-news.gr/koinonia/giati-oi-ekpaideftikoi-leme-ochi-stin-axiologisi-pou-etoimazei-to-ypaith-2/ ]
Του Στέφανου Μακρυγιάννη*
Σε ένα προηγούμενο άρθρο (σ.σ.: παρατίθεται παρακάτω) εκθέσαμε τους λόγους για τους οποίους η αξιολόγηση δεν θα βελτιώσει τη δημόσια εκπαίδευση. Εδώ θα δείξουμε γιατί το μοντέλο αξιολόγησης που εισάγει η κυβέρνηση αποτελεί τιμωρία για τους/τις εκπαιδευτικούς. Θα συζητήσουμε επίσης για την αντιεπιστημονική μεθοδολογία του μοντέλου αυτού.
Εκκινώντας τη νομοθέτηση της αξιολόγησης η κυβέρνηση διακήρυξε (και έκτοτε επαναλαμβάνει) πως «η αξιολόγηση δεν θα είναι τιμωρητική αλλά διαμορφωτική και θα είναι αμερόληπτη και δίκαια γιατί θα διενεργείται από 3 αξιολογητές». Διαμορφωτική λέγεται η αξιολόγηση όταν πραγματοποιείται για να εντοπίσει αδυναμίες, δυσχέρειες, δυσκολίες, προβληματικές καταστάσεις ώστε στη συνέχεια με επόμενες ενέργειες να αντιμετωπιστούν. Παράδειγμα μια άσκηση γραμματικής όπου τα λάθη εντοπίζονται ώστε ο/η εκπαιδευτικός να αντιληφθεί εάν ένα γραμματικό φαινόμενο έχει κατανοηθεί από τους μαθητές/τρίες ή χρειάζεται να διδαχθεί ξανά όλο ή ένα μέρος του.
Αναρωτιέται λοιπόν κανείς; Γιατί η κυβέρνηση φρόντισε εξ αρχής να δηλώσει και να διαφημίσει τις «καλές» προθέσεις της; Μα γιατί θέλει να διασκεδάσει τους φόβους για τιμωρίες, ποινές ακόμα και απολύσεις όσων τυχόν δεν αξιολογηθούν «πάνω από τη βάση». Έκανε τη δήλωση σκόπιμα γιατί ο κόσμος της εκπαίδευσης θυμάται τις 2500 απολύσεις εκπαιδευτικών επί της κυβέρνησης ΝΔ το 2014 (και μάλιστα οριζόντια γιατί αξιολογήθηκε ως μη απαραίτητη η ειδικότητά τους!) όσο και τον σημερινό πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη και τότε υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης να δηλώνει στις κάμερες «Βεβαίως και θα απολυθούν εκπαιδευτικοί». Η κυβέρνηση κάνει αυτές τις δηλώσεις επίσης γιατί το σύστημα και η μεθοδολογία αξιολόγησης του 2014 που απορρίφθηκε ολοκληρωτικά από τους/τις μαχόμενες εκπαιδευτικούς μοιάζει σαν δύο σταγόνες νερό με το σημερινό – Μόνο που το σημερινό είναι χειρότερο.
Η κυβέρνηση πιάνεται ψευδόμενη από την πρώτη στιγμή: Ας παρακολουθήσουμε τη σειρά των γεγονότων:
Η κυβέρνηση καθυστέρησε σκόπιμα και παράνομα επί μήνες την μονιμοποίηση των εκπαιδευτικών που η ίδια διόρισε το 2020 (οι εκπαιδευτικοί που διορίζονται γίνονται μόνιμοι/ες δύο χρόνια μετά το διορισμό τους).
Δεν εφάρμοσε ούτε καν το νόμο που η ίδια ψήφισε ο οποίος προέβλεπε πως ο υπάλληλος μονιμοποιείται εάν δεν έχει αρνητική αξιολόγηση.
Μετά άλλαξε τη νομοθεσία (τη δική της ξανά!!) ώστε να μπορεί νομότυπα να μην πραγματοποιήσει τις μονιμοποιήσεις! Ταυτόχρονα με non – paper και προφορικές εντολές ανάγκασε αρκετές Διευθύνσεις Εκπαίδευσης που είχαν ήδη αυτόβουλα προβεί νόμιμα σε μονιμοποιήσεις να τις ανακαλέσουν παρανομώντας!
Μετά με μια απλή Υπουργική Απόφαση που δεν πέρασε ποτέ από κοινοβουλευτικό έλεγχο αποφάσισε πως η αξιολόγηση είναι προϋπόθεση για τη μονιμοποίηση.
Τώρα εκβιάζει τους/τις νεοδιόριστους/ες του πως εάν δεν δεχτούν να αξιολογηθούν δε θα μονιμοποιηθούν! Οι εκπαιδευτικοί αυτοί/ες εργάστηκαν ως συμβασιούχοι από 5 έως και 17 χρόνια(!) υπηρετώντας τη δημόσια εκπαίδευση σε όλη τη χώρα, έχουν ήδη αξιολογηθεί σκληρά στην πραγματική ζωή και στην πράξη στο πανεπιστήμιο, στις πρακτικές τους αλλά στην εργασία τους στα μήκη και τα πλάτη της χώρας. Επιπλέον αναγκάστηκαν για να διοριστούν να επιμορφωθούν εκ των προτέρων με δικό τους κόστος ώστε να συλλέξουν προσόντα πέραν του πτυχίου που απαιτούσε και μοριοδοτούσε το σύστημα προσλήψεων που ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και εφάρμοσε ατόφιο η σημερινή κυβέρνηση ΝΔ.
Η (υποτιθέμενη διαμορφωτική) αξιολόγηση δεν έχει σκοπό να βελτιώσει τους/τις εκπαιδευτικούς. Συνιστά ωμό εκβιασμό που λέει: Αξιολογηθείτε ή δεν έχετε μόνιμη εργασία. Αποδεχτείτε πως χωρίς αξιολόγηση δεν υπάρχει μόνιμη εργασία. Είναι το πρώτο βήμα για κατάργηση της μονιμότητας όλων των εκπαιδευτικών αλλά και το παράθυρο για μελλοντικές νομοθετήσεις απολύσεων. Επιτρέποντας σήμερα να εκκινήσει μια τέτοια διαδικασία οι εκπαιδευτικοί θα βρεθούμε σε μια δια βίου αγωνία, ομηρία και υποταγή της παιδαγωγικής μας ελευθερίας στις ορέξεις της κάθε κυβέρνησης προκειμένου να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε στο δημόσιο σχολείο. Το εκπαιδευτικό κίνημα χαρακτηρίζει τον εκβιασμό αυτό επαναφορά του επιθεωρητισμού που καταργήθηκε το 1982.
Οι νέοι αξιολογητές – επιθεωρητές όπως προβλέπει ο πρόσφατος νόμος μπορούν αξιολογώντας το περιεχόμενο και τις μεθόδους της διδασκαλίας μας να αποκλείσουν εκπαιδευτικούς από την μόνιμη εργασία. Θα χαρακτηρίσουν και θα κατατάξουν το έργο μας σε μια τετράβαθμη κλίμακα ως μη ικανοποιητικό / ικανοποιητικό / πολύ καλό / άριστο και όσοι/όσες ανήκουν στην πρώτη κατηγορία δεν θα έχουν το δικαίωμα της μονιμοποίησης αλλά θα υποχρεωθούν να παρακολουθήσουν κάποιο επιμορφωτικό πρόγραμμα. Θα ρωτήσουν οι γονείς και η κοινωνία εύλογα: γιατί αυτό μας βρίσκει αντίθετους; Τι το μεμπτό υπάρχει σε μια επιμόρφωση εάν διαπιστωθεί πως κάποιος/α εκπαιδευτικός χρησιμοποιεί λανθασμένα μέσα, περιεχόμενο ή μεθοδολογία;
Η απάντηση είναι πως το μεμπτό υπάρχει στις διαφορετικές αντιλήψεις τόσο για το περιεχόμενο όσο και για τη μεθοδολογία της διδακτικής πράξης, υπάρχει στο ποιοι/ες διενεργούν την αξιολόγηση, στον τρόπο και στη μεθοδολογία (πώς γίνεται η αξιολόγηση), ακόμα στην υποτιθέμενη επιμόρφωση που προβλέπεται και τελικά στις στοχεύσεις της αξιολόγησης.
Ποιο είναι το σωστό περιεχόμενο και μεθοδολογία του μαθήματος; Έγκειται στην προσωπική άποψη του επιθεωρητή/τριας να αποφασίσει. Αν κρίνει πως δεν είναι της αρεσκείας του μπορεί να καταβαραθρώσει τον/την εκπαιδευτικό. Εδώ υπάρχει ο τεράστιος κίνδυνος κατάργησης της παιδαγωγικής ελευθερίας του/της εκπαιδευτικού να εφαρμόσει εκείνο το μοντέλο κάθε φορά που κρίνει ως κατάλληλο για τη διδασκαλία του.
Ας δούμε ποιοι/ες διενεργούν την αξιολόγηση: Οι διευθυντές/ντρίες και οι σχολικοί σύμβουλοι. Λέει μισή αλήθεια αλλά ολόκληρο ψέμα το υπουργείο πως για τη διασφάλιση της αμεροληψίας ο/η κάθε εκπαιδευτικός θα αξιολογείται από 3 διαφορετικούς αξιολογητές. Πράγματι θα είναι 3 (σύμβουλος ειδικότητας – σύμβουλος σχολικής μονάδας – διευθυντής/τρία) (εκτός δασκάλων και νηπιαγωγών που θα είναι 2 καθώς οι δύο ιδιότητες των συμβούλων εδώ συμπίπτουν) αλλά αξιολογούν διαφορετικές παραμέτρους ο καθένας/καθεμιά και αρκεί μία αρνητική γνώμη για να χαρακτηριστεί το έργο του εκπαιδευτικού μη ικανοποιητικό. Επιπλέον λόγω έλλειψης επαρκούς αριθμού συμβούλων ειδικότητας της Ειδικής Αγωγής το Υπουργείο στέλνει συμβούλους γενικής αγωγής (που δεν έχουν πατήσει ποτέ το πόδι τους σε ειδικό σχολείο ή/και τμήμα ένταξης) να αξιολογήσουν εκπαιδευτικούς σε δομές ειδικής αγωγής!!
❝ Η αξιολόγηση πραγματοποιείται με τη μορφή του παλιού επιθεωρητισμού δηλαδή με επίσκεψη – εισβολή των αξιολογητών/τριών (του/της συμβούλου ή/και του διευθυντή/ντρίας) στην τάξη που θα πρέπει σε δύο τέτοιες επισκέψεις σε δύο διδακτικές ώρες ανά 4 χρόνια (ανά 2 χρόνια ο διευθυντής/τρία) να παρακολουθήσουν τον/την εκπαιδευτικό και να τσεκάρουν στην κυριολεξία με X μια ατελείωτη σειρά δυσνόητων παραμέτρων ικανότητας (63 στον αριθμό) του/της εκπαιδευτικού σε τετραβάθμια κλίμακα ενιαία για όλα τα σχολεία. ❞
Η διαδικασία αυτή προσπαθεί τελείως αντιεπιστημονικά να ποσοτικοποιήσει ένα ποιοτικό μέγεθος. Κομματιάζει τη διδακτική πράξη σε πολλά μικρά τμήματα επιχειρώντας να τα μετρήσει αλλά και να τα συγκρίνει: Πρέπει οι μετρήσεις σχολείων και εκπαιδευτικών να μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους. Για αυτό το λόγο άλλωστε παρά το ότι η αξιολόγηση διδάσκεται ως έννοια στα παιδαγωγικά τμήματα δεν υπάρχει παιδαγωγικό τμήμα που να μην κατήγγειλε ως αντιεπιστημονικές ή έστω προβληματικές τις κυβερνητικές επιλογές. Η ποσοτικοποίηση μιας ποιοτικής διαδικασίας και ειδικά μιας απίστευτα πολύπλοκης όπως η διδασκαλία είναι ουσιαστικά αδύνατη, γιατί αλλάζουν από τμήμα σε τμήμα και από διδακτικό αντικείμενο σε διδακτικό αντικείμενο πλήθος παραμέτρων με πιο σημαντικό τους/μαθητές τρίες.
Για να το πούμε πιο απλά: Το υλικό μαθήματος, η μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί, ο ρυθμός της διδασκαλίας, οι τυχόν επεκτάσεις περιεχομένου, τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν αλλάζουν δραματικά από τμήμα σε τμήμα για το ίδιο ακριβώς διδακτικό αντικείμενο επειδή είναι διαφορετικά τα παιδιά. Δεν μπορεί να υπάρξει στάθμιση και σύγκριση μεταξύ τμημάτων. Ό,τι είναι ιδανικό για το Α τμήμα δεν είναι για το Β. Οι εκπαιδευτικοί δεν διδάσκουν τα ίδια πράγματα με τον ίδιο τρόπο όχι γιατί δε μπορούν αλλά γιατί δεν πρέπει.
Να σημειωθεί εδώ πως αρκετοί αξιολογητές/τριες – σχολικοί/ες σύμβουλοι συνήθως έχουν πολλά χρόνια να διδάξουν ενώ αποφεύγουν συστηματικά να πραγματοποιήσουν έστω και μία δειγματική διδασκαλία επίδειξης των δικών τους μεθόδων και ικανοτήτων παρά το ότι αυτό ακριβώς προβλέπεται από τα καθήκοντά τους. Θα υπάρξουν σύμβουλοι/επιθεωρητές που θα αδυνατούν να αποδεχτούν σύγχρονες διδακτικές μεθόδους ή θα θέλουν να επιβάλλουν μέσω της βαθμολογίας συγκεκριμένες μεθοδολογίες και περιεχόμενο παραβιάζοντας έτσι την παιδαγωγική ελευθερία αλλά και τα μορφωτικά δικαιώματα των παιδιών. Ήδη έχουν γίνει αντιληπτά τα πρώτα κρούσματα αυταρχισμού ενάντια σε εκπαιδευτικούς που περιλάμβαναν υβριστικούς και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς!
Τελικά
αμφιβάλλουμε ακόμα και για την απλή
ικανότητα των συμβούλων και των
διευθυντών/τριών (έστω και αν είναι
αμερόληπτοι, ειλικρινείς και έχουν τις
καλύτερες προθέσεις) να μας αξιολογήσουν
σε τεχνικό επίπεδο: Πώς μπορεί να κριθεί
το έργο ενός/μιας εκπαιδευτικού που
διδάσκει 3500 ώρες κάθε 4 χρόνια από
κάποιον/α που θα παρακολουθήσει 2 ώρες
μάθημα από τις 3500 – ενώ δεν διδάσκει ο
ίδιος/ίδια εδώ και 5-10-15 χρόνια και σε
αυτές τις δύο ώρες θα πρέπει να συμπληρώσει
μια ατελείωτη λίστα δεικτών (63 θυμίζουμε)
παρακολουθώντας υποτίθεται και
καταγράφοντας ταυτόχρονα: την ειδημοσύνη
του/της εκπαιδευτικού, τη μικροκοινωνία
της τάξης και το περιεχόμενο του
μαθήματος;
Για να γίνει αντιληπτό το αδύνατο του πράγματος είναι σαν να πρέπει ένας κριτικός κινηματογράφου να κρίνει βαθμολογώντας ένα κινηματογραφικό έργο 2 ωρών σε όλα τα επίπεδα (σενάριο, σκηνοθεσία, απόδοση ρόλων, τεχνικά μέσα, μοντάζ κ.τ.λ.) βλέποντας ακριβώς 8,5 δευτερόλεπτα του φιλμ. Από αυτό το ασήμαντο κλάσμα δουλειάς ο αξιολογητής/τρια θα μπαίνει στις τάξεις μας και θα κρίνει το έργο μας 4 χρόνων και το μέλλον μας, υπηρεσιακό και μισθολογικό.
Για να συνεχίσουμε την επιχειρηματολογία εδώ θα υποθέσουμε το αντίθετο: πως όλες οι ανωτέρω ανησυχίες έχουν αντιμετωπιστεί – που δεν έχουν. Πως έφτασε η ώρα της βαθμολόγησης και κατάταξης. Το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής – κρατικό όργανο σχεδιασμού και εφαρμογής της αξιολόγησης – επιμόρφωσε πρόσφατα τους/τις συμβούλους για τις κλίμακες κατάταξης. Και «ενδεικτικά» έδειξε το παρακάτω σχήμα πρότασης κατάταξης:
Είναι εντυπωσιακό το γεγονός πως το ΙΕΠ σχηματοποιώντας την κατανομή σε πυραμίδα εξ αρχής θεωρεί περίπου το 40% των εκπαιδευτικών ως παρέχοντες μη ικανοποιητικό έργο! (Συγκριτικά το 2014 έθετε το όριο μη ικανοποιητικού έργου στο 15%). Αυτή είναι η εμπιστοσύνη που δείχνει η κυβέρνηση στους/στις εκπαιδευτικούς. Ταιριάζει απολύτως με τη μισθολογική καθήλωση, τις απειλές, τα δικαστήρια εναντίον μας, την υποχρηματοδότηση των σχολείων που δυσχεραίνει την καθημερινή εργασία μας. Η πυραμίδα αυτή αναδεικνύει τις προθέσεις της για μελλοντικές απολύσεις των ανυπάκουων και των μη συμμορφούμενων. Η πυραμίδα κατάταξης έρχεται από το σκοτεινό παρελθόν των διώξεων για πολιτικούς και ιδεολογικούς λόγους.
Ακόμα και η υπόσχεση περί επιμόρφωσης όσων κριθούν «μη ικανοποιητικοί» αποτελεί τελικά όχι απλά τιμωρία αλλά και βαθιά αντιεπιστημονική πειθάρχηση: Η πείρα από παλιότερα αλλά και πολύ πρόσφατα «επιμορφωτικά» προγράμματα του ΙΕΠ είναι αποκαλυπτική. Θυμίζουμε τα παλαιότερα σκοταδιστικά προγράμματα περί απαγόρευσης των αμβλώσεων που αποσύρθηκαν μετά την κατακραυγή. Θυμίζουμε τα πρόσφατα (είναι σε εξέλιξη) αντιεπιστημονικά επιμορφωτικά προγράμματα των νεοδιόριστων (αυτών που θα αξιολογηθούν πρώτοι/ες!) που καλούν εκπαιδευτικούς να χαρακτηρίσουν μαθητές/τριες από την εμφάνιση, αποδίδουν σε σχολεία τον χαρακτηρισμό του «καταυλισμού» και χρησιμοποιούν ανοίκεια και προσβλητική φρασεολογία. Το περιεχόμενο των προγραμμάτων αυτών αποτελεί προσβολή προς τις σπουδές μας, προς την επιστήμη, προς το έργο που επιτελούμε και μας αποδεικνύει τις προθέσεις του Υπουργείου: Μας θέλει υποταγμένους/ες να αποδεχόμαστε ως αληθή και να εφαρμόζουμε όποια αντιεπιστημονική ανοησία σερβίρει ως δήθεν επιμόρφωση.
Το Υπουργείο θεωρεί τους/τις εκπαιδευτικούς απλά διαχειριστές υποβαθμισμένων σχολείων που θα ανεχτούν από βιοποριστική ανάγκη τις επιλογές ΕΕ και ΟΟΣΑ για ένταση του ταξικού αποκλεισμού και μετατροπή του δημόσιου σχολείου σε σχολείο της αγοράς που θα λειτουργεί με κριτήρια κόστους – οφέλους αντί να καλύπτει το σύνολο των μορφωτικών αναγκών των παιδιών. Ακολουθούν ενδεικτικές φωτογραφίες από το περιεχόμενο επιμόρφωσης του ΙΕΠ. Τις είδαν χιλιάδες εκπαιδευτικοί στις οθόνες τους.
Τελικά ακόμα και εάν ήταν ιδανικό το περιεχόμενο της επιμόρφωσης γιατί αυτό πρέπει να συνδέεται ως «τιμωρία» με εκπαιδευτικούς που θα χαρακτηρίζονται με μια λέξη ως «μη ικανοποιητικοί»; Οι «ικανοποιητικοί» δεν χρειάζονται επιμόρφωση ώστε να βελτιωθούν σε «πολύ καλούς» και οι «πολύ καλοί» σε «άριστους»; Οι εκπαιδευτικοί αρνούμαστε να επιβάλλεται σε κάποιους/ες από εμάς ως τιμωρία κάτι που ζητάμε να έχουμε όλοι/όλες. Γιατί το σύνολο των εκπαιδευτικών επιζητά και διεκδικεί την επιμόρφωση. Αυτή πρέπει να αφορά τους πάντες γιατί θέλουμε όλοι/όλες ως επιστήμονες και επαγγελματίες να εξελισσόμαστε.
Συμπερασματικά: Η αξιολόγηση είναι τιμωρητική αφενός γιατί συνδέει για όλους/όλες τη μόνιμη εργασία με την υπακοή στις εντολές και τις επιλογές του ΥΠΑΙΘ και αφετέρου γιατί αντιμετωπίζει την επιμόρφωση ως ποινή. Δεν υπάρχει απολύτως καμιά πρόβλεψη για την επιμόρφωση όλων των εκπαιδευτικών, ενώ η όποια επιμόρφωση υπάρχει βρίθει αντιεπιστημονικών και αντιπαιδαγωγικών αντιλήψεων.
Το ΥΠΑΙΘ θέλει μέσω της αξιολόγησης να επιβάλλει τέτοιες πρακτικές αυταρχισμού και κατηγοριοποίησης σχολείων, εκπαιδευτικών και μαθητών/τριών με απώτερο στόχο (όπως πάλι δείχνει η διεθνής εμπειρία) να αποκτήσει ευλογοφανείς δικαιολογίες για τον περιορισμό της δημόσιας εκπαίδευσης ή την εκχώρηση πτυχών της σε ιδιώτες. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί παρά μόνο εάν γίνει κατορθωτό να χαρακτηριστούν σχολεία (και εκπαιδευτικοί) ως «αποτυχημένα» και «μη ικανοποιητικά» και στη συνέχεια να δικαιολογηθεί στις τοπικές κοινωνίες η παύση του δημόσιου δωρεάν χαρακτήρα τους ως εξοικονόμηση πόρων. Από σήμερα «εκπαιδεύει» μέσω της αξιολόγησης και της «επιμόρφωσης» στη χρήση των όρων αυτών και του περιεχομένου τους.
Απέναντι σε αυτή τη λαίλαπα καταστροφής του δημόσιου σχολείου και των εργασιακών δικαιωμάτων οι εκπαιδευτικοί, τα σωματεία και οι ομοσπονδίες μας απαντάμε με το παλιό ρητό «δάσκαλος σκυφτός αμόρφωτος λαός». Αντιπαραθέτουμε συγκεκριμένες δέσμες προτάσεων που στόχο έχουν τη διαφύλαξη του δημόσιου δωρεάν χαρακτήρα του σχολείου, την υπεράσπιση της παιδαγωγικής ελευθερίας και δημοκρατίας και την κάλυψη όλων των μορφωτικών αναγκών των παιδιών χωρίς διακρίσεις. Οι προτάσεις αυτές θα αναλυθούν στο επόμενο τρίτο και τελευταίο άρθρο της σειράς.
*Ο
Μακρυγιάννης Στέφανος είναι πρόεδρος
του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας
Εκπαίδευσης Ροδόπης «Οι τρεις Ιεράρχες»
και υποψήφιος διδάκτορας του Τμήματος
Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ
Πηγή
: www.paratiritis-news.gr
____________________________________
- Γιατί οι εκπαιδευτικοί λέμε όχι στην αξιολόγηση που ετοιμάζει το ΥΠΑΙΘ (1)
Του Στέφανου Μακρυγιάννη*
Η παρούσα κυβέρνηση της ΝΔ και ειδικά το Υπουργείο Παιδείας διαφημίζει πανηγυρικά πως μετά από 41 χρόνια θα αξιολογήσει τους εκπαιδευτικούς και τα σχολεία. Ισχυρίζεται δια στόματος της κ. Κεραμέως πως α) η αξιολόγηση αυτή θα «απογειώσει» το εκπαιδευτικό σύστημα β) πως δεν θα έχει τιμωρητικό χαρακτήρα για εκπαιδευτικούς που τυχόν θα αποτύχουν στην αξιολόγηση γ) πως η αξιολόγηση θα είναι αμερόληπτη και δίκαια γιατί θα διενεργείται από 3 αξιολογητές. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι όπως πολύ καλά γνωρίζουμε οι εκπαιδευτικοί «στάχτη» στα μάτια, τα δικά μας και όλης της κοινωνίας. Για αυτό έχουμε απαντήσει όλο το τελευταίο διάστημα με απεργιακές κινητοποιήσεις αλλά κυρίως με άλλες μορφές (αποχή από συγκεκριμένες ενέργειες) που δεν επηρεάζουν τη διδακτική πράξη. Θα αποδείξουμε στη συνέχεια σε αυτό και σε επόμενα άρθρα τα πραγματικά επίδικα και συμβαίνοντα σχετικά με το ζήτημα της αξιολόγησης.
Αποδόμηση του 1ου ψέματος του Υπουργείου Παιδείας: «Η αξιολόγηση θα απογειώσει το εκπαιδευτικό σύστημα»
Με τη δήλωση αυτή η κυβέρνηση ρητά υπονοεί πως η έλλειψη της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών είναι το κύριο πρόβλημα που κρατά στάσιμο το εκπαιδευτικό σύστημα. Πως η ποιότητα της εργασίας των εκπαιδευτικών δημιουργεί τα προβλήματα στην εκπαίδευση οπότε εάν αυτή μετρηθεί και διορθωθεί θα γίνει κατορθωτό όχι απλά να λυθούν τα προβλήματα αλλά να «απογειωθεί» η εκπαίδευση!
Δυστυχώς για την κυβέρνηση οι επίσημοι αριθμοί και στοιχεία ακόμα και των ίδιων των κεντρικών οργάνων της ΕΕ αποδεικνύουν πως ψεύδεται. Χαρακτηριστική είναι η Έκθεση παρακολούθησης της εκπαίδευσης και κατάρτισης 2020 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής [1]. Επειδή το άρθρο μας δεν αρκεί για την παρουσίαση όλης της έκθεσης την παραθέτουμε σε σύνδεσμο και θα αναδειχθούν εδώ μόνο κεντρικές της διαπιστώσεις. Στα εισαγωγικά αυτούσια συμπεράσματα της έκθεσης.
~ «Η εκπαίδευση στην Ελλάδα υποχρηματοδοτείται».
Η Ελλάδα το 2020, το πρώτο έτος της πανδημίας διέθεσε 3,9 % του ΑΕΠ της στην εκπαίδευση, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στην ΕΕ (μέσος όρος ΕΕ-27: 4,6 %) και 4465 ευρώ ανα μαθητή το κόστος κρατικής δαπάνης στην Ελλάδα αλλά 6240 στην ΕΕ στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Στην έκθεση του 2021[2] τα ποσοστά γίνονται αντίστοιχα 4% και 4,7% και τα απόλυτα ποσά 4204 και 6253 αντίστοιχα. Η σύγκριση δε με το 2010 (προ μνημονίου) είναι τρομακτική. Γιατί μπορεί τα ποσοστά των δαπανών επί του ΑΕΠ να έχουν μείνει παρόμοια (4,1% το 2010 / 4% το 2021) αλλά η διαφορά στο ΑΕΠ είναι τεράστια όπως φαίνεται και στο διάγραμμα που ακολουθεί [3]. Το 2010 4,1% σημαίνει δαπάνες 9,22 δις ευρώ ενώ το 2021 το 4% σημαίνει 7,52 δις ευρώ. Δηλαδή τα χρόνια της κρίσης και της πανδημίας ακόμα με πολιτικούς όρους αστικής οικονομικής λογικής αντί η δημόσια εκπαίδευση να ενισχυθεί ως όχημα και εργαλείο αντιμετώπισης της κρίσης και εξόδου από αυτή, αντί για εργαλείο αντιστάθμισης και ανατροπής των συνεπειών της πανδημίας αυτή υποχρηματοδοτήθηκε περαιτέρω (γιατί φυσικά και το 2010 υπήρχε υποχρηματοδότηση: ας μην ξεχνούμε πως ήταν η αλήστου μνήμης χρονιά της υπουργού Διαμαντοπούλου όπου αντί για σχολικά βιβλία είχαμε φωτοτυπίες!).
~ «Οι ανεπαρκείς υποδομές, όπως παλαιά και ακατάλληλα κτίρια, εξακολουθούν να αποτελούν σοβαρό εμπόδιο».
Αυτό ακριβώς το σημείο είναι που αφαίρεσε η κυβέρνηση και το ΥΠΑΙΘ από τους δείκτες αξιολόγησης των σχολικών μονάδων! Αυτό ακριβώς το σημείο είναι που μετατρέπει τους εκπαιδευτικούς σε ηλεκτρολόγους, υδραυλικούς και τεχνικούς κάθε είδους στην προσπάθεια να συντηρηθούν λειτουργικά με πατέντες τα σχολικά κτίρια. Η απαξίωση και διάλυση αρχικά και κατάργηση στη συνέχεια του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων από τις κυβερνήσεις της περιόδου των μνημονίων έχει αφήσει τη χώρα χωρίς δημόσια υπηρεσία που να χτίζει, να επισκευάζει και να συντηρεί κτίρια δημόσιων σχολείων ενώ δεν έχει καν πραγματοποιηθεί ο προσεισμικός έλεγχος της πλειοψηφίας των σχολείων που είχε αρχίσει. Η αρμοδιότητα πέρασε στους υποστελεχωμένους και επίσης υποχρηματοδοτούμενους οργανισμούς της τοπικής αυτοδιοίκησης. Έτσι έχουμε μη ασφαλή σχολεία να πλημμυρίζουν με μια βροχή, να πέφτουν σοβάδες ή και ταβάνια. Είναι δυστυχώς άλλο ένα κεφάλαιο διάλυσης δημόσιων κοινωνικών δομών όπως του ΟΣΕ. Έχει επίσης συμβεί «ατύχημα» πρόσφατα στις Σέρρες με την έκρηξη του καυστήρα που κόστισε τη ζωή του μαθητή μας.
~ «Η Ελλάδα πασχίζει κάθε χρόνο να καλύψει τις κενές θέσεις εκπαιδευτικών για πολύ καιρό μετά την έναρξη του σχολικού έτους. Οι καθυστερήσεις στις προσλήψεις υποδηλώνουν διαρθρωτικές ανεπάρκειες και έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην παροχή εκπαίδευσης».
Και αναλύει στη συνέχεια τις ελλείψεις, τη γήρανση του πληθυσμού των εκπαιδευτικών, το εύρος των μη μόνιμων σχέσεων εργασίας. Οι φετινοί αριθμοί μιλούν μόνοι τους: 47.000 συμβασιούχοι (αναπληρωτές/τρίες) και τα κενά δεν έχουν καλυφθεί ακόμα. Χιλιάδες διδακτικές ώρες κάθε μέρα χάνονται τελείως με ευθύνη μόνο της κυβέρνησης. Για την επόμενη χρονιά αναμένονται οι ανάγκες μετά τις φετινές συνταξιοδοτήσεις να ξεπεράσουν τις 52.000. Οι αυτάρεσκοι πανηγυρισμοί της κυβέρνησης πως διόρισε μόνιμα 24.000 εκπαιδευτικούς είναι φαιδροί : Δεν τους/τις έχει μονιμοποιήσει και καλύψαν μόνο ανάγκες που προέκυψαν από το κύμα συνταξιοδοτήσεων λόγω της άθλιας ασφαλιστικής αντιμεταρρύθμισης Κατρούγκαλου – Βρούτση.
~ “Το ποσοστό χαμηλών επιδόσεων στις βασικές δεξιότητες παραμένει υψηλό”, “το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο των μαθητών παίζει σημαντικό ρόλο στις επιδόσεις τους” και φυσικά στη συνέχεια προσδιορίζεται πως “η ευημερία των μαθητών επηρεάζει τις επιδόσεις τους.”
Έτσι αναδεικνύεται και αυτό που λέμε οι εκπαιδευτικοί: είναι οι ταξικές ανισότητες που αποκλείουν παιδιά από το σχολείο και οδηγούν σε χαμηλά αποτελέσματα. Μετά από 13 χρόνια οικονομικής κρίσης είναι το περιβάλλον φτώχειας, ακρίβειας και ανεργίας που ταλανίζει τις οικογένειες και εμποδίζει τα παιδιά στο σχολείο να αναπτύξουν όλες τους τις δυνατότητες.
~ “Το πρόγραμμα σπουδών που επικεντρώνεται στο περιεχόμενο και οι διδακτικές πρακτικές αφήνουν μέχρι στιγμής ελάχιστο περιθώριο στους εκπαιδευτικούς να εντάξουν ουσιαστικά τις ΤΠΕ στην εκπαίδευση ενώ η ελλιπής υποστήριξη των ΤΠΕ στα σχολεία ενδέχεται να εμποδίζει τους ψηφιακά καταρτισμένους εκπαιδευτικούς να εφαρμόσουν τις δεξιότητές τους”.
Δηλαδή με απλά λόγια: ενώ οι κυβερνώντες υμνούν θεωρητικά την είσοδο των νέων τεχνολογιών στη διδακτική πράξη (μάλιστα έχουν και αρκετούς δείκτες αξιολόγησης που θα μετρούν τις επιδόσεις μας σε αυτό!!) ταυτόχρονα η κυβέρνηση δεν παρέχει ούτε το πλαίσιο ούτε την υποστήριξη για τη χρήση τους. Χαρακτηριστικά υπάρχουν σήμερα σχολεία χωρίς διαδίκτυο στις τάξεις, χωρίς ούτε ένα προβολέα, χωρίς άλλα ψηφιακά μέσα ενώ εδώ πρέπει να θυμίσουμε και όλο το φιάσκο της τηλεκπαίδευσης που ήταν ο ορισμός του ταξικού αποκλεισμού για μέρος των παιδιών.
Ανακεφαλαιώνοντας εν συντομία: Για τα δεινά της εκπαίδευσης φταίνε οι υποδομές, φταίει το πλαίσιο, φταίει η χρηματοδότηση, φταίνε οι κοινωνικές ανισότητες, φταίνε τα κενά και οι ελλείψεις σε εκπαιδευτικούς. Δεν φταίνε οι ίδιοι εκπαιδευτικοί όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση που θεωρεί πως εάν μας αξιολογήσει θα «απογειώσει» την εκπαίδευση ούτε προτείνεται η αξιολόγηση ως λύση των δεινών αυτών.
Η κυβέρνηση (και οι προηγούμενες) με την αξιολόγηση και το κραυγαλέο αυτό ψέμα θέλει να μετατοπίσει τις ευθύνες της για τα προβλήματα της εκπαίδευσης στην πλάτη των εκπαιδευτικών: γιατί ευθύνεται η ίδια για την υποχρηματοδότηση της δημόσιας εκπαίδευσης, για τα κενά στα σχολεία, ευθύνεται για την ακρίβεια και τη φτώχεια αλλά για την περικοπή των σχολικών γευμάτων που πλήττουν κυρίως τα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, ευθύνεται για τα κτίρια που δε συντηρούνται, ευθύνεται για την ελαστική εργασία των εκπαιδευτικών, ευθύνεται για το πλαίσιο λειτουργίας και τις συνθήκες εργασίας μας ευθύνεται βεβαίως και για το αναλυτικό πρόγραμμα: δηλαδή τι μας υποχρεώνει να διδάξουμε στα παιδιά.
Η κυβέρνηση προκλητικά αδιαφορεί για τα όσα επισημαίνουμε ως σωματεία μόνο που…..το επισημαίνουν και η ΕΕ και ο ΟΟΣΑ δηλαδή οι υπερεθνικοί οργανισμοί που στηρίζουν την κυβέρνηση και αυτή τους επικαλείται συνεχώς. Βεβαίως οι εκπαιδευτικοί και τα συλλογικά μας όργανα διαφωνούμε τις οδηγίες και τις στοχεύσεις των οργανισμών αυτών που κινούνται σε κατευθύνσεις ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης.
Πέραν των ανωτέρω η αξιολόγηση δεν θα απογειώσει το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα όχι γιατί έτσι ισχυριζόμαστε αλλά γιατί αυτό έχει αποδείξει η διεθνής και εγχώρια εμπειρία. Συστήματα αξιολόγησης τέτοια ή παρόμοια με αυτό που επιχειρείται η εισαγωγή του έχουν εφαρμοστεί σε άλλες χώρες και έχουν αποτύχει. Οδήγησαν σε σύνδεση της χρηματοδότησης των δημόσιων σχολείων με την κατηγοριοποίηση τους στη βάση της «αποτελεσματικότητας». Δηλαδή συνέδεσαν τις επιδόσεις των παιδιών και την αξιολόγηση εκπαιδευτικών με τη χρηματοδότηση και κατέληξαν σε παύση της λειτουργίας πολλών σχολείων (μέσω ενός φαύλου κύκλου ποινών χρηματοδότησης των «χειρότερων» σχολείων») ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο δηλαδή τα σχολεία όπου διαπιστώνονταν προβλήματα να ενισχύονταν για να τα αντιμετωπίσουν! Παρεπόμενα υπήρξε αύξηση των μαθητών-τριών ανά τάξη σε όλα τα υπόλοιπα αλλά και πολλές μετακινήσεις παιδιών αφού έπαψαν να υφίστανται σχολεία της γειτονιάς ή εναλλακτικά κλήθηκαν οι οικογένειες να πληρώσουν για να διατηρηθούν σε λειτουργία σχολεία που είχαν χαρακτηριστεί ως μη ικανοποιητικά. Επιπλέον το διαρκώς αυξανόμενο γραφειοκρατικό εξωδιδακτικό έργο οδήγησε σε επαγγελματική εξουθένωση (burn out) τους/τις εκπαιδευτικούς και σε μαζικές παραιτήσεις.
Στη χώρα «πρωτοπόρο» αυτού του μοντέλου αξιολόγησης και σύνδεσης της «αποτελεσματικότητας» με το κόστος, τη Μεγάλη Βρετανία, υπάρχουν σήμερα περιοχές χωρίς διασπορά σχολείων και στα λίγα υπάρχοντα οι εκπαιδευτικοί είναι απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με κάποιο επιπλέον ολιγόμηνο σεμινάριο γιατί κοστίζουν λιγότερο αλλά και γιατί οι εκπαιδευτικοί απόφοιτοι πανεπιστημίων έχουν απλά παραιτηθεί και δεν επιλέγουν να εργαστούν εντός τέτοιου συστήματος εξουθένωσης και μισθών πείνας. Οι περιγραφές Ελλήνων – Ελληνίδων εκπαιδευτικών που έχουν εργαστεί σε τέτοια περιβάλλοντα ως αποσπασμένοι στο εξωτερικό είναι συγκλονιστική και διαθέσιμη ευρέως στο διαδίκτυο.
Αλλά και στη χώρα μας, ακόμα και εδώ στην Κομοτηνή: Υπάρχουν σχολεία όπου οι εκπαιδευτικοί δέχτηκαν την εφαρμογή της αξιολόγησης της σχολικής τους μονάδας. Οδήγησε αυτό στη βελτίωση των σχολείων τους; Οδήγησε στην αύξηση της χρηματοδότησής τους; Εξαφάνισε η αξιολόγηση τα κενά; Όχι. Η περιγραφή των συναδέλφων και συναδελφισσών μας σε αυτά τα σχολεία είναι πως η μόνη διαφοροποίηση ήταν η αύξηση της γραφειοκρατικής εργασίας, η εμφάνιση φαινομένων αυταρχισμού (μέχρι και σε σημείο προσβολών σε βάρος εκπαιδευτικών από στελέχη εκπαίδευσης), η διάλυση του κοινωνικού ιστού μεταξύ των εκπαιδευτικών καθώς αρχίζει να δημιουργείται κλίμα ανταγωνισμού αντί για κλίμα συνεργασίας.
Οι εκπαιδευτικοί λοιπόν αρνούμαστε την αξιολόγηση του ΥΠΑΙΘ όχι γιατί έχουμε κάποια ιδεοληψία με την έννοια αλλά γιατί γνωρίζουμε πως αυτά τα μοντέλα αξιολόγησης δεν επιλύουν τα προβλήματα του δημόσιου σχολείου, βγάζουν τους/τις εκπαιδευτικούς από τις τάξεις για να εργαστούν σε διοικητικό έργο, δεν κινούνται στην κατεύθυνση ύπαρξης ενός δημόσιου δημοκρατικού σχολείου των όλων, των ίσων, των διαφορετικών που να καλύπτει όλες τις μορφωτικές ανάγκες των παιδιών χωρίς διακρίσεις.
*Ο Στέφανος Μακρυγιάννης είναι πρόεδρος του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ροδόπης «Οι τρεις Ιεράρχες» και υποψήφιος διδάκτορας του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ
[1] https://op.europa.eu/webpub/eac/education-and-training-monitor-2020/countries/greece_el.html
[2] https://op.europa.eu/webpub/eac/education-and-training-monitor-2021/en/greece.html
[3] Το διάγραμμα αντλήθηκε από εδώ:
https://www.dianeosis.org/crisis-monitor/
Πηγή :
www.paratiritis-news.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου