«Παραδίδω ως πρωθυπουργός ένα έργο το οποίο είχε εντάξει στον προϋπολογισμό, προσέξτε, του 1976, για πρώτη φορά, ο τότε πρωθυπουργός»
(εγκαίνια στο μετρό Θεσσαλονίκης)
Η εκκωφαντική σιωπή, το ισχυρό βουητό του κενού είναι μερικές φορές προτιμότερα από τους επικοινωνιακούς και θεατρικούς διθυράμβους (τους υιοθετούν πλέον και οι λοιποί της εξουσίας «project managers» της κρατικής μηχανής σε όλη την επικράτεια).
Το μετρό της Θεσσαλονίκης δεν είναι παρά η ίδια η μεταπολίτευση. Είναι το αποτύπωμα της μη επιτυχούς επανίδρυσης του κράτους, εκείνης της μη ανασύστασης και αναδόμησης των αρχαϊκών συστημικών δομών της κρατικής μηχανής ώστε να καταλήγουν να λειτουργούν υπέρ του δημόσιου συμφέροντος.
Είναι η χρονοβόρα ιδιοσυγκρασιακή νεοελληνική αναποτελεσματικότητα στη συνεργασία φορέων και λειτουργών διοίκησης και εξουσίας, το μεγάλο χάσμα μεταξύ υποκειμένων και θεσμών.
Οποιος πολιτικός όμως παραδίδει σήμερα (εποχή ψηφιακής επιτάχυνσης) ένα έργο και κόβει την κορδέλα, ένα γιοφύρι της Αρτας που χρονίζει και το έφαγαν οι μελέτες, οι επιτροπές και η γραφειοκρατία της υπηρεσίας (η «αρχαιολογία», η «πολεοδομία»: τα τυραννικά αυτά μικρά κελιά του νεοελληνικού καπιταλισμού), δεν πρέπει να πανηγυρίζει αλλά να ζητάει μια συγγνώμη.
Η αρχή της συνέχειας του κράτους είναι η αρχή της «μαύρης τρύπας» (όπως η επί δεκαετίες τρύπα του μετρό Θεσσαλονίκης). Το εθνικό αξίωμα όλων των έργων που χρονίζουν μέσα στο έρεβος του ιδιόμορφου χρόνου και σκότους της ελληνικής κρατικής μηχανής.
Τα «αρχαία» -όπως και το «δάσος» σε άλλες περιπτώσεις έργων- είναι τα βολικά εμπόδια για να μη σμίγουν ποτέ (μέσα στον στρεβλό και ανάδελφο νεοελληνικό καπιταλισμό) η ιστορία με τον εκσυγχρονισμό, η φύση με την τεχνολογία, το περιβάλλον με τις υποδομές, ο πολιτισμός με την τεχνολογία, και τελικά το δημόσιο με το ιδιωτικό συμφέρον.
Του Τάσου Αναστασίου
Η
διαστημική εκτόξευση προϋπολογισμών, η «κανονικότητα» των δυσθεώρητων
υπερτιμολογήσεων που πληρώνουμε ως κορόιδα για την εκτέλεση των έργων με
αναθέσεις της τελευταίας στιγμής σε εθνικούς εργολάβους δεν είναι πλέον
αποκλίσεις και εξαιρέσεις, αλλά ο κανόνας.
Είναι ο κανόνας που ενώνει το βάθος και το σκότος του νεοελληνικού μη παραγωγικού κράτους με την απόμακρη σχέση δημόσιου συμφέροντος και ιδιωτικού κέρδους.
Το «κουμπί» της εκκίνησης που πάτησε ο πρωθυπουργός στο μετρό Θεσσαλονίκης δεν μας κάνει κανέναν θόρυβο. Διότι το εθνικό συλλογικό μας ασυνείδητο ξέρει καλύτερα τι ακριβώς σημαίνει «εγκαίνια»: είναι το σημαίνον που μας κράτησε αναπτυγμένους ως φαντασιακό θέαμα και εικόνα προόδου.
Γιατί τα έργα που δεν «γίνονται» γρήγορα έχουν πάντα την ίδια βολική πηγή του κακού, πάντα την ίδια εθνική μας νεύρωση με τη δήθεν αρχέγονη αιτία: την αιώνια στρεβλή δομή της κρατικής μηχανής. Είναι όμως πολύ μεγάλο το διάστημα πλέον για να επιβιώσει στο εξής το εθνικό μας άλλοθι («ποτέ δεν γίναμε κράτος»).
Είναι πλέον μακρύ το ταξίδι μας στην καπιταλιστική δυτική ιστορία για να αντιστραφεί η ανικανότητα στοιχειώδους στρατηγικής αντιστάθμισης των κινδύνων με τη γνωστή εθνική μας έλλειψη (την ανάλυση κόστους/οφέλους στα πάντα σχεδόν).
Συντεχνίες και πελατειακό σύστημα έχουν φροντίσει φυσικά ώστε να αποδομηθεί η έννοια «δημόσιο αγαθό».
Και πολλοί πολέμιοι της προόδου, αρνητές της τεχνολογικής κοινής υπεραξίας, κρύβονται με την αντιδραστική ρητορική τους πίσω από θυμικά σημαίνοντα όπως «ιστορία και μνημεία», «φύση και περιβάλλον».
Το δε βαθύ σκοτεινό και φαύλο κράτος των αναθέσεων σε ημετέρους εκμηδενίζει κάθε έννοια προτεραιότητας σε υποδομές, κοινωνικές παροχές, δημόσιες επενδύσεις.
Είμαι 48 ετών. Οι ίδιοι κίνδυνοι (π.χ. Τουρκία, μετανάστες, δημογραφικό, μόλυνση περιβάλλοντος, κακές υποδομές υγείας, καταστροφή πολιτισμικής κληρονομιάς) γυρνάνε δεκαετίες στο μυαλό μου εισερχόμενοι από τις στήλες των εφημερίδων και τις οθόνες των μέσων.
Αλλά ο αληθινός κίνδυνος είναι ανάμεσά μας. Και καταλήγει να είναι καλά κρυμμένος στην κάλπη που αναδεικνύει πολλούς εμπόρους ελπίδας και προσδοκίας, δήθεν μεσσίες με ναπολεόντειο σύνδρομο, μετριότητες που είναι κανονικοί αριβίστες με φιλοδοξίες για δόξα, δημόσιες σχέσεις και ναι: διαπλοκή και πλουτισμό.
Το μετρό της Θεσσαλονίκης αλλά και δεκάδες πρόσφατα «φαραωνικά» έργα εκτελούνται λόγω ραγδαίας ταχύτητας στην εποχή της σαρωτικής τεχνολογικής εξέλιξης, που τα καθιστά, κατασκευαστικά και γραφειοκρατικά, σχεδόν «παραδοτέα».
Και το έργο αυτό δεν είναι τίποτα άλλο παρά το αποτέλεσμα της αιώνιας μη συναίνεσης, η κατάληξη του μικροπολιτικού φθόνου και της μνησικακίας μεταξύ φαντασιακών ηγεμονίσκων και εξουσιαστών στην τοπική αυτοδιοίκηση και σε κλαδικές υπηρεσίες του Δημοσίου.
Αυτών που φτιάχνουν κατά καιρούς κλίκες σαν μικρογραφίες των μεγάλων κομμάτων και με νοοτροπία νεποτισμού κυριαρχούν, συνηθίζονται από τις μάζες και επιβάλλονται στο πεδίο τοπικών και κεντρικών εξουσιών.
Χωρίς πυξίδα, χωρίς σχέδιο, χωρίς εναλλακτικές στρατηγικές, φυγόπονοι στην πειθαρχία και στην προσαρμογή για βιώσιμες λύσεις και μόνιμα αποτελέσματα, βλέπαμε τα έργα να γίνονται μόνο σε μακέτες και μουσαμάδες, ώσπου τελικά να τα χρεωθούμε με υπερτιμολογήσεις: όπως ακριβώς με τις last minute κρατήσεις από τις οποίες κερδίζει ο εγχώριος τουριστικός κλάδος.
Πρώτοι στα όνειρα και στις φαντασιώσεις, ελάχιστοι και ανεπαρκείς στα μικρά και στα αναγκαία, στα απολύτως αυτονόητα για συνεννόηση.
Είμαστε σκλάβοι στα δεσμά της ανικανότητάς μας, ως κοινωνία, να «παράγουμε» δύο πολύτιμα δημόσια αγαθά (που ξεχάσαμε λόγω του δήθεν δικού μας «φιλότιμου»): την ευθύνη και τους υπεύθυνους.
Ανυπάκουοι στο πρέπει και υποταγμένοι συνεχώς στο θέλω, κρατιόμαστε μαεστρικά σε ασφαλή απόσταση από το άχθος της ηθικής υποχρέωσης και από το βάρος της επιλογής: «ό,τι θέλει ας γίνει, ό,τι βγάλει η κάλπη, όλοι το ίδιο είναι».
Μνησίκακοι, ακόμη και με τον εαυτό μας, φθονεροί με την πρόοδο των άλλων, αφού αντί να αντιγράφουμε το ορθολογικό ενδυόμαστε εύκολα τον μανδύα του παραλόγου.
Μονίμως προγονόπληκτοι και ανιστόρητοι, προσποιούμαστε λόγω εύκολου πλουτισμού τόσων ετών ότι γίναμε Δύση, ενώ απλά τρώμε τις σάρκες μας σαν μεταπράτες και έμποροι σε ανατολίτικο παζάρι.
Απολαμβάνουμε το σύμπτωμα της απώθησης των ευθυνών μας αφού πάντα «φταίει ο Αλλος», ποτέ το Εμείς.
Κοινωνία της δεισιδαιμονίας και της παροιμίας, υπήκοοι της απάθειας αλλά με σιωπηρή συνεννόηση για το ατομικό μικροσυμφέρον, απόμακροι από κάθε έννοια κοινού μακροπρόθεσμου στόχου και δημόσιου συμφέροντος.
Υπεξαιρούμε συστηματικά, με την ανοργανωσιά μας σε πολλά φαινόμενα, τον χρόνο και τον μόχθο από το μέλλον των παιδιών μας.
Και όλα αυτά διότι η Ελλάδα δεν είναι παρά μια ιδέα. Μια «μεγάλη ιδέα» που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Είναι σαν ένα τρένο στον αυτόματο που μονίμως δεν θέλει να βλέπει τι έρχεται από απέναντι, σαν μια τρύπα του μετρό που σκάφτηκε κάποτε (σαν τις μεγάλες λακκούβες που ποτέ δεν κλείνουν) και μετά τρεις-τέσσερις δεκαετίες πανηγυρίζουμε ότι πετύχαμε και τελικά «λειτούργησε».
Η συλλογική και συμμετοχική απάθεια τόσων ετών, μετά τα μνημόνια και την πανδημία, εξαγοράζει χρόνο για πολλές παθογένειες που βελτιώνονται.
Αλλά το έργο στη συμπρωτεύουσα παρέμενε καταχωνιασμένο στο συλλογικό ασυνείδητο σαν το εθνικό φαντασιακό μας ανεκπλήρωτο αρχιτεκτόνημα. Κάτι σαν το αιώνιο ανεκτέλεστο πρότζεκτ που μας θυμίζει ότι πάντα θα είμαστε πίσω στην παγκόσμια κούρσα της προόδου.
Ενα εγχείρημα κρατικών υποδομών εκσυγχρονισμού έγινε (εντελώς εσκεμμένα φυσικά) το παράδειγμα της τέλειας αναποτελεσματικότητας του κακού επιχειρηματία που καλείται «νεοελληνικό Δημόσιο».
Το σιδερένιο χέρι όμως αυτού του αναποτελεσματικού κράτους, που ξέρει να οργανώνει τη δομή του χάους και να μην παράγει δημόσια αγαθά, είναι τελικά το ίδιο που κόβει την κορδέλα για έργα που κόστισαν πολλά επί δεκαετίες (και θα αποπληρώνονται επίσης για δεκαετίες από τα παιδιά μας).
Αλλά ο νυν πρωθυπουργός μάς καθησυχάζει (όπως φυσικά και όλοι οι προηγούμενοι σε κάθε εγκαίνια έργου), αφού «σε αυτή την εμπειρία σήμερα καθρεφτίζονται όλες οι παθογένειες της Ελλάδας που θέλουμε να αφήσουμε πίσω μας»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου