Με σταθερούς ρυθμούς συνεχίζεται η απορρύθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης και η επιχειρηματοποίηση του δημόσιου σχολείου.
Ακολουθώντας πιστά τις επιταγές του ΟΟΣΑ οι κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων νομοθετούν απομονώνοντας το σχολείο από τον δημόσιο χαρακτήρα του, φέρνοντας το όλο και πιο κοντά στις επιταγές της αγοράς και του επιχειρηματικού ανταγωνισμού.
Πρώτα η “αυτονομία της σχολικής μονάδας” αφήνει τα σχολεία στο έλεος της ελεύθερης, αχαλίνωτης αγοράς, ορίζοντας τα υπεύθυνα για την οικονομική τους επιβίωση, με το κράτος να αποχωρεί συνεχώς από τις ευθύνες που θα έπρεπε να έχει ως θεματοφύλακας του δημόσιου αγαθού της παιδείας. Το σχολείο, προσπαθώντας να καλύψει τις οικονομικές του ανάγκες, πρέπει πια μόνο του να βρει οικονομικούς πόρους, ειδικά και από τη στιγμή που δεν υφίστανται πια σχολικές επιτροπές και που οι επιχορηγήσεις είναι πενιχρές. Η αναζήτηση αυτή το οδηγεί στην εύρεση μικρών ή μεγάλων χορηγών, ευεργετών, εταιρειών και ΜΚΟ, και τελικά η “αυτονομία” του ΟΟΣΑ οδηγεί στην απόλυτη εξάρτηση, προϊόν της ανάγκης στην οποία έχει έχει περιπέσει η σχολική μονάδα.
Οι οδηγίες του ΟΟΣΑ θέλουν ένα σχολείο υποταγμένο κι εξαρτημένο, και αυτό επισφραγίζεται και με την προσπάθεια επιβολής της αυτοαξιολόγησης της κατάντιας του, όπου η κάθε μονάδα καλείται να αξιολογήσει πόσο καλά τα κατάφερε να επιβιώσει μόνη της, χωρίς τη βοήθεια του δημοσίου χρήματος, το οποίο κατευθύνεται συνεχώς προς άλλες προτεραιότητες, όπως η αγορά στρατιωτικών εξοπλισμών.
Το επόμενο βήμα προς την επιχειρηματική λογική είναι φυσικά η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, ένας τρόπος εκφοβισμού και χαλιναγώγησης του εκπαιδευτικού προσωπικού, που βλέπει καθημερινά τα σχολεία, τον χώρο της δουλειάς του, να απογυμνώνονται από προσωπικό, με τα κενά να γιγαντώνονται κάθε χρόνο όλο και περισσότερο και με τις υποδομές ακόμα και για βασικές ανάγκες να λείπουν.
Πέρα από την εγκατάλειψη των σχολείων κτιριακά και λειτουργικά, οι εκπαιδευτικοί έχουν να αντιμετωπίσουν τους ιδιαίτερα χαμηλούς μισθούς, μισθούς που ποτέ δεν επανήλθαν στο σημείο πριν την κρίση, παρόλα τα θριαμβευτικά λόγια περί ανάπτυξης της χώρας και ‘επιστροφής της στις αγορές”. Έχουν να αντιμετωπίσουν 25άρια τμήματα μετά την εγκύκλιο για συγχωνεύσεις τμημάτων, ανεξάρτητα με τη μαθητική σύσταση και τις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε τμήματος. Η υποκρισία του Υπουργείου περισσεύει, όταν ευαγγελίζεται τη “συνεκπαίδευση” , αλλά την ίδια στιγμή μειώνει τους εκπαιδευτικούς παράλληλης στήριξης σε έναν για κάθε τμήμα, ακόμη κι αν οι μαθητές που χρήζουν βοήθειας είναι τέσσερις ή πέντε. Η υποκρισία περισσεύει, όταν προσποιείται ενδιαφέρον για την αντιμετώπιση των κρουσμάτων ενδοσχολικής βίας, αλλά περιορίζεται να κατασκευάσει φθηνές πλατφόρμες καταγγελιών χωρίς κανένα πραγματικό μέτρο, όπως ο διορισμός ψυχολόγων σε κάθε σχολική μονάδα που θα μπορούν να βοηθούν μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικό προσωπικό σε σταθερή και συνεχή βάση.
Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα την αποψίλωση της δημόσιας παιδείας με τους γονείς να πρέπει όλο και περισσότερο να χώνουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να φροντίζουν τα παιδιά τους είτε αγοράζοντας υλικά για το σχολείο, είτε προσλαμβάνοντας ιδιώτες για να στηρίξουν τα παιδιά τους στην τάξη.
Οι εκπαιδευτικοί, από την άλλη, βάλλονται από παντού έχοντας να αντιμετωπίσουν την οικονομική εξαθλίωση, την εργασιακή επισφάλεια και τρομοκράτηση, το burn-out και ό,τι αυτά συνεπάγονται για την προσωπική και οικογενειακή τους ζωή.
Κι αυτό όμως φαίνεται πως δεν είναι αρκετό. Έχουν επίσης να αντιμετωπίσουν ένα σταθερά εχθρικό υπουργείο το οποίο δεν παύει να κατηγορεί και να στοχοποιεί τον εκπαιδευτικό κλάδο για όλα τα δεινά της εκπαίδευσης που έχει το ίδιο προκαλέσει μέσα από τις νεοφιλελεύθερες απορρυθμιστικές πολιτικές του.
Πρόσφατα διαβάσαμε ότι οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί “φταίνε για τα κενά γιατί δεν θέλουν να δουλέψουν και παραιτούνται”! Και μάλιστα το υπουργείο βρήκε την ευκαιρία να προωθήσει τροπολογία με βάση την οποία θα προσλαμβάνονται ακόμα και συνταξιούχοι εκπαιδευτικοί κάτω των 67 ετών για να καλύψουν τα κενά. Τι κρύβεται όμως άραγε κάτω από αυτή την νέα καινοτομία;
Πρώτον όσο κι αν θέλει για άλλη μια φορά να μειώσει τους εκπαιδευτικούς και να προωθήσει τον κοινωνικό αυτοματισμό, είναι σαφές ότι για τα κενά δεν φταίνε οι εκπαιδευτικοί. Αυτό που λείπει στον εύκολο αφορισμό του υπουργείου είναι οι πραγματικές συνθήκες στις οποίες καλούνται να ανταπεξέλθουν οι εκπαιδευτικοί και που συχνά τους ωθούν στην παραίτηση. Πολλές φορές οι αναπληρωτές αναγκάζονται να αρνηθούν θέσεις γιατί δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στα ενοίκια. Κάποιες περιοχές της Αττικής και νησιά των Κυκλάδων, κυρίως τουριστικά, έχουν τόσο υψηλά ενοίκια που απορροφούν το 1/3 του μισθού τους, για να μην υπολογίσουμε σε αυτό τα ναύλα για μετακινήσεις και το γεγονός ότι μπορεί να πληρώνουν διπλό ενοίκιο στον τόπο μόνιμης κατοικίας τους και στο τόπο εργασίας τους.
Ταυτόχρονα πολλοί αναπληρωτές εκπαιδευτικοί είναι πια σε προχωρημένη ηλικία και έχουν σημαντικές οικογενειακές υποχρεώσεις με μέλη που χρειάζονται την φροντίδα τους και ως εκ τούτου δεν μπορούν να μετακινηθούν πολύ μακριά από την οικογένειά τους, με αποτέλεσμα να μη επιλέγουν κάποιες περιοχές, όπως τη νησιωτική χώρα. Αν υπολογίσουμε σε αυτό και την δύσκολη κατάσταση που επικρατεί στα νησιά ή στην ορεινή Ελλάδα όσον αφορά την ιατρική περίθαλψη, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί οι τόποι αυτοί δημιουργούν άγχος σε εργαζόμενους με μικρά παιδιά ή με προβλήματα υγείας. Αντί όμως να συνυπολογίσει τις δυσκολίες αυτές που ωθούν τους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς να αρνηθούν θέση ή να παραιτηθούν, το υπουργείο τους ‘τιμωρεί’ με αποκλεισμό 2 ετών, μειώνοντας έτσι ακόμα περισσότερο τον αριθμό των διαθέσιμων εκπαιδευτικών
Ταυτόχρονα, πέρα από τους υλικούς όρους επιβίωσης τους οποίους έχει να αντιμετωπίσει ένας εκπαιδευτικός, τα κενά είναι και αποτέλεσμα της ίδιας της πολιτικής του υπουργείου με το κλείδωμα των πινάκων κατάταξης των αναπληρωτών. Το κλείδωμα των πινάκων σκόπιμα αποτρέπει τους νέους πτυχιούχους από το να κάνουν τα χαρτιά τους και να διεκδικήσουν μια θέση αναπληρωτή. Το υπουργείο μπορεί να φαίνεται έτσι ότι κάνει μαζικές προσλήψεις και διορισμούς, αλλά στην πραγματικότητα δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες των σχολείων, και τελικά παραμένουν κενά τα οποία θα μπορούσαν να καλυφθούν αν οι πίνακες δεν ήταν κλειδωμένοι. Για αυτή τη λογιστική επιλογή του στη συνέχεια το κράτος δείχνει ως υπεύθυνο τον ίδιο τον εκπαιδευτικό.
Δημιουργώντας λοιπόν αυτή την κατάσταση το υπουργείο έρχεται τεχνηέντως να προτείνει ως λύση ένα σύστημα τοπικών προσλήψεων από τους Διευθυντές εκπαίδευσης μέσα από την τελευταία τροπολογία Πιερρακάκη, με βάση την οποία σε όποιο δήμο ή περιφέρεια παρατηρούνται κενά που δεν μπορούν (;) να καλυφθούν, θα μπορεί ο Διευθυντής εκπαίδευσης να εκδίδει πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος ,εκτός πίνακα κατάταξης ΑΣΕΠ, για την πρόσληψη αναπληρωτή για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Όπως ορίζει η τροπολογία η προϋπηρεσία που θα αποκτηθεί σε αυτό το διάστημα δεν θα προσμετράται στον πίνακα κατάταξης του ΑΣΕΠ – μη τυχόν και δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ο αναπληρωτής εκπαιδευτικός θα έχει εργασία και την επόμενη χρονιά (!) – αλλά θα λογίζεται ως δημόσια υπηρεσία για μετά τον διορισμό. Η δε διαδικασία, είναι προφανές, ότι δεν θα γίνεται με ενιαία, μετρήσιμα και αντικειμενικά κριτήρια, αλλά θα είναι σε μεγάλο βαθμό αυθαίρετη και μη ελεγχόμενη, εφόσον θα γίνεται σε τοπικό, σχεδόν προσωπικό επίπεδο, με έναν τρόπο πρόσληψης που προσομοιάζει πολύ με αυτόν που υπάρχει σε επιχειρήσεις και που θα συνδέεται προφανώς με τις διαδικασίες αξιολόγησης, πειθάρχησης και χειραγώγησης του εκπαιδευτικού.
Με αυτόν τον τρόπο και με αυτές τις ψευδείς προφάσεις, το υπουργείο επιχειρεί να εισάγει άλλη μια οδηγία του ΟΟΣΑ στην εκπαίδευση, αυτή της αυτονομίας του σχολείου όσον αφορά την επιλογή του εκπαιδευτικού προσωπικού, μια διαδικασία που μαζί με την ελεύθερη επιλογή σχολείου από τους γονείς, θα επισφραγίσει τη μετάλλαξη του δημοσίου σχολείου σε επιχείρηση με την πλήρη καθυποταγή αυτού και των εκπαιδευτικών στις επιταγές της αγοράς και των εκάστοτε πολιτικών και ιδεολογικών επιδιώξεων της κυβέρνησης.
Σε αυτή την απαράδεκτη τροπολογία δε, προβλέπεται ότι για την κάλυψη των κενών μπορούν να προσληφθούν και παλιοί συνταξιούχοι εκπαιδευτικοί κάτω των 67, προφανώς για να μπορέσουν να συμπληρώσουν τις χαμηλές συντάξεις που παίρνουν! Η λογική της εργασίας “όσο αντέξεις”, της αφαίμαξης των εργαζόμενων και των συνταξιούχων στον βωμό του κέρδους των ολίγων επικρατεί σε αυτό το σύστημα που καταπατά κατάφωρα κάθε μορφωτικό, κοινωνικό και εργασιακό δικαίωμα που έχει απομείνει, και που στόχο έχει την αποψίλωση κάθε δημοσίου και κάθε κοινωνικού και ισότιμου χαρακτήρα της εκπαίδευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου