Χρειάζεται πραγματικά μαζική επαγρύπνηση απέναντι σε αυτήν την έξαρση αυθαιρεσίας που είδαμε να ξεδιπλώνεται στη φετινή διαδήλωση της 6 Δεκέμβρη. Αυτό το πογκρόμ αναίτιων προσαγωγών που μετατράπηκαν σε 112 συλλήψεις πραγματικά δεν έχει προηγούμενο εδώ και δεκαετίες, έστω και αν οι κατηγορίες τελικά έχουν πλημμεληματικό χαρακτήρα και δεν είναι αυτές που φαίνεται ότι θα ήθελε να απαγγελθούν η Αστυνομία, με βάση το δελτίο τύπου που έστειλε στα ΜΜΕ και έκανε λόγο για «επίθεση εναντίον των αστυνομικών δυνάμεων με ρίψεις αντικειμένων (πέτρες, τούβλα, γυάλινα μπουκάλια και φωτοβολίδες σε ευθεία βολή)». Για το ότι δεν υπάρχει ούτε κόκκος αλήθειας σε αυτούς τους ισχυρισμούς δεν χρειάζεται να σας κουράσω, τα είδαμε με τα μάτια μας. Θα επικεντρωθώ στις αλλαγές που ισχύουν από τη φετινή άνοιξη στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και οι οποίες βάζουν στο στόχαστρο τον κόσμο του κινήματος αλλά και ευρύτερα τους φτωχούς και τους καταπιεσμένους αυτής της κοινωνίας.
Οι αλλαγές αυτές συνιστούν μια μεγάλη τομή σε σύγκριση με όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο. Ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης συνόψισε τον χαρακτήρα τους με τη φράση «ως εδώ με τους δικαιωματιστές», παρουσιάζοντάς τες ως εργαλεία με τα οποία θα προστατεύονται «θύματα και φιλήσυχοι πολίτες» και μάλιστα εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την ταχύτητα απόδοσης δικαιοσύνης. Οι αλλαγές απευθύνονται (και διαμορφώνουν) ένα ακροατήριο που ζητά ολοένα και περισσότερη τιμωρία και αυστηροποίηση των ποινών, μακροχρόνιες καθείρξεις και περιστολή δικαιωμάτων. Χαμένοι είναι σίγουρα οι κατηγορούμενοι, οι κρατούμενοι και οι συνήγοροί τους, αλλά και τα νομικά κεκτημένα δεκαετιών. Πώς γίνεται αυτό με απλά λόγια; Το πιο βασικό χαρακτηριστικό αυτών των αλλαγών είναι ο περιορισμός της δυνατότητας αναστολής της ποινής σε καταδίκες έως ένα έτος. Επιπλέον, σε περίπτωση καταδίκης κάποιου σε ποινή φυλάκισης από ένα έως δύο χρόνια, η ποινή μπορεί να μετατραπεί σε χρηματική ή να επιβληθεί κοινωνική εργασία. Έτσι, ο πλούσιος μπορεί να εξαγοράζει την ελευθερία του ενώ ο φτωχός υποχρεώνεται σε απλήρωτη εργασία σε κοινωφελείς επιχειρήσεις ή δομές, οι οποίες θα καλύπτουν την υποστελέχωσή τους με δωρεάν ανθρώπινο δυναμικό. Αν η ποινή είναι από δύο έως τρία χρόνια, επιβάλλεται η έκτισή της, έστω και μερική. Παράλληλα, αυξάνονται τα ανώτατα όρια έκτισης ποινών και περιορίζονται τα κριτήρια της αποφυλάκισης υπό όρους. Εντυπωσιακή και πρωτοφανής για τα ευρωπαϊκά δεδομένα είναι η πρόβλεψη που απαλλάσσει τους αστυνομικούς από την υποχρέωση να προσέλθουν στο δικαστήριο και να εξεταστούν από τους δικαστές και τους συνηγόρους των κατηγορουμένων. Η πρόβλεψη ότι πλέον θα διαβάζεται απλώς η κατάθεσή τους, μετατρέπει την ποινική δίκη σε απλή διεκπεραίωση. Εν ολίγοις, οι αλλαγές θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν σε δυο λέξεις: «περισσότερη φυλακή».
Η αύξηση που θα προκύψει στον πληθυσμό των φυλακών εξαιτίας του νέου νομοθετικού πλαισίου ομολογείται από τους ίδιους τους εμπνευστές του. Στην έκθεση για τις επιπτώσεις του στον προϋπολογισμό, αναφέρεται ότι από αυτόν θα προκύψουν δαπάνες για «την κάλυψη του πρόσθετου κόστους λειτουργίας των καταστημάτων κράτησης, λόγω της προσαύξησης του ανώτατου ορίου της πρόσκαιρης κάθειρξης, της αναπροσαρμογής λοιπών στερητικών της ελευθερίας ποινών, καθώς και της αυστηροποίησης του πλαισίου έκτισης και αναστολής εκτέλεσης της ποινής». Με δεδομένο ότι οι ελληνικές φυλακές είναι ήδη υπερπλήρεις και λειτουργούν σε συνθήκες προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας των κρατουμένων, η κατάσταση που θα δημιουργηθεί θα είναι εφιαλτική. Ωστόσο, η λογική της αυστηροποίησης των ποινών δεν θα επιτύχει τον επίσημο στόχο της. Όσο οι κοινωνικές συνθήκες χειροτερεύουν, το έγκλημα θα αυξάνεται όποιες ποινές κι αν επιβληθούν. Είναι ανοιχτό όμως το κατά πόσο θα επιτύχει τον ανομολόγητο στόχο της: να διαμορφώσει ένα κοινό που θα ζητά ολοένα και μεγαλύτερες ποινές και θα κλείνει τα μάτια μπροστά στις κοινωνικές συνθήκες που γεννούν το έγκλημα.
Τι σημαίνει αυτό για το κίνημα και τις περιπτώσεις κοινωνικοπολιτικής διαμαρτυρίας; Ας πάρουμε το παράδειγμα του άρθρου 189 ΠΚ που αφορά τη διατάραξη κοινής ειρήνης. Το εν λόγω άρθρο ορίζει ότι «Όποιος συμμετέχει σε συγκεντρωμένο πλήθος που με ενωμένες δυνάμεις διαπράττει βιαιοπραγίες εναντίον προσώπων ή πραγμάτων ή εισβάλλει παράνομα σε ξένα σπίτια, καταστήματα ή άλλα ακίνητα κτήματα, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή». Αυτή η πρόβλεψη, με την αοριστία της, δεν αφορά ούτως ή άλλως ανθρώπους που πιάστηκαν επ’ αυτοφώρω να πετάνε μολότοφ ή μάρμαρα. Για εκείνες τις περιπτώσεις υπάρχει ξεχωριστό και πολύ πιο βαρύ ποινικό οπλοστάσιο. Αφορά τη συμμετοχή σε μαζικές διαδηλώσεις και αποσκοπεί στη στοχοποίηση όχι ενός μικρού σχετικά κύκλου συλλογικοτήτων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά αλλά ενός πολύ ευρύτερου κύκλου που αφορά στην πραγματικότητα κάθε αγωνιζόμενο κομμάτι της κοινωνίας. Αυτή η διάταξη δεν είναι καινούρια αλλά η ποινική της αντιμετώπιση έχει μεταβληθεί μετά από τις αλλαγές στον ΠΚ. Γιατί; Επειδή αν επιβληθεί μια ποινή 2 έως 3 ετών σε κάποιον ή κάποια, η ποινή αυτή δεν θα ανασταλεί όπως θα γινόταν μέχρι πέρσι, αλλά αυτός θα πρέπει να εκτίσει ένα μέρος της στη φυλακή. Διευκρινίζω για να μη γίνει παρανόηση: αν ασκήσει έφεση, είναι πολύ πιθανό ότι θα δοθεί ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση. Ακόμα κι έτσι όμως, στην έφεση θα έχει να αντιμετωπίσει τον ίδιο κίνδυνο και αν η ποινή μείνει ίδια θα πρέπει να εκτίσει ένα μέρος της.
Επιστρέφω στη συγκεκριμένη περίπτωση της διαδήλωσης της 6ης Δεκέμβρη. Η πρακτική των προαγωγών «στο σωρό» δεν είναι βεβαίως καινούρια. Αποτελεί αυθαίρετη και παράνομη αλλά συνήθη τακτική της Αστυνομίας, η οποία αποσκοπεί στον εκφοβισμό και το φακέλωμα των διαδηλωτών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, έφτασε στο σημείο πρωτοφανούς αριθμού συλλήψεων και χωρίς καν να δοθεί η αφορμή κάποιου επεισοδίου. Και αυτό δείχνει μια στόχευση από την πλευρά της κυβέρνησης. Δεν είναι τυχαίο ότι και στην Αθήνα η Αστυνομία προχώρησε σε παράνομες προσαγωγές-απαγωγές δεκάδων πολιτών που ήθελαν να συμμετάσχουν στη διαδήλωση, καθώς και σε αναίτιες συλλήψεις και τραυματισμούς πολιτών. Δεν δίστασαν μάλιστα να προσαγάγουν ακόμα και δικηγόρους, όπως τη συνάδελφο την Άννυ Παπαρούσου που ακούσαμε προηγουμένως.
Τι να κάνουμε; Η αλληλεγγύη σε κρατούμενους και συλληφθέντες, το να μη μένει κανένας μόνος και καμία μόνη της, είναι κρίσιμο. Η σημερινή εκδήλωση είναι ένα τέτοιο βήμα. Από εκεί και πέρα αυτές οι κινήσεις αποτελούν από την πλευρά του κράτους και της κυβέρνησης και ένα τσεκάρισμα των αντανακλαστικών μας. Για αυτόν τον λόγο και πρέπει τόσο στους δρόμους όσο και στα δικαστήρια να δώσουμε μια μαζική απάντηση σε αυτό το κατασταλτικό πογκρόμ. Να απαιτήσουμε την αθώωση των συλληφθέντων και να σταματήσουν οι αυθαίρετες πρακτικές της Αστυνομίας. Από εκεί και πέρα, το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και συνολικά η κυβέρνηση φέρουν ακέραια την πολιτική ευθύνη για αυτόν τον αντιδημοκρατικό κατήφορο.
*Ο Χαράλαμπος Κουρουνδής είναι δικηγόρος και διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
**Το κείμενο αποτελεί εισήγηση του Χαράλαμπου Κουρουνδή στην εκδήλωση της Αντιεξουσιαστικής Κίνησης Θεσσαλονίκης «Η κρατική καταστολή στοχεύει στον φόβο γιατί ο φόβος την αναπαράγει» στις 16 Δεκεμβρίου στο Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου