Στο ελληνικό Κοινοβούλιο, κατά τη τρέχουσα
εβδομάδα, συζητείται ο Κρατικός Προϋπολογισμός του 2025 (σ.σ. ήδη υπεψηφίστηκε την Κυριακή 15/12 από την κυβερνητική πλειοψηφία και τέσσερις ανεξάρτητους βουλευτές), ένας
προϋπολογισμός που έχει τα χαρακτηριστικά των προϋπολογισμών των
τελευταίων τριών ετών.
Δηλαδή ένας προϋπολογισμός που είναι, κατά βάση, δημοσιονομικός, στο πλαίσιο των νέων δημοσιονομικών κανόνων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, νεοφιλελεύθερης έμπνευσης και στρατηγικής και όχι αναπτυξιακός και κοινωνικός. Ο κινητήριος μοχλός του είναι ο πληθωρισμός, οι έμμεσοι φόροι της κατανάλωσης και η συνέχιση της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και των συνταξιούχων διευρύνοντας περαιτέρω τις εισοδηματικές και τις κοινωνικές ανισότητες.
Με την κατανάλωση του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα να αποτελεί το 70% του ΑΕΠ, οι έμμεσοι φόροι στην Ελλάδα αποτελούν το 68% των εσόδων από φόρους. Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα οι έμμεσοι φόροι το 1960 αποτελούσαν το 80% των φορολογικών εσόδων και από το 1990 μέχρι το 2023 αποτελούσαν το 68%, ενώ στην Ε.Ε.-27 αποτελούν το 45%. Αυτό σημαίνει ότι ιστορικά στην Ελλάδα καθόλη τη μεταπολεμική περίοδο, δηλαδή επί 75 έτη, δεσπόζει με την υψηλή έμμεση φορολογία η εισοδηματική ανισότητα στο εσωτερικό της διάρθρωσης και της κατανομής της φορολογικής επιβάρυνσης σε βάρος των μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων.
Το δεδομένο αυτό, μεταξύ άλλων, στην χώρα μας έχει αλλοιώσει τον χαρακτήρα και τον ρόλο του φορολογικού συστήματος (δευτερογενής κατανομή), με την έννοια ότι συμβάλλει στην ανισοκατανομή παρά στην αναδιανομή του εισοδήματος. Η δεύτερη κινητήριος δύναμη του Κρατικού Προϋπολογισμού είναι ο πληθωρισμός, όπως συμβαίνει τα τρία τελευταία χρόνια, κι αυτό προβλέπεται ότι θα συνεχιστεί και το 2025.
Συγκεκριμένα, το 2022 το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 5,9% και ο πληθωρισμός ήταν 9,6%, το 2023 η αύξηση του ΑΕΠ ήταν 2,3% και ο πληθωρισμός ήταν 3,5%, το 2024 το ΑΕΠ αυξάνεται κατά 2,2% και ο πληθωρισμός διαμορφώνεται σε 2,7%.
Αντίστοιχα για το 2025 προβλέπεται ότι η ανάπτυξη θα είναι 2,3% και ο πληθωρισμός 2,4%. Αντίστοιχα, τα έτη 2022, 2023 και 2024, οι αυξήσεις στις συντάξεις υστερούσαν σε σχέση με το επίπεδο του πληθωρισμού, δεδομένου ότι ήταν 7,75%, 3% και θα είναι 2,45% το 2024 μειώνοντας σωρευτικά την αγοραστική δύναμη κατά περίπου 3%. Οι προβλέψεις για αύξηση του ΑΕΠ το 2025 κατά 2,3% και του πληθωρισμού κατά 2,4% σηματοδοτούν ότι η αγοραστική δύναμη των συνταξιούχων θα μειωθεί και το 2025.
Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μετά την προσθήκη των αναβαλλόμενων τόκων ύψους 12,4 δις ευρώ, θα διατηρηθεί στο ίδιο επίπεδο το 2024 (154% του ΑΕΠ) όσο δηλαδή ήταν και το 2023, ενώ προβλέπονταν πριν την προσθήκη των αναβαλλόμενων τόκων ότι το έτος 2024 θα μειώνονταν κάτω από το 150% του ΑΕΠ. Η μείωση του χρέους κάτω από το 150% του ΑΕΠ θα καθυστερήσει ένα έτος και θα επιτευχθεί το 2025 (147,5%του ΑΕΠ). Ο δείκτης Gini που μετρά την ανισότητα του εισοδήματος μετά από τη μείωση που παρουσίασε το 2022 (31,4% από 32,4% το 2021), το 2023 αυξήθηκε στο 31,8% και αναμένεται περαιτέρω αύξηση δεδομένου ότι η κινητήριος δύναμη του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2025 είναι η διατήρηση των έμμεσων φόρων σε υψηλό επίπεδο. Κι αυτό (η αύξηση της ανισότητας του εισοδήματος) επειδή όσο οι έμμεσοι φόροι διατηρούνται στο ίδιο επίπεδο τόσο θα μειώνεται η αγοραστική δύναμη και θα διευρύνονται περαιτέρω οι ανισότητες.
Η μείωση της αγοραστικής δύναμης θα οδηγήσει και σε αύξηση της υποκειμενικής φτώχειας, αφού ακόμη κι εάν αυξηθεί το όριο της φτώχειας, μειώνοντας το ποσοστό των ατόμων που είναι στο όριο της φτώχειας (Ελλάδα 23% το 2024, 15% μέσος όρος Ε.Ε.-27 ), ο διατηρούμενος σχετικά υψηλός πληθωρισμός με την παράλληλη μείωση της αγοραστικής δύναμης, θα εντείνει το αίσθημα δυσκολίας των πολιτών να ανταποκριθούν στις δαπάνες της καθημερινής τους διαβίωσης.
Με άλλα λόγια ο Κρατικός Προϋπολογισμός του 2025, όπως και αυτοί των τελευταίων τριών ετών, βασίζεται στον πληθωρισμό και τα αυξημένα έσοδα από τους έμμεσους φόρους, προκειμένου να μειωθεί το δημόσιο έλλειμμα στο 0,6% και ο δείκτης του χρέους να μειωθεί κάτω από το 150% του ΑΕΠ. Όμως η μείωση αυτών των αριθμοδεικτών που βασίζεται στον σχετικά υψηλό πληθωρισμό θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων και στην περαιτέρω αύξηση των εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων.
Παράλληλα, το γεγονός ότι οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, παρά τους κοινοτικούς πόρους από το ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, είναι σε χαμηλό επίπεδο (ετήσια αύξηση 0,3%), αναδεικνύεται ότι οι εξαγγελίες περί αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου στην Ελλάδα δεν επαληθεύονται ούτε το 2025. Έτσι, κατά τα επόμενα χρόνια και ιδιαίτερα κατά την επόμενη δεκαετία, η αναιμική ανάπτυξη θα αποστερήσει την ελληνική οικονομία από τους πόρους που θα έχει ανάγκη να χρηματοδοτήσει, χωρίς αύξηση του χρέους ή λιτότητα, τις αυξημένες δανειακές της υποχρεώσεις.
Των
Σάββα Γ. Ρομπόλη
Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
Βασίλειου Γ. Μπέτση
Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου