21 Δεκεμβρίου 2024

Υπόθεση τράφικινγκ «Αμαρυλλίς»: Εγκληματικές αμέλειες της ΕΛ.ΑΣ. στη διερεύνηση

 

Μόνο τέσσερα θύματα δικαιώθηκαν, εξαιτίας των κενών στα στοιχεία. Τι απολογήθηκαν οι κατηγορούμενοι και τι πρότεινε η εισαγγελέας.


Στις 19/12/2024 η υπόθεση εμπορίας ανθρώπων που αφορούσε σε 50 Κολομβιανές γυναίκες, γνωστή και ως «υπόθεση Αμαρυλλίς», έφτασε πρωτόδικα στο τέλος της. Οι ποινές που επιβλήθηκαν από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, στους 11 εκ των 25 κατηγορουμένων που καταδικάστηκαν, ξεκινούν από τα τέσσερα χρόνια και φτάνουν τα 19 έτη κάθειρξης (σ.σ. δείτε και σχετικό ρεπορτάζ του omniatv: Ένοχοι οι κατηγορούμενοι για την υπόθεση «Αμαρυλλίς»).

Οι καταδίκες και οι ποινές

Ο πρώτος κατηγορούμενος, Βασίλης Κ., καταδικάστηκε για τα αδικήματα της εμπορίας ανθρώπων κατ’ επάγγελμα και για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, σε ποινή κάθειρξης 18 ετών και χρηματική ποινή 28.000 ευρώ, χωρίς αναστολή. Η δεύτερη κατηγορούμενη, Ειρήνη Σ., καταδικάστηκε επίσης για τα αδικήματα της εμπορίας ανθρώπων κατ’ επάγγελμα, για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, καθώς και για παράνομη βία κατά συναυτουργία. Της επιβλήθηκε συνολική ποινή κάθειρξης 19 ετών, και χρηματική ποινή 28.000 ευρώ, ενώ της χορηγήθηκε αναστολή μέχρι την έφεση. Η καταδίκη και των δύο αυτών κατηγορουμένων για την εμπορία ανθρώπων αφορούσε σε 4 γυναίκες, για τις οποίες το δικαστήριο αποδέχτηκε πως ήταν θύματα τράφικινγκ.

Η Γ.Κ. γνωστή και ως Μαρίνα, καταδικάστηκε για εμπορία ανθρώπων και για παρακράτηση διαβατηρίου σε κάθειρξη 7 ετών και 6 μηνών, με αναστέλλουσα δύναμη στην έφεση, λόγω της ηλικίας της, καθώς είναι 72 ετών. Ο Μιχάλης Δ., ο οποίος παρουσιάστηκε στο δικαστήριο ως ο σύντροφός της καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 7 ετών και 6 μηνών για εμπορία ανθρώπων και για παράνομη οπλοκατοχή, χωρίς αναστολή. Η καταδικαστική απόφαση αφορούσε μόνο σε μία γυναίκα από τα θύματα.

Οι υπόλοιποι 7 κατηγορούμενοι οι οποίοι, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, λειτουργούσαν ως οδηγοί, στρατολογητές, ταμίες, υπεύθυνοι των οίκων ανοχής και υπεύθυνοι να εκφοβίζουν τις γυναίκες, καταδικάστηκαν κατά περίπτωση για απλή συνέργεια σε εμπορία ανθρώπων, κατοχή ναρκωτικών, προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας και για παράνομη βία, σε ποινές από 4 έως 14 έτη κατά περίπτωση.

Σε κανέναν κατηγορούμενο δεν αναγνωρίστηκαν ελαφρυντικά, πλην ενός που έλαβε το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας, ενώ όλοι κρίθηκαν αθώοι για τη συγκρότηση και την ένταξη σε εγκληματική οργάνωση.

Φιλανθρωπικό ίδρυμα και ακτιβισμός η εμπορία ανθρώπων

Οι απολογίες των κατηγορουμένων, σε προηγούμενες δικασίμους, είχαν παρουσιάσει έναν σχεδόν ειδυλλιακό ζωγραφικό πίνακα για τις «δουλειές» του κυκλώματος.

Οι δυο πρώτοι κατηγορούμενοι, Βασίλης Κ. και Ειρήνη Σ. λίγο-πολύ επιχείρησαν να περιγράψουν τις δραστηριότητες τους στους 12 οίκους ανοχής που διαθέτουν ως φιλανθρωπία, ενώ παρουσιάστηκαν ως καλοί εργοδότες και, οριακά, θύματα εκμετάλλευσης από τις Κολομβιανές γυναίκες, που «έφευγαν και άφηναν χρέη». Σύμφωνα με τον ίδιο, «είχαν υποχρέωση να ξοφλήσουν το χρέος τους 20 μέρες πριν φύγουν από την Ελλάδα. Πολλές φορές κάποιες δεν το πλήρωναν και σε πολλές κοπέλες έχω χαρίσει και χρήματα».  

Ακόμη και για τις κάμερες στους οίκους ανοχής, προσπάθησε να παρουσιάσει πως είχαν τοποθετηθεί για το καλό των κοριτσιών. Όπως είπε «Μέσα στη δικογραφία γράφουν ότι τις είχαμε για να έχουμε υπό στενή παρακολούθηση τα κορίτσια. Τρεις κάμερες υπάρχουν, μια στο σαλόνι, γιατί σε πολλές κοπέλες μπορεί να έρθει ο πατέρας τους, ο θείος τους, ένας φίλος τους. Πάντα μέσα στην κουζίνα έχει μια οθόνη που βλέπουν στο σαλόνι και έξω από την πόρτα για την ασφάλειά τους. Γιατί, πολλές, την ώρα που είναι στην κουζίνα και πάνε να βγουν, μπορεί να δουν τον μπαμπά τους».

Για τη γυναίκα που, σύμφωνα με τις καταθέσεις των γυναικών, ήταν υπεύθυνη να τις εκφοβίζει, ειπώθηκε από τον Βασίλη Κ. πως «τις πήγαινε στον Ευαγγελισμό νύχτα όταν ήταν άρρωστες γιατί οι κοπέλες είχαν συνέχεια προβλήματα». Αντίστοιχα, οι δύο Κολομβιανοί που περιγράφονται στο κατηγορητήριο ως στρατολόγοι του κυκλώματος, παρουσιάστηκαν ως υπηρετικό προσωπικό των γυναικών. Ως οι άνθρωποι που τις μετέφεραν στους οίκους ανοχής, μαγείρευαν γι’ αυτές και τις φρόντιζαν, «έναντι μικρού αντιτίμου». Μια συνθήκη μάλιστα που, όπως υπογράμμισε ο Βασίλης Κ., «την είχαν κανονίσει μόνοι τους με τα κορίτσια».

Σε ό,τι αφορά τα υπέρογκα, αυξανόμενα χρέη που φόρτωναν στις γυναίκες με δικαιολογίες όπως ότι ο πελάτης δεν έμεινε ικανοποιημένος ή για τις ημέρες που αρνούνταν να μεταβούν στους οίκους ανοχής, αρνήθηκε ότι υπήρξαν. Σύμφωνα με τον κατηγορούμενο «Πολλές έπιναν αλκοόλ και έκαναν ναρκωτικά. Τους λέγαμε πως αν το κάνουν θα τους βάλουμε πρόστιμο 50 ευρώ, αλλά δεν τα εισπράτταμε ποτέ». Ο ίδιος απέδωσε τις καταγγελίες σε εκδικητική συμπεριφορά των γυναικών «επειδή είχε αναδουλειές και δεν έβγαζαν όσα χρήματα είχαν υπολογίσει» ή «επειδή δεν ήθελαν να πληρώσουν το εισιτήριο της επιστροφής τους και ήθελαν να γυρίσουν τσάμπα στην Κολομβία».

Η «Κρεπερί στη Βάρη»

Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και η σύντροφός του και δεύτερη κατηγορούμενη, Ειρήνη Σ. Όπως είπε κατά τη σύντομη απολογία της, «δεν μας έμεναν καθόλου χρήματα γιατί όλα πήγαιναν σε εισιτήρια και στα έξοδα των γυναικών από την Κολομβία. Έχω μήνυμα που τον παρακαλάω να μου δώσει 50 ευρώ για να πάρω γάλα στα παιδιά, ούτε γι’ αυτό δεν είχαμε χρήματα. Δεν είχαμε καμία διασφάλιση ότι θα πάρουμε τα χρήματα μας, μόνο τον λόγο των γυναικών».

Και οι δύο παρουσιάστηκαν χρεωμένοι τουλάχιστον 70.000 ευρώ σε ταξιδιωτικά γραφεία. Σύμφωνα με τους ίδιους όμως, το 2020 είχαν τρεις – τέσσερις οίκους ανοχής και, μέχρι τον Ιούλιο του 2023, όταν συνελήφθησαν, είχαν καταλήξει να διαχειρίζονται δώδεκα. Δέκα στην Αθήνα και δύο στη Θεσσαλονίκη. Παράλληλα, είχαν προχωρήσει και στη δημιουργία ενός κλαμπ στη Συγγρού που «δεν πρόλαβε να ανοίξει» αλλά και στην αγορά μαγαζιών, όπως μια κρεπερί στη Βάρη που όμως «δεν είχε έσοδα, δεν πήγαινε καλά».

Η κρεπερί στη Βάρη δεν είναι άλλη από το κατάστημα που παλιότερα ανήκε στον πρώην διευθυντή του πολιτικού γραφείου του υφυπουργού Βασίλη Οικονόμου και πρόεδρο της ΟΝΝΕΔ Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης, καθώς και δημοτικό σύμβουλο της πλειοψηφίας στον ίδιο δήμο, Δημήτρη Καρρά, και στο οποίο σύμφωνα με τον ίδιο τον κ. Καρρά αλλά και με το παραπεμπτικό βούλευμα, είχε παραμείνει και εργαζόταν ως υπεύθυνος. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο είναι ένα από τα καταστήματα που χρησιμοποιούνταν για να ξεπλένει χρήματα το κύκλωμα, με την Ειρήνη Σ. να έχει καθημερινή παρουσία εκεί.

Για το ρεπορτάζ αυτό, ο κ. Καρράς έχει υποβάλει αγωγή εναντίον μας η οποία έχει οριστεί να εκδικαστεί στις 30 Ιανουαρίου 2025:

Η απολογία της Μαρίνας

Η Γ. Κ. γνωστή ως Μαρίνα, παρουσιάστηκε επίσης ως θύμα, αλλά και ως ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των εκδιδόμενων γυναικών. Πρόκειται για τη γυναίκα που σύμφωνα με ρεπορτάζ του Μπάμπη Πολυχρονιάδη στο Reporters United εμφανιζόταν στη δικογραφία της Greek Police Mafia ως ο άνθρωπος που την περίοδο 2015-2016 συγκέντρωνε για λογαριασμό της μαφίας τα χρήματα από τους οίκους ανοχής σε Κεραμεικό και Καλλιθέα για λογαριασμό του αρχιταμία Δημήτρη Μάλαμα.

H ίδια γυναίκα είχε καταγγελθεί από την επιζώσα της υπόθεσης trafficking της Ηλιούπολης ως ο άνθρωπος που έκανε κουμάντο ενώ είχε στενή σχέση με τον Δημήτρη Μπουγιούκο, κάτι που είχε προκύψει και από την έκθεση ανάλυσης ψηφιακών πειστηρίων της ίδιας της αστυνομίας. Σ’ αυτήν περιέχονται συνομιλίες του αστυνομικού, στις οποίες αναφέρεται πως είχε πληρωθεί για να παρουσιαστεί ως μάρτυρας σε υπόθεσή της. Μπορείτε να διαβάσετε λεπτομέρειες σε παλιότερο ρεπορτάζ του OmniaTV για την υπόθεση.

«Εγώ κυρία Πρόεδρε βγήκα πολύ μικρή σε αυτή τη δουλειά. Και δούλεψα πολύ. Έκανα πολύ συντηρητική ζωή και όταν άκουγα ότι κάτι πωλείται το αγόραζα, γιατί δεν είχα γνώσεις για τίποτα άλλο. Αυτά τα σπίτια τα νοίκιαζα σε άλλους για να τα δουλέψουν» είπε στην απολογία της για την υπόθεση των 50 Κολομβιανών γυναικών η Μαρίνα, προκειμένου να δικαιολογήσει τα 25 σπίτια που είχε στην κατοχή της.

Όπως εμφατικά ανέφερε «Εγώ εισέπραττα μόνο το ενοίκιό μου, όχι αυτά που έβγαζαν τα κορίτσια. Έχω περάσει κι εγώ απ’ αυτό το στάδιο, δούλευα, έπαιρνα τα μισά. Πενήντα χρόνια πριν ήταν δύο τα ‘τζαζ’, αυτά που λέμε ‘για το μαγαζί’, και μισά – μισά όλα. Εμείς σαν Σωματείο Εκδιδόμενων Γυναικών βοηθάμε, και αν έρθει εκεί μια κοπέλα που να έχει πρόβλημα, της το λύνουμε αμέσως. Εγώ δεν πήγαινα καθόλου στους οίκους ανοχής, γι’ αυτό πήγαινε ο Μ. (σ.σ.: ο σύντροφός της) για να δει τα σπίτια, γιατί έπρεπε κάποιος να τα συντηρήσει». Οι γυναίκες που βρέθηκαν στους οίκους ανοχής, ωστόσο, δεν κατονόμασαν στις καταθέσεις τους ως αφεντικά τους ανθρώπους που υπέδειξε η ίδια ως ενοικιαστές. Οι ίδιες ανέφεραν ότι γνώριζαν την ύπαρξη της Μαρίνας και ότι δρούσε ως αφανής εκμεταλλεύτρια των οίκων ανοχής, καθώς και ότι ο σύντροφός της, Μιχάλης Δ. μάζευε τις εισπράξεις προκειμένου να τις παραδώσει σ’ εκείνη.

Σε ερώτηση της προέδρου «για ποιον λόγο είχατε 12 κινητά;» η ίδια απάντησε «έχω κάποιους πελάτες που τους έχω πάρα πολλά χρόνια, είναι μοναχικοί άνθρωποι και όποτε έχουν ανάγκη να μιλήσουν με παίρνουν, μιλάμε, βγαίνουμε για ένα καφέ. Μόνο αυτά. Μου τα χάρισαν οι ίδιοι, ο καθένας μου χάρισε κι από ένα τηλέφωνο. Είχαν ανάγκη να μιλάνε». Το διαβατήριο Κολομβιανής γυναίκας που βρέθηκε στην κατοχή της, επιχειρήθηκε να χρεωθεί στον σύντροφό της, ο οποίος στην απολογία του περιέγραψε ότι «Κάποιες κοπέλες που είχαν χάσει τα διαβατήρια τους, προθυμοποιήθηκαν να μου τα δώσουν για να τα φυλάξω. Εγώ δεν τα πήρα γιατί φοβήθηκα μην τα χάσω κι εγώ. Η μια κοπέλα που μου άφησε το διαβατήριο ήθελε αν μπορούσα να πάω σε κάποιο δικηγόρο για να δω αν μπορεί να κάτσει παραπάνω».

Αυτούς τους ισχυρισμούς προσπάθησε να πλαισιώσει και η πρόεδρος του Σωματείου Εκδιδόμενων Προσώπων Ελλάδας, Δήμητρα-Έλλη Κανελλοπούλου, η οποία κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης της Μαρίνας. Σύμφωνα με την ίδια «Η Μαρίνα έχει δώσει τη ζωή της για τα δικαιώματα των εκδιδόμενων γυναικών, έχει συμμετάσχει σε πορείες και συγκεντρώσεις, τις έχει στηρίξει υλικά και ηθικά». Σε ερώτηση της έδρας «πώς κατάφερε αυτή η γυναίκα με αυτή τη δουλειά να αποκτήσει τόσα ακίνητα;» η Δήμητρα-Έλλη Κανελλοπούλου ισχυρίστηκε πως «Η Μαρίνα είχε άστρο σε αυτή τη δουλειά. Όλοι σε εκείνη πήγαιναν για ραντεβού».

Την ίδια υπερασπιστική γραμμή ακολούθησε και ο σύντροφος της Μαρίνας, Μιχάλης Δ., προσπαθώντας και αυτός να περιγράψει τον εαυτό του ως τον άνθρωπο που επιδιόρθωνε υλικές ζημιές στους οίκους ανοχής, πλήρωνε λογαριασμούς και έκανε εξυπηρετήσεις στις γυναίκες. Όπως είπε «Βοηθούσα τις κοπέλες, ήθελαν να έχουν ένα δικό τους άνθρωπο εδώ. Έκανα εξυπηρετήσεις στα κορίτσια, ή να πάνε να στείλουν λεφτά, ή να πάνε κάπου που δεν ξέρανε. Όταν χρειαζόντουσαν κάτι, έπαιρναν εμένα. Τα χρήματα τα κρατούσε η υπηρεσία και τα έδινε σε αυτούς που είχαν νοικιάσει τα μαγαζιά. Η σύντροφός μου έπαιρνε μόνο τα ενοίκια»

Εισαγγελέας ή συνήγορος υπεράσπισης;

Αλγεινή εντύπωση άφησε η γραμμή της εισαγγελέως της έδρας, Αλεξάνδρας Κοσμά, στη συγκεκριμένη δίκη. Εξόφθαλμα, ήδη από τις ερωτήσεις που έκανε στον πρώτο μάρτυρα, αξιωματικό στο Τμήμα Καταπολέμησης Εμπορίας Ανθρώπων, επιχείρησε να δομήσει και να υποστηρίξει το αφήγημα της υπεράσπισης, που ήθελε τις γυναίκες σαν εκδιδόμενες με δική τους βούληση στους οίκους ανοχής που διαχειρίζονταν οι κατηγορούμενοι.

Κατά τη διάρκεια της δίκης, απηύθυνε μόνο ελάχιστες ερωτήσεις στον πρώτο κατηγορούμενο, Βασίλη Κ., και καμία ερώτηση στους υπόλοιπους, ενώ δεν ζήτησε ούτε ολιγόλεπτη διακοπή μετά τις απολογίες, προκειμένου να κάνει την πρότασή της, πράγμα τουλάχιστον ασυνήθιστο. Αντιθέτως, ξεκίνησε να αγορεύει αμέσως μετά την ολοκλήρωση των απολογιών, έχοντας ήδη βρει αποφάσεις του Αρείου Πάγου προκειμένου να στηρίξει την αθωωτική εισήγησή της, στην οποία έκανε αποδεκτούς όλους τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων, αναφέροντας ότι «Ουδείς μπορεί να γνωρίζει τι συμφωνήθηκε, ουδείς μπορεί να γνωρίζει τι προσδοκίες είχαν οι εκδιδόμενες»

Ακόμη και μετά την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου, παρά τις πολυετείς καθείρξεις, πρότεινε να δοθεί σε όλους και όλες αναστολή μέχρι το εφετείο, με μόνο περιοριστικό όρο την απαγόρευση εξόδου από τη χώρα. 

Στην πρότασή της για την αθώωση των κατηγορουμένων, η εισαγγελέας Αλεξάνδρα Κοσμά είχε πει, μεταξύ άλλων: 

Σε ευάλωτη θέση βρίσκονται τα θύματα πριν τη στρατολόγηση και πριν την κατακράτηση, και όχι μετά […] Ως ευάλωτη θέση νοείται η κατάσταση κατά την οποία το άτομο δεν έχει άλλη πραγματική ή παραδεκτή επιλογή, από το να αποδεχτεί την κατάσταση […] Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκδιδόμενες από την Κολομβία, απ’ όπου ήρθαν, ήταν σε δύσκολη, βεβαίως, οικονομικά κατάσταση αλλά, επουδενί, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ήταν σε κατάσταση εξαθλίωσης.

Ως προς τον δεύτερο τρόπο τέλεσης, τη στρατολόγηση, την παρακράτηση και τη χρήση απατηλών μέσων, οι γυναίκες αυτές, ήταν αποφασισμένες, σαν έτοιμες από καιρό να έρθουν στην Ελλάδα και να εργαστούν ως εκδιδόμενες. Από τα στοιχεία, τις μαρτυρικές καταθέσεις, τις απολογίες, τις τηλεφωνικές συνομιλίες, προέκυψε ότι δεν στρατολογήθηκαν. Η μετάβαση και η διαμονή τους στην Ελλάδα ήταν επιλογή και συνειδητή απόφαση τους. Όλες γνώριζαν τι δουλειά θα έκαναν, είχαν στην κατοχή τους κινητά, είχαν ελευθερία κίνησης και μετακίνησης. Τα πρόστιμα δεν ήταν πραγματικά, δεν δεσμεύουν κανέναν, παρά μόνο αν υπάρχει παρακράτηση διαβατηρίου. Ως προς τα διαβατήρια, όλες γνώριζαν, είχαν ενημερωθεί πριν έρθουν στην Ελλάδα ότι είχαν οφειλές από τα αεροπορικά εισιτήρια και, εξαιτίας αυτών των οφειλών, θα τους παρακρατούνταν τα διαβατήρια. Το δέχτηκαν. Ορισμένες είχαν στην κατοχή τους τα διαβατήρια, κάποιες δε, τα παρέδωσαν για να τα φυλάξουν.

Το βασικό είναι αν υπήρξαν οι εκδιδόμενες θύματα οικονομικής εκμετάλλευσης. Ως προς αυτό το ζήτημα, είναι δυσαπόδεικτο. Ουδείς μπορεί να γνωρίζει τι συμφωνήθηκε, ουδείς μπορεί να γνωρίζει τι προσδοκίες είχαν οι εκδιδόμενες. Το ενδεχόμενο οι καταθέσεις περί εκμετάλλευσης να είναι ψευδείς, είναι εξαιρετικά πιθανό. Το ενδεχόμενο επίσης να είναι αληθείς οι καταθέσεις και να έπαιρναν μειωμένη αμοιβή εξαιτίας μειωμένης δουλειάς είναι επίσης εξαιρετικά πιθανό. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία βεβαιότητα, και μάλιστα τέτοια βεβαιότητα που να οδηγεί σε καταδικαστική απόφαση.

Ποια έρευνα και ποια εξάρθρωση, από ποια αστυνομία;

Σε παλαιότερο δημοσίευμα του OmniaTV είχαμε περιγράψει με ποιο τρόπο κατέληξε να εξαρθρωθεί το συγκεκριμένο κύκλωμα και τις αλλεπάλληλες καταγγελίες που είχαν γίνει στο Τμήμα Καταπολέμησης Εμπορίας Ανθρώπων. Οι καταγγελίες αυτές είχαν πέσει στο κενό μέχρι να υπάρξει εμπλοκή ξένων υπηρεσιών όπως της Interpol και της ισπανικής αστυνομίας, μετά την επιμονή μιας επιζώσας η οποία επέστρεψε στην Ελλάδα προκειμένου να καταγγείλει όσα βίωσε. 

Η Ελληνική Αστυνομία αντιθέτως, ενώ είχε κάνει συντονισμένες εφόδους στους οίκους ανοχής που διαχειρίζονταν οι κατηγορούμενοι, δεν είχε προχωρήσει σε καμία σύλληψη και καμία διάσωση

Ο ίδιος ο αστυνομικός του Τμήματος Καταπολέμησης Εμπορίας Ανθρώπων που κατέθεσε ως μάρτυρας, τόνισε στο δικαστήριο πως η «Μαρίνα ήταν γνωστή χρόνια στην υπηρεσία» – χωρίς κανείς, σημειώνουμε, να κάνει κάποια διευκρινιστική ερώτηση πάνω σ’ αυτό – και πως οι καταγγελίες που είχαν γίνει στην υπηρεσία τους ήταν «100% ακριβείς».

Άθελά του, αυτή την απροθυμία των ελληνικών αρχών να διερευνήσουν και να εξαρθρώσουν το κύκλωμα, περιέγραψε και ο πρώτος κατηγορούμενος, Βασίλης Κ., λέγοντας ότι δούλευε με Κολομβιανές γυναίκες τα τελευταία δυο χρόνια, και πως όταν τους συνέλαβαν, εργάζονταν στους οίκους ανοχής περίπου 70 κοπέλες, κυρίως από την Κολομβία. Ο ίδιος έκανε προσκλήσεις στις Κολομβιανές γυναίκες προκειμένου να μεταβούν στην Ελλάδα με τρίμηνη τουριστική βίζα, τους πλήρωνε τα εισιτήρια και την ασφάλεια ταξιδιού. Μάλιστα, μια από τις κατηγορούμενες του έκανε, εν είδει εξυπηρέτησης, τη χάρη να κάνει και η ίδια μια πρόσκληση σε μια από τις κοπέλες, γιατί όπως είπε «έβλεπαν ότι είχα κάνει πολλές προσκλήσεις εγώ και την απέρριπταν»

Καμία υπηρεσία, καμία αρμόδια αρχή, όμως, δεν προχώρησε σε περαιτέρω διερεύνηση, με τον πραγματικό αριθμό των γυναικών που έχει εκμεταλλευτεί το κύκλωμα να παραμένει, έτσι, άγνωστος.

Ακόμη και στην επιχείρηση με την κωδική ονομασία «Αμαρυλλίς», μετά την επόπτευση των ξένων αρχών, η δουλειά της αστυνομίας φαίνεται πως ήταν να υπονομεύσει την έρευνα, με σκοπό να φτάσει στο δικαστήριο μια «τρύπια» δικογραφία. 

Ενδεικτικό της πλημμελούς έρευνας είναι ότι οι καταθέσεις των παθουσών δεν λήφθηκαν με τον ενδεδειγμένο τρόπο. Οι αρχές οφείλουν να παίρνουν καταθέσεις από τα θύματα τράφικινγκ με οπτικοακουστική καταγραφή, προκειμένου και να μπορεί το δικαστήριο να βλέπει τις καταθέσεις τους (όχι να διαβάζει απλώς ό,τι έγραψαν οι ανακριτικοί υπάλληλοι) αλλά και να αποφεύγεται ο επανατραυματισμός τους. Αυτό εδώ δεν συνέβη, καθώς όλες οι καταθέσεις των θυμάτων λήφθηκαν μόνο γραπτά. Δεν χρησιμοποιήθηκαν, επίσης, διερμηνείς από τον επίσημο κατάλογο διερμηνέων, ενώ η φυσική παρακολούθηση του κυκλώματος κράτησε μόλις ενάμιση μήνα

Όλες αυτές οι λεπτομέρειες, που ήταν αποκλειστική ευθύνη της Ελληνικής Αστυνομίας, αξιοποιήθηκαν και στο δικαστήριο από την υπεράσπιση και την εισαγγελέα, προκειμένου να πληγεί η αξιοπιστία των θυμάτων και τα όσα κατέθεσαν. 

Τελικώς, το δικαστήριο οδηγήθηκε στην κρίση ότι κάποιες μόνο από αυτές λένε την αλήθεια, αφού καταδίκασε τους κατηγορούμενους μόνο για τις 4 από τις 11 που κατήγγειλαν το κύκλωμα.

Έτσι, δεν γνωρίζουμε ποια θα ήταν η εξέλιξη αυτής της υπόθεσης, ίσως και άλλων, εάν δεν υπήρχαν αυτές οι εγκληματικές – στην καλύτερη περίπτωση – «αμέλειες» της Ελληνικής Αστυνομίας.

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου