Δεν θα φορολογήσουμε τα κέρδη των τραπεζών, διαβεβαίωσε προχθές ο πρωθυπουργός από τη χρηματοοικονομική «Μέκκα» της Ευρώπης, το Λονδίνο, και οι τραπεζικές μετοχές έκαναν «ράλι» στο χρηματιστήριο.
Δεν ισχύει ότι ο υπουργός Οικονομικών προανήγγειλε στο OPEN πως η κυβέρνηση θα νομοθετήσει μείωση των τραπεζικών προμηθειών κατά 50%, διευκρίνισε ατύπως το Γραφείο Τύπου του υπουργείου Οικονομικών χθες. Χθες πάλι, η κυβέρνηση απέρριψε τη μετριοπαθή πρόταση του ΠΑΣΟΚ για φορολόγηση με συντελεστή 5% των τραπεζικών υπερκερδών (κέρδη άνω των 400 εκατ. ευρώ) του 2023, με το επιχείρημα ότι θα αποθαρρυνθούν οι επενδυτές που αγόρασαν τα τραπεζικά μερίδια που παραχώρησε το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας – και η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να μην προκαλέσει την παραμικρή… στενοχώρια στους επενδυτές.
Το μήνυμα είναι σαφές: Η κυβέρνηση είναι ο πολιτικός θώρακας των τραπεζών και δεν πρόκειται να επιτρέψει οτιδήποτε θα τις υποχρέωνε να «επιστρέψουν» στο Δημόσιο και την κοινωνία ένα ελάχιστο έστω τμήμα
α) από τη βοήθεια που έχουν δεχτεί στο πλαίσιο των προγραμμάτων διάσωσης,
β) από την απαλλαγή τους από «κόκκινα» δάνεια σχεδόν 100 δισ. ευρώ χάρη στο πρόγραμμα «Ηρακλής» με την εγγύηση του Δημοσίου,
γ) από τη λεηλασία της πραγματικής αξίας των καταθέσεων των νοικοκυριών με τον συνδυασμό μηδενικών τραπεζικών επιτοκίων και υψηλού πληθωρισμού, από το «χαράτσωμα» με τις προμήθειες, από τα υψηλά επιτόκια δανεισμού,
δ) από το μπόνους του αναβαλλόμενου φόρου.
Πραγματικά δεν υπάρχει στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομική ιστορία τέτοιας αδιανόητης κλίμακας και σκανδαλώδης παρέμβαση στήριξης του επιχειρηματικού τομέα με έξοδα των φορολογουμένων, η οποία συνεχίζεται «όποτε και όσο χρειαστεί»!
Το να μη στενοχωρήσει στο παραμικρό τις αγορές είναι για την κυβέρνηση «θέμα αρχής» - η κοινωνία μπορεί να κάνει «υπομονή», οι αγορές όχι…
Ολα αυτά, ενώ οι τράπεζες έχουν σκανδαλωδώς υψηλή κερδοφορία από την τριετία 2022-2024, η οποία χρηματοδοτήθηκε κι αυτή σε μεγάλο βαθμό από τα λαϊκά νοικοκυριά και τους μικρομεσαίους.
Πακτωλός κερδών
Συγκεκριμένα (βλέπε και σχετικό πίνακα):
● Το 2022 τα τραπεζικά κέρδη διαμορφώθηκαν ως εξής: Εθνική 1.222 εκατ. ευρώ, Eurobank 1.353 εκατ. ευρώ, Alpha 342 εκατ. ευρώ, Πειραιώς 948 εκατ. ευρώ.
Σύνολο: 3.765 εκατ. ευρώ.
● Το 2023: Εθνική 1.109 εκατ. ευρώ, Eurobank 1.136 εκατ. ευρώ, Alpha 931 εκατ. ευρώ και Πειραιώς 786 εκατ. ευρώ. Σύνολο: 3.962 εκατ. ευρώ.
● Το 2024 τα δεδομένα είναι για το 9μηνο του έτους και έχουμε: Εθνική 985 εκατ. ευρώ (από 791 εκατ. ευρώ πέρυσι), Eurobank 959,1 εκατ. ευρώ (από 980,1 εκατ. ευρώ πέρυσι), Alpha 665,8 εκατ. ευρώ (από 571,7 εκατ. ευρώ το 9μηνο πέρυσι), Πειραιώς 882 εκατ. ευρώ (από 575 εκατ. ευρώ το 9μηνο πέρυσι).
Σύνολο για το 9μηνο του 2024: 3.492 εκατ. ευρώ. Στο σύνολο του έτους αναμένεται ότι θα προσεγγίσουν τα 4,5 δισ. ευρώ.
Τα συνολικά κέρδη στην τριετία αθροίζονται σε 11 δισ. ευρώ.
Το… τρομερό 5%
Η μετριοπαθέστατη πρόταση του ΠΑΣΟΚ μιλούσε για φορολόγηση με συντελεστή 5% των υπερκερδών του 2023, τα οποία ανήλθαν σε 3.962 εκατ. ευρώ. Τυχόν υλοποίηση της πρότασης του ΠΑΣΟΚ θα σήμαινε συνολικά φορολογικά έσοδα από αυτή την πηγή λίγο κάτω από 120 εκατ. ευρώ και για τις 4 συστημικές τράπεζες! Και για καθεμιά τους χωριστά: Εθνική: 35,5 εκατ. ευρώ, Eurobank 36,8 εκατ. ευρώ, Alpha 26,55 εκατ. ευρώ και Πειραιώς 19,3 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνο σταθερότητας
Ωστόσο, μια καθ’ όλα δίκαιη φορολόγηση με 5% στο σύνολο των κερδών της τριετίας θα απέφερε 550 εκατ. ευρώ.
Στο σημείο αυτό, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μίλησε για λαϊκισμό και ταυτόχρονα εκτόξευσε το καταλυτικό επιχείρημα ότι ακόμη και αν η κυβέρνηση εισέπραττε αυτόν τον φόρο, δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτό το ποσό για μέτρα κοινωνικής στήριξης, διότι το «απαγορεύει» το όριο δαπανών του νέου ευρωπαϊκού Συμφώνου Σταθερότητας!
Ωστόσο, ο προϋπολογισμός είναι προς ψήφιση και η κυβέρνηση θα μπορούσε να αλλάξει λίγο το μίγμα των προβλέψεων σε έσοδα και δαπάνες με μεγάλη άνεση, καθώς προβλέπει ήδη πρωτογενές υπερ-πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ για το 2024. Φανταζόμαστε τον κυβερνητικό εκπρόσωπο να απαντάει ότι έτσι θα… δυσαρεστούσαμε τις αγορές, που δεν θα είχαν το πλουσιοπάροχο υπερ-πλεόνασμά τους…
Φαίνεται πως η κυβέρνηση πιστεύει σε ένα οικονομικό «πολίτευμα» που ισοδυναμεί με καταθλιπτική δικτατορία των τραπεζών και των αγορών.
«Δεν θα βοηθήσει τους πολίτες»
«Επιτομή του λαϊκισμού» χαρακτήρισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος την πρόταση του ΠΑΣΟΚ για φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών, παραθέτοντας τρεις λόγους για τους οποίους η κυβέρνηση την απορρίπτει.
Σε συνέντευξή του στη Ναυτεμπορική TV ο Π. Μαρινάκης ανέφερε πως «ο πρώτος λόγος είναι γιατί αυτό είναι ανεφάρμοστο με βάση τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες της Ε.Ε., δηλαδή είναι κάτι το οποίο δεν το έχουμε θεσπίσει εμείς, αλλά ισχύει για όλες τις χώρες. Δεν μπορείς να δώσεις στους πολίτες παροχές πλέον μέσα από έκτακτη φορολόγηση. Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι θα παίρναμε κάποια λεφτά, αυτά δεν θα μπορούσαμε να τα δώσουμε ως παροχές στους πολίτες.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι κάτι τέτοιο δεν θα βοηθήσει τους πολίτες. Ποιος είναι ο στόχος; Ο στόχος είναι περισσότερα και με καλύτερους όρους δάνεια στους πολίτες, μείωση των επιτοκίων. Ποιος μας λέει ότι με τη φορολόγηση των υπερκερδών οι τράπεζες θα ρίξουν τα επιτόκια;
Ο τρίτος λόγος είναι γιατί η εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, η οποία δεν έχει επέλθει στο 100%, θα αργήσει πολύ περισσότερο και θα τεθεί εν αμφιβόλω».
Γεωργία Σάκκουλα
***
© Dreamstime.com |
Ούτε το ένα χιλιοστό απ’ όσα τους δώσαμε...
Η συζήτηση για την έκτακτη φορολόγηση των τραπεζικών υπερκερδών άνοιξε -και, φυσικά, έκλεισε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη- την κατάλληλη στιγμή. Δεν θα μπορούσε να είχε ανοίξει, για παράδειγμα, το 2020, όταν οι συστημικές τράπεζες, με το πρόσθετο πλήγμα της πανδημίας, κινούνταν ακόμη σε τροχιά ζημιών.
Ούτε το 2021, όταν ακροβατούσαν οι μισές στην πλευρά της κερδοφορίας και στην πλευρά των ζημιών οι άλλες μισές, εκπέμποντας ένα συνολικά θολό σήμα. Σίγουρα η συζήτηση για το πώς πρέπει να φορολογηθούν οι τράπεζες έπρεπε να έχει ανοίξει το 2022, όταν όλες οι συστημικές και εποπτευόμενες από τη Φρανκφούρτη (έδρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας) επέστρεψαν σε καθαρή κερδοφορία και μάλιστα χωρίς να έχουν επιστρέψει σε «καθαρή δανειοδότηση», που είναι και ο μοναδικός κοινωνικός προορισμός τους.
Σε κάθε περίπτωση είναι υπόθεση κοινής λογικής ότι για πέρσι, που οι τέσσερις συστημικές τράπεζες άθροισαν κέρδη πάνω από 4 δισ. ευρώ, και για φέτος, που θα υπερβούν αυτό το ρεκόρ, κάτι ελάχιστο πρέπει να επιστρέψουν στην ελληνική κοινωνία. Την καθημαγμένη για τη διάσωση των τραπεζών ελληνική κοινωνία.
Οι διοικήσεις των συστημικών τραπεζών ετοιμάζονται να κάνουν πάρτι μερισμάτων, μοιράζοντας τα μισά από τα κέρδη τους σε μικρούς και μεγάλους μετόχους. Μετόχους που κάποιοι μπορεί να βρίσκονται στην Ελλάδα, ή στον μακρινό Καναδά, και να τους είναι εντελώς αδιάφορη η υγεία των ελληνικών τραπεζών, αρκεί η επένδυση στις μετοχές τους να φέρνει καλή απόδοση.
Αλλά, μια στιγμή! Πώς ακριβώς επιτεύχθηκε η «εξυγίανση» των τραπεζών; Ποιος και πόσο πλήρωσε για την αποτροπή της κατάρρευσής τους τα πέτρινα χρόνια των μνημονίων; Πόσο κόστισαν στους Ελληνες φορολογούμενους; Μήπως τους χρωστάνε κάτι, έστω μικρό, συμβολικό;
Ας μην κοροϊδευόμαστε. Η διάσωση των ελληνικών τραπεζών έχει κοστίσει στην ελληνική κοινωνία κοντά 50 δισ. ευρώ. Το ποσόν είναι ενσωματωμένο στο δημόσιο χρέος. Θα ξεπληρώνεται για τις επόμενες τρεις και πλέον δεκαετίες από εμάς, τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας.
Το ποσόν που αντιστοιχεί σε μια έκτακτη φορολόγηση των υπερκερδών τους, σύμφωνα με τη μετριοπαθέστατη πρόταση ΠΑΣΟΚ, που απέρριψε ως έγκλημα καθοσιώσεως η κυβέρνηση Μητσοτάκη, είναι πολύ λιγότερο από το ένα χιλιοστό αυτού του ποσού!
Κι απέναντι σε αυτό το στοιχειώδες και αυτονόητο οι μεν τράπεζες σφυρίζουν αδιάφορα, η δε κυβέρνηση τρομοκρατεί με επερχόμενη φυγή επενδυτών από την ελληνική χρηματιστηριακή αγορά.
Είμαστε ή απλώς μας θεωρούν ηλίθιους;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου