13 Οκτωβρίου 2024

Σύρος: Παρουσίαση του βιβλίου "Στον απόηχο του Δεκέμβρη. Οι φυλακές της νυκτός", του Θοδωρή Ηλιόπουλου, στο Boheme Del Mar την Παρασκευή 18/10/2024

Στον απόηχο του Δεκέμβρη, στις φυλακές της νυκτός

Τον Θοδωρή Ηλιόπουλο μού τον σύστησε ο τοίχος.

«ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟΝ ΣΥΝΤΡΟΦΟ, ΟΥΤΕ ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΜΕΣΑ, ΑΜΕΣΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΣΤΟΝ ΑΠΕΡΓΟ ΠΕΙΝΑΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟ», κτλ.

Ψάχνοντας στο διαδίκτυο, ανακάλυψα ότι επρόκειτο για άλλη μια περίπτωση χαλκευμένου κατηγορητηρίου, με την ιδιαιτερότητα, βέβαια, ότι ο —αθώος, όπως αποδείχτηκε— κατηγορούμενος για τα επεισόδια του Δεκέμβρη είχε κατέβει σε μία από τις μεγαλύτερες απεργίες πείνας —49 ημέρες!— στη χώρα μας. Το θέμα έληξε αισίως, αν μπορούμε να το πούμε αυτό μετά από 8,5 μήνες εγκλεισμού, με την απελευθέρωσή του.

Ο καιρός πέρασε, η επικαιρότητα τρέχει, η περιπέτεια του Θοδωρή ξεχάστηκε.

Εξώφυλλο

Ώσπου, περίπου έναν χρόνο πριν, εμφανίστηκε το βιβλίο Στον απόηχο του Δεκέμβρη, Οι φυλακές της νυκτός, υπογεγραμμένο από τον ίδιο.

Ένα βιβλίο το οποίο, όπως μας πληροφορεί ο Τέος Ρόμβος στην εισαγωγή, «…είναι γραμμένο κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του, της αποχής του από κάθε θρεπτική σίτιση κι ίσως γι’ αυτό αποτελεί το απαύγασμα της σκέψης του, το κονσέρτο ενός απελεύθερου ανθρώπου…».

Ο Γιώργος Κουτσοδιάκος στον πρόλογο προτρέπει τον αναγνώστη σε πολλαπλές αναγνώσεις, έτσι ώστε να γίνει «συμμέτοχος των στοχασμών» του συγγραφέα. Προτροπή δικαιολογημένη, όπως θα φανεί κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, μιας και πρόκειται για ένα βιβλίο-έκπληξη.

Δεν πρόκειται για ένα βιβλίο με οξύ καταγγελτικό χαρακτήρα όπου στηλιτεύεται το «σύστημα» —ό,τι κι αν σημαίνει αυτό—, όπως ίσως θα περίμενε κάποιος από έναν άνθρωπο του ελευθεριακού χώρου — ότι κι αν σημαίνει αυτό.

Ο Θοδωρής Ηλιόπουλος, απεναντίας, απεκδύεται τη στολή του κοινωνικού αντιρρησία και παραδίδει ένα γνήσιο λογοτεχνικό ντοκουμέντο διαιρεμένο σε 248 ψηφίδες-θραύσματα, όσες και οι μέρες του εγκλεισμού.

Μια τέτοια ρηγματώδης, διακεκομμένη αφήγηση από τη μια δείχνει υπόρρητα τον εσωτερικό κατακερματισμό του κάθε φυλακισμένου, από την άλλη μεταφέρει στάλα στάλα την προσωπική αλήθεια του συγγραφέα, καθιστώντας το ένα βιβλίο που, αβίαστα, δεν διαβάζεται απνευστί∙ ακόμη και ο πιο αχόρταγος αναγνώστης δεν το καταβροχθίζει, το «γλυκομασάει».

Δεν χρειάζεται να έχει φυλακιστεί κάποιος για να σκεφτεί ότι, όταν βρεθούμε σε τέτοια απομονωμένα και αφιλόξενα εξωτερικά περιβάλλοντα, είναι φυσικό να τα αποφεύγουμε όπως και όσο μπορούμε και να ζούμε στο εσωτερικό μας σύμπαν, να ζούμε εντός μας.

Αυτόν τον εσωτερικό κόσμο, ο Θοδωρής Ηλιόπουλος φρόντισε να τον εμπλουτίσει με μια πολυπληθή και ετερόκλητη παρέα ποιητών, φιλοσόφων και μουσικών, που περιλαμβάνει από τον Bakunin και τον Pessoa, τον Rene Aubry και τον Παύλο Σιδηρόπουλο, μέχρι τον Σουρή και τον Αριστοτέλη, κάνοντας έτσι την παραμονή του στη φυλακή λιγότερο επώδυνη.

Μ’ αυτούς τους συνοδοιπόρους που του παρείχαν την απαραίτητη πνοή ελευθερίας και λειτούργησαν σαν οδοδείκτες στο σκοτάδι, καταφέρνει να αναδείξει τον κατευναστικό ρόλο που μπορεί να παίξει η λογοτεχνία όταν ασκείται ευσυνείδητα. Η μεταπλαστική ικανότητα της τέχνης, τον κάνει να μετατρέψει την παγωμένη βουβαμάρα του κελιού σε δημιουργική σιωπή και τη δημιουργική σιωπή σε δημιουργική γραφή.

Η αναμενόμενη και δίκαιη οργή δεν διαφαίνεται σε κανένα σημείο του κειμένου, αντιθέτως αρθρώνεται ένας αναπάντεχα ισορροπημένος ποιητικός λόγος, ο οποίος αποφεύγει τόσο τις εξάρσεις λυρισμού, ώστε να μην καταντήσει μελό, όσο και τη στεγνή αποτύπωση της καθημερινότητας ώστε να μην ξεπέσει στο επίπεδο του απλού ρεπορτάζ.

Ο Θοδωρής Ηλιόπουλος δεν ουρλιάζει, δεν κραυγάζει — αυτό προφανώς έγινε στον πραγματικό χωροχρόνο. Ο λόγος του διαπνέεται από μια υπόγεια, προσεκτικά διατυπωμένη θρησκευτικότητα, μέσω της οποίας καταφέρνει να «συλλάβει» κι αυτός με τη σειρά του την ποιητική διάσταση της απομόνωσης.

Το κείμενο αυτό, ως άλλο μπλουζ της φυλακής, χαμηλόφωνα μουρμουρίζει και υπογραμμίζει ότι έχουμε να κάνουμε με μια γενιά που δεν έχει πάθει αφλογιστία ακόμη. Δείχνει ότι αν κάποιος είναι όντως δρων άτομο και διαθέτει επαρκή ψυχολογικά εφόδια, μπορεί να αντιμετωπίσει τη φυλακή, όχι ως καθοριστικό παράγοντα, αλλά ως πλαίσιο δράσης. Δείχνει, επίσης, ότι η απελπισία ως συνθήκη μπορεί να ενεργοποιήσει μια αναπάντεχη νηφαλιότητα, κάτι που υποστηρίζουν σχεδόν όλοι οι απεργοί πείνας.

Φυσικά, σε όλη την έκταση του κειμένου θα ανακαλεί διαρκώς τη Λυδία λίθο τού κάθε έγκλειστου, τον Χρόνο, διάσταση η οποία πουθενά αλλού δεν είναι τόσο ευμετάβλητη όσο σε μια φυλακή. Μ’ αυτήν την  ποιητική της απομόνωσης, ο Ηλιόπουλος κατορθώνει να μεταφέρει πειστικά την ιδιότυπη μυσταγωγία του χρόνου. Σχεδόν πάντοτε ακινητοποιημένος, σου μεταδίδει την αγωνιώδη αίσθηση ότι για τον καθένα είναι διαφορετικά συγκεκριμένος, για όλους όμως πεπερασμένος. Περνάει τόσο αργά όταν τον μετράς μέσω της επαναληπτικότητας μιας καθημερινής ρουτίνας και τόσο γρήγορα όταν τον μετράει η τηλεκάρτα.

Η αίσθηση αυτή του αναπόδραστου μεταφέρεται στον αναγνώστη μαζί με την πεποίθηση ότι αν κάποιος μαθαίνει κάτι εντός των τειχών, αυτό είναι η μοναξιά της αναμονής. Και ότι, ως κυρίαρχος αμυντικός  μηχανισμός, επιστρατεύεται η μνήμη μέσω της οποίας ανακαλούνται πρόσωπα και καταστάσεις. Έτσι, η γραφή αποκτά και θεραπευτικό χαρακτήρα ως άσκηση της μνήμης, έστω και βραχύβια, έναντι της —ούτως ή άλλως— επερχόμενης Λήθης.

Με μια μαεστρία που δύσκολα θα την περιμέναμε στην πρώτη λογοτεχνική απόπειρα κάποιου, με έναν λόγο άλλες φορές παραισθητικό, άλλες φορές απολύτως διαυγή, ο Ηλιόπουλος πείθει. Κατορθώνει να κάνει τον αναγνώστη συμμέτοχο, να συμπάσχει, να γίνει τελικά δικός του άνθρωπος. Τον προσκαλεί στο κελί του και του δείχνει πώς μια φυλακή μπορεί να μετατραπεί σε ένα εργαστήριο γραφής ή σε μια βιοτεχνία ονείρων ή και στα δυο.

Ο Θοδωρής Ηλιόπουλος δεν αιθεροβατεί, δεν τρέφει ψευδαισθήσεις. Υπονομεύει την ασφυκτική ατμόσφαιρα γνωρίζοντας ότι η κοινωνική και η πνευματική ασφυξία συνεχίζονται και «έξω», στο μέλλον. «Ένα μέλλον όπου το κλουβί φαρδαίνει και τα όρια απομακρύνονται», σε έναν κόσμο που έχει μετατραπεί σε φυλακή ενώ κάποτε υπήρξε κήπος.

Η ειδολογική κατάταξη αυτής της προσωπικής κατάθεσης του συγγραφέα, αν δηλαδή πρόκειται για υπαρξιακή λογοτεχνία ή λογοτεχνία εγκλεισμού ή οτιδήποτε άλλο, μάλλον ανήκει στους ειδικούς της λογοτεχνικής ανατομίας.

Ο αναγνώστης, έχοντας γευτεί κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης την αίσθηση της αναμονής, κλείνοντας το βιβλίο διαπιστώνει ότι αυτή η αναμονή παραμένει.

Είναι μάλλον προφανές ότι πρόκειται για την αναμονή του επόμενου εγχειρήματος του Θοδωρή Ηλιόπουλου.

*MA Creative Writing

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου