Πόσες φορές βλέπουμε σκευωρίες να καταρρέουν μέσα σε μια δικαστική αίθουσα όταν αστυνομικοί ανεβαίνουν στο βήμα του μάρτυρα; Η απάντηση είναι «υπερβολικά πολλές», όταν αστυνομικοί αναγκάζονται να έρθουν αντιμέτωποι με τις αντιφατικές και ανυπόστατες προανακριτικές καταθέσεις τους κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.
Με διάταξη που περιλαμβάνεται στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης, που επιφέρει για ακόμη μία φορά σαρωτικές αλλαγές στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, καταργείται η υποχρέωση να εμφανίζεται ο μάρτυρας-αστυνομικός στο δικαστήριο, διάταξη που, κατά συνέπεια, καταργεί το δικαίωμα του κατηγορούμενου και βέβαια του συνηγόρου του στην εξέταση του μάρτυρα. Η διάταξη (παρ. 5, άρθρο 215 ΚΠΔ) ρητά αναφέρει πως αστυνομικοί και προανακριτικοί υπάλληλοι που έχουν καταθέσει στην προδικασία δεν καλούνται στο ακροατήριο. Από εδώ και στο εξής οι καταθέσεις τους θα διαβάζονται στο δικαστήριο και πλέον θα αποτελεί πρωτοβουλία του εκάστοτε εισαγγελικού λειτουργού και δικαστή για να παραγγείλει «κατ’ εξαίρεση» την κλήτευσή τους, αν «η εξέτασή τους στο ακροατήριο είναι αναγκαία για τη διάγνωση της κατηγορίας».
Ετσι αφαιρείται από το κάδρο η εξέταση σημαντικότατων και συχνά καθοριστικών καταθέσεων. Πόσο εφικτή είναι η πρόσβαση σε μια δίκαιη δίκη όταν ο κατηγορούμενος και οι νομικός εκπρόσωπός του στερούνται της δυνατότητας να εξετάσουν μάρτυρες αστυνομικούς που συχνά οι καταθέσεις τους είναι καταλυτικές στην απόδοση των κατηγοριών; Να εξετάζουν οι δικαστές τη δική τους εκδοχή των γεγονότων μόνο βάσει γραπτών ένορκων καταθέσεων που άπειρες φορές έχουν βασιστεί σε ψέματα; Ειδικά ενώ έχει αποδειχθεί πως σε περιπτώσεις αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, οι ίδιοι καταλογίζουν αδικήματα σε θύματα ώστε να μην ενοχοποιηθούν οι ίδιοι.
Στόχος του αρμόδιου υπουργείου, σύμφωνα με το σχέδιο νόμου, είναι να προστατευτεί η Δικαιοσύνη από εκείνους που «με καταχρηστική και παρελκυστική άσκηση των δικαιωμάτων τους» «ασκόπως» «παρακωλύουν την ταχύτητα» της απονομής της. Στην πορεία, καταργείται και ένα μεγάλο μέρος της προφορικότητας της διαδικασίας όπως αυτή επιτάσσεται από το Σύνταγμα, ενώ καταπατώνται μια σειρά από θεμελιώδη δικαιώματα και διεθνείς συμβάσεις για τις οποίες, χώρες που τις αψήφησαν οδηγήθηκαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τελικά καταδικάστηκαν.
Στον βωμό της «επιτάχυνσης της δικαιοσύνης» θυσιάζεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου να μπορεί ανεμπόδιστα να εξετάσει την εκδοχή των αστυνομικών, να αντικρούσει κατηγορίες σε βάρος του και να εκθέσει πτυχές που συσκοτίστηκαν στο στάδιο της προδικασίας. Ο μόνος κερδισμένος στην ουσία είναι η ίδια η ΕΛ.ΑΣ., που ικανοποιεί ένα χρόνιο αίτημά της. Γι’ αυτό και με τη γνωστοποίηση των νέων διατάξεων, οι συνδικαλιστές αστυνομικοί έσπευσαν να συγχαρούν το υπουργείο που συμπεριέλαβε τη διάταξη μετά την «εμπεριστατωμένη πρόταση» της ΠΟΑΣΥ. Τονίζοντας, μάλιστα, ότι πλέον θα αποφευχθούν οι «άσκοπες μετακινήσεις», η «αποδιοργάνωση της αστυνόμευσης», η «μη αποζημίωση των οδοιπορικών εξόδων» αλλά και η «ψυχική καταπόνηση» των αστυνομικών που αναγκάζονται να παρουσιαστούν στο δικαστήριο.
Τρεις χαρακτηριστικές υποθέσεις
Ουδείς λόγος για την ψυχοφθόρα διαδικασία στην οποία υποβάλλονται οι άδικα κατηγορούμενοι που βρίσκονται σε δικαστική ομηρία –ακόμη και πολυετή– μέχρι στο δικαστήριο να αποδειχθεί πως ήταν αποτέλεσμα μιας βιομηχανίας κατασκευασμένων διώξεων. Ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε τρεις πολύκροτες υποθέσεις:
▶ Υπόθεση Βαγγέλη Σταθόπουλου: Συνελήφθη στις 8 Νοεμβρίου 2019 και καταδικάστηκε πρωτόδικα σε 19 χρόνια για ένταξη σε τρομοκρατική οργάνωση. H δίωξη του ασκήθηκε από την Αντιτρομοκρατική βάσει ενός αμφισβητούμενου μίγματος DNA και ενός αμφιλεγόμενου οπτικοακουστικού υλικού. Οι αντιφατικές και ανυπόστατες μαρτυρίες των αστυνομικών που ενοχοποιούσαν αρχικά τον Σταθόπουλο κατεδαφίστηκαν πλήρως στο Εφετείο και αφέθηκε ελεύθερος έπειτα από τρία χρόνια εγκλεισμού.
▶ Υπόθεση ΑΣΟΕΕ: Οι Δημήτρης Κατρινάκης και Γιάννης Παχάκης τον Νοέμβριο του 2020 δέχτηκαν απρόκλητη επίθεση από αστυνομικές δυνάμεις υπερασπιζόμενοι το πανεπιστημιακό άσυλο της ΑΣΟΕΕ. Οι δύο φοιτητές συνελήφθησαν άδικα κατά τη συνήθη πρακτική ποινικοποίησης των συλλογικών δράσεων και από την ακροαματική διαδικασία όχι μόνο δεν αποδείχτηκε τίποτα σε βάρος τους, αλλά εγέρθηκαν σοβαρά ερωτήματα για τις πρακτικές των αστυνομικών που κατέθεσαν εναντίον τους. Οι τελευταίοι ομολόγησαν άθελά τους παράνομες πρακτικές και μέσα από τις αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσαν έκαναν σαφές ότι οι διώξεις βασίστηκαν σε μια στημένη δικογραφία.
▶ Υπόθεση βασανισμού στην οδό Μπουμπουλίνας: Ο Λάμπρος Γούλας βρέθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 2019 στριμωγμένος σε μια γωνία σε πάρκινγκ στα Εξάρχεια, στη διαβόητη οδό Μπουμπουλίνας, από έναν όχλο αστυνομικών που τον ξεγύμνωσαν, τον βασάνισαν και τον συνέλαβαν, λέγοντάς του πως «στα Εξάρχεια έχουμε χούντα». Κατηγορήθηκε για αδικήματα που του φόρτωσαν οι αστυνομικοί, αφότου τον εξευτέλισαν. Τελικά αθωώθηκε πανηγυρικά όταν η υπόθεση έφτασε στο ακροατήριο.
«Παραβιάζεται η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου»
Βασίλης Χειρδάρης, ποινικολόγος
Η μη προσέλευση των αστυνομικών για να καταθέσουν στα ποινικά δικαστήρια είναι διευκολυντική μεν για τους αστυνομικούς, παραβιάζει όμως ευθέως το άρθρο 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ που λέει με ρητή αναφορά ότι ο κατηγορούμενος έχει θεμελιώδες δικαίωμα να εξετάσει τους μάρτυρες κατηγορίας στο ακροατήριο. Δεν αρκεί η ανάγνωση των μαρτυρικών καταθέσεων. Το δικαίωμα αυτό θεμελιώνεται διότι ο κατηγορούμενος πρέπει για να υπερασπίσει τον εαυτό του να έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τον μάρτυρα και να υποβάλει ερωτήσεις για την υπεράσπισή του και την αναζήτηση της αλήθειας.
Σε κάθε περίπτωση, η δικαιοσύνη δεν είναι αγώνας ταχύτητας και οι τροποποιήσεις του υπουργείου Δικαιοσύνης στοχεύουν κυρίως στην ταχύτητα αλλά όχι στην ποιότητα απονομής της δικαιοσύνης που πρέπει να αποδοθεί. Θεωρώ ότι είναι άστοχη η αλλαγή του ΚΠΔ και πρέπει να ανακληθεί.
«Μόνη λύση είναι η συνολική απόσυρση του νομοσχεδίου»
Η προτεινόμενη αλλαγή του άρθρου 215 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας η οποία απαλλάσσει τους προανακριτικούς υπαλλήλους, ήτοι κατά κύριο λόγο τους αστυνομικούς, από την κλήση στο δικαστήριο αποτελεί μια πρωτοφανή παραβίαση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.
Πρόκειται για ένα πάγιο και διαχρονικό αίτημα της αστυνομίας, το οποίο η κυβέρνηση σπεύδει να ικανοποιήσει, καταργώντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα του συνηγόρου να αποκαλύπτει τα ψέματα και τις μεθοδεύσεις των διωκτικών μηχανισμών, την κατασκευή δικογραφιών και τη δυνατότητα του ίδιου του δικαστηρίου να αναζητά την αλήθεια. Θα αρκεί μια κατάθεση στην προδικασία για να στοιχειοθετούνται και να αποδεικνύονται σοβαρότατα αδικήματα και θα εναπόκειται στην κρίση του δικαστή το αν συντρέχει λόγος εξέτασης του προανακριτικού υπαλλήλου στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία.
Η προτεινόμενη τροποποίηση είναι χαρακτηριστική του πνεύματος και του στόχου συνολικά της νομοθετικής πρωτοβουλίας και καταδεικνύει ότι το σκεπτικό της δεν είναι νομικό, αλλά πολιτικό και επικοινωνιακό. Η μόνη λύση είναι η συνολική απόσυρση του νομοσχεδίου.
«Δρομολογούνται νέες καταδίκες από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου»
Σύμφωνα με το Σχέδιο Νόμου που τέθηκε προς διαβούλευση, σκοπός του νομοθέτη είναι μεταξύ άλλων η «επιτάχυνση και ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης μέσω συγκεκριμένων παρεμβάσεων στον Ποινικό Κώδικα και στον ΚώδικαΠοινικής Δικονομίας» (άρθρο 1 του ΣΝ). Στο πλαίσιο των μέτρων αντιμετώπισης της καταχρηστικής άσκησης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων προτείνεται, μεταξύ άλλων, με το άρθρο 63 του Σχεδίου Νόμου, η «απελευθέρωση» των αστυνομικών από την υποχρέωση μαρτυρίας στο ακροατήριο και η ανάγνωση των καταθέσεων αυτών και των λοιπών προανακριτικών υπαλλήλων στην προδικασία.
Η διεθνώς πρωτοφανής προτεινόμενη δικονομική ρύθμιση είναι ευθέως αντίθετη προς τις ρητές και αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις του άρθρου 6§3 εδ. Δ΄ ΕΣΔΑ και του άρθρου 14§3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα που ευθέως κατοχυρώνουν το δικαίωμα του κατηγορουμένου να εξετάσει κατ’ αντιδικία και διά ζώσης τους μάρτυρες κατηγορίας ως θεμελιώδες υπερασπιστικό δικαίωμα και συστατικό της δίκαιης δίκης. Ούτε η πλέον νοσηρή φαντασία δεν μπορεί να διανοηθεί ότι η κατάργηση των θεμελιωδών υπερασπιστικών δικαιωμάτων μπορεί να οδηγήσει στην «ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης» σε μια έστω και στοιχειωδώς ευνομούμενη πολιτεία. Αυτό που ταχύτατα θα επιτευχθεί αν υιοθετηθούν οι προτεινόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις, είναι ο πλήρης ευτελισμός του κράτους δικαίου στη χώρα μας, ενώ παράλληλα θα δρομολογηθούν νέες καταδίκες από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τις υπό θεσμοθέτηση απροκάλυπτες παραβιάσεις του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου